Gustav Klimt, Ghostly lights, 1903
Μνήμη Σταμάτη
Μαράντου
Στα χείλη των
ερυθρών χαραδρών ανθούν λευκά λουλούδια
Στα δροσερά
υπόγεια των καλοκαιριών αιχμαλωτίζονται
Καρδιές
Παιδιών η
απελπισία ηχεί και πέραν της Ποιήσεως ακόμη
Και των ενδόξων
Ρεμπέτικων Τραγουδιών.
Όσο και αν
εκτιμήσουμε τη ματαιότητα
Όσο να εκποιήσουμε
την τρυφερότητα
Μας πήραν σβάρνα
τα χρόνια…
Μετράω τις τρύπες
στο σκοτάδι
Φιλίες έρωτες
απλήρωτες δουλειές
Απ’ όλν τούτο
δοκιμάζω πυρετωδώς
Και το καινούριο
μου χάδι…
Τόσοι τυχάρπαστοι
καμπλεξαριμένοι
Απ’ τα
καταπληκτικά μου πουκάμισα
Τα εξ’ ίσου
καταπληκτικά μου λόγια
Και τα παραμύθια
φίλων που μ’ αγάπησαν
Πέραν του δέοντος
και πέραν της Ποιήσεώς μου
Είναι αδύνατον να
με φανταστούν στα περασμένα χρόνια
Χαρμανιασμένο για
τσιγάρο περισσότερο και από γυναίκα
Χαρμανιασμένο για
γυναίκα περισσότερο κι από πρωτοφανή τοπία.
Εγώ τώρα πρέπει να
είμαι ένας άλλος
Διάφορος σε πολλά
του Θωμά παλαιοτέρων ημερών
Τώρα πρέπει να
είμαι κάτι μεταξύ σοφού και αγρίας παρθένας
Τα δικά σου γυαλιά
με τα οποία βλέπω κ’ εγώ καλά
Ένα αβασίλευτο
ηλιοβασίλεμα…
Και βεβαίως η
Ποίησις πια Δε με εκφράζει
Η Ποίησις σαν τη
γυναίκα πιο πολύ σ’ αγάπησε κ’ εσύ
Τη διώχνεις Δε με
εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα
Ολόκληρος έχω
γίνει ένα βάθος ένα χρώμα
Ένα κυρίαρχον
χρώμα.
Léon Bakst, Vaslav Nijinsky, 1903