Νέα
βρετανική μελέτη αποκαλύπτει τι συμβαίνει στον εγκέφαλο κατά την λήψη της
παραισθησιογόνου ουσίας. Modern imaging methods are revealing LSD’s influence
on the brain. Credit: Carhart-Harris et al
Ερευνητές
του Κέντρου Νευροψυχοφαρμακολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Κολεγίου Imperial του Λονδίνου, με επικεφαλής τους δρ
Ντέηβιντ Νατ και Ρόμπιν Κάχαρτ-Χάρις, χορήγησαν διαδοχικά σε ελεγχόμενες
εργαστηριακές συνθήκες σε 20 υγιείς εθελοντές 75 mg LSD σε μορφή δισκίου και εικονικό χάπι (placebo). Οι εγκέφαλοι των χρηστών μελετήθηκαν με
διάφορες τεχνικές, όπως λειτουργική μαγνητική απεικόνιση (fMRI) και μαγνητοεγκεφαλογράφημα (MEG).
Όπως
διαπιστώθηκε, ενώ υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας ο εγκέφαλος των ενηλίκων
λειτουργούσε με ανεξάρτητα δίκτυα που εκτελούσαν επιμέρους λειτουργίες (όραση,
κίνηση, ακοή κ.α.), υπό την επίδραση του LSD ο διαχωρισμός αυτών των δικτύων και των
αντίστοιχων λειτουργιών κατέρρεε. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργείται ένα πιο
ενιαίο εγκεφαλικό σύστημα και ο άνθρωπος να βιώνει -μέσω παραισθήσεων- μια πιο
ολιστική εμπειρία της πραγματικότητας.
Lysergic acid
diethylamide (LSD), the prototypical “psychedelic,” may be unique among
psychoactive substances. In the decades that followed its discovery, the
magnitude of its effect on science, the arts, and society was unprecedented.
LSD produces profound, sometimes life-changing experiences in microgram doses,
making it a particularly powerful scientific tool. Here we sought to examine
its effects on brain activity, using cutting-edge and complementary
neuroimaging techniques in the first modern neuroimaging study of LSD. Results
revealed marked changes in brain blood flow, electrical activity, and network
communication patterns that correlated strongly with the drug’s hallucinatory
and other consciousness-altering properties. These results have implications
for the neurobiology of consciousness and for potential applications of LSD in
psychological research. Credit: Carhart-Harris et al
«Με πολλούς τρόπους, ο εγκέφαλος με το LSD προσομοιάζει με τον εγκέφαλό μας όταν
ήμασταν νήπιο, δηλαδή ελεύθερος και χωρίς περιορισμούς, πράγμα που εξηγεί την
υπερσυναισθηματική και ευφάνταστη φύση του νηπιακού νου», εξηγεί ο δρ Κάχαρτ-Χάρις.
Έτσι,
για παράδειγμα, λόγω του LSD,
πολλές άλλες περιοχές πλήν του οπτικού φλοιού συμμετείχαν πλέον στην
επεξεργασία των οπτικών ερεθισμάτων από τον εγκέφαλο - με αποτέλεσμα τις
πολύπλοκες οπτικές παραισθήσεις που βιώνε ο χρήστης.
Η
ιστορία του LSD
To διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος ή LSD παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1938 από
τον Ελβετό χημικό Άλμπερτ Χόφμαν, στα εργαστήρια της φαρμακευτικής εταιρείας Sandoz, στη Βασιλεία, στα πλαίσια ενός γενικού
ερευνητικού προγράμματος για τη μελέτη της ιατρικής χρήσης θεραπευτικών
βοτάνων. Η παραισθησιογόνος δράση του διαπιστώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, το
1943.
Στη
συνέχεια, στις δεκαετίες του '50 και του '60, το LSD αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης
επιστημονικής έρευνας, ειδικά στον τομέα των ψυχικών διαταραχών. Όμως, η εν
συνεχεία κατάχρησή του ως ναρκωτικής ουσίας από τους νέους, οδήγησε στην
απαγόρευσή του με διεθνή συμφωνία στη δεκαετία του '60.
Ένα
βασικό χαρακτηριστικό του LSD
καθώς και άλλων ψυχεδελικών ουσιών είναι ότι ο χρήστης χάνει την γνώριμη
αίσθηση του εγώ και του εαυτού του, ενώ συχνά έχει μια εμπειρία θρησκευτικού ή
πνευματικού περιεχομένου.
Οι
επιστήμονες πιστεύουν ότι οι έρευνες για το LSD και άλλες ουσίες (όπως η ψιλοσυμβίνη,
βασικό συστατικό των «μαγικών μανιταριών») θα μπορούσαν, πέρα από την
φαρμακευτική αξιοποίησή τους, να ρίξουν φως και στην λειτουργία της ανθρώπινης
συνείδησης.
Στο
πλαίσιο αυτό ο δρ Νατ, εδώ και χρόνια υπέρμαχος της χρήσης των ψυχοδηλωτικών
ουσιών στην Ψυχιατρική, εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι η νέα μελέτη θα εμπνεύσει
και άλλους να ακολουθήσουν. «Για την
ανθρώπινη νευροεπιστήμη, αυτή η μελέτη είναι το αντίστοιχο του μποζονίου του
Χιγκς στη σωματιδιακή φυσική», σημείωσε.
Να
σημειωθεί πάντως ότι ο Δρ Νατ, πρώην πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής της
βρετανικής κυβέρνησης για τα φάρμακα, είχε προκαλέσει σκάνδαλο και είχε
αναγκαστεί να παραιτηθεί το 2009, όταν είχε δηλώσει ανοιχτά ότι ουσίες, όπως το
LSD και τα χάπια ecstasy είναι λιγότερο επικίνδυνες από το αλκοόλ
και τον καπνό.
Σε
κάθε περίπτωση η νέα μελέτη αναμένεται να αναζωπυρώσει τον διάλογο στην
επιστημονική κοινότητα κατά πόσο πρέπει να ξαναμπεί στο τραπέζι η προοπτική
αξιοποίησης ουσιών, όπως το LSD
για ιατρικά πειράματα, αλλά ακόμη και για θεραπευτικούς σκοπούς, ιδίως στην
ψυχιατρική. Μια μειονότητα επιστημόνων επιμένουν ότι αυτό πρέπει να γίνει
επειγόντως, αλλά η πλειονότητα των επιστημόνων εμφανίζεται αδιάφορη, διστακτική
ή αρνητική μέχρι στιγμής.