Eugenio Grandell, El
arte de la conversación, 1976
Το ατλάζι των
φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
μια
γυναίκα τόσο ωραία
που όταν δεν
διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη
χωρίς να τολμά να
της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως
είναι
τόσο ωραία
που αυτό που
πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
Αυτή η γυναίκα
περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών
καμιά φορά
στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
και ζητά την ώρα ή
καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα
κατάματα
όπως δεν κάνουν τ’
αληθινά πλάσματα
Και ο κόσμος
πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
του
αέρος
ένα σχίσμα στην
θέση της καρδιάς
Οι πρωινές
εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει
το χρώμα της άμμου
πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
και καμιά φορά οι
βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
κοριτσάκια που
οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα
Μα το πιο ωραίο
είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων
γραμμάτων
όπου χέρια πιο
λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι
αφανίζουν
μια φωλιά λευκών χελιδονιών
για να βρέχει
πάντοτε
Τόσο χαμηλά τόσο
χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να
σμίξουν
Χέρια απ’ όπου
ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα
των
λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
από τις λίμνες
είναι ο ατελής τους καθρέφτης
μπράτσα που δεν
εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον
εξαιρετικό
κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα
του οποίου η
κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από
θάμνους
γιομάτους πέπλους
και που δεν έχει
τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
αλήθεια
των ελκήθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης
εκτάσεως
αυτού που δεν θα
ξαναδώ πια
εξαιτίας ενός
θαυμαστού ματόδεσμου
που φορώ στο
παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων
René Magritte, The
Lovers II, 1928
μτφρ. Ανδρέας
Εμπειρίκος