Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Του έρωτα και του θανάτου

Η Αφροδίτη του έρωτα και του θανάτου: «Η Αφροδίτη αποσανδαλίζουσα» επιγράφεται το αγαλματίδιο (βρέθηκε σε τάφο του 4ου αιώνα π.Χ. στην Πέλλα). «Η Αφροδίτη ήταν κατ' εξοχήν θεά των νεκρών» διευκρινίζει η επίτιμος έφορος της ΙΖ' Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων της περιοχής και επί 30 χρόνια εκ των ανασκαφέων της, κ. Ακαμάτη. Αγαλματίδια της θεάς Αφροδίτης βρέθηκαν δεκάδες σε τάφους γυναικών και ανδρών όλων των εποχών στην Πέλλα.

Πουλάκι πήγε κι έκατσε σε γεωργού αλέτρι.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, σαν τ' άλλα τα πουλάκια,
μόν' κελαηδούσε κι έλεγε ν- ανθρώπινη κουβέντα:
-Γεωργέ μ', που σπέρνεις τον καρπό, σπέρνεις, δε θα θερίσεις.
-Ποιος στο είπε εσένα, βρε πουλί, πως δε θα θενά θερίσω;
-Ψες ήμουνα στους ουρανούς μαζί με τους αγγέλους
κι άκουσα που σ' ανάφερναν με τους αποθαμένους.

~
 
Εγώ για την αγάπη σου θα φτιάσω' να φουστάνι,
φουστάνι από αγκαθιά, από κορμό του βάτου,
θα βάλω και στον κόρφο μου οχιά την πλουμισμένη.
Να με τρουπάει η αγκαθιά, να με τραβάει το βάτο,
να με δαγκώνει η οχιά κι εσένα να θυμάμαι.

~
 
-Θέλω κι εγώ, παιδάκι μου, κάτι να σε ρωτήσω:
στον κάτω κόσμο πόφτασες, πες μου, τ' ήβρες μπροστά σου;
 
-Εδώ, που ήρθα, μάνα μου, εδώ στον κάτω κόσμο,
ήβρα τα φίδια πλεχταριά και τις οχιές γαϊτάνι,
κι ένα φιδάκι κολοβό, μικρότερ' από τ' άλλα,
φωλίτσα ήρθε κι έφτιασε απάνω στο κεφάλι
και μόφαγε τα μάτια μου, που ήγλεπα τον κόσμο,
μόφαγε τη γλωσσίτσα μου την αηδονολαλούσα,
μόφαγε και τα χέρια μου, πόκανα τις δουλειές μου,
μόφαγε και τα πόδια μου, που επηγαινορχόμουν.

~

Ο Χάρος εβουλήθηκε να φτιάσει περιβόλι'
τό' σκαψε, το καλλιέργησε ναν το δεντροφυτέψει.
Φυτεύει νιες για λεμονιές, τους νιους για κυπαρίσσια,
φύτεψε τα μικρά παιδιά τριαντάφυλλα τρογύρω,
έβαλε και τους γέροντες φράχτη στο περιβόλι.

 ~

Ο κάτω κόσμος είν' κακός, γιατί δε ξημερώνει,
γιατί δεν κράζει ο πετεινός, δεν κελαδεί τ' αηδόνι.
Εκεί νερό δεν έχουσι και ρούχα δε φορούσι,
μόνο καπνό μαειρεύουσι και σκοτεινά δειπνούσι.

~
 
Κόκκιν' αχείλι εφίλησα κ' έβαψε το δικό μου,
και 'ς το μαντήλι το σύρα κ' έβαψε το μαντήλι,
και 'ς το ποτάμι το πλυνα κ' έβαψε το ποτάμι,
κ' έβαψε η άκρη τού γιαλού κ' η μέση τού πελάγου.
Κατέβη ο αιτός να πιή νερό κ' έβαψαν τα φτερά του,
κ' έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.

~

Τάστρο τς αυγής το λαμπερό εκείνο μάς εθώρει,
και τάστρο νεχαμήλωσε και τό πε τού θαλάσσου,
και το θαλάσσι τού κουπιού, και το κουπί τού ναύτη,
κι ο ναύτης το διαλάλησε 'ς τη γη την οικουμένη.

~
 
Ως τα τώρα την καρδιά μου
την κρατούσα κλειδωμένη,
σιδερομανταλωμένη.
Τώρα θε να την ανοίξω,
μόσκο να τηνε γιομίσω,
ζάχαρι να την ταΐσω,
για το σκάσιμο ταντρώνε,
πείσμα των παλληκαριώνε,
πόχουν άσκημαις γυναίκες,
μαύρα κούτσουρα αγκαλιάζουν
και φιλούν κι' αναστενάζουν.

~
 
Να χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια,
να πάθιουν τα πατήματα, νά πιανα τα κερκέλια,
ν' ανέβαινα 'ς τον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ' ουρανού, να βγάλη μαύρα νέφη,
να βρέξη χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι,
το χιόν' να ρήξη 'ς τα βουνά και το νερό 'ς τσοι κάμπους,
'ς την πόρτα τση πολυαγαπώς τατίμητο χρυσάφι.

~
 
Ένα κομμάτι μάλαμα, ένα κομμάτι ασήμι,
εκόπη από τον ουρανό κ' έπεσε μεσ' 'ς τη διάβα,
κι' άλλοι το λένε σύγνεφο, κι' άλλοι το λένε αντάρα.
Κείνο δεν είναι σύγνεφο, κείνο δεν είν' αντάρα,
παρά είν' η κόρη τού παπά, πόρχετ' από ταμπέλι.
Βαστά τα μήλα 'ς την ποδιά, τα ρόιδα 'ς το μαντήλι.
Δυο μήλα της εγύρεψα, κι' αυτή μού δίνει τρία.
"Δε θέλω γω τα μήλα σου, τα τσαλοπατημένα,
θέλω τα δυο τού κόρφου σου, τα μοσκομυρισμένα".

~
 
Πολλά καλά κάνει ο Θεός κι ένα καλό δεν κάνει,
γιοφύρι μες στη θάλασσα και δεμοσιά στον Άδη.
Κι αν δεν εκίναγα να' ρθω, ας μου' κοβαν τα πόδια,
κι αν δεν σε καλογνώριζα, ας μου' βγαιναν τα μάτια,
κι αν δε σ' εσφιχταγκάλιαζα, ας μου' κοβαν τα χέρια,
κι αν δε σε γλυκοφίληγα, ας μου' κοβαν τ' αχείλι.
 
~
 
Στην πόρτα της Παράδεισος μηλιά είναι φυτρωμένη,
κρεμούν οι νιες τα ρούχα τους κι οι νέοι τ' άρματά τους'
κρεμάζουνε κι οι γέροντες τ' ασημοπίστολά τους,
κρεμάζουν τα μικρά παιδιά τα νακοστρώματά τους.
 
~
 
Άλλο δε σε μαραίνομαι, άλλο δε σε λυπούμαι'
την πρώτη νύχτα μες στη γη πώς θα την υποφέρεις;
Θα βρεις τα φίδι' αγκαλιαστά, οχιές περιπλεγμένες.
Κι ένα φίδι μαυρόφιδο, φίδι με δυο κεφάλια,
πήγε κι έφτιασε τη φωλιά μες στα κλεισμένα φρύδια.
 
~

Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους,
και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη,
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός τού Χάρου και σε πήρε.
 
 ~

Από τη γης βγαίνει νερό, κι οχ την ελιά το λάδι,
κι από τη μάννα την καλή βγαίνει το παλληκάρι.
Στάλα τη στάλα το νερό τρουπάει το λιθάρι,
κι η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλληκάρι.
 
~
 
"Δυο λειμό- (μωρή Θεώνη) νια χεις  'ς τον κόρφο,
που μυρίζουν σαν το μόσκο.
Δώσε μας και μας το ένα
να το παίξουμε 'ς τα χέρια.
-Γω σκαλίζω, γω ποτίζω,
γω λειμόνια δεν ορίζω.
Σύρτε 'ς τον περιβολάρη,
μπελκέ μου σάς κάνη χάρη."

Paul Sérusier (1864–1927), Synchrony in Green (1913), oil on canvas, 81.4 x 60.3 cm, Bilboko Arte Ederren Museoa / Museo de Bellas Artes de Bilbao, Bilbao, Spain. Wikimedia Commons.









Τον μεγάλο φυσικό Niels Bohr τιμά η Google, με αφορμή τα 127 χρόνια από τη γέννησή του

Ο Νιλς Μπορ (Niels Bohr) γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1885 στην Κοπεγχάγη. Ο πατέρας του Κρίστιαν Μπορ υπήρξε καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και ήταν διεθνώς γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με την αναπνοή. Η μητέρα του Έλεν Άντλερ προερχόταν από εύπορη εβραϊκή οικογένεια της Κοπεγχάγης με εξέχουσα θέση στους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους της Δανίας. Ο Μπορ βαπτίστηκε Χριστιανός και εντάχθηκε, όπως και ο πατέρας του, στην Λουθηρανική Εκκλησία. Γρήγορα όμως έχασε κάθε θρησκευτικό ενδιαφέρον και μέχρι το τέλος της ζωής του δήλωνε άθεος. Ήταν παθιασμένος ποδοσφαιρόφιλος και στα νεανικά του χρόνια έπαιζε τερματοφύλακας στην ομάδα Ακαντέμισκ Μπόλντκλουμπ της Κοπεγχάγης.

Ο Μπορ διακρίθηκε ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Σπούδασε φιλοσοφία και μαθηματικά, ενώ πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην φυσική. Το 1911 υποστήριξε την διδακτορική του διατριβή με θέμα την ηλεκτρονική θεωρία των μετάλλων. Στην διατριβή του επισήμανε με ιδιαίτερη έμφαση ότι η κλασική Φυσική εμφανίζεται ανεπαρκής για την μελέτη της συμπεριφοράς της ύλης σε επίπεδο ατόμων. Ακολούθως ο Μπορ πήγε στην Αγγλία για να συνεχίσει τις σπουδές του κοντά στον νομπελίστα φυσικό Τζόζεφ Τόμσον (1856-1940) στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ο Τόμσον, όμως, δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ιδέες του Μπορ σχετικά με τα ηλεκτρόνια των μετάλλων. Έτσι ο Μπορ αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και να ενταχθεί στην ερευνητική ομάδα ενός άλλου νομπελίστα, του Νεοζηλανδού Έρνεστ Ράδεφορντ (1871-1937), που πραγματοποιούσε έρευνες για την δομή του ατόμου και σήμερα θεωρείται ο πατέρας της πυρηνικής φυσικής.

Το καλοκαίρι του 1912 επέστρεψε στην Κοπεγχάγη για να παντρευτεί την καλή του Μαργκρέτε Νέρλουντ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, μεταξύ αυτών και τον νομπελίστα φυσικό Όγκε Μπορ (1922-2009). Μετά τον γάμο του επέστρεψε στο Μάντσεστερ και συνέχισε το ερευνητικό του έργο στην δομή του ατόμου. Το 1913, συνδύασε το μοντέλο του Ράδεφορντ για τη δομή του ατόμου με τη Κβαντική Θεωρία του Μαξ Πλανκ και υπέθεσε ότι το ηλεκτρόνιο μπορεί να ακολουθεί μόνον ορισμένες τροχιές, και όχι οποιεσδήποτε και ότι το ηλεκτρόνιο ακτινοβολεί όχι συνεχώς, όπως ήταν η ως τότε κρατούσα άποψη, αλλά μόνο όταν αλλάζει τροχιά.

Νιλς Μπορ και Βέρνερ Χάιζενμπεργκ

Το 1916 εξελέγη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης και το 1921 ίδρυσε το Ινστιτούτο Θεωρητικής Φυσικής, του οποίου διετέλεσε διευθυντής έως το τέλος της ζωής του. Σύντομα το Ινστιτούτο Μπορ στην Κοπεγχάγη μετατράπηκε σε διεθνές κέντρο ερευνών σε θέματα ατομικής φυσικής και κβαντικής θεωρίας. Όλα αυτά τα χρόνια ο Μπορ προσπάθησε να διατυπώσει μια συνεπή κβαντική θεωρία, που θα αντικαθιστούσε την κλασική Μηχανική και Ηλεκτροδυναμική σε ατομικό επίπεδο και θα ήταν επαρκής για την επαρκή επεξεργασία όλων των θεμάτων στον κόσμο του ατόμου, σε μια εποχή που οι γνώσεις για το άτομο βασίζονταν σε αβέβαιες αρχές. Επεχείρησε επίσης να ερμηνεύσει την δομή και τις ιδιότητες των ατόμων όλων των χημικών στοιχείων, όπως αυτές εμφανίζονται στο περιοδικό σύστημα και στα πολύπλοκα συστήματα των φασμάτων εκπομπής τους. Για τις εργασίες του αυτές τιμήθηκε με το Νόμπελ Φυσικής το 1922.

1927 Solvay Conference in Brussels, October 1927. Bohr is on the right in the middle row, next to Max Born.

Εποχή άφησαν στο χώρο της φυσικής οι αντιπαραθέσεις του με τον Άλμπερτ Αϊνστάιν στα μέσα της δεκαετίας του είκοσι, σχετικά με την τότε νέα κβαντική μηχανική. Ο Αϊνστάιν εκτιμούσε σε μεγάλο βαθμό το πρώιμο έργο του Μπορ, χαρακτηρίζοντάς το ως την «υψίστη μορφή μουσικότητας στη σφαίρα της σκέψης», δεν αποδέχθηκε, όμως, ποτέ το επιχείρημα ότι η κβαντομηχανική αποτελεί την «λογική γενίκευση της κλασικής Φυσικής», που προέβαλε ο Μπορ για την κατανόηση των ατομικών φαινομένων.

Κατά την δεκαετία της δεκαετίας τριάντα σημαντική υπήρξε η συμβολή του στον αναπτυσσόμενο χώρο των πυρηνικών επιστημών. Ιδιαίτερα διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην κατανόηση του φαινομένου της πυρηνικής σχάσης (1939).

Το 1940, όταν η Δανία καταλήφθηκε από τους Γερμανούς, ο Μπορ έκανε ότι μπορούσε για να σώσει το Ινστιτούτο του, αλλά το 1943 αναγκάστηκε να εκπατριστεί, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του και της αντιναζιστικής του ιδεολογίας. Κατέφυγε πρώτα στην Σουηδία και στην συνέχεια στην Αγγλία, όπου συμμετείχε στο «Σχέδιο Μανχάταν» («Manhattan Project»), το αμερικανικό πρόγραμμα για την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Μετά από μερικούς μήνες μετακόμισε στο Λος Άλαμος του Νέου Μεξικού, όπου συνέχισε να εργάζεται πάνω στη κατασκευή της ατομικής βόμβας.

Η ανησυχία του Μπορ για τις επιπτώσεις της πυρηνικής ενέργειας στην ανθρωπότητα εκδηλώθηκε ήδη από το 1944, όταν μάταια προσπάθησε να πείσει τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσόρτσιλ και τον Αμερικανό πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ για την ανάγκη ύπαρξης διεθνούς συνεργασίας όσον αφορά τον χειρισμό αυτών των θεμάτων. Ο Μπορ πίστευε σε ένα «ανοικτό κόσμο», όπου η ανταλλαγή ανθρώπων και ιδεών ανάμεσα στις διάφορες χώρες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών. Το 1954, ο Μπορ συνέβαλε στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πυρηνικής Έρευνας (CERN).

O Νιλς Μπορ πέθανε στην Κοπεγχάγη στις 18 Νοεμβρίου 1962 σε ηλικία 77 ετών.

Ρέμπραντ, ο θεός του 17ου αιώνα. Rembrandt, the god of the 17th century

Rembrandt, Η εβραία νύφη, 1665. Όταν το 1885 ο Βαν Γκογκ αντίκρυσε τούτο το αριστούργημα στο Κρατικό Μουσείο του Άμστερνταμ είπε στο φίλο του Anton Kerssemakers: Θα έδινα δέκα χρόνια απ' τη ζωή μου να μπορέσω να περάσω δεκαπέντε ημέρες μπροστά σ' αυτόν τον πίνακα τρώγοντας μόνο ξερό ψωμί.

Όσο περισσότερο μελετά κανείς τον Ρέμπραντ τόσο βαθύτερα χάνεται σε ανερμήνευτες αντιφάσεις. Η μεγαλύτερη ίσως ζωγραφική ιδιοφυΐα του 17ου αιώνα σε ρόλους δασκάλου, συλλέκτη, εμπόρου, επέδειξε πέρα από ερωτηματικά για την τελική του οικονομική αποτυχία και μια ανεπανάληπτη τεχνική στην παλέτα που ακόμη δεν μπορεί να επεξηγηθεί. Ποιος ήταν εν τέλει αυτός ο πρώτος των πρώτων Ολλανδός;

Le Peintre dans son atelier, The Painter in his workshop, 1628, 25x31,5 cm Boston, museum of fine Arts

Ο μοναχογιός Rembrandt van Rijn γεννήθηκε την 15.7.1606 κι ήταν γιος εύπορου μυλωνά που φρόντισε αμέσως την καλλιέργεια της παιδείας για το βλαστάρι του. Όταν προέκυψε η κλίση του για τα εικαστικά τον προώθησε δίχως δεύτερες σκέψεις στο Άμστερνταμ και το εκπληκτικό ταλέντο άρχισε με ραγδαίο ρυθμό να αναδύεται στον κόσμο της αναγνώρισης. Εκεί εγκαταστάθηκε ήδη από τα 25 του και με σοβαρότητα κι ενθουσιασμό ο καλλιτέχνης από τα πρώτα κιόλας έργα χάρηκε τη ζεστασιά του κόσμου που τον πίστεψε και τον ανέδειξε στον -μακράν- κορυφαίο ζωγράφο της εποχής του και μεταξύ των αξεπέραστων αστέρων του διαχρονικού στερεώματος.

Ρέμπραντ, Μάθημα ανατομίας του Δρ. Τουλπ, 1632, Λάδι σε μουσαμά, 169,5x216,5 εκ., Χάγη, Mauritshuis.

Ο Ντελακρουά του ρομαντισμού είχε ενσυνείδητα δηλώσει πως «…ίσως ανακαλύψουμε κάποτε ότι ο Ρέμπραντ είναι πολύ μεγαλύτερος ζωγράφος από το Ραφαήλ…». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο διάλογος μιας μοναχικής ψυχής με το Θεό, ανταποκρίνεται σε μια πηγαία ανάγκη του, στο αίτημα κάθε ανθρώπου για επικοινωνία. Κι ο Ρέμπραντ το είχε καλά καταλάβει αυτό, τούτη την αρχή δεν την παρέλειψε ποτέ, ειδικά στα γεράματά του όταν πολύς και αναγνωρισμένος, συγχρωτίζονταν μόνο με τον απλό κόσμο τους φτωχούς και τους βιοπαλαιστές, χωρίς πομπώδεις ιλαρότητες και ξεπεσμούς της ματαιότητας.

Rembrandt, Νυχτερινή Περίπολος, 1642. O πλήρης τίτλος είναι "Η έξοδος του λόχου των τυφεκιοφόρων του λοχαγού Frans Banningh Cocq". Φυλάσσεται στο Κρατικό Μουσείο του Άμστερνταμ, και πρόκειται για ένα από τα πιο φημισμένα έργα του Ρέμπραντ, ενώ συγκαταλλέγεται μεταξύ των πλέον αναγνωρίσιμων στην παγκόσμια ζωγραφική. Ο πίνακας υπέστη πολλές φθορές, αν και αρχικά είχε επιστρωθεί με ένα προστατευτικό παχύ βερνίκι το οποίο έδιδε και όλο το νυχτερινό άρωμα. Όταν ωστόσο το 1940 το βερνίκι αφαιρέθηκε, προέκυψαν τα λαμπερά χρώματα που απολαμβάνουμε. Το 1715 βάνδαλοι είχαν κόψει στα τρία τον πίνακα για να χωρέσει στις επιδιώξεις τους αλλά η επανασυγκόλληση πέτυχε. Τέλος το 1975 ένας άνεργος εκπαιδευτικός όρμησε στον πίνακα και του κατάφερε μερικές βαθιές χαρακιές, των οποίων -παρά την επιμέλεια των συντηρητών- τα ζιγκ ζαγκ είναι ακόμη ορατά.

Όταν οι θεωρητικοί του 19ου αιώνα (Konrad Fiedler) ισχυρίζονταν πως «…οι μεγαλοφυΐες εμφανίζονται ξαφνικά… η μεγαλοφυΐα δεν έχει προδρόμους», δεν είχαν καθόλου δίκιο. Μια μοναδική φυσιογνωμία όπως ο καλλιτέχνης μας βασίστηκε εξίσου, όσο και οποιοσδήποτε ζωγράφος της εποχής του, σε ολόκληρη σειρά από πρότυπα, από τα οποία και άντλησε αποφασιστικής σημασίας εικαστικές αντιλήψεις. Και μάλιστα δίχως αυθαιρεσίες συνέχισε κοινή πορεία με τους προσανατολισμούς των συγχρόνων του. Μάλλον εύκολα όσο και εύστοχα θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Ρέμπραντ έναν άξιο βορειοευρωπαίο επίγονο του Καραβάτζιο.

Εργατικός και συνεπαρμένος με την τέχνη του παντρεύτηκε μια πλούσια κοπέλα, η οποία χάθηκε νέα κληροδοτώντας τον εκτός από ένα γιο, και μια σημαντική περιουσία την οποία όμως ο χήρος δεν μπόρεσε να διαχειριστεί σωστά. Μέσα σε 10-15 χρόνια τα έχασε όλα, κατασχέθηκαν το σπίτι και τα έργα του, μάλιστα δε η σύντροφος που είχε εν τω μεταξύ προκύψει μαζί με τον γιό του φρόντισαν και βρήκαν το νομικό παράθυρο ώστε να τον προσλάβουν ως «υπάλληλο». Έτσι η παραγωγή των έργων θα ανήκε πλέον σε μία εταιρία η οποία δεν είχε οφειλές.

Autoportrait aux mains sur les hanches, Self-portrait with the hands on the hips, Détail, 1632, 112x81,5 cm, Vien

Παρότι δεν είχε και το ομορφότερο πρόσωπο του κόσμου, ήταν απόλυτα ειλικρινής στα δεκάδες έργα της αυτοπροσωπογραφίας του. Σε αυτή του εξάλλου την ειλικρίνεια,  χρωστάμε πως έπειτα από λίγο, σταματάμε να αναζητούμε την ομορφιά, κι αρκούμαστε στην οικειότητα, βλέπουμε πως πρόκειται για έναν πραγματικό άνθρωπο. Άφησε μεγάλες προσωπογραφίες, αγίων και ασημότερων με ζεστασιά, καθημερινών ή σημαντικότερων ηρώων που βγάζουν ακέραια την ανάγκη τους να μιλήσουν, να κατανοηθεί η μοναξιά ο πόνος η καρδιά τους. 

Boeuf écorché, 1655, 94x67 cm 

Από τη Βίβλο ως το Γδαρμένο Βόδι (Flayed Ox) μίλησε ανοικτόκαρδα χωρίς υποκρισίες. Υποστήριζε με πάθος πως μόνον ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να κρίνει, μόνος ο ίδιος του, αν και πότε το έργο του είναι τελειωμένο : «…όταν έχει πετύχει το σκοπό του…» είπε, κι έτσι άφησε το χέρι του Γιαν Σιξ μέσα στο γάντι απλώς σκιτσαρισμένο.

Δεν χρειάστηκε χειρονομίες ή θεατρικότητες για να αποδώσει τα εσωτερικά νοήματα των σκηνών του. Χρησιμοποιώντας λιγότερο φωτεινά χρώματα, αφήνει μια αφηρημένη διατύπωση πως το κεντρικό χρώμα είναι ένα βαθύ καφετί. Οι σκούροι τόνοι όμως, δίνουν ακόμη πειστικότερη έμφαση στην αντίθεση των λιγοστών φανταχτερών εκρήξεων. Έτσι, το φως σε μερικά έργα του μοιάζει εκτυφλωτικό. Πεισμωμένος να αποδώσει τη δραματικότητα κάποιων σκιών επιδόθηκε ασίγαστα στο μόχθο της μαγικής αντίθεσης ανάμεσα σε φως και σκιά.

Portrait de famille, Portrait of family, 1667, 126x167 cm, Braunscweig, Herzog Anton Ulrich Museum

Εκτός από χρωματουργός όμως ήταν και δεινός χαράκτης, κυρίως απορροφημένος από την οξυγραφία. Η ευγένεια της αλήθειας στα χέρια του κέρδιζε το μάταιο κυνήγι της ομορφιάς, οι πεινασμένοι του Ρέμπραντ οι εξαθλιωμένοι, η πείνα και τα δάκρυα δεν έχουν ομορφιά. Φυσικά, όπως λέει κι ο Γκόμπριτς, εξαρτάται από το τι θεωρούμε ομορφιά. Ένα παιδί συχνά θεωρεί το καλοσυνάτο ρυτιδιασμένο πρόσωπο της γιαγιάς του το πιο όμορφο πρόσωπο επί γης, ομορφότερο κι από της σέξυ σταρ του κινηματογράφου.

Ο Ρέμπραντ θεωρείται ως ο μέγιστος καλλιτέχνης του ολλανδικού κόσμου και επάξιος αντιπρόσωπος της τεχνοτροπίας μπαρόκ, αν και ποτέ δεν ταξίδεψε στην γενέτειρα αυτής της τεχνοτροπίας. Υπήρξε ένας αληθινός τύπος καλλιτέχνη που δημιούργησε απελευθερωμένος από το κατεστημένο και της φορτικές παραδόσεις. Σήμερα αναγνωρίζουμε 600 έργα ζωγραφικής, 300 έργα χαρακτικής και 1400 σχέδια. Το πρώτο στοιχείο που διαχωρίζει το Ρέμπραντ από τους υπόλοιπους ζωγράφους της Ολλανδίας είναι ότι ενώ η ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα χαρακτηρίζεται από έντονη τάση εξειδίκευσης σε ένα ή δυο το πολύ είδη, ο Ρέμπραντ ήταν ο μόνος που καταπιάστηκε με όλα!

Les Conjurations de Claudius Civilis, Conspiracies of Claudius Civilis, 1661, 196x309 cm

Ο Claudius Civilis είναι ένας πίνακας μεθυσμένος με τη δική του αγριάδα. Πρόκειται για έναν πίνακα που αποτελεί όχι μόνο την ταφή της επανάκαμψης του Rembrandt, αλλά και την καταστροφή του σπουδαιότερου οράματός του. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, γιατί δεν μπορώ να είμαι απόλυτα βέβαιος. Κανείς από τους ειδικούς δεν μπορεί, γιατί δεν ξέρουμε πώς ακριβώς έμοιαζε ο πίνακας στην πλήρη του εικόνα. Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι ένα κομμάτι, μάλλον το ένα πέμπτο του αρχικού έργου, που διασώθηκε από το μαχαίρι του εκτός εαυτού Ρέμπραντ.

Ίσως αυτό να είναι το πιο σπαρακτικό κομμάτι σε ολόκληρη την ιστορία της ζωγραφικής. Το έργο ανατέθηκε στον ζωγράφο ως μια θριαμβική απεικόνιση της θρυλικής ιστορίας για το πώς γεννήθηκε το ολλανδικό Έθνος. Αυτό που προέκυψε ήταν η εκδοχή του Ρέμπραντ γι'αυτή την χαμένη στο μύθο, ιστορία: η ασχήμια, η δυσμορφία, η βαρβαρότητα. Ένα μάτσο από φωνακλάδες άντρες, αχρείους μαχαιροβγάλτες και αιμοδιψείς επαναστάτες.

Το χρώμα του καλλιτέχνη υποβίβασε και πλήγωσε, ξεράθηκε όπως το χρωματικό καμουφλάζ των πολεμιστών. Μολονότι αυτό του το έργο οδήγησε τον Rembrandt στην χρεοκοπία ο ίδιος λέει: "Αυτοί είναι η σάρκα και το αίμα σας, τραχύ και ειλικρινές δείχνει την βάρβαρη καταγωγή σας. Αυτοί σας έκαναν Ολλανδούς".

Πηγή: https://xartografos.wordpress.com/2011/10/22/289