Henri Gervex, A Lovers' Quarrel, 1887
Για
κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις
ξεχνάω το απόγευμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά «le
vierge le vivace et le bel aujourd’ hui» (…) έτσι αυτήν τη στιγμή έχωσα εδώ και
θα χώσω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η
μουσούδα του γραφτού μου πάλι ό,τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το
καταπιώ (…) θα ’θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από τη διώρυγα του Μπέριγκ
μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως
το Αιγαίο (…)
εσένα
σ’ έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα
σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η θάλασσα
σ’
ερωτεύω
σε
ζηλεύω
σε
γιασεμί
σε
καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με
φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με
κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με
κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m’ abysses
tu m’ oasis
je te gougouch
je me tombeau
bientôt
εσένα
σ’ έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ’
έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ’
έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ
σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε
μίσχος
σε
φόρμιγξ
με
φλοισβίζεις
σε
ζαργάνα α μ’ αρέσει
δυο
κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο
ένας
γύρω απ’ τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονόγραμμά σου
tu m’ es Mallarmé
Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t’ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ
σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ’
έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ
σ’ έχω άρωμα έρωτα
σ’
έχω μαύρο λιοντάρι
σε
ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ
ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ
μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ
δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριολούλουδου
εσύ
κένταυρου ζέση
εσύ
συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle
chaleur
tu m’ accèdes
partout presque
je
te glycine
εσύ
φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ
δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το’ χουμε αλαζονήσει
και
δαύτο πώς να συναντηθούμε μετά
εσύ
σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ
σελίδα μου
εσύ
μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε
ανοίγω συρτάρια
πώς
γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε
ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως
τέλος λυπάμαι
σε
κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε
μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε
ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε
ακούω από δω από κει
σε
σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά
σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα
δεν τα’ χω πει
ΜΕ
ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ
Μάτση
Χατζηλαζάρου, Αντίστροφη αφιέρωση, σελ. 178-179, Ποιητές στη σκιά, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012.
Η
Μάτση Χατζηλαζάρου διαβάζει το ποίημά της «Αντίστροφη αφιέρωση» που έγραψε λίγο
πριν τον θάνατό της το 1987. Το εξαιρετικό και σπαρακτικό αυτό ποίημα μπορεί να
διαβαστεί σαν μια ανεπίδοτη επιστολή προς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που είχε
πεθάνει 10 χρόνια πριν και με τον οποίο υπήρξαν παντρεμένοι μεταξύ 1938-1943.