Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Δήμητρα Μήττα, «Η ενέδρα»

Paula Rego, Celestina's House, 2000-2001

Ε άι στο διάβολο πια. Τελείωσε. Θα το κάνει, για να ησυχάσει και να ησυχάσουν και όλοι στη γειτονιά. Και θα της χρωστούν κι ευγνωμοσύνη από πάνω.
Από τα νεύρα της η Αμαλία δεν μπορούσε να βρει τον διακόπτη του λαμπατέρ. Ευτυχώς που το ξυπνητήρι της φωσφόριζε και της έδειξε την ώρα. Μία και είκοσι. Θαύμα. Αισθάνθηκε την ευχαρίστηση της εκδίκησης να δροσίζει πρώτα τον φάρυγγα, ύστερα τον οισοφάγο μέχρι που κατέβηκε στο στομάχι της και λίμνασε εκεί. Σαν να έπινε ένα ποτήρι κρύα λεμονάδα. Επιτέλους, ο ενοχλητικός γείτονας έκανε το λάθος που τόσον καιρό περίμενε η Αμαλία και που της έδινε τη σιγουριά ότι τώρα θα τελείωναν όλα. Αυτό το μία και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα τον έδενε για τα καλά.

Pablo Picasso, Jacqueline avec son chien afghan Kaboul, Jacqueline with her Afghan dog Kabul, 1962

Το παρατεταμένο γάαααααααβ που ακούστηκε της ρούφηξε την ευχαρίστηση και προκάλεσε, ή νόμιζε ότι προκάλεσε, μια ανεπαίσθητη κίνηση των αυτιών της προς τα πίσω, όπως ακριβώς έκαμνε η Σόνια, η σκύλα της, όταν άκουγε κάποιο θόρυβο. Έτσι όμως, έμεναν εκτεθειμένα στην επίθεση ενός θορύβου που γέμιζε το αυτί και το μυαλό της. Τα νεύρα της χοροπήδηξαν. Ένα χοροπηδητό που ξεκίνησε  από τ' αυτιά κι έφτασε βαθιά μέχρι μέσα στον εγκέφαλό της κάμνοντάς τον να πάλλεται σαν ένα λεπτό φύλλο λαμαρίνας. Τα ρουθούνια της κουνιούνταν όπως του ταύρου από τις βαθιές και γρήγορες ανάσες που έπαιρνε και που έφερναν και βίαιες εκπνοές. Μήπως είχε άδικο να εκνευρίζεται έτσι; Είχε τέσσερις νύχτες να κοιμηθεί, γιατί οι ηλίθιοι οι πελάτες της άφηναν πάντα για την τελευταία στιγμή τη φορολογική τους δήλωση. Κι αυτή να τους παίρνει τηλέφωνο και να τους ρωτάει τί γίνεται, κι αυτοί να της λένε καλά μωρέ, έχουμε χρόνο ακόμη. Κι ύστερα να της έρχονται όλοι λαχανιασμένοι, και έλα, σε παρακαλούμε, φτιάξ' την τη ρημάδα. Κι αυτή να μην μπορεί να πει όχι, και να την καταφέρνουν πάντα, αν και επανειλημμένα είχε ορκιστεί ότι δεν θα δεχόταν κανέναν που δεν θα έπαιζε το παιγνίδι με τους δικούς της όρους. Θες, κύριε; Καλώς. Αλλά θα μου φέρνεις τα βιβλία σου κάθε λίγο και λιγάκι να τα ενημερώνω και θα κάμνουμε την ηλίθια τη δήλωση ήδη από την πρώτη μέρα που θα σου στέλνουν το σημείωμα. Πάει, τελείωσε. Και άμα σ' αρέσει. Αλλά ποτέ δεν γινόταν έτσι. Όλοι τελευταία στιγμή της έρχονταν κι αυτή να τους δέχεται όλους. Και να πεις ότι είχε ανάγκη από χρήματα; Μπα. Απλώς δεν μπορούσε να πει όχι. 

Salvador Dali, Tête Raphaëlique éclatée, Raphaëlique head burst, 1951

Σήμερα όμως τελείωσε, τις κατέθεσε όλες τις δηλώσεις. Τέρμα τα ξενύχτια. Και εκεί που είπε ότι τελείωσε πια και ότι θα κοιμηθεί, σήμερα να της κάνουν σπάσιμο όλοι. Έπεσε στο κρεβάτι στις εντεκάμισυ, ένα ράκος και μισό, κι έλεγε ότι θα κοιμηθεί αμέσως. Έβαλε και το ξυπνητήρι κάτω στο πάτωμα να μην το έχει στο αυτί της και ακούει αυτό το τικ-τακ. Αλλά το κεφάλι της ήταν γεμάτο από λογαριασμούς και αποδείξεις, από ισολογισμούς και παθητικά. Κι όλα αυτά να είναι βαθιά μέσα στο μυαλό της και να μην την αφήνουν να ησυχάσει. Κινούνταν μέσα της γρήγορα και την παράσερναν στον ρυθμό τους. Και γρήγορα, γρήγορα, τρία επί δεκαεπτά επί τόσα ημερομίσθια, συν το Φ.Π.Α. μείον τις κρατήσεις, γρήγορα, γρήγορα. Δεν ήξερε αν όλα αυτά ήταν κομμάτια ενός ονείρου ή ήταν ξύπνια κι απλώς της έβγαινε πια όλη αυτή η σαβούρα που είχε μαζέψει μέσα της τόσες μέρες. Ό,τι κι αν ήταν όμως, όνειρο ή πραγματικότητα, όχι μόνο δεν την άφηνε να ξεκουραστεί, αλλά και την παρέσερνε σ' έναν αγώνα με ιλιγγιώδη ταχύτητα που της προκαλούσε ταχυκαρδία κι ένα παράπονο, μια διάθεση να κλάψει. Αισθανόταν απροστάτευτη και στο έλεος των αριθμών που της έβγαζαν τη γλώσσα και την κορόιδευαν για την ήττα της. Σαν να τη γύμνωσαν και τη βαρούσαν όπου έβρισκαν. 
Ύστερα άρχισε να προσέχει τους ήχους που έρχονταν απ' έξω. Ο κόσμος δεν έλεγε να μαζευτεί μέσα στα σπίτια του. Κι εξάλλου, γιατί να μαζευτεί; Ζέστη έκαμνε, χαζευτήρι είχε, ό,τι έπρεπε δηλαδή για κουτσομπολιό και προστατευτικές, τάχαμ' δήθεν, παρακολουθήσεις. Τί ώρα γύρισε η τάδε, ποιος τη συνόδευε, και μήπως πέσει το καημένο σε παγίδα, και η νεολαία σήμερα που είναι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα ... Κι έφτανε στ' αυτιά της Αμαλίας ένα μουρμούρισμα που όσο περνούσε η ώρα εξασθένιζε, μέχρι που ησύχασε τελείως. Και πάνω εκεί, πάνω που έλεγε ότι τώρα πια, τώρα θ' απαλλαχτεί από ήχους και εικόνες, πάνω σε αυτό το νευρικό σύστημα που σιγά σιγά ηρεμούσε, πήγε και κάθισε ένα παρατεταμένο γάβγισμα.
Προσπάθησε να μείνει ακίνητη και ήρεμη, να πει ότι ήταν ένα τυχαίο γεγονός που δεν θα επαναλαμβανόταν. Ας πούμε ένα μηχανάκι με χαλαμένη εξάτμιση που πέρασε κι έφυγε και που δεν άξιζε τον κόπο να του αφιερώσει ούτε μια στιγμή παραπάνω. Όμως το γάβγισμα ξανακούστηκε και η Αμαλία πετάχτηκε επάνω.
Ε όχι. Όχι αυτό. Όλους τους ήχους θα μπορούσε να αποδεχτεί η Αμαλία εκτός από αυτόν. Τον είχε κάθε μέρα και όλη την ημέρα. Αναγκαστικά του χαλάλιζε τ' αυτιά και τα νεύρα της όσο το εικοσιτετράωρο είχε φως. Αλλά το βράδυ το σκυλί του απέναντι σπιτιού βουβαινόταν και το νευρικό σύστημα της Αμαλίας χαλάρωνε, σμπαραλιασμένο από το συνεχές ημερήσιο τέντωμα. Τότε μόνο αφηνόταν στους άλλους ήχους της γειτονιάς που επιτέλους ακουγόταν και που τους δεχόταν πια τόσο ευχάριστα. Ακόμη και το ταπ, ταπ, ταπ που έκαμνε η μπάλλα, όταν τη χτυπούσαν τα παιδιά κάτω. Γι' αυτό και η νυχτερινή έφοδος του γαβγίσματος τη βρήκε απροετοίμαστη. Την ερέθισε και τη διέγειρε σχεδόν αμέσως. Που σημαίνει ότι ο ύπνος της ετοιμαζόταν να σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. Και είχε τόση ανάγκη να κοιμηθεί. 

Paul Klee, Elle hurle nous jouons, 1928

Αλλά γιατί γάβγιζε; Τα βράδια, και όταν τύχαινε την ημέρα το αφεντικό του να βρίσκεται στο σπίτι, ποτέ δεν γάβγιζε το αναθεματισμένο. Ήταν όμως Παρασκευή βράδυ. Θα μπορούσε ο κύριος που παρίστανε το αφεντικό του σκύλου να βγήκε, για να διασκεδάσει και να γυρίσει στις πέντε το πρωί. Και θα είχε αυτόν τον ήχο στ' αυτιά της μέχρι τις πέντε το πρωί; Έλεος.
Σιγά σιγά το μουρμούρισμα της γειτονιάς που είχε κοπάσει ξανάρχισε. Ποιος μπορούσε να κοιμηθεί; Ξαναβγήκαν στα μπαλκόνια και στις αυλές και τα φώτα ξανάναψαν. Αλλά η Αμαλία δεν είχε όρεξη να βγει κι αυτή στο μπαλκόνι και ν' αρχίσουν μεταξύ τους τα παράπονα και τα σχόλια γι' αυτό το ζωντανό που εδώ και εννιά μήνες είχε κάνει τη γειτονιά άνω-κάτω. 
Δεν είχε καμιά διάθεση να χωθεί σ' ένα ζουμί και να βράσουν εκεί όλοι μαζί, μέχρι να γυρίσει ο δερβέναγας της γειτονιάς και να το βουλώσουν όλοι, μαζί και ο σκύλος, να χωθούν όλοι στο καβούκι τους χωρίς κουβέντα και να γίνει κι αυτό ένα επεισόδιο ανάμεσα σε δεκάδες άλλα όμοια με ήρωα αυτό το ηλίθιο ζωντανό και το ακόμη πιο ηλίθιο αφεντικό του. Η Αμαλία δεν ήθελε να πιάσει κουβέντα. Να κοιμηθεί ήθελε. Να ξεκουραστεί. Δικαίωμά της δεν ήταν να κάνει ό,τι ήθελε; Στο σπίτι της δεν ήταν; Η οργή τής κοκκίνησε τα μάγουλα. Την αστυνομία. Τώρα δεν τη γλυτώνουν. Η αστυνομία θα υποχρεωθεί να κάνει τη δουλειά της. Διατάραξη κοινής ησυχίας θα καταγγείλει η Αμαλία. 
Πήρε τη συσκευή του τηλεφώνου και κάθησε δίπλα στο διάπλατα ανοιγμένο παράθυρο, ώστε το γάβγισμα να μπαίνει καλά καλά μέσα στο σπίτι και να περνά μέσα από το καλώδιο της συσκευής. Είπε πρώτα από μέσα της αυτά που θα έλεγε και με τον τόνο που έπρεπε, για να την πάρουν στα σοβαρά και να μην τη θεωρήσουν καμιά τρελή που για να περάσει την ώρα της τηλεφωνούσε εδώ κι εκεί. Ύστερα σχημάτισε το εκατό στο καντράν του τηλεφώνου της. Σχεδόν αμέσως της απάντησαν.
-Καλησπέρα σας. Λέγομαι Ελενίδου Αμαλία και μένω στην οδό Τσίρκα 27, στην Πάνω Πόλη. Ήθελα να σας ρωτήσω το εξής. Απέναντί μου υπάρχει ένας σκύλος που γαβγίζει. Φαντάζομαι ότι τον ακούτε κι εσείς μέσα από τη γραμμή του τηλεφώνου. Είναι μιάμισυ η ώρα και αύριο το πρωί πρέπει να σηκωθώ νωρίς για τη δουλειά μου. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσατε να κάνετε κάτι.
"Αναρωτιέμαι" είπε η Αμαλία, αν και ήταν σίγουρη ότι αυτή τη φορά κάτι θα γινόταν. Τί διάβολο. Για διατάραξη κοινής ησυχίας παραπονιόταν. Ήταν και η φωνή στην άλλη άκρη του σύρματος που ακουγόταν πολύ καθησυχαστική και φιλική.
- Μήπως ξέρετε αν ο ιδιοκτήτης του σκύλου είναι στο σπίτι του αυτή τη στιγμή;
- Τί να σας πω, δεν ξέρω. Αλλά φαντάζομαι ότι, για να γαβγίζει ο σκύλος, το αφεντικό του δεν θα είναι μέσα.
Τί την ήθελε τη συμπλήρωση η Αμαλία; Γιατί δεν έμεινε σ' εκείνο το "δεν ξέρω";
- Λυπούμαι, αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε απολύτως.
Η Αμαλία βουβάθηκε. Μάλλον δεν είχε ακούσει καλά αυτό που της έλεγαν και να, τώρα θα της πουν το άλλο, αυτό που θέλει να ακούσει, ότι τώρα ερχόμαστε και παίρνουμε τον σκύλο. 
Ο αστυνομικός τη λυπήθηκε. Άκουγε την ανάσα της και το στρίγγλισμα του σκύλου να περνούν μέσα από το σύρμα και να φτάνουν μέχρις αυτόν:
- Κυρία μου, ειλικρινά λυπάμαι.
Παράλογο. Τελείως παράλογο. Έτσι το είδε η Αμαλία. Να μπορεί να φωνάζει την αστυνομία, όταν μαλώνουν κάποιοι -σε αυτήν την περίπτωση να έχει δικαίωμα στην ησυχία-, και τώρα να μένει στο έλεος αυτού του κοπρόσκυλου ράτσας, ή μάλλον στο έλεος του νταή του αφεντικού του, που νόμιζε ότι ήταν πολύ άνδρας, γιατί είχε σκύλο που κρατούσε στο πόδι τη γειτονιά. Α ρε και να μπορούσε να του τα πει όλα όσα σκεφτόταν για τον ανδρισμό του κατάμουτρα. Αλλά ήταν αυτοί οι ρημάδηδες οι καλοί τρόποι που της έμαθε η μαμά της, και η πεποίθηση που της μετέδωσε ο μπαμπάς της ότι η δικαιοσύνη πάντα θριαμβεύει. Τρίχες.

Richard Lindner, The street, 1963

Βγήκε στο μπαλκόνι και παρακολούθησε τον σκύλο που μανιασμένος χοροπηδούσε γύρω από το λουρί του. Γιατί το έδενε ο ηλίθιος το άμοιρο το ζωντανό και το τρέλαινε ακόμη περισσότερο; Αλλά στο κάτω κάτω τί την ένοιαζε αυτήν τί έκαμνε στο ζωντανό του; Την ένοιαζαν η ησυχία και τα αυτιά της που εκείνη τη στιγμή ερεθίζονταν ακόμη περισσότερο από ένα δυνατό κρότο. Κάποιος αγανακτισμένος γείτονας είχε πετάξει ένα μπουκάλι πάνω στο σπιτάκι του σκύλου. Το σπιτάκι ήταν από λαμαρίνα και ο θόρυβος που ακούστηκε, χώρια ότι ήταν εκκωφαντικός, τρέλανε και τον σκύλο. Έβλεπε το μπουκάλι, που κατά ένα περίεργο λόγο δεν είχε σπάσει, να κυλά, κι αυτός να είναι δεμένος και να μην μπορεί να κάνει τίποτε γι' αυτόν τον εχθρό που κυλούσε μακριά του. Το γάβγισμά του ανέβηκε κατά μερικές νότες κι έγινε ακόμη πιο εκνευριστικό. Εκείνη τη στιγμή, τα παντζούρια από την μπαλκονόπορτα αυτού του υπογείου, που στην ουσία ήταν και η κύρια είσοδος του σπιτιού, άνοιξαν. Η Αμαλία ήταν αποφασισμένη να κάνει τον καυγά της ζωής της, να βρίσει τον λεχρίτη, αυτόν τον εγωίσταρο που νόμιζε ότι ήταν κάποιος, γιατί κυριαρχούσε με τον σκύλο στη γειτονιά. Απογοητεύτηκε όταν είδε το κεφάλι του μικρού που έμενε στο υπόγειο να ξεπροβάλλει και να κοιτάζει αριστερά του, εκεί που στεκόταν δεμένο το θεριό. Ήταν όμως πολύ φουντωμένη και είχε ανάγκη από ένα θήραμα, για να ξεσκίσει. Γι' αυτό, έβαλε στην μπάντα τις παιδαγωγικές της αντιλήψεις, ξέχασε και τους καλούς της τρόπους, ξέχασε τα πάντα.
- Νεαρέ, να μαζέψεις τον σκύλο σου. Να τον πάρεις μέσα.
Σταμάτησε για λίγο. Το αγόρι μια γυρνούσε προς το μέρος της, μια προς τη μεριά του σκύλου που εξακολουθούσε να γαβγίζει κουνώντας την ουρά του. Το παλικαράκι δεν ήξερε τί να κάνει. Η Αμαλία του ζητούσε να πάρει μέσα τον σκύλο, κάτι που ήταν τελείως απαγορευμένο στο σπίτι τους. Αλλά πώς να τα βγάλει πέρα με μια ολόκληρη γειτονιά που είχε βγει στα μπαλκόνια και παρακολουθούσε τη σκηνή; Πώς να τα βγάλει πέρα με όλους αυτούς που βρήκαν την ευκαιρία να τα βάλουν με κάποιον από εκεί μέσα, κι ας ήταν ο πιο αδύνατος και ο λιγότερο ένοχος; Κι ύστερα, ήταν κι αυτή η κυρά που τον φώναζε και που είχε σηκώσει απειλητικά τον δείκτη του δεξιού της  χεριού και τον τρομοκρατούσε.
- Να μην τον ξανακούσω.

Pablo Picasso, Garçon au chien, Boy with the dog, 1905

Κι έμεινε εκεί η Αμαλία, με σηκωμένο το δάχτυλο απειλητικά σ' έναν πιτσιρικά δέκα-έντεκα χρονών που δεν ήξερε ποιον φοβόταν περισσότερο: τη γειτονιά ή αυτόν τον άνθρωπο με τον οποίο ζούσε η μαμά του, και αυτός αναγκαστικά;
Πάντως, ο σκύλος δεν ξανακούστηκε εκείνο το βράδυ, που σημαίνει ότι ο νεαρός τον είχε πήρε μέσα. Μόνο που η Αμαλία κοιμήθηκε κατά τα ξημερώματα, γιατί ο εκνευρισμός αποδείχθηκε πιο ισχυρός από την κούρασή της. Ήταν και οι τύψεις που την έτρωγαν, γιατί τα έβαλε με ένα παιδί, κι ότι μπορεί να πέρασε τη νύχτα άγρυπνο, περιμένοντας με τα αυτιά τεντωμένα ν' ακούσει το φορτηγό του μπαμπούλα του να έρχεται, να προλάβει να βγάλει τον σκύλο έξω και να τα βρουν όλα στη θέση τους, χωρίς τίποτε να μαρτυράει ότι ο σκύλος πέρασε μέσα στο σπίτι. Την έτρωγε και η αμφιβολία αν θα είχε τολμήσει τον νυχτερινό καυγά με το ίδιο το αφεντικό αντί με τον πιτσιρικά. 

Jules Pascin, Young Woman with a Little Dog, 1926 

Ξύπνησε ακριβώς την ώρα που το φορτηγό του Αλέξανδρου -έτσι έλεγαν το αφεντικό του σκύλου- έστριβε στη γωνία και ο σκύλος έπιανε δουλειά. Τί ευχάριστο ξύπνημα για ένα κουρασμένο μυαλό! Πήρε τον καφέ της και πήγε να τον πιει στο πίσω μπαλκόνι για να ακούει όσο γίνεται λιγότερο τον σκύλο και να μαζέψει το μυαλό της που το αισθανόταν μυρμηγκιασμένο. Μια συνεχής κίνηση μέσα της από εκατοντάδες μικροσκοπικά πλάσματα που έπλεκαν έναν ιστό και κινούνταν πάνω του. Η Σόνια την ακολουθούσε χωρίς να της χώνεται πολύ πολύ. Την καταλάβαινε την Αμαλία πότε ήταν στις ακεφιές της και κινδύνευε να την πληρώσει αν έμπαινε στα πόδια της. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, από ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης, το ζώο μαζευόταν. Όχι ότι η Αμαλία ήταν σκληρή μαζί της. Κάθε άλλο μάλιστα. Ήταν τόσο ζεστή που και η παραμικρή ψυχρότητα της Αμαλίας διαπερνούσε το ζώο και το πάγωνε. Το περισσότερο που της έλεγε ήταν ένα "εκεί Σόνια", αλλά με έναν τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση και με σηκωμένο τον δείκτη του δεξιού χεριού της. Αυτό ήταν όλο. Αλλά για τη Σόνια ήταν πολύ. Και δεν ήθελε με τίποτε να το ακούει. Περιόρισε λοιπόν την κίνηση της ουράς της και κουλουριάστηκε δίπλα στην πολυθρόνα της αφεντικίνας της, ώστε να πιάνει όσο το δυνατό μικρότερο χώρο.
Η Αμαλία ρουφούσε τον καφέ της βυθισμένη στις σκέψεις της και στην κούραση του μυαλού της. Από τη δικαιοσύνη δεν είχε να περιμένει τίποτε. Αυτό το είχε ξεκαθαρίσει μέσα της. Ο δικηγόρος που είχε ρωτήσει της είπε ότι αυτές οι υποθέσεις τραβούσαν σε μάκρος, μπορεί δυο και τρία χρόνια. Αλλά σε τρία χρόνια ποιος ζούσε και ποιος πέθαινε, ή μάλλον ποιος τρελαινόταν και ποιος όχι. Ούτε από την αστυνομία περίμενε τίποτε. Ειδικά μετά το χθεσινοβραδινό τηλεφώνημα και μετά από ... Ω ρε μάνα μου. Τί ήταν και το θυμήθηκε; Άναψε και κόρωσε η Αμαλία, όταν θυμήθηκε το πρώτο της τηλεφώνημα στην αστυνομία -το χθεσινοβραδινό ήταν το δεύτερο- και τον αστυνομικό που τη ρωτούσε:
- Μόνο αυτό;
Κι εκείνη να του λέει:
- Με συγχωρείτε; Δεν κατάλαβα.
- Μόνο αυτό; Θέλω να πω, δεν κάνει τίποτε άλλο; Μήπως επιτέθηκε σε κανέναν; Ίσως βρωμίζει την αυλή και δημιουργείται πρόβλημα υγείας στην περιοχή. Σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσαμε, αν είχαμε μια γραπτή καταγγελία ... Και εν πάση περιπτώση, κυρία μου, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Κοιτάξτε να τα βρείτε μεταξύ σας.
Σωστά. Πολύ σωστά. Ο άνθρωπος είχε δίκιο. Ούτε ληστεία του καταγγέλανε, ούτε φόνο, ούτε καν έναν ξυλοδαρμό, έστω έναν οικογενειακό καυγά. Η αστυνομία δεν μπορούσε να ασχολείται με τα νεύρα της κάθε κυρίας. Κι ωστόσο, η Αμαλία θεωρούσε το θέμα απλό. Ήταν βαθύτατα πεπεισμένη ότι, αν εμφανιζόταν ένας αστυνομικός με στολή -με στολή όμως-, το πρόβλημα θα λυνόταν. Έτσι απλά. Ήταν θέμα εξουσίας και αξιωμάτων. Κι αυτή την απλή κίνηση δεν της την προσφέρανε. Την αφήνανε εκεί όλοι στο έλεος ενός συνεχούς θορύβου. Σαν να είχαν συνωμοτήσει ο σκύλος, το αφεντικό του, η αστυνομία και όλο το δικαστικό σύστημα. Σαν να την είχαν βάλει στο μάτι και προσπαθούσαν ύπουλα να την ξεκάνουν. Αν έβρισκε τουλάχιστον και μιαν αιτία γιατί να της το κάνουν αυτό, καλά θα ήταν. Αλλά η Αμαλία δεν έβρισκε καμιά αιτία. Κι αυτό την τρέλαινε.
Η καημένη η Αμαλία. Στην κυριολεξία καημένη, αφού πίστευε ότι αυτό που ήταν λογικό γινόταν αυτόματα αποδεκτό. Και μήπως με αυτό το σκεπτικό δεν είχε πλησιάσει και το αφεντικό του σκύλου να παραπονεθεί για τα γαβγίσματά του;
Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη την ημέρα που μίλησε μαζί του δεν το φχαριστήθηκε. Αλλιώς είχε πλάσει τη σκηνή στο μυαλό της κι αλλιώς της βγήκε. Πίστευε ότι θα τον έλυωνε με τη λογική και τα επιχειρήματά της κι αντί γι' αυτό της έμεινε μια πικρή γεύση στο στόμα. Σχεδίαζε αυτήν την αντιπαράθεση μέρες τώρα στο μυαλό της. Θα τον καλούσε, λέει, στο σπίτι της, για να τον κεράσει καφέ. Θα του έκαμνε μια επίθεση φιλίας, κάτι που κανείς στη γειτονιά δεν είχε σκεφτεί να κάνει. Κι ύστερα, θα του μιλούσε για το πρόβλημα. Όχι προσβλητικά, αλλά μάλλον περισσότερο διδακτικά και συμβουλευτικά. Θα του μιλούσε για τη δουλειά της. Ότι, από τότε που έφερε τον σκύλο του, δεν μπορούσε ν’ αποδώσει όσο έπρεπε και όσο μπορούσε και ότι στην ουσία έβαζαν χέρι στην τσέπη της, την έκλεβαν αυτός και ο σκύλος του. Ότι οι άνθρωποι είχαν γίνει νευρικοί και εριστικοί. Και του άρεζε που κανένας στη γειτονιά δεν τον συμπαθούσε, δεν του έλεγε μια καλημέρα; Και άντε, αυτόν δεν τον ενδιέφερε. τον καημένο τον πιτσιρικά δεν τον σκεφτόταν, που δεν είχε ούτε ένα φίλο; Κι όση ώρα θα μιλούσε η Αμαλία με τον Αλέξανδρο της γειτονιάς, ο σκύλος θα ξελαρυγγιζόταν, γιατί θα νόμιζε ότι τ' αφεντικό του είναι φευγάτο, κι εκείνος θα της ζητούσε συγνώμη, θα της έλεγε πόσο λυπόταν και ότι θα φρόντιζε περισσότερο τον σκύλο που ούρλιαζε από μοναξιά και εξαιτίας του λουριού που τον κρατούσε δεμένο σε μια γωνιά της αυλής. Κι έτσι η Αμαλία θα είχε βάλει στον δρόμο του Θεού έναν ακόμη παραστρατημένο, και η γειτονιά θα έλεγε γι' αυτήν την άγια γυναίκα που μάγεψε αυτόν τον αγροίκο και τώρα έχει γίνει ο συμπαθέστερος άνθρωπος στη γειτονιά. Τί βασίλειο δικαιοσύνης και ηρεμίας!

Pablo Picasso, Woman and Dog Under a Tree, 1961

Πώς δεν την έφαγε ο σκύλος, όταν πλησίασε για να χτυπήσει το κουδούνι του υπογείου; Πρώτη φορά έβλεπε τον σκύλο από τόσο κοντά. Και για πρώτη φορά διαπίστωνε πόσο καλά μελετημένο ήταν εκείνο το κιγκλίδωμα που έφραζε τον μισό ακάλυπτο χώρο, αυτόν που υποτίθεται ότι ανήκε σε όλη την οικοδομή. Ο κύριος το είχε κατασκευάσει μόλις λίγα εκατοστά πιο πέρα από το κουδούνι. Λίγο πιο εδώ να το είχε βάλει, ο σκύλος θα έφτανε να δαγκώσει το χέρι αυτουνού που πήγαινε να το χτυπήσει, γιατί η μουσούδα του χωρούσε μέσα από τα κάγκελα. Έξαλλη έγινε η Αμαλίτσα από αυτήν την τόσο καλομελετημένη κατασκευή. Κι έτυχε εκείνη την ώρα και μια άλλη κυρία να κατεβαίνει τα σκαλάκια προς το υπόγειο, για να χτυπήσει το κουδούνι. Και ο σκύλος να έχει αφηνιάσει και να χαλάει τον κόσμο, κι ας ήταν η πεθερά του Αλέξανδρου -η πεθερά! τρόπος του λέγειν δηλαδή- που πήγαινε να πάρει τον εγγονό της και που ο σκύλος γνώριζε καλά. Τουλάχιστον έτσι έμαθε η Αμαλία λίγο αργότερα από την ίδια που πολύ απολογητικά της είπε:
- Και εγώ δεν το θέλω αυτό το ζώο. Μου το έφεραν για λίγες μέρες στις διακοπές τους και μου έβγαλε την πίστη.
Κόρωσε η Αμαλίτσα:
- Και τί με νοιάζει εμένα, κυρία μου, τί κάνετε με τον σκύλο σας; Δικό σας είναι, κάντε ό,τι θέλετε. Εγώ όμως τί φταίω;
Πολύ περήφανη αισθάνθηκε με την τόλμη της. Ποτέ άλλοτε δεν είχε υψώσει τη φωνή της, και μάλιστα σε ξένο πρόσωπο. Αχ, πολύ το είχε ευχαριστηθεί. Τώρα έμενε να το επαναλάβει και στον γαμπρό της κυρίας, να τον δει να κατεβάζει το κεφάλι του και να πάρει επιτέλους την εκδίκησή της για όλους αυτούς τους μήνες που της έδειχνε την περιφρόνησή του αφήνοντας τον σκύλο να καταλαμβάνει τόσο χώρο μέσα στο αυτί της. Σε τελευταία ανάλυση, είχε δικαίωμα να επιλέγει αυτή τους θορύβους που ήθελε ν' ακούει.
Ξαναγύρισε στη θωρακισμένη εξώπορτα, όταν είδε το φορτηγό του Αλέξανδρου να καταφθάνει το μεσημέρι. Συγκέντρωσε όσο θυμό μπορούσε και πήγε και του χτύπησε το κουδούνι. Ο σκύλος έκανε σαν να μην υπήρχε κανείς στην πόρτα. Ακίνητος και κουλουριασμένος μπροστά στην πόρτα του υπογείου, φαινόταν να είναι ένας θαυμάσιος φύλακας του αφεντικού του. Ο Αλέξανδρος άνοιξε την πόρτα και ο θυμός της Αμαλίτσας εξανεμίστηκε. Ήταν το θέαμα που την εμπόδιζε να πει αυτά που ήθελε. Γιατί ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε μ' ένα μπουρνούζι που του έφτανε ίσαμε το γόνατο και με τα πόδια γυμνά. Τον φαντάστηκε η Αμαλία να βγαίνει από το μπάνιο, για να ανοίξει την πόρτα. ή να σηκώνεται από το κρεβάτι που είχε πέσει με τη γυναίκα του και να ρίχνει πρόχειρα πάνω στο γυμνό κορμί του το μπουρνούζι. Πώς μπορείς να μαλώσεις με έναν άνθρωπο που μόλις είχε βγει από το μπάνιο του ή που δεν είχε ολοκληρώσει τον έρωτα με το κορίτσι του; Συγνώμη του ζήτησε του αγροίκου που τον ενοχλούσε τέτοια ώρα. Άκου συγνώμη. Και να του λέει, εσείς φεύγετε για να πάτε στη δουλειά σας, αλλά εμένα η δουλειά μου είναι εδώ και ο σκύλος σας δεν με αφήνει να δουλέψω, κι όλο ταλαιπωρούμαι με τα λάθη που κάνω γιατί δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, κι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα. Κι όλα αυτά με μόλις λίγο πιο δυνατή τη φωνή της απ' ότι το συνήθιζε και σχεδόν απολογητικά.
Πώς δεν την έβρισε; Αυτό της είπε μια γειτόνισσα αργότερα. Περίεργο φάνηκε στη γειτονιά το φαινόμενο, γιατί όλους τους άλλους που του παραπονιόντουσαν για τον σκύλο τους έβριζε. Μόνο την Αμαλία δεν έβρισε. Ως και η απάντηση που της έδωσε εκτιμήθηκε δεόντως από τη γειτονιά: "Εντάξει κυρία μου, θα τον πάρω τον σκύλο". Αλλά η Αμαλία έσκασε από το κακό της που δεν της έφερε αντίρρηση, να της πει "άι από 'δω κυρά μου, κι εδώ είναι το σπίτι μου και κάνω κουμάντο εγώ", να τσακωθούν, να εκτονωθεί κι αυτή λιγάκι από τον θυμό που είχε μαζέψει τόσον καιρό, να τον ταπεινώσει όπως την ταπείνωνε κι αυτός τόσο καιρό με την αδιαφορία του. Έφυγε από την καγκελόπορτά του με μια πικρή γεύση στο στόμα. Άκου να του ζητήσει συγνώμη που τον ενοχλούσε. Αμ αυτός τί έκαμνε τόσον καιρό; Και να της πει αμέσως ότι θα διώξει τον σκύλο; Έτσι, χωρίς καμιά αντίδραση;
Φυσικά δεν το έκανε. Ο σκύλος παρέμεινε στην αυλή χαλώντας τον κόσμο. Και η Αμαλίτσα έφτιαξε άλλο σχέδιο με το μυαλό της, Ότι θα τον πλησίαζε και θα του 'λεγε: "Νόμιζα ότι είχες μπέσα κι ότι κάνεις αυτό που λες. Κρίμα. Αλλά κι συ είσαι σαν τους άλλους που δεν έχουν το κουράγια να πουν την αληθεια". Να του σπάσει λίγο τον τσαμπουκά με τον τρόπο της, να ηρεμήσει λίγο και το νευρικό της σύστημα. Τίποτε όμως. Η Αμαλία τσάκιζε, ο σκύλος φώναζε και ο Αλέξανδρος θριάμβευε. Ήταν σαν να έλεγε: "Είναι κανείς άλλος που θέλει να μου πει κάτι;"

Paula Rego, Dog Woman, 1994

Η Αμαλία γινόταν νευρική και εριστική. Αισθανότανε τον σκύλο να μπαίνει μέσα της και να καταλαμβάνει κάθε κομμάτι του κορμιού της. Την τσάτιζε κιόλας το γεγονός ότι περνούσε τον χρόνο της κάνοντας σκέψεις που ποτέ δεν εφάρμοζε, κι ας ήταν τόσο απλές. Πώς θα ήταν, ας πούμε αν έρριχνε στην κλειδαριά αυτής της απαίσιας πόρτας μια σταγόνα από κάποια δυνατή κόλλα. Την έπιαναν τα γέλια, όταν σκεφτόταν την αντίδρασή του, ας πούμε το πρωί που έφευγε για τη δουλειά του ή αργά το απόγευμα, όταν γυρνούσε. Θα πήγαινε να την ανοίξει και δεν θα μπορούσε. Και θα βρισκόταν ξαφνικά πίσω από την καγκελένια πόρτα που ο ίδιος είχε φτιάξει και που θα τον φυλάκιζε μέσα στο ίδιο του το σπίτι, ή θα τον άφηνε απ' έξω.  Βέβαια, θα μπορούσε να περπατήσει πάνω στο τοιχάκι που χωρίζει τις δυο οικοδομές και να πηδήξει μετά κάτω. Όμως δεν θα μπορούσε να μπαινοβγαίνει στο σπίτι του συνέχεια με αυτόν τον τρόπο. Κάποια στιγμή θα χρειαζόταν να φωνάξει κλειδαρά, για να του αλλάξει την κλειδαριά. Και μόλις θα του την άλλαζε, η Αμαλία πάλι θα του έκαμνε την ίδια δουλειά. Και θα το έκαμνε, όταν αυτός βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί τότε ο σκύλος, όσο και να πλησίαζε κάποιος την πόρτα, δεν γάβγιζε. Θα τον ανάγκαζε να αλλάζει συνέχεια κλειδαριά. Θα του έσπαζε τα νεύρα, αυτή τώρα με τη σειρά της. Μία του και μία της.
Ή πάλι σκεφτόταν η Αμαλία ότι θα μπορούσε να του σκάσει τα λάστιχα του αυτοκινήτου. Τη σταματούσε μόνο η σκέψη ότι θα μπορούσε ο νεαρός να σκοτωθεί και τότε πώς θα κατάφερνε η Αμαλίτσα να κοιμηθεί ήσυχα; Θα ερχόταν και η αστυνομία να δει ποιος θα μπορούσε να το είχε κάνει αυτό, κάποιος ίσως να την έβλεπε την ώρα που έκαμνε τη δουλειά και να την προδώσει. Και τότε θα ήταν αυτή που θα βρισκόταν στη φυλακή.

Antoni Tàpies, Grey and Black Cross., 1955

Η Αμαλία έμενε μόνο στις σκέψεις. Το ίδιο άλλωστε και η γειτονιά. Και όσο περνούσε ο καιρός, οι σκέψεις της γίνονταν όλο και πιο βαριές και τρομακτικές. Απορούσε πώς όλο αυτό το σκοτάδι των σκέψεών της δεν σκέπαζε τον Αλέξανδρο, δεν τον λύγιζε. Καμιά φορά, έτσι θυμωμένη που ήταν, πίστευε ότι, αν τέντωνε το χέρι της καταπάνω του, θα έφευγε τόση δύναμη από αυτό που θα τον κατακεραύνωνε. Τί κρίμα που η θέλησή της δεν τη μετέτρεπε σε μάγισσα που θα μπορούσε με μια κίνηση να κάνει αυτόν τον Αλέξανδρο να την προσκυνήσει. Κι ας αισθανόταν πολύ έντονη την ανάγκη να τον δει να ταπεινώνεται στα πόδια της.
Η Αμαλία ήταν πολύ οργισμένη. Και να πεις ότι δεν της άρεζαν τα σκυλιά! Αστείο πράγμα. Γιατί η Αμαλία είχε τον δικό της σκύλο, τη Σόνια της, που την κοιτούσε στα μάτια κι έλεγε ότι, νά, τώρα θα της μιλήσει με ανθρώπινη λαλιά, και δεν θα παραξενευταί κανείς γι' αυτό. Τόσο εκφραστικό ζώο ήτανε, και μάλιστα λυκόσκυλο, σαν αυτό του απέναντι. Θηλυκό το δικό της, αρσενικό το δικό του, θα μπορούσαν να ζευγαρώσουν και να βγάλουν κάτι λυκοσκυλάκια ... Ίσως τότε να ησύχαζε και η φασαρία από απέναντι, να ικανοποιούνταν οι ορέξεις και ο ανδρισμός του σκύλου και να έβγαζε πια τον σκασμό του. Αλλά η Αμαλία ούτε να σκεφτεί κάτι τέτοιο μπορούσε. Κάθε άλλο μάλιστα. Έπιανε τον εαυτό της να περνάει με τον σκύλο της σύρριζα από την αυλή του αλλουνού, ακριβώς την περίοδο που η σκύλα της έσερνε. Και να μαζεύονται γύρω της τα κοπρόσκυλα και να καυγαδίζουν ποιος θα την καταφέρει. Και το άλλο, το λυκόσκυλο, γαμπρός με τα όλα του, να είναι δεμένο και να μην μπορεί να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να γαβγίζει και να δαγκώνει την αλυσίδα που τον κρατούσε στη γωνιά της αυλής. Ούτε καν κοντά στην καγκελόπορτα δεν μπορούσε να είναι, να τη μυρίσει τουλάχιστον καλύτερα, να γεμίσουν τα ρουθούνια του και να κρατήσει τη μυρωδιά της, κάτι τελοσπάντων από μια γυναίκα. Ας ήταν και μια μυρωδιά. Μερικές φορές η Αμαλία νόμιζε ότι τον άκουγε να παρακαλάει να τον λύσουν, κι ας ήταν για μια μόνο φορά, να μπει κι αυτός στο παιγνίδι, να διώξει τους άλλους τους ανάξιους κοπρίτες που την περιτριγύριζαν και να την πάρει την κοπέλα, να δείξει σε όλους τί αξίζει και να μην τολμήσει κανένα από αυτά τα αδέσποτα να γυρίσει περιφρονητικά τη μούρη του, σαν να λέει: "Ασ' τον αυτόν. Ακίνδυνος είναι.". Κι εκείνη τη στιγμή, η Αμαλία αισθανόταν μια ευχαρίστηση, μα μια ευχαρίστηση. Σαν να έβγαινε άχρηστο το ίδιο το αφεντικό του σκύλου. Ανίκανο να διεκδικήσει μια γυναίκα. 

Paula Rego, Him, 1966

Η αλήθεια είναι ότι η Αμαλία είχε δει κανά δυο φορές στο ύπνο της τον νεαρό. Ότι ήταν λέει στο κρεβάτι μαζί και ότι δεν μπορούσε να την πάρει. Κι αυτή να γελάει περιφρονητικά, κι αυτός να είναι με σκυμμένο κεφάλι. Και να προσπαθεί ξανά και ξανά κι αυτή να τον κοροϊδεύει και να τον κόβει. Αλλά στον ξύπνιο της ήταν αυτός που την έδενε σε ένα κρεβάτι γυμνή κι έστελνε κατά πάνω της τον σκύλο, να επιτεθεί και να ξεσκίσει τις σάρκες του μυαλού της. Ήταν αυτός που την κορόιδευε και της έλεγε "δεν μπορείς, δεν μπορείς". Αυτός που την περιφρονούσε με το να δένει τον σκύλο του και να τον αφήνει να ξεσηκώνει τη γειτονιά με τα γκαρίσματά του. Σαν να ήταν άρχοντας κι όλοι οι υπόλοιποι υποτακτικοί που κάθε βράδυ του πρόσφεραν θυσία τα εξουθενωμένα μυαλά τους. 

James Ensor, Skeletons wanting to heat itself, 1889

Αλλά βέβαια, ο καθένας έχει ό,τι μπορεί. Κι αυτός είχε τη γειτονιά στο χέρι του, που τον έτρεμε. Και πώς να μην τον τρέμει που ο σκύλος ήρθε στην αυλή μόλις ένα-δυο μήνες, αφού ο κύριος αυτός αποφυλακίστηκε; Όλη η γειτονιά το ήξερε εκτός από την Αμαλία. Μόνο όταν πλησίασε τον Αλέξανδρο και του παραπονέθηκε για τον σκύλο, μόνο τότε τα έμαθε από μια γειτόνισσα που της είπε να μην το ξανακάνει, γιατί αυτός ήταν επικίνδυνος τύπος, ότι είχε κάνει ενάμισυ χρόνο στη φυλακή για χρήση ναρκωτικών, ότι είχε δανείσει τη μηχανή του σ' ένα φίλο του που δεν είχε δίπλωμα κι εκείνος πιωμένος και μαστουρωμένος παρέσυρε και σκότωσε μια γιαγιά. Και να της λέει ότι, πριν να μπει στη φυλακή, έρχονταν κάτι τύποι, μα κάτι τύποι, και βαρούσαν την πόρτα του νυχτιάτικα, για να αγοράσουν τη δόση τους από εκείνον, και το πρωί τους έβρισκαν σωριασμένους στις εισόδους των γύρω οικοδομών. Και ότι πάλι καλά τώρα που ζει μ' αυτήν την κοπέλα που αστεφάνωτη την έχει. Αλλά καλή είναι, καθαρή. Και τα κοινόχρηστα πληρώνουν πια τακτικά, κι όχι σαν πριν που τον έψαχναν και πολλές φορές δεν τους τα έδινε και τα έβαζαν οι άλλοι της οικοδομής από την τσέπη τους. Τον πλήρωναν κιόλας. Γι' αυτό να προσέχει, γιατί είναι επικίνδυνος τύπος αυτός.
Της Αμαλίας της δημιουργήθηκε η απορία αν πραγματικά ήταν επικίνδυνος ή απλώς το πίστευε η γειτονιά. Αν απλώς κάποια περιστατικά είχαν δημιουργήσει αυτό το παραμύθι γύρω από το πρόσωπό του. Βέβαια, το δέχτηκε και ο ίδιος και το καλλιέργησε. Φόρεσε και το κουστουμάκι του επικίνδυνου και κυκλοφορούσε με αυτό στη γειτονιά, καταευχαριστημένος που στο πέρασμά του όλοι έκαμναν πώς δεν τον έβλεπαν, απόδειξη ότι τον φοβόντουσαν. Αλλά η Αμαλία σκεφτόταν πως δεν είχε καμιά απτή απόδειξη πώς έτσι ήταν τα πράγματα. Ότι όλη αυτή η μυθολογία γύρω από τον Αλέξανδρο της γειτονιάς φούντωσε, όταν έφερε τον σκύλο και σήκωσε και μια σιδεριά, δυο μπόγια δικά του ψηλή, και απομόνωσε τον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής κατά τα τρία τέταρτα, τον έκανε δικό του. Το υπόγειο είχε μετατραπεί σε απροσπέλαστο χώρο, σε φρούριο φυλαγμένο που, και λόγω του παρελθόντος του ιδιοκτήτη του, προκαλούσε τις υποψίες και τη φαντασία για τα όργια που γίνονταν εκεί μέσα.  
Αλλά δεν μπορεί, όλο και κάποιο αδύνατο σημείο θα έχει αυτός ο νταής που θα τον μετέτρεπε σε ποντίκι. Η Αμαλία ήταν σίγουρη γι' αυτό. Και στο κάτω κάτω, αν η γειτονιά είχε ανάγκη από έναν νταή, ας ήταν ένας νταής με τα όλα του, κυρίως με την μπέσα που ήξερε η Αμαλία από τα βιβλία ότι διέθεταν οι παλιοί νταήδες. Να ήταν τουλάχιστον ένας απ' αυτούς!
Βέβαια, αν η Αμαλία είχε αμφιβολίες για το νταηλίκι του Αλέξανδρου, ήταν σίγουρη για ένα πράγμα: ότι προτιμούσε να κάνει δυστυχισμένους τους άλλους. Δεν ήταν μόνο το ζωντανό που υπέφερε δεμένο και χωρίς παιχνίδια, ακόμη κι από τότε που ήταν κουτάβι, ή η γειτονιά που υπέφερε από τον δεμένο διάβολο. Ήταν και η κοπέλα και ο πιτσιρικάς που ζούσαν μαζί του. Κουβαλούσαν κι αυτοί, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να ευθύνονται, την αντιπάθεια που είχε μαζέψει ο Αλέξανδρος. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν το χωρούσε το μυαλό της Αμαλίας.

Ken Kiff, Shadows (Ombres), 1983-1986

Η Αμαλία είχε καθήσει στο πίσω μπαλκόνι, για να πιει τον καφέ της και να ηρεμήσει από την ταλαιπωρία της νύχτας. Έκλεισε τα αυτιά της να μην τον ακούει, να γλυτώσει από την ταλαιπωρία. Αν είναι δυνατόν. Το μόνο που κατάφερε ήταν να μην ακούσει με το πρώτο τον Γιάννη που τη φώναζε από τη διπλανή οικοδομή, για να της πει ότι ο σκύλος είχε δαγκώσει τον γιο του. Προσπάθησε να αισθανθεί λύπη για τον πιτσιρίκο, τον είχε βαφτίσει κιόλας, αλλά το περισσότερο που ένιωθε ήταν μια άγρια χαρά. Γιατί ήξερε τον Γιάννη για ζόρικο άνθρωπο και έλεγε ότι τώρα ο Αλέξανδρος του σκύλου θα έβρισκε τον μάστορά του. Κι αν ήξερε ότι και οι γείτονες που άκουσαν τον Γιάννη να μιλάει για την περιπέτεια του γιού του έκαναν την ίδια σκέψη, δεν θα αισθανόταν τόσες τύψεις για την αναισθησία της στον πόνο και τον φόβο του βαφτισιμιού της. Και δεν ήταν μόνο αυτή που απογοητεύτηκε, όταν ο Γιάννης της είπε ότι δεν θα έκαμνε τίποτε για το επεισόδιο, ότι θα το κατάπινε κι αυτός, όπως και οι άλλοι που αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα, γιατί, λέει, λυπήθηκε τον γιο του Αλέξανδρου που μόλις πριν από λίγο τον είχε επισκεφτεί και τον είχε παρακαλέσει να μην πει τίποτε στον μπαμπά του για το δάγκωμα του Δημήτρη. Γιατί εκείνος θα ρωτούσε πώς βρέθηκε ο σκύλος ξέλυτος και στον δρόμο, και τότε θα χρειαζόταν να του πει ο πιτσιρικάς ότι πήγε να παίξει μαζί του, δεν πρόσεξε και δεν έκλεισε καλά την πόρτα. Και τότε θα τον μαδούσε, όχι τόσο γιατί ο σκύλος δάγκωσε τον Δημήτρη όσο γιατί ο πιτσιρικάς του έπαιζε με τον σκύλο. Γιατί αυτός δεν ήθελε έναν παιχνιδιάρη σκύλο αλλά ένα τσομπανόσκυλο να δαγκώνει όποιον έβρισκε μπροστά του.
Το επεισόδιο με τον Δημήτρη μπήκε στο αρχείο της γειτονιάς. Τα νεύρα τεντώθηκαν για μια ακόμη φορά, χωρίς να μπορεί να γίνει ο καυγάς που όλοι ζητούσαν και που θα ξεθύμαινε την κατάσταση. κι έμενε μόνο η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Όπως όταν είναι να έρθει μπόρα, κι αυτή το σκάει γι' αλλού. Ή ρίχνει δυο σταγόνες κι ύστερα φεύγει. Και μένει εκείνη η αναμονή για τα μεγάλα μπουμπουνητά και τους δυνατούς αέρηδες που θα τα πάρει όλα και θα τα αναποδογυρίσει και δεν θα μείνει τίποτε στη θέση του και θα ξεφουρτουνιάσει κι η ψυχή από τη δική της ανακατωσούρα. O καβγάς που δεν γινόταν και η ικανοποίηση που δεν ερχόταν, στην πραγματικότητα η εκδίκηση που οι άνθρωποι της γειτονιάς δεν μπορούσαν να πάρουν για το άδικο που τους γινόταν και κυρίως για την περιφρόνηση που τους δειχνόταν, έφερε την απογοήτευση και τον θυμό που εκδηλωνόταν στραβά. Γιατί ήταν βέβαια κωμικό να βγάζουν μεταξύ τους τα μάτια τους. Όπως προχθές ας πούμε που μια κυρία ωρυόταν, γιατί τα σκυλιά του κυρ-Νίκου έκλαιγαν το βράδυ και δεν άφησαν τον άντρα της να κοιμηθεί, που ο άνθρωπος σηκωνόταν από τα χαράματα για να πάει στη δουλειά του και μπλα μπλά μπλα. Και η καημένη η κυρία Στέλα, η γυναίκα του κυρ-Νίκου, να τη διαβεβαιώνει ότι τα σκυλιά θα έφευγαν από την αυλή την ίδια εκείνη μέρα, και μάλιστα το είπε από την αρχή, οπότε δεν χρειαζόταν η άλλη να τραβάει τα ρούχα της, σαν όλη η δυστυχία να έπεσε στο σπίτι της εκείνο το βράδυ που το σκυλί έκλαιγε για κάποιον δικό του λόγο. Σκηνή γελοία και κωμικοτραγική. Γιατί ο κυρ-Νίκος ήταν συνταξιούχος, πολύ ήσυχος άνθρωπος, που κάθε λίγο και λιγάκι ανέβαινε στο βουνό για να κυνηγήσει τάχα, αν και ποτέ κανείς δεν τον είχε δει να φέρνει κάποιο θήραμα. Περισσότερο το κέφι του έκαμνε ο άνθρωπος, τον περίπατό του στο βουνό μαζί με άλλους σαν κι αυτόν, αντί να κάθεται στον καφενέ και να μην ξέρει πώς να περάσει την ώρα του. Κι ήταν πάντα εκπαιδευμένα τα σκυλιά του να μην κάνουν θόρυβο και τους φεύγει το θήραμα. Κι έτυχε απλώς εκείνο το βράδυ το ένα από τα δυο σκυλιά κάτι να έχει κάποια δυσφορία. Κι αντί να ρωτήσει ο κόσμος "μα τι έχει το σκυλί;", να επιτίθενται όλοι μανιασμένοι και να ζητούν την απομάκρυνση του ενόχου, την κεφαλή του δηλαδή επί πίνακι. 
Αλλά μήπως και η ίδια η Αμαλία δεν βρήκε κομμένο το αμπέλι, εκείνο το κλαδί δηλαδή που το είχαν αφήσει από το διπλανό σπίτι να κατευθυνθεί στο μπαλκόνι της, και είχε θεριέψει και της έδωσε και μερικά τσαμπιά; Και ήταν τόσο πυκνό που δεν κατάλαβε ότι της είχαν κόψει το κλαδί και νόμιζε ότι κάτι είχε το αμπέλι και δώσ' του να παίρνει φάρμακα και να ποτίζει το νεκρό κλαδί που δεν έλεγε να ζωντανέψει. Και μη χειρότερα τελοσπάντων.

Marc Chagall, Between Darkness and Night (Entre chien et loup), 1943

Ο σκύλος έγινε έμμονη ιδέα στην Αμαλία. Άρχισε να παρακολουθεί, δηλαδή να ρίχνει συχνά πυκνά καμιά ματιά στην καγκελένια πόρτα και σε όσους έμεναν πίσω της. Δεν υπήρχε φόβος να τη δούνε, γιατί τα τζάμια της ήταν διπλά και μια ακακία στον δρόμο είχε μεγαλώσει τόσο που έκρυβε με τα κλαδιά της το παράθυρo. Η Αμαλία αναρωτιόταν πώς έγινε και δεν έτυχε να δει ούτε μια φορά τον άνδρα και τη γυναίκα να μπαινοβγαίνουν. Καταλάβαινε πότε ήταν στο σπίτι από το γεγονός ότι στη γειτονιά έπεφτε ξαφνικά η σιωπή, ή ακούγονταν άλλοι ήχοι. Συχνά όμως έβλεπε τον πιτσιρικά, όταν έφευγε για το σχολείο ή όταν πήγαινε να ψωνίσει κάτι. Μπαινόβγαινε πάντα με τον ίδιο τρόπο, ποτέ από την πόρτα αλλά πάντα από το ντουβαράκι που χώριζε τις δύο οικοδομές. Περπατούσε σε αυτό πιάνοντας τον τοίχο και μόλις ξεπερνούσε την πόρτα, ήταν δηλαδή στην ουσία πια έξω από την αυλή "τους", πηδούσε κάτω. Πάντα με τον ίδιο τρόπο, και με την τσάντα στην πλάτη, δηλαδή πρόσθετο βάρος, όταν πήγαινε στο σχολείο. Και η μάνα του το ήξερε αυτό. Γιατί την είδε μια φορά να είναι στην αυλή και να την πλένει, και ο πιτσιρικάς ν’ ακολουθεί αυτήν τη διαδρομή. Και της Αμαλίας της δημιουργήθηκε η απορία για τη μάνα που το δεχόταν αυτό, που δεχόταν να μπαίνει ο γιος της καθημερινά σε κίνδυνο. Γιατί το ντουβαράκι ήταν ψηλό, πολύ ψηλό για το μπόι του μικρού. Της είχαν δημιουργηθεί ένα σωρό απορίες γι' αυτήν τη γυναίκα, για το πώς μπορούσε κι έκλεινε τα μάτια της στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, και κυρίως πώς ανεχόταν να βλέπει την απομόνωση του γιου της. Γιατί κανένα παιδί από τη γειτονιά δεν έκαμνε μαζί του, κι όταν όλα ήταν έξω και χαλούσαν τον κόσμο, το δικό της παιδί ήταν πίσω από την πόρτα, να κοιτάζει την μπάλα που πήγαινε από εδώ και από εκεί και να παρακαλάει να πέσει μέσα στην αυλή τους, για να τη βγάλει έξω και να του πουν "δεν παίζεις μαζί μας;". Αλλά μια φορά που πραγματικά έπεσε η μπάλα μέσα και την έβγαλε, κανένα παιδί δεν του είπε "έλα και συ". Τον άφησαν να γυρίσει πίσω, ταπεινωμένος για την προθυμία του. Και η μάνα ήταν μπροστά, όταν έγινε αυτό. Αυτή δεν αισθάνθηκε τα μάτια των άλλων παιδιών να της καίνε την πλάτη της, όπως τα ένιωσε ο γιος της. Αυτή είδε τα μάτια τους να καρφώνουν τον γιο της, την ώρα που γυρνούσε, για να μπει στο σπίτι.
Η Αμαλία την αντιπάθησε. Αυτήν περισσότερο από τον Αλέξανδρο. Πώς ανεχόταν την κατάσταση; Πώς ανεχόταν τη βουβαμάρα της γειτονιάς, όταν αυτή περνούσε; Να λένε μεταξύ τους καλημέρα κι αυτή σαν να μην υπάρχει, να την κοιτούν σαν να είναι διαφανής, να τρυπούν το κορμί της και να κοιτούν τον τοίχο που ήταν πίσω της. Πάλι το μυαλό της Αμαλίας γλίστρησε σε κακές σκέψεις. Θα μπορούσε ίσως να πλησιάσει αυτή τη νεαρή κοπέλα και να την φέρει στα νερά της. Να γίνει φίλη της και να τα καταφέρει να μπει τόσο πολύ μέσα της που στην ουσία να εκτελεί εντολές της Αμαλίας. Και να καταφέρει τελοσπάντων η Αμαλία να τινάξει στον αέρα το σπιτικό του Αλέξανδρου, να του βάλει χέρι, και μάλιστα από μέσα, μέσα στο ίδιο του το σπίτι θα προκαλούσε τις ανατροπές. Κι όταν ο Αλέξανδρος θα συνειδητοποιούσε τί είχε γίνει με το σπιτικό του, θα γυρνούσε κατευθείαν στο παράθυρο της Αμαλίας και θα την έβλεπε εκεί, να τον κοιτάζει ειρωνικά και να του λέει με τα μάτια της "Τί λες τώρα; Ποιος είναι το αφεντικό της γειτονιάς;".
Η Αμαλία πέρασε το χέρι μπροστά από το πρόσωπό της, όπως θα περνούσε το σφουγγάρι πάνω στον μαυροπίνακα, για να σβήσει όλες αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της που την ταπείνωναν. Γιατί αυτή δεν ήθελε να χειρίζεται και να χειραγωγεί τους ανθρώπους. Αυτή ήθελε να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει τα καλά κομμάτια του εαυτού της και των άλλων. Προσπάθησε να γίνει αντικειμενικός παρατηρητής. Η κοπέλα φαινόταν συμπαθητική. Ήταν πολύ νέα. Με κάποιον τρόπο θα είχε μπλέξει με αυτόν τον αλήτη και -ποιος ξέρει;- ίσως να μην έβρισκε τρόπο να ξεφύγει από αυτόν.  Ήτανε και το όνομά της που επηρέαζε την Αμαλία. Ιωάννα, κι όχι Γιάννα ή κάποιο άλλο υποκοριστικό. Ιωάννα. Ολόκληρο το όνομα. Ολόκληρος ο άνθρωπος. Θα μπορούσε ίσως να την πλησιάσει, να της μιλήσει, να τη βοηθήσει. Κυρίως να μάθει αν πράγματι μπορούσε να τη συμπονέσει ή αν ήταν κι αυτή του ίδιου φυράματος με τον Αλέξανδρο.
Με τη σκέψη της η Αμαλία άρχισε να πλέκει γύρω από την Ιωάννα ένα πλέγμα συμπάθειας. Και το περίεργο ήταν ότι αυτή τη φορά η Αμαλία δεν είχε λαθέψει. Μόνο που δεν μπορούσε να το ξέρει. Όπως δεν μπορούσε να ξέρει, ούτε αυτή ούτε κανένας στη γειτονιά αλλά ούτε και η ίδια η Ιωάννα, ότι η υπόθεση που τους ταλάνιζε όλους θα λυνόταν εκείνη την ημέρα. Έτσι, στα καλά καθούμενα. Χωρίς κανέναν προηγούμενο προγραμματισμό. Από μια διάθεση της στιγμής που κατέλαβε την Ιωάννα, από ένα ακόμη γεγονός που την ταπείνωσε, τόσο όμοιο με άλλα παρόμοια. Τόσο τυχαία όλα αυτά και που θα μπορούσαν να μην προκαλέσουν τίποτε. Κι ωστόσο, ανέτρεψαν τα πάντα.   

*****

Frida Kahlo, Le Cerf blessé, The wounded Stag, 1946

Η Ιωάννα είχε κατεβεί από το λεωφορείο μια στάση νωρίτερα. Ήταν πολύ κουρασμένη, όχι τόσο σωματικά όσο από διάθεση, και η ανηφόρα της Πάνω Πόλης τη σκότωνε. Όμως κατέβηκε, γιατί την τράβηξε ο καιρός. Φυσούσε πολύ. Είχε πιάσει πάλι εκείνος ο βαρδάρης που δεν άφηνε τίποτε στη θέση του. Περισσότερο όμως τον αισθάνθηκε σαν φορτηγό που κουβαλούσε από μακριά μυρωδιές και σπόρους και τη ζέστη από έναν ήλιο που δεν έλεγε ακόμη να φανεί. Τον αισθάνθηκε να περνάει μέσα από τα πόδια της, τα δάχτυλα των χεριών της, τα ρουθούνια της, τις τρίχες των μαλλιών της, μέσα απ' όλες τις τρύπες του κορμιού της, να τη ρουφάει και να την αδειάζει από κάθε περιεχόμενο. Της πήρε όλες τις σκέψεις και την αγωνία που την έπιανε κάθε φορά που γυρνούσε στο σπίτι και τις σκόρπισε σε όλες τις πλευρές της Θεσσαλονίκης. Ό,τι τελικά έφτανε στις άκρες της πόλης ήταν ένα τίποτε.
Πήρε κι έκανε κι άλλες τρύπες στο μυαλό και την καρδιά της, για να αφήσει τον αέρα ελεύθερο να κάνει τη δουλειά του, να της πάρει όλο της το είναι και να το πετάξει στη θάλασσα. Ύστερα από τόσο καιρό ήταν ευτυχισμένη κι αυτό το χρωστούσε στο άδειασμα του μυαλού της από τον αέρα. Ήταν όμως ο ίδιος που τη χαστούκισε σε λίγο, που της ξαναπέταξε στα μούτρα το είναι της με όλο το περιεχόμενό του. Ήταν μια στάση μακριά από το σπίτι της, κι ωστόσο άκουσε το γάβγισμά του. Ο αέρας το μετέφερε μαζί με τόσα άλλα και το έβαλε στ' αυτιά της. Αλαφιάστηκε. Ξανακούμπωσε το παλτό που είχε ξεκουμπώσει για ν' αφήσει τον αέρα να μπει μέσα της κι έβαλε την κουκούλα του. Ζεστάθηκε αμέσως. Η άνοιξη έμπαινε σιγά σιγά, μ' όλο το κρύο που έκαμνε ακόμη το πρωί που έφευγε για τη δουλειά και την υποχρέωνε να φορά ακόμη το χοντρό πανωφόρι. Τη ζέσταινε και η ανηφόρα που ανέβαινε. Βλαστήμισε την άνοιξη που ερχόταν και που θα την υποχρέωνε να βάλει ελαφρότερα ρούχα χωρίς κουκούλες που της έκρυβαν το πρόσωπο και την προστάτευαν από αδιάκριτα βλέμματα. Πανικοβλήθηκε και ξανάγινε νευρική. Κατέβηκε από το τοιχάκι της εκκλησίας των Ταξιαρχών, όπου είχε ανεβεί για να δει καλύτερα την πόλη και να αφήσει τον αέρα να την πλύνει από τα περιττώματα του μυαλού της.
"Η τσάντα μου. Πού είναι η τσάντα μου. Κάποιος μου την πήρε".
Δεν έβρισκε την τσάντα της. Αλλά κανείς δεν είχε πάρει εκείνο το φτηνιάρικο πράγμα που είχε λυώσει στα χέρια της πια. Όχι ότι δεν είχε λεφτά να πάρει άλλη. Αλίμονο. Τώρα στεκόταν καλύτερα από κάθε άλλη φορά. Αλλά να. Δεν έβρισκε τη διάθεση για τίποτε καινούριο. Τίποτε. Έμενε στα παλιά να την αηδιάζουν, κι ωστόσο να φθείρεται μαζί τους. Κι ύστερα, πάντα δυσκολευόταν να περάσει από κάτι παλιό σε κάτι νέο. Μήπως δεν τρίφτηκε έτσι και στις ερωτικές της σχέσεις; Και μήπως έτσι δεν παρέτεινε για τουλάχιστον δυο χρόνια τη σχέση της με τον Αντρέα, αν και ήταν πια φανερό ότι δεν είχε μείνει τίποτε από αυτά που τους έδεναν στα τρία πρώτα χρόνια της σχέσης τους; Και τα κατάφερε τελικά να μείνει έγκυος από έναν άνθρωπο που όχι μόνο δεν αγαπούσε αλλά και δεν ήθελε πια. Και να της λέει ο γιατρός πώς δεν μπορεί να κάνει έκτρωση, ούτε θυμάται τώρα για ποιο λόγο της είπε ότι ήταν επικίνδυνο. Αλλά εκεινής της φάνηκε ότι ήθελε να της φορτώσει και αυτός, όπως και ο Αντρέας, ένα παιδί. Γι' αυτό και πήγε σε άλλο γυναικολόγο, αλλά κι αυτός τα ίδια της είπε. Και τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση, τη μόνη για την οποία είχε, για να περηφανεύεται. Το κράτησε το παιδί και χώρισε τον Αντρέα. Και δεν του είπε τίποτε για το παιδί που κράτησε. Κι ακόμη και τώρα, ο Αντρέας δεν ξέρει ότι είναι πατέρας. Ύστερα, συνάντησε τον Αλέξανδρο. Δεν την ένοιαξε η φυλακή που έκανε, ούτε τα ναρκωτικά που έπαιρνε. Στο κάτω κάτω, αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Της το ορκίστηκε. Κι ύστερα, δεν είναι μικρό πράγμα να σε ερωτεύεται κάποιος και οι άλλοι να λένε μα πώς άλλαξε έτσι από τότε που τη γνώρισε;
Της ζήτησε να μείνουν μαζί, και το παιδί βεβαίως. Και η Ιωάννα το δέχτηκε αμέσως. Γιατί η Ιωάννα φοβόταν τα βράδια κι άφηνε ανοιχτά όλα τα φώτα του σπιτιού και σκεπαζόταν καλά, ακόμη και το καλοκαίρι. Και κάθε λίγο και λιγάκι, σηκωνόταν, για να δει και το παιδί της αν ήταν παντού σκεπασμένο, γιατί εκεί που δεν ήταν σκεπασμένο θα μπορούσαν να του κάνουν κακό, αν κάποιοι έμπαιναν στο σπίτι. Ενώ, αν ήταν σκεπασμένοι, έστω και μ' ένα σεντόνι, δεν θα μπορούσανε να τους κάνουνε τίποτε. Και η Ιωάννα έμεινε μαζί με τον Αλέξανδρο, για να μη νοιάζεται πια για τα σεντόνια του γιου της και τα δικά της. 
Πάλι ξεχάστηκε. Αντί να ψάχνει την τσάντα της, χανόταν σε ιστορίες. Τη βρήκε όμως, και μάλιστα δίπλα της. Κι αν έλειπε η σακούλα με το ψωμί, από δικό της λάθος έλειπε κι όχι γιατί της είχαν κλέψει τα πράγματά της. Γιατί στη λαχτάρα της να κατεβεί από το λεωφορείο και να ρουφήξει τον αέρα της, το είχε ξεχάσει. Ποιος τον άκουγε τώρα; Θα μπορούσε βέβαια να μπει στο πρατήριο της γειτονιάς και ν' αγοράσει. Σιγά το πρόβλημα. Αλλά η Ιωάννα, εδώ κι ένα χρόνο, γυρνούσε όσο πιο κρυφά μπορούσε στο σπίτι της. Τοίχο τοίχο και παραφυλώντας μην τυχόν και είναι κανένας εκεί κοντά. Αλλά πώς μπορεί στ' αλήθεια ν' αδειάζει ο δρόμος τελείως, για να περνάει αυτή; Πότε ήταν που είχε μείνει κρυμμένη στη γωνιά του δρόμου ένα ολόκληρο μισάωρο, μέχρι να φύγει ο πλανόδιος μανάβης που συγκέντρωνε γύρω του όλες τις γυναίκες της γειτονιάς; Κι ο άλλος ύστερα να φωνάζει που το φαγητό δεν ήταν έτοιμο στην ώρα του. Μπα, θα το άφηνε το ψωμί κι ας της φώναζε.

Edvard Munch, Red Creeper, 1900

Έτρεξε να μπει στο σπίτι, προτού προλάβει κανείς και τη σταματήσει, προτού καταλάβουν ποια ήταν αυτή η φιγούρα που κινούνταν βιαστικά. Το κλειδί της όμως δεν έλεγε να υπακούσει στα νεύρα της. Δεν έλεγε να χωθεί στην κλειδαριά, να ταιριάξει με αυτήν. Σαν να είχαν συνωμοτήσει κλειδαριά και κλειδί να δώσουν χρόνο στους γειτόνους να καταλάβουν ότι ήρθε και να τη στριμώξουν στη γωνία. Αισθάνθηκε σαν το ζώο που το είχαν οδηγήσει σε αδιέξοδο και μαζευόταν στη γωνία κι έκλεινε το πρόσωπο να το προφυλάξει μήν τυχόν και το γρατσουνίσουν. Της έπεσαν κάτω όλα τα κλειδιά και της φάνηκε ότι έκαναν έναν τρομακτικό θόρυβο και νά τώρα θα μαζεύονταν όλοι, όπως στα όνειρά της που την κυνηγούν και ξυπνάει πάντα με την αγωνία χωρίς να ξέρει αν την έπιασαν ή όχι.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι ήταν σαν να έκλεισε έξω όλον τον κόσμο. Στο σπίτι της μπορούσε να ανασάνει ελεύθερα, να αισθανθεί προστατευμένη. Όμως μόνο όσο σ' ένα σελοφάν. Γιατί το άτιμο το ζωντανό δεν την αισθανόταν γι' αφεντικό του και γι' αυτό δεν της έδινε και σημασία. Είτε ήταν αυτή στο σπίτι είτε όχι για τον σκύλο ήταν ένα και το αυτό. Δεν τη λογάριαζε. Και η Ιωάννα φοβόταν ότι τώρα θα χτυπήσει το κουδούνι και θα της πουν για τον σκύλο. Το κάλυμμα προστασίας που δικαιούνταν ο καθένας μέσα στο σπίτι του δεν υπήρχε για την Ιωάννα. Σαν να ήταν σε ένα σπίτι χωρίς στέγη και ο καθένας μπορούσε να μπει μέσα, να ψαχουλέψει τα πράγματά της, να την ελέγξει γιατί αυτό ήταν εδώ κι όχι εκεί.
Το κουδούνι την τράβηξε από τις σκέψεις της. Αχ πάλι κάποιος θα είναι που θα της κάνει παράπονα. Να μην ανοίξει. Αυτή ήταν η πρώτη της σκέψη. Αλλά ύστερα θυμήθηκε τον Μιχάλη της που την προηγούμενη βδομάδα είχε ξεχάσει τα κλειδιά του και της χτυπούσε την πόρτα, αλλά αυτή δεν άνοιγε γιατί νόμιζε ότι πάλι παράπονα για τον σκύλο θα της έκαμναν.  Και το παιδί έμεινε εκεί, μέχρι που η Ιωάννα ανησύχησε που αργούσε και άνοιξε την πόρτα να πάει στο σχολείο να ρωτήσει τί έγινε και το βρήκε να κάθεται στα σκαλιά. Και το παιδί να έχει πουντιάσει γιατί ο καιρός ήταν ακόμη κρύος και να είναι μουσκεμένο ως το κόκαλο, γιατί έβρεχε. Κι όταν τον ρώτησε "καλά βρε αγόρι μου, γιατί δεν πήγες σ' ένα φίλο σου να μείνεις;", εκείνο γύρισε και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Και εκείνη δάγκωσε τα χείλη της γιατί το παιδί της είχε μείνει χωρίς φίλους. 
 Όρμησε να ανοίξει την πόρτα, σίγουρη ότι ήταν ο Μιχάλης της, να τον μαλώσει που ξεχνάει τα κλειδιά του. Βρέθηκε μπροστά στην κοπέλα του τρίτου ορόφου με το μωρό της στην αγκαλιά. Ποια από τις δυο τους ήτανε σε φυλακή; Ποια από τις δυο τους επισκεπτόταν την άλλη την ώρα του επισκεπτηρίου; Αυτήν την αίσθηση της άφησε η ψηλή καγκελόπορτα. Και ο σκύλος να ουρλιάζει μέσα στο αυτί της και να μην την αφήνει να ακούσει αυτό που της έλεγε η κοπέλα και που μπορούσε να είναι μια πρόσκληση για καφέ. Αλήθεια, ποτέ κανείς από τη γειτονιά δεν την είχε καλέσει για έναν καφέ. Και ούτε και αυτήν τη φορά την καλούσαν πουθενά.
- Μου έπεσε το σεντόνι την ώρα που άπλωνα τα ρούχα. Το κομμάτιασε ο σκύλος σου. Σιγά μην με νοιάζει για ένα σεντόνι. Με νοιάζει όμως που το παιδί μου τινάζεται από τον ύπνο του κατατρομαγμένο από τα γαβγίσματά του.
Η φωνή της παλλόταν από τον θυμό. Αλλά λίγο πιο ήρεμα και παρακαλετά της είπε ακόμη:
- Είσαι μάνα και ξέρω ότι καταλαβαίνεις. Γιατί δεν παίρνετε μια απόφαση να το ξεφορτωθείτε, να ησυχάσετε κι εσείς, να ηρεμήσουμε κι εμείς; Τί είναι αυτό το τόσο σημαντικό που σας φυλάει;
Η Ιωάννα δεν μπορούσε να καταλάβει αν η κοπέλα ήταν ειλικρινής σε αυτά που της έλεγε ή προσπαθούσε να τη φέρει στο φιλότιμο. Προσπάθησε να απαντήσει κάπως ουδέτερα.
- Θα ήθελα να σας πληρώσω το σεντόνι.
Η περιφρονητική κίνηση της άλλης τη σκότωσε.
- Χάρισμά σου.

Paula Rego, Doctor Dog, 1982

Ο σκύλος εξακολουθούσε να γαβγίζει. Τον άκουγε μέσα στα αυτιά της. Την έπιασε μια λύσσα για το άτιμο το ζωντανό που ούτε με το όνομά του δεν ήθελε να το λέει, για να μην του δώσει καμιά ιδιαίτερη αξία. Αχ αυτός φταίει για την ντροπή που αισθάνεται με τους γείτονες. Αυτός φταίει που της χτυπούν την πόρτα και της πετούν κατά πρόσωπο την περιφρόνησή τους. Αυτός φταίει που χάλασε η σχέση της με τον Αλέξανδρο και το παιδί της. Αν δεν υπήρχε αυτός ... Μα γιατί δεν βρισκόταν κάποιος χριστιανός να του ρίξει φόλα να γλυτώσουν όλοι τους, κι αυτή μαζί; Τόσο πολύ πια τον φοβόντουσαν; Πετάχτηκε έξω. Ο σκύλος πήγε να χοροπηδήσει επάνω της, αλλά δεν είδε ούτε πρόσχαρη διάθεση ούτε φαγητό στο χέρι της. Μόνο εκείνη τη μακριά σιδερένια βέργα, αυτή με την οποία ο Αλέξανδρος τον σακάτευε και με την οποία τον είχε υποτάξει και τον έκανε να τον αναγνωρίζει γι' αφεντικό του. Ο Άργος μαζεύτηκε στη γωνιά του. Κι εκείνη όρμησε πάνω του να τον εκδικηθεί για τον Αλέξανδρο που της πήρε. Άρχισε να το χτυπάει. Μια, δυο φορές, τρεις, κι ύστερα με περισσότερη μανία, σαν να την ερέθιζε η ίδια η διαδικασία, σαν να την προκαλούσε να συνεχίσει κι άλλο κι άλλο. Την ερέθισε και την προκάλεσε ακόμη περισσότερο το κλάμα του σκύλου κι ύστερα η απελπισία του που τον έκανε να την απειλεί δείχνοντάς της τα δόντια του. Σε ποιον βρε δείχνεις τα δόντια σου; Και να κι αυτή, να και τούτη. Μέχρι που το ζώο υποτάχτηκε και κούρνιασε μέσα στο σπίτι του. Κάθισε και δεχόταν τα χτυπήματά της, χωρίς πια να κλαίει ή να απειλεί. Της είχε παραδοθεί. Κι ωστόσο, αυτή εξακολουθούσε να σηκώνει τη βέργα. Μόνο που κάποια στιγμή, έμεινε με το χέρι στον αέρα. Σηκωμένο. Γιατί είδε τα αίματα να τρέχουν από το στόμα του σκύλου και τρόμαξε. Αν πάθαινε κάτι το ζώο, από τα δικά της χέρια θα το πάθαινε. Τρόμαξε με τη μανία και τη δύναμή της. Θα μπορούσε να το είχε σκοτώσει. Και αν, κάποια στιγμή, έκαμνε τα ίδια σε κάποιον άλλον, στο παιδί της ας πούμε, ή στον Αλέξανδρο; Έβλεπε με τρόμο τον σκύλο να γλείφει το αίμα από την πληγή του και το αισθάνθηκε το ζωντανό τόσο μόνο του όσο μόνη της ήταν και η ίδια. Και το παιδί της. Η βέργα τής έπεσε από τα χέρια. Ο θόρυβος την τρόμαξε, της φάνηκε σαν να άνοιγαν την καγκελόπορτα και της περνούσαν στα χέρια χειροπέδες για το έγκλημα που πήγαινε να κάνει, που αποδείχτηκε ότι ήταν ικανή να κάνει.
Η Ιωάννα, όπως και όλοι οι γείτονες, ο καθένας με τον τρόπο του, γινόταν μανιακή με τον σκύλο. Ο Αλέξανδρος τους παρέσερνε στη δική του μανία, στη δική του τρέλα με τον σκύλο. Τελείωσε. Θα του μιλούσε. Θα του ζητούσε να διώξει τον σκύλο. Ή να τον αφήνουν να κινείται ελεύθερος στην αυλή, να τον χαϊδεύουν, να του μιλούν, να ηρεμήσει λίγο το ζωντανό που παιδευόταν με την κοντή αλυσίδα που του είχε αγοράσει ο Αλέξανδρος και που το ανάγκαζε να κάνει μόνο βηματάκια επί τόπου. Κι ύστερα, τι χρειάζονταν ένα τόσο άγριο ζώο; Και μόνο η παρουσία του φόβιζε τους άλλους. Ποιος θα τολμούσε να ανοίξει την καγκελόπορτα, όταν πίσω από αυτό υπήρχε καθισμένος ένας όγκος; Αυτό ήταν λοιπόν. Θα του μιλούσε κι ύστερα όλα θα γίνονταν όπως πριν. Το θέμα ήταν απλό, και απορούσε πώς το είχε αφήσει τόσον καιρό να τους ταλαιπωρεί. 

Mark Rothko, Red, Orange on Red, 1962

Γιατί θύμωσε τόσο πολύ με αυτά που του είπε; "Μην τολμήσεις και μου μιλήσεις και μου πεις τίποτε για τον Άργο, σ' έσκισα", της είπε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι τόσο δυνατά που το βάζο ταλαντεύτηκε και τελικά έπεσε κι έσπασε. Ο θόρυβος ακόνισε το μυαλό της Ιωάννας. Κι ωστόσο, τόλμησε να του πει κάτι ακόμη:
- Αλέξανδρε, παλιά ήμαστε καλά. Θυμάσαι; Αλλά εδώ κι ένα χρόνο είμαστε δυστυχισμένοι και δεν ξέρω τί είναι αυτό το τόσο σοβαρό που μας έκανε έτσι.
Έτσουξε το μάγουλό της από το χαστούκι που της έδωσε. Σώπασε οριστικά κι έσκυψε να μαζέψει τα θρίμματα από το βάζο. Κόπηκε αλλά δεν πόνεσε. Είχε τόση ανάγκη να κλάψει, να βγάλει την αγωνία που είχε γίνει σωρός μέσα της, που θα καθόταν να κοπεί ευχαρίστως, θα άφηνε τα αίματα να τρέξουν, αρκεί κάποιος να την αγκάλιαζε και να της έλεγε "έλα βρε μικρό, όλα θα περάσουν". Αισθάνθηκε πολύ έντονη την ανάγκη να δει το αίμα της να τρέχει, να γεμίζει το πάτωμα κι αυτή να κάνει πατινάζ επάνω του και να χαράζει γραμμές με τα πατίνια της πάνω στο κόκκινο δάπεδο. Κι αντί γι' αυτό, να έχει τα μεγάλα μάτια του γιου της να την κοιτούν, σαν να την ρωτούν αυτό που ποτέ ο πιτσιρικάς δεν τη ρώτησε: "Γιατί μένουμε εδώ; Ποιον έχουμε ανάγκη;". Στ' αλήθεια, τον είχαν ανάγκη; Τίποτε δεν την κρατούσε κοντά του, ούτε καν ένα τυπικό χαρτί γάμου. Θα μπορούσε οποιαδήποτε στιγμή να φύγει, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν και να απαλλαχτεί από κηδεμονίες και χαστούκια. Αντί γι' αυτό, χώθηκε στο μπάνιο κι άρχισε να βάφεται. Ήξερε ότι ο μικρός την παρακολουθούσε. Αλλά δεν θα του έκαμνε το χατήρι να φύγει. Αυτή είχε βρει επιτέλους την ησυχία της δίπλα σ' έναν άνδρα και δεν θα τη σταματούσε τώρα ο μικρός. 
Κι ωστόσο, η φράση που της είχε πει η γειτόνισσα πήγε και κάθησε στο μυαλό της: "Τί πια τόσο πολύτιμο έχετε να σας φυλάει;". Η Ιωάννα άρχισε να σκαλίζει τη μνήμη της για να θυμηθεί ποτέ ο Αλέξανδρος είχε φέρει τον Άργο στο σπίτι, πώς έγινε και βρέθηκαν με σκύλο, και μάλιστα σ' ένα χώρο που δεν τους ανήκε. Άλλο κι αυτό πάλι! Γιατί είχε φτιάξει εκείνη την τεράστια καγκελένια πόρτα; "Τί το πολύτιμο έχετε να σας φυλάει;". Στ' αλήθεια, τί πολύτιμο είχαν να φυλάξει ο Άργος; Η Ιωάννα άρχισε να παρακολουθεί τον Αλέξανδρο μέσα στο σπίτι. Κι όταν έλειπε, έψαχνε μανιασμένα σε τρύπες, σε γωνιές, οπουδήποτε. Μέχρι που βρήκε.

*****
Antoni Tàpies, La Nuit Grandissante II , 1968

Η αστυνομία συνέλαβε τον Αλέξανδρο. Βουβή η γειτονιά παρακολουθούσε το θέαμα. Δεν ήταν ικανοποιημένη γιατί δεν είχε πάρει αυτή την εκδίκησή της. Έτυχε μόνο να λυθεί το πρόβλημά τους. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν. Πως έτυχε.
Η σύλληψη έγινε τόσο γρήγορα που ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να σκεφτεί πώς έγινε κι όταν χτύπησε το κουδούνι οι αστυνομικοί δεν βρίσκονταν πίσω από την καγκελένια πόρτα αλλά μπροστά στην καθαυτό πόρτα του σπιτιού του. Δεν πρόλαβε λοιπόν να πετάξει την άσπρη σκόνη στην τουαλέτα. Γιατί ο Αλέξανδρος γι' αυτό είχε κάνει την ψηλή πόρτα. Για να μένουν απ' έξω οι ανεπιθύμητοι και να προλάβει αυτός να εξαφανίσει την "άσπρη", αν καμιά φορά μπούκαραν οι αστυνομικοί. Ούτε πρόλαβε να σκεφτεί πώς ο Άργος βρέθηκε δεμένος εκείνη την ώρα, ενώ αυτός ο ίδιος τον είχε λύσει λίγο πριν, ή πώς έγινε και βρήκαν τόσο γρήγορα το μέρος που έκρυβε το "πράγμα".
Η Ιωάννα περίμενε κι αυτή, όπως κι οι γείτονές της, να χαθούν τα περιπολικά στο βάθος του δρόμου, όπως περιμένει κανείς όταν ξεπροβοδίζει ένα δικό του άνθρωπο για ταξίδι. Ύστερα, το ενδιαφέρον των γειτόνων στράφηκε στην Ιωάννα. Και την είδαν ν' ανοίγει διάπλατα την καγκελόπορτα, να ξελύνει τον Άργο και με το λουρί να τον οδηγεί μέσα στο σπίτι. Τα υπόλοιπα οι γείτονες δεν τα είδαν. Γιατί η Ιωάννα ήταν πια στο κάστρο της, κι εκεί μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς πια να φοβάται ότι κάποιος θα την ελέγξει.
Η Ιωάννα χάιδεψε τον σκύλο. Του μίλησε τρυφερά σιγοψιθυρίζοντας τo όνομά του. Του έδωσε να φάει από το χέρι της και τον ανέβασε στο κρεβάτι της, σ' εκείνο που κοιμόταν με τον Αλέξανδρο. Αλλά ο Άργος, με το που πήρε τη μυρωδιά του νταή, φοβήθηκε τη σιδερένια βέργα που θα έσπαγε επάνω του και όρμηξε στην πόρτα για να βγει. Να πάει στη θέση του και να κάνει τη δουλειά του, να ευχαριστήσει όσο μπορεί το αφεντικό του, για να μην το χτυπήσει.
 Τη λύπησε την Ιωάννα η διστακτικότητα του ζώου, η καχυποψία του απέναντί της, μια καχυποψία που δεν έλεγε να δαμάσει. Μα τί περίμενε; Ότι από τη μια μέρα στην άλλη θα άλλαζαν όλα; Επειδή του έδωσε ένα χάδι, θα άλλαζε από τη μια στιγμή στην άλλη; Τόσα χρόνια χάιδευε τον Αλέξανδρο και δεν κατάφερε τίποτε μαζί του. Υπομονή ήθελε, τρυφερότητα και συντροφιά και θα τον έφερνε στα νερά της.
Και ο Άργος, μέρα με τη μέρα, λίγο λίγο, άλλαζε. Είχε αρχίσει να την κυνηγά από πίσω, όπου κι αν πήγαινε. Έπαιζε μαζί της. Έτρωγε από το χέρι της. Και το βράδυ τον έβγαζε έξω με το λουρί, με την ελπίδα ότι η γειτονιά θα αρχίσει να τον αισθάνεται σαν φύλακα όλης της περιοχής. Όμως αυτοί συνέχισαν να της παραπονιούνται για τον Άργο και τα γαβγίσματά του. Τώρα, πιο ελεύθερα από πριν και χωρίς τον φόβο του Αλεξάνδρου, την προσβάλλανε ακόμη περισσότερο. Πόσος ακόμη καιρός θα χρειαζόταν μέχρι να βγάλουν όλη την οργή που είχαν μαζέψει μέσα τους τόσον καιρό που ο Αλέξανδρος τους περιφρονούσε; Ώσπου μια μέρα κατάλαβε. 
Το κατάλαβε εκείνη την ημέρα που γύρισε νωρίτερα στο σπίτι της, γιατί την επομένη ήταν εθνική γιορτή και στις δώδεκα το μεσημέρι ήρθε εντολή για ημιαργία. Ωραία. Θα έκαμνε τα ψώνια της και το απόγευμα θα έπαιρνε τον γιο της να δουν εκείνη την ταινία με τα κινούμενα σχέδια που άκουσε ότι άρεσε σε μικρούς και μεγάλους. Πόσο καιρό είχε να πάει σινεμά! Θα κλεινόταν με τον Μιχάλη της στο σκοτάδι της αίθουσας του κινηματογράφου και στο διάλειμμα θα αγόραζαν παπαδούλες. Κι ύστερα, α ... ύστερα θα πήγαιναν στο Λούνα Παρκ, θα ανέβαιναν στον μύλο, κι ας της έφερνε ίλιγγο το ύψος. Και πάνω εκεί που η Ιωάννα ξεπερνούσε κιόλας με το μυαλό της την υψοφοβία της και τον τρόμο ότι θα μπορούσε να σπάσει κάποια από τις αλυσίδες που συγκρατούσαν αυτήν τη ρόδα και να βρεθεί μαζί με το παιδί της στο κενό, πάνω εκεί έφτασε στα αυτιά της το αλύχτισμα του Άργου. Δυνατό και παρατεταμένο.

Michael Andrews, Good and bad at games, 1964-68

Μούδιασε το μυαλό της. Ο Αλέξανδρος. Είχε γυρίσει ο Αλέξανδρος. Μα όχι, δεν είναι δυνατόν. Αφού είχε καταδικαστεί σε τρία χρόνια φυλάκιση. Δεν μπορεί να τον είχαν αφήσει. Έτρεξε αλαφιασμένη, να προλάβει να κλείσει το στόμα του Άργου. Να δει τί συμβαίνει. Στο κάτω κάτω, μπορεί ο σκύλος να φώναζε, για να φυλάξει το σπίτι τους από ξένους και ανεπιθύμητους. Αποκλείεται δηλαδή να ούρλιαζε για να φυλάξει το σπίτι ή και τη γειτονιά ολόκληρη;

 André Masson, Cheval attaqué par un poisson, 1939

Αλλά όταν έφτασε, είδε και πάλι τους γείτονες στα μπαλκόνια να την κοιτούν και να τη γδύνουν. Και βρήκε πάλι την καγκελένια πόρτα κλειστή και τον γιο της να έχει δεμένο τον σκύλο, να τον παιδεύει με τη σιδερένια βέργα και να του λέει, όπως και ο Αλέξανδρος, "όρμα γαϊδούρι".


Δήμητρα Μήττα. Από τη σειρά διηγημάτων «Γραμματοσειρές και Φωτογράμματα». Θεσσαλονίκη 1997.