Δημήτρης Πικιώνης, Ελπίς
Καὶ Ἔθνος χωρὶς
ΝΕΟΛΑΙΑΝ εἶναι Ἄνοιξις χωρὶς
ΑΝΘΗ.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον ἀτυχῶς καὶ αὐτὸ ἐπὶ πλέον, τὸ ἀπελπιστικόν. Πάντα ταῦτα εἶναι μεταβλητὰ
καὶ πάμπολλα δυνατὸν καὶ αὐθωρεὶ μεταβλητά· διότι εἶναι κατασκευάσματα τεχνητὰ καὶ καταντήματα φυσικὰ εἰς τὰς ἀποβλακωμένας καὶ χλωροφορμισμένας Κοινωνίας καὶ ἐδῶ μόνον ἀπὸ τὴν διευθύνουσαν ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΝ ΚΤΗΝΩΔΙΑΝ.
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο εἶναι ὁ ἀληθὴς καὶ βαθὺς ΑΠΕΛΠΙΣΜΟΣ, εἶναι ἡ ΕΛΕΕΙΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΟΣ. Τῆς Σχολιευομένης, τῆς Σπουδαζούσης, τῆς Στρατευομένης, τῆς Πανεπιστημιακῆς, τῆς Διανοουμένης, τῆς Καλλιτεχνούσης, τῆς ΠΤΩΧΗΣ καὶ τῆς τρισχειροτέρας ΠΛΟΥΣΙΑΣ, τῆς
εἰσερχoμένης Νεότητος, εἴτε εἰς τὸν Ἰδεολογικόν, εἴτε
εἰς τὸν Καλλιτεχνικόν, εἴτε εἰς τὸν Πρακτικὸν
Κόσμον: Τῶν ΝΕΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Νεότης. Ἄψυχος, Ἄκαρδος, Ἄμυαλος,
Ἄνανδρος, Ἀνελεύθερος,
Ἀχαρακτήριστος, μὲ ὅλας τὰς Νεανικὰς Ἐκδηλώσεις ἀπούσας, μὲ ὅλας τὰς ἀνθρωπινὰς ἐκφράσεις καὶ Δυνάμεις, κατεβασμένας ὑπὸ τὸ μηδέν. Νεότης, οὐτιδανή: ΜΙΣΘΟΣ, Νεότης, χυδαία: ΨΗΦΟΣ. Τὰ Σχολεῖα ἐκφουρνίζοντα ἀγράμματα
καὶ ἀνάγωγα καὶ
μισελληνικὰ καὶ Φραγκομανῆ
Κούτσουρα. Τὸ Πανεπιστήμιον ἐκβράζον ἀντὶ ΝΕΩΝ ΑΝΔΡΩΝ Σαπισμένην Ἀνθρωπότητα Σάπιων Δικηγορίσκων καὶ Τιποτένιων Ἐπιστημόνων, ἕνα
ὀξύτατον Πανωλικότατον Ἰόν, ἐξολοθρευτικὸν
καὶ Κοινωνίας καὶ Ἔθνους, μεταδίδοντα ὑπὸ τὴν βαρυτάτην της μορφήν, τὴν ἰδίαν της Σαπίλαν, Ψυχῆς, Καρδίας καὶ Νοῦ, εἰς ὅλον τὸν Ἑλλαδικὸν Ὀργανισμόν.
Καὶ ἡ Νεότης αὐτὴ ἡ Τοιαύτη, ἡ
σάπια ἕως τὸ κόκκαλον, σάπια κατὰ τὸν νοῦν, κατὰ τὴν ψυχὴν κατὰ τὰ αἰσθήματα, ἡ
χωρὶς τίποτε ἀνδρικὸν καὶ τίποτε ἀνθρωπινόν,
ἐξαπολυομένη εἰς
τοὺς δρόμους τῆς
Εὐρώπης καὶ ἀποφραγκευομένη καὶ ἀποκατεργαρευομένη, καὶ ἀποθρασυνομένη καὶ ἀπογινομένη καὶ ἐπανερχομένη διὰ νὰ καθαρίσῃ
καὶ ἀποβορβοροῦσα,
διὰ νὰ ἐξυγιάνῃ καὶ ἀποτελματίζουσα, διὰ νὰ φωτίσῃ καὶ ἀποσκοταδιάζουσα, διὰ νὰ ἐξευγενίσῃ
καὶ ἀποχωριατίζουσα, διὰ νὰ ἐξανθρωπίσῃ
καὶ ἀποθηριώνουσα μὲ μίαν μοναδικὴν ΛΥΣΣΑΝ Πενταροθηρίας, Θεσιθηρίας,
Ψηφοθηρίας, Προικοθηρίας ἀναισχυντοτάτης Ρεκλάμας, ἀναισχυντοτάτου ἐξευτελισμοῦ ὅλων τῶν Ἐπαγγελμάτων καὶ ὅλων τῶν Ἐθνικῶν, Κοινωνικῶν,
Ἀρχῶν, Ἰδεῶν καὶ Πραγμάτων, μὲ
μίαν ΑΜΑΘΕΙΑΝ παντὸς Πράγματος καὶ μίαν ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΣ οἱουδήποτε
Πράγματος Σοβαροῦ, οἱασδήποτε Ἰδέας
Σοβαρᾶς, καταπλήσσουσαν καὶ ΤΟΥΒΛΑ. Νέοι θέλοντες νὰ νεωτερίσουν καὶ φοροῦντες τοὺς
Πνευματικοὺς τσουμπέδες τοῦ παπούλη των. Νέοι ἀναγλυφόμενοι διὰ νὰ πολιτικίσουν καὶ φέροντες τὸν Νεωτερισμόν τῆς... Ἐθνοσυνελεύσεως! Νέοι Μουσικοί, θέλοντες νὰ πολεμήσουν τὸ Βουλγαρικώτατον ᾨδεῖον καὶ ἀγωνιζόμενοι νὰ
βγάλουν τὴν Γερμανικήν του Γραμματικὴν διὰ νὰ βάλουν τὴν Ἰταλικήν! Νέοι Ζωγράφοι, Γλύπται, Μουσικοί, Ἀρχιτέκτονες ἐπανερχόμενοι μὲ ἐγωϊσμὸν φουσκωμένον σὰν ἀερόστατον, διὰ νὰ φωτίσουν τὸν Τόπον των καὶ νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὔτε ΜΙΑ, Ἰδιωτικὴ τοὐλάχιστον Σχολή, Ἑλλ. Ζωγραφικῆς. Οὔτε ΜΙΑ, Ἑλλ.
Γλυπτικῆς. Οὔτε ΜΙΑ, Ἑλλ.
Ἀρχιτεκτονικῆς.
Οὔτε ΜΙΑ, Ἑλλ.
Μουσικῆς. Οὔτε κἂν ἕνα μάζευμα δύο, τριῶν, ἀνθρώπων, ἐκπροσωπούντων
μίαν οἱανδήποτε -Ἰδέαν,
ἔστω καὶ ξένην, οἱασδήποτε
Τέχνης, ἐργαζομένων δι᾿ αὐτήν, οὔτε κἂν δύο ἄνθρωποι, ἀγωνιζόμενοι
διὰ θεωρίαν Τέχνης τινος, δυναμένην νὰ διατυπωθῇ ἔστω καὶ μὲ δύο λέξεις, οὔτε κἂν ἄνθρωπος ΕΝΑΣ, Καλλιτέχνης ΕΝΑΣ, δυνάμενος νὰ διατυπώσῃ τοὐλάχιστον, ὁμιλητικῶς, μίαν οἱανδήποτε θεωρίαν τῆς Τέχνης του μὲ διόμιση λέξεις!
Καὶ Νέοι τρέμοντες νὰ σκεφθοῦν ἐλεύθερα, νὰ ξυσθοῦν διαφορετικά. Νέοι τρέμοντες τὴν Νεότητα. Τὸ Νέον παράγον τρόμον. Ἡ Νέα Ἰδέα παράγουσα συγκοπήν, σὰν προτεταμένον περίστροφον εἰς
τὸ στῆθος. Νεότης σύσσωμος, Πλουσία, Πτωχή, Ἐπιστημονική, Ἐπαγγελματική, Καλλιτεχνική, φιλολογική,
στιβαζομένη εἰς τὴν θύραν κάθε μισθοῦ, διὰ νὰ ἐνοικιασθῇ,
νὰ ἀγγαρευθῇ,
νὰ πουληθῇ,
σύσσωμος, -ΠΛΟΥΣΙΑ καὶ ΠΤΩΧΗ- σπρωχνομένη κοπαδηδὸν καὶ ἀλληλοπατουμένη καὶ γρονθοκοπουμένη, μὲ τὰ διπλώματα εἰς
τὰ χέρια, σὰν
νὰ ἦσαν πιστοποιητικὰ ἀναπήρων, διὰ
κάθε ἑκατοντάδραχμον θέσιν Σσρωτοῦ.
Καὶ Πλούσια Νεότης, ἀδυνατοῦσα νὰ ἐννοήσῃ, ὅτι εἶναι τὸ ΠΟΛΥΤΙΜΩΤΕΡΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ τῆς Πατρίδος της, μακρὰν Ἰδεῶν μακρὰν μακρὰν Τεχνῶν, μακρὰν Ἐνεργειῶν ἀδυνατοῦσα νὰ ἐννοήσῃ, ὅτι εἶναι ὁ ἰσχυρότερος Κοινωνικὸς Παράγων Προόδου, διὰ τῆς Ἀτομικῆς Πρωτοβουλίας καὶ τῆς Ἀνεξαρτήτου Ἐργασίας, καταντήσασα εἰς τοιοῦτον σημεῖον Ἐξευτελισμοῦ καὶ ΑΦΙΛΟΤΙΜΙΑΣ, ὥστε νὰ μὴ κατορθώσῃ νὰ δημιουργήσῃ, νὰ στήσῃ εἰς τὰ πόδια της, νὰ ἀναθρέψῃ, οὔτε τουλάχιστον ΜΙΑΝ: ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΚΟΚΚΟΤΑ. Ἡ Πανελλαδικὴ Νεότης, ἐστάθη ἀνίκανος νὰ δώσῃ εἰς τὸν Τόπον: ΜΙΑΝ ΚΟΚΚΟΤΑ. Καὶ Νεότης τοιαύτη ΠΛΟΥΣΙΑ Νεότης, εἶναι μόνον διὰ νὰ στοιβαχθῇ εἰς τὰ Ὑπόγεια τοῦ Κατακλούμ, ὄχι μόνον μὲ τοὺς φραγκικοὺς Μαύρους Γάτους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἑλλαδικοὺς Λερόμαυρους Μπακαλόγατους τῶν Πανεπιστημίων καὶ τοὺς Γρύζιους Γάτους τῶν Πατρίων, ποὺ τὴν διέπλασαν τοιαύτην καὶ νὰ κατακλυσθῇ μὲ μίαν τρόμπαν νεροῦ, νὰ πνιγῇ ὅπως πνίγουν τὰ ἄχρηστα γατιά.
Καὶ ὑπερβαῖνον κάθε περιγραφὴν τῆς Τραγικοτάτης Ἀληθείας Στεφάνωμα ἀντάξιον τῆς Ἑλλαδικῆς Νεότητος, ἕνας
δῆθεν Νέος Ἑλληνισμός,
ἐφευρεθεὶς
εἰς τοὺς Καφφενέδες, ἐκκολαφθεὶς ἀπό τοὺς Μπελτέδες των Καφφέδων, σημαιοφορούμενος ἀπὸ τὸ Ἀρχικατεργαρικότατον Ἐπιστημονικὸν φῶς -ΚΥΝΑΙΔΙΚΟΤΑΤΟΝ ΨΕΥΔΟΣ- ἑνὸς Παρισινοῦ
ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟΥ, ἑνὸς φραγκολεβαντίνου, ἀπεριγράπτου πνευματικῆς εὐνουχικότητος καὶ ἀποτροπαιοτάτης ΑΜΑΘΕΙΑΣ, ἑνὸς Κτήνους, ἀδυνατοῦντος νὰ ἐννοήσῃ τίποτε ἀπὸ τὴν Ἱστορίαν τῆς
φυλῆς καὶ τὴν Ἑλλην. Ἰδέαν καὶ τὴν Ἑλλην. Γλῶσσαν,
παραδουχούμενος ὑπὸ δευτέρου Μουρλοῦ Κουκκουλεμπόρου, Λονδρέζου αὐτοῦ, φανταστικὸς Νεοελληνισμὸς
Μισελληνικώτατος, θέλων νὰ σπάσῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Ἱστορίας, τὴν Ἑνότητα τῆς
Γλώσσης, τὴν Ἑνότητα τῆς
Θρησκείας, νὰ ἀποκόψῃ τὸν Ἑλληνισμόν, ἀπὸ κάθε παρελθόν του -σὰν νὰ εἶναι Τοῦρκος, σὰν
νὰ εἶναι Βούλγαρος, σὰν νὰ εἶναι ὁ χειρότερος ὅλων,
ὁ ΦΡΑΓΚΟΣ, ὁ ὁποῖος παιδεύεται ἕναν αἰῶνα τώρα, νὰ
κατορθώσῃ αὐτό, δι᾿ ὅλων τῶν μέσων καὶ τῶν βδελυροτέρων καὶ τῶν ἀπανθρωποτέρων- Παραδίδων Αὐτός, μὲ τὰ ἴδια του τὰ
χέρια, εἰς τοὺς Φράγκους, τὰ
δολοφόνα αὐτὰ ὅπλα καὶ ἐξυμνῶν αὐτούς, ποὺ τὰ ἁρπάζουν ἀλλαλάζοντες
καὶ τὸν ἐξωθοῦν μὲ τοὺς ὕμνους των, ὅπως
τοὺς τρισκαταράτους Φαρμακίδας ἄλλοτε, εἰς τὸ νὰ κατακομματιάσῃ καὶ ἐξουθενώσῃ τὴν φυλήν του, ἕνας Νέος Ἑλληνισμός.
Λώβα ἀληθινή, τοιαύτης ἰοβόλου δριμύτητος, ὥστε νὰ προξενήσῃ ἐντελῆ παραίσθησιν, εἰς ἀνθρώπους καθ᾿ ὅλα λογικωτάτους καὶ Σεβαστοτάτους, ὥστε νὰ παρασυρθοῦν,
νὰ ἐπιτρέψουν νὰ
δημιουργηθῇ ἐδῶ, εἰς τὰς ΑΘΗΝΑΣ, εἰς
τοὺς πρόποδας τοῦ Ὑπερτάτου Ναοῦ τῆς Οἰκουμένης, ἕνας
Νοσταλγικότστος ΝΕΟΤΣΑΡΟΥΧΙΣΜΟΣ φραγκοβρακάδων, μὲ
Σύμβολον ἕνα Ἀφηνιασμένον ΤΣΑΡΟΥΧΙ, θέλων νὰ γκρεμίσῃ τὸν Παρθενῶνα,
διὰ νὰ στήσῃ τὸ παληοτσάρουχον τοῦ παπούλη του καὶ γκαρίζῃ ἀνέτως τὸν Ἀμανέ του.
13
Κάτω
ἡ Ἑλλὰς τῶν: ΨΗΦΩΝ, τῶν
ΜΙΣΘΩΝ, τῶν ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΩΝ καὶ τῶν ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Τωρινὴ Ἑλλάς, Καταχρεωκοπημένη Πνευματικῶς ἀπὸ τὴν πρώτην της ἡμέραν.
Καταχρεωκοπημένη Πραγματικῶς. Μὲ Κράτος γνήσιον, ληστρικότατον, Τσουλῆν. Στρυφογυρίζουσα ἄδιεξοδως εἰς
τὰ ἴδια καμώματα καὶ τὰ ἴδια ψεύματα, τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Ἐλευθερίας της, τὰ ὁποῖα ἐβαρύνθησαν καὶ οἱ πέτρες, ἀδυνατοῦσα νὰ σταθῇ εἰς τὰ πόδια της, ἀδυνατοῦσα νὰ δημιουργήσῃ τὸ παραμικρὸν Ἐθνικόν, ναρκώνουσα καὶ καταπνίγουσα τὴν Τιτάνειον δύναμιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀτόμου, καταδολοφονοῦσα καὶ καταατιμάζουσα, καθ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐπὶ ἕνα ἤδη αἰῶνα, μὲ τοὺς Προξένους της, καταληστεύουσα αὐτόν, δένουσα τὰ χέρια του καὶ
κρατοῦσα σφικτὰ αὐτόν, εἰς τὰ πανταχόθεν ραπίσματα χάριν της, ἐνῷ Αὐτὴ στουπὶ εἰς τὸ Βουλευτικόν της μεθύσι, κυλιέται εἰς τὸ Παραδείσειον περιβόλι της, κατατρωγομένη ἀπὸ τὴν ἐσωτάτην της λέπραν, τὴν Ἀμάθειαν, τὴν Ἀνηθικότητα καὶ τὸν χυδαιότατον Ἐγωϊσμόν, θεόστραβη πρὸ τοῦ Ἔργου τὸ ὁποῖον ἀνέλαβε νὰ ἐκτελέσῃ, ἀναίσθητος πρὸ τῶν κακῶν καὶ τῶν χαμῶν, ποὺ προξενεῖ εἰς τὴν φυλὴν καὶ εἰς ἑαυτήν, μὲ
πρόσωπον φουσκολωβιασμένον καὶ ἐγκέφαλον παράλυτον, ὁλόκληρον καρκίνον, μεταδίδοντα σπασμωδικάς, τρελλὰς κινήσεις εἰς τὸ Σῶμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Τωρινὴ Ἑλλάς. Ἡ Ἑλλὰς τῶν Κλεφτῶν-Ἡρώων. Τῶν Κλεφτῶν
Κουτσούρων· Καὶ ἡ Ἑλλὰς τῶν Παιδιῶν
αὐτῶν -ἀντὶ ὑψηλῶν Ἀριστοκρατῶν
φορτωμένων μὲ τὴν Πατρικὴν
Δόξαν τοῦ Πυρὸς καὶ τὴν ἰδίαν Δόξαν Πνεύματος καὶ Εὐγενείας- Τραμπουκογαλάντιδων καὶ τέλος τῶν ἀπογόνων αὐτῶν καὶ τῶν διαδόχων τῶν
Συστημάτων των, Κλεφτῶν τοῦ 97, Κλεφτῶν Ἐκφυλισμένων, Κλεφτῶν Ἀνηθίκων, Κλεφτῶν Γραμματοστραβῶν καὶ Γραμματολεπρῶν,
Κλεφτῶν ΜΠΟΥΦΩΝ καὶ
τρισχειρότερον καὶ συνολικότερον, ὅλων, ἡ ΕΛΛΑΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ.
Αὐτή, ἀμυδρῶς, εἶναι ἡ Τωρινή
Σας Ἑλλάς. Καὶ θὰ ἦτο ἀνεξήγητον
θαῦμα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ τὸ τερατῶδες αὐτὸ
κατασκεύασμα, ἐὰν δὲν τὸ ἐστήριζεν ἡ Ἱερὰ
Συμμαχία τῶν Μεγάλων Κροκοδείλων, ἡ ὑποκύψασα
εἰς τὴν ἠθικὴν πίεσιν τῶν Λαῶν καὶ ἀναγκασθεῖσα νὰ κυρώσῃ τὴν Ἐλευθερίαν
καὶ δημιουργήσῃ Ἔθνος Ἀνεξάρτητον
-ἀλλὰ φαινομενικῶς, ἀλλὰ δέσασα
τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα
χειροπόδαρα ἀνέκαθεν, ἀλλ᾿ ἐξωθοῦσα Αὐτὸ εἰς ὅλους τοὺς κρημνοὺς καὶ τοὺς ἀτιμασμοὺς- ἐὰν δὲν εἶχε
συμφέρον μέγιστον νὰ τὸ διατηρῇ, ὅπως ἦτο τὸν αἰῶνα αὐτόν, ὅπως εἶναι τώρα
καὶ χειρότερον ἀκόμη, διὰ νὰ
κατακομματιάζῃ καὶ διαρπάζῃ Αὐτὴ τὸν Ἑλληνισμὸν ἀνέτως,
δημιουργοῦσα καὶ ἐξωθοῦσα Βλάχους καὶ Βουλγάρους, λαοὺς
βλάκας, λυσσῶντας καθ᾿ ἡμῶν, τῶν φυσικῶν των Εὐεργετῶν καὶ Προστατῶν,
φουσκώνοντας σὰν Ἰνδιάνους, καὶ σὰν Ἰνδιάνους
βλάκας, ἀδυνατοῦντας νὰ ἐννοήσουν, ὅτι παχύνονται
μάταια τρώγοντες ἡμᾶς, διὰ νὰ χρησιμεύσουν μίαν ἡμέραν διὰ τὴν
Πασχαλινὴν Βότκα τοῦ Μουζίκου καὶ τὰ
Χριστούγεννα τοῦ φράγκου. Καὶ ἀκόμη θὰ ἦτο θαῦμα, πῶς ὑφίσταται
τοιοῦτον κατασκεύασμα, ἐὰν δὲν τὸ ἐκράτει,
κυριώτερον ἀκόμη, ἡ κολοσσαία Δύναμις τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ
πραγματικὴ Αὐτὴ Δύναμις καὶ τὸ Γόητρον
τῆς Ἀρχαίας μας Ἑλλάδος, Γόητρον ἰσχυρότερον
τοῦ Γοήτρου τῶν Θεῶν, δύο
δυνάμεις τρισμέγισται, ἀνυπολόγιστοι, τὰς ὁποίας ἀνηθίκως
καὶ χυδαιότατα ἐκμεταλλεύεται ἡ Τωρινή,
χωρὶς κἂν νὰ τὰς ἐννοῇ καὶ αἱ ὁποῖαι κρατοῦν ἀβύθιστον
τὸ Ληστρικὸν αὐτὸ
ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟΝ.
Καὶ διέξοδος; Μία καὶ μόνη. Ἕνα καλὸ πρωΐ, ὦ Τωρινοὶ Ἀόμματοι Βλάκες, θὰ εὑρεθῆτε ἐπαναστατημένοι, χωρὶς νὰ γνωρίζετε τὸ πῶς καὶ τὸ τί καὶ τὸ διατί, χωρὶς νὰ ξεύρετε τὶ θέλετε καὶ τὶ γυρεύετε καὶ ποῦ πηγαίνετε. Καὶ τὴν Ἐπανάστασιν αὐτὴν τὴν αἰσθάνεσθε, τὴν ἐπικαλεῖσθε, τὴν ποθεῖτε, ἀρχίσατε πρὸ καιροῦ νὰ τὴν λέγετε, νὰ τὴν γράφετε, νὰ τὴν συνηθίζετε, νὰ τὴν περιμένετε ὡς μόνην Σας Σωτηρίαν: διὰ νὰ Σᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ τοὺς ἀνηθίκους λαβυρίνθους καὶ ἀπό τους τραγελάφους -διὰ νὰ Σᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν Ἑαυτόν Σας. Καὶ ἡ Ἐπανάστασις αὐτή, ὅπως καὶ οἱαδήποτε ἄλλη μεταβολή, μὲ τὰ μυαλὰ ποὺ ἔχετε καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βάζετε εἰς τὸν σβέρκον Σας, θὰ Σᾶς ἐξαπατήσῃ καὶ θὰ Σᾶς βυθίσῃ χειρότερα, εἰς χειροτέρους τραγελάφους καὶ σκότη, θὰ Σᾶς ἀποτελειώσῃ, ὑποσχομένη νὰ Σᾶς διορθώσῃ -ὅπως ἡ κάθε μεταβολὴ ποὺ ἐκάματε,- καὶ θὰ Σᾶς ἀποκοιμίσῃ, διὰ νὰ πεταχθῆτε μετὰ ὀλίγα ἔτη ὀρθοί, ἀπὸ τὸν Νέον Σας Ὕπνον... καὶ ἰδῆτε τέλος μὲ πεταγμένα μάτια ἐμπρός Σας, τὸν Πραγματικόν... ΧΑΡΟΝ.
Νέον Πνεύμα (1906) (απόσπασμα)
Περικλής Γιαννόπουλος (1871-1910)