Η
Αφροδίτη του έρωτα και του θανάτου: «Η Αφροδίτη αποσανδαλίζουσα» επιγράφεται το
αγαλματίδιο (βρέθηκε σε τάφο του 4ου αιώνα π.Χ. στην Πέλλα). «Η Αφροδίτη ήταν
κατ' εξοχήν θεά των νεκρών» διευκρινίζει η επίτιμος έφορος της ΙΖ' Εφορείας Κλασικών
Αρχαιοτήτων της περιοχής και επί 30 χρόνια εκ των ανασκαφέων της, κ. Ακαμάτη.
Αγαλματίδια της θεάς Αφροδίτης βρέθηκαν δεκάδες σε τάφους γυναικών και ανδρών
όλων των εποχών στην Πέλλα.
Πουλάκι πήγε κι
έκατσε σε γεωργού αλέτρι.
Δεν κελαηδούσε σαν
πουλί, σαν τ' άλλα τα πουλάκια,
μόν' κελαηδούσε κι
έλεγε ν- ανθρώπινη κουβέντα:
-Γεωργέ μ', που
σπέρνεις τον καρπό, σπέρνεις, δε θα θερίσεις.
-Ποιος στο είπε
εσένα, βρε πουλί, πως δε θα θενά θερίσω;
-Ψες ήμουνα στους
ουρανούς μαζί με τους αγγέλους
κι άκουσα που σ'
ανάφερναν με τους αποθαμένους.
~
Εγώ για την αγάπη
σου θα φτιάσω' να φουστάνι,
φουστάνι από
αγκαθιά, από κορμό του βάτου,
θα βάλω και στον
κόρφο μου οχιά την πλουμισμένη.
Να με τρουπάει η
αγκαθιά, να με τραβάει το βάτο,
να με δαγκώνει η
οχιά κι εσένα να θυμάμαι.
~
-Θέλω κι εγώ,
παιδάκι μου, κάτι να σε ρωτήσω:
στον κάτω κόσμο
πόφτασες, πες μου, τ' ήβρες μπροστά σου;
-Εδώ, που ήρθα,
μάνα μου, εδώ στον κάτω κόσμο,
ήβρα τα φίδια
πλεχταριά και τις οχιές γαϊτάνι,
κι ένα φιδάκι
κολοβό, μικρότερ' από τ' άλλα,
φωλίτσα ήρθε κι
έφτιασε απάνω στο κεφάλι
και μόφαγε τα
μάτια μου, που ήγλεπα τον κόσμο,
μόφαγε τη
γλωσσίτσα μου την αηδονολαλούσα,
μόφαγε και τα
χέρια μου, πόκανα τις δουλειές μου,
μόφαγε και τα
πόδια μου, που επηγαινορχόμουν.
~
Ο Χάρος εβουλήθηκε
να φτιάσει περιβόλι'
τό' σκαψε, το
καλλιέργησε ναν το δεντροφυτέψει.
Φυτεύει νιες για
λεμονιές, τους νιους για κυπαρίσσια,
φύτεψε τα μικρά
παιδιά τριαντάφυλλα τρογύρω,
έβαλε και τους
γέροντες φράχτη στο περιβόλι.
~
Ο κάτω κόσμος είν'
κακός, γιατί δε ξημερώνει,
γιατί δεν κράζει ο
πετεινός, δεν κελαδεί τ' αηδόνι.
Εκεί νερό δεν
έχουσι και ρούχα δε φορούσι,
μόνο καπνό
μαειρεύουσι και σκοτεινά δειπνούσι.
~
Κόκκιν' αχείλι
εφίλησα κ' έβαψε το δικό μου,
και 'ς το μαντήλι
το σύρα κ' έβαψε το μαντήλι,
και 'ς το ποτάμι
το πλυνα κ' έβαψε το ποτάμι,
κ' έβαψε η άκρη
τού γιαλού κ' η μέση τού πελάγου.
Κατέβη ο αιτός να
πιή νερό κ' έβαψαν τα φτερά του,
κ' έβαψε ο ήλιος ο
μισός και το φεγγάρι ακέριο.
~
Τάστρο τς αυγής το
λαμπερό εκείνο μάς εθώρει,
και τάστρο
νεχαμήλωσε και τό πε τού θαλάσσου,
και το θαλάσσι τού
κουπιού, και το κουπί τού ναύτη,
κι ο ναύτης το
διαλάλησε 'ς τη γη την οικουμένη.
~
Ως τα τώρα την
καρδιά μου
την κρατούσα
κλειδωμένη,
σιδερομανταλωμένη.
Τώρα θε να την
ανοίξω,
μόσκο να τηνε
γιομίσω,
ζάχαρι να την
ταΐσω,
για το σκάσιμο
ταντρώνε,
πείσμα των
παλληκαριώνε,
πόχουν άσκημαις
γυναίκες,
μαύρα κούτσουρα
αγκαλιάζουν
και φιλούν κι'
αναστενάζουν.
~
Να χεν η γης
πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια,
να πάθιουν τα
πατήματα, νά πιανα τα κερκέλια,
ν' ανέβαινα 'ς τον
ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ'
ουρανού, να βγάλη μαύρα νέφη,
να βρέξη χιόνι και
νερό κι ατίμητο χρυσάφι,
το χιόν' να ρήξη
'ς τα βουνά και το νερό 'ς τσοι κάμπους,
'ς την πόρτα τση
πολυαγαπώς τατίμητο χρυσάφι.
~
Ένα κομμάτι
μάλαμα, ένα κομμάτι ασήμι,
εκόπη από τον
ουρανό κ' έπεσε μεσ' 'ς τη διάβα,
κι' άλλοι το λένε
σύγνεφο, κι' άλλοι το λένε αντάρα.
Κείνο δεν είναι
σύγνεφο, κείνο δεν είν' αντάρα,
παρά είν' η κόρη
τού παπά, πόρχετ' από ταμπέλι.
Βαστά τα μήλα 'ς
την ποδιά, τα ρόιδα 'ς το μαντήλι.
Δυο μήλα της
εγύρεψα, κι' αυτή μού δίνει τρία.
"Δε θέλω γω
τα μήλα σου, τα τσαλοπατημένα,
θέλω τα δυο τού
κόρφου σου, τα μοσκομυρισμένα".
~
Πολλά καλά κάνει ο
Θεός κι ένα καλό δεν κάνει,
γιοφύρι μες στη
θάλασσα και δεμοσιά στον Άδη.
Κι αν δεν εκίναγα
να' ρθω, ας μου' κοβαν τα πόδια,
κι αν δεν σε
καλογνώριζα, ας μου' βγαιναν τα μάτια,
κι αν δε σ'
εσφιχταγκάλιαζα, ας μου' κοβαν τα χέρια,
κι αν δε σε
γλυκοφίληγα, ας μου' κοβαν τ' αχείλι.
~
Στην πόρτα της
Παράδεισος μηλιά είναι φυτρωμένη,
κρεμούν οι νιες τα
ρούχα τους κι οι νέοι τ' άρματά τους'
κρεμάζουνε κι οι
γέροντες τ' ασημοπίστολά τους,
κρεμάζουν τα μικρά
παιδιά τα νακοστρώματά τους.
~
Άλλο δε σε
μαραίνομαι, άλλο δε σε λυπούμαι'
την πρώτη νύχτα
μες στη γη πώς θα την υποφέρεις;
Θα βρεις τα φίδι'
αγκαλιαστά, οχιές περιπλεγμένες.
Κι ένα φίδι
μαυρόφιδο, φίδι με δυο κεφάλια,
πήγε κι έφτιασε τη
φωλιά μες στα κλεισμένα φρύδια.
~
Εγώ για το χατίρι
σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
Είχα τον ήλιο στα
βουνά και τον αϊτό στους κάμπους,
και το βοριά το
δροσερό τον είχα στα καράβια.
Μα ο ήλιος
εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη,
και το βοριά το
δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε
καιρός τού Χάρου και σε πήρε.
~
Από τη γης βγαίνει
νερό, κι οχ την ελιά το λάδι,
κι από τη μάννα
την καλή βγαίνει το παλληκάρι.
Στάλα τη στάλα το
νερό τρουπάει το λιθάρι,
κι η κόρη με τα
νάζια της σφάζει το παλληκάρι.
~
"Δυο λειμό-
(μωρή Θεώνη) νια χεις 'ς τον κόρφο,
που μυρίζουν σαν
το μόσκο.
Δώσε μας και μας
το ένα
να το παίξουμε 'ς
τα χέρια.
-Γω σκαλίζω, γω
ποτίζω,
γω λειμόνια δεν
ορίζω.
Σύρτε 'ς τον
περιβολάρη,