John Bellany. Premonition,
2005
Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
Τennyson, «Ulysses»
Οδύσσεια δευτέρα
και μεγάλη,
της πρώτης μείζων
ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ
εξαμέτρων.
Ήτο μικρόν το
πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το
πατρικόν του άστυ,
και όλη του η
Ιθάκη ήτο μικρά.
Του Τηλεμάχου η
στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του
πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του
φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η
αγάπη,
η ευτυχής
ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως
ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν
του θαλασσοπόρου.
Και ως ακτίνες
έδυσαν.
Η δίψα
εξύπνησεν εντός
του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα
της ξηράς.
Τον ύπνον του
ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα
φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον
κατέλαβε
των ταξιδίων, και
των πρωινών
αφίξεων εις τους
λιμένας όπου,
με τί χαράν,
πρώτην φοράν εμβαίνεις.
Του Τηλεμάχου την
στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του
πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του
φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου
την αγάπην,
και την ειρήνην
και ανάπαυσιν
του οίκου
εβαρύνθη.
Κ’ έφυγεν.
Ότε δε της Ιθάκης
αι ακταί
ελιποθύμουν
βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς
δυσμάς πλησίστιος,
προς Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός
Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη
πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή
δεσμά
γνωστών πραγμάτων
και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις
του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς,
κενή αγάπης.
Helga Schmitt. Odyssey,
2012
(Από τα Κρυμμένα
Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Second Odyssey
Johann Heinrich Füssli. Odysseus in Front of Scylla and Charybdis, 1796
A great second Odyssey,
Greater even than the first perhaps,
But alas, without Homer, without hexameters.
Small was his ancestral home,
Small was his ancestral city,
And the whole of his Ithaca was small.
The affection of Telemachus, the loyalty
Of Penelope, his father’s aging years,
His old friends, the love
Of his devoted subjects,
The happy repose of his home,
Penetrated like rays of joy
The heart of the seafarer.
And like rays they faded.
The thirst
For the sea rose up with him.
He hated the air of the dry land.
At night, spectres of Hesperia
Came to trouble his sleep.
He was seized with nostalgia
For voyages, for the morning arrivals
At harbors you sail into,
With such happiness, for the first time.
The affection of Telemachus, the loyalty
Of Penelope, his father’s aging years,
His old friends, the love
Of his devoted subjects,
The peace and repose of his home
Bored him.
And so he left.
As the shores of Ithaca gradually
Faded away behind him
And he sailed swiftly westward
Toward Iberia and the Pillars of Hercules,
Far from every Achaean sea,
He felt he was alive once more,
Freed from the oppressive bonds
Of familiar, domestic things.
And his adventurous heart rejoiced
Coldly, devoid of love.
Peter Paul Rubens. The
Anger of Neptune (Poseidon), 1635
Translated by Walter Kaiser