Paul Cézanne, Harlequin, 1888-1890
Σα
μας μεθά βαριά η ζωή, μας κλέβει τ’ αγαθά μας.
Τα
μάτια μας που μιαν αυγή, κάτω από βελουδένιο
χέρι,
ξαλάργεψαν για τους που δε γνωρίσαν τόπους
ξαναγυρνάνε
θλιβερά και κατακουρασμένα.
Τα
χείλη μας που τρύγησαν της μεστωμένης νειότης
τους
μελιστάλαχτους καρπούς κάτω απ’ τη φλόγα του ήλιου,
όμοια
μαραίνονται σαν τους καρπούς που λησμονιώνται.
Και
τα κορμιά μας που η ορμή τάκανε ν’ αψηφήσουν
και
μέσ’ στον κόκκινο χαμό της φλόγας που λυτρώνει
για
μια στιγμή να πέσουνε βαριά σα μαγεμένα,
μοιάζουνε
τ’ ανεμόδαρτα κλαδιά που τα φοβίζει
ακόμη
κ’ η αλαφρότατη της άνοιξης πνοούλα.
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . .
Pablo Picasso, Au 'Lapin Agile' (Arlequin au verre), At "Lapin Agile" (Harlequin with
Glass), 1905
Η
θλίψη πέφτει του βιολιού μέσ’ στη γεμάτη σάλα
του
αποκρηάτικου γλεντιού, του μεθυσιού, της τρέλλας,
σαν
ένας τόνος πιο βαθύς. Κάθε γωνιά την παίρνει
και
στις πολύαιμες φλέβες μας φτάνει και μας μεθάει.
Η
μουσική πνέει του χορού και γέρνουν τα ζευγάρια
στο
αγέρι το χαϊδευτικό πολύχρωμα λουλούδια,
η
ανατριχίλα τα λυγίζει απ’ την κορυφή ως τη ρίζα
κι’
ανάρια ανάρια εδώ κ’ εκεί κρυφά φιλιά θροϊζουν.
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . .
Pablo Picasso, Harlequin, 1901, Metropolitan Museum of
Art, New York. Here the artist-as-Harlequin, an identification accepted by many
experts, has his head resting on his hand as a sign of thought with two fingers
suggesting a "paintbrush". Note how the performer's flesh-colored
fingers "paint" over his white face as though it was a brush on
canvas prepared with white gesso. Raphael's paint-pots, though, are now an
ashtray; tobacco still suggesting an intoxication of the mind.
Θυμάμαι
την τρελλή νυχτιά της αποκρηάς, θυμάμαι
τον
Αρλεκίνο τον ψηλό σα φάντασμα, με κείνα
τα
μάτια του, τα δυνατά μάτια που ευθύς που κλείναν
καθ’
έξοδο κι’ απόμενες στη μοναξιά μαζί τους.
Τα
χέρια εκείνα τα μακριά και τα χλωμά σαν κρίνα
αναιμικά,
που μ’ όλη τους την απαλότη εκείνη,
σαν
από φλόγα ή σίδερο νάτανε, την καρδιά μου
ένοιωθα
μούδεναν σφιχτά να μη την ξαναφήσουν.
Τα
χείλη του τα κόκκινα τόσο, σα να ρουφούσαν
το
καθαρό αίμα της καρδιάς και παίρνανε το χρώμα.
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . .
Pablo Picasso, Seated Harlequin with a Red Background, 1905.
Picasso's young harlequin sits with the resigned expression of the Man of
Sorrows, the dejected representation of Christ before the Crucifixion. This is
not coincidence because, as Jean Clair writes, Pierrot, the French clown,
"can be seen to embody the myth of the crucified Christ."
Έτσι
τον είδα αμέτρητες φορές μέσ’ στη ζωή μου
και
τον ονόμασα θεό, δεσπότη της καρδιάς μου.
Παιδούλα
γλυκοστόχαστη πάνω στο κέντημά μου,
κάποιες
φορές θολώνανε τα μάτια μου κι’ ο νους μου,
επάλλοταν
τρεμουλιαστά μέσα η μικρή καρδιά μου
και
μούπεφτε το κέντημ’ από τα βαριά μου χέρια.
Σα
νέφελο κάποια θαμπή περνούσε εμπρός μου εικόνα.
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . .
Pablo Picasso, La Mort d'Arlequin, The Death of Harlequin,
1906, Gouache sur carton, 68,5x96 cm.
Και
μ’ ακολούθησε μακριά σε τόπους και σε χρόνους.
Δεν
είχα ουτ’ ένα λούλουδο χλωρό μέσ’ στην καρδιά μου.
Μια
πυρκαϊά τα νέκρωσε και μονάχα οι σκιές τους
απόμειναν
σαν όνειρα θαμπά, γεμάτα φρίκη.
Όμως
κ’ εκεί περπάτησε μέσ’ στο θαμπό σκοτάδι
απ’
άλλοτε πιο ζωντανός και πιο όμορφος. Δεν ήταν
να
βρίσκωμαι σε μια γωνιά της Φύσης μοναχή μου
και
να μην έρθη σαν καημός, σα στεναγμός, σα δάκρυ,
ή
σαν τρελλός παλμός χαράς να γίνη συντροφιά μου.
Δεν
ήταν τόνος μουσικής, ρυθμός, χρώμα, που φέρνουν
του
νου μεθύσι ή της καρδιάς και να μην έρθη, χάρη
των
ουρανών με τη μορφή των χερουβείμ ή πάλι
της
καλωσύνης η ψυχή με τη μορφή του κρίνου,
κάποτε
το πικρό του πόνου αγκάθι με την όψη
της
ομορφιάς του ρόδου ή του ναρκίσσου, άλλοτε πάλι
ο
Αρχάγγελος με τη ρομφαία να πάρη την ψυχή μου.
Σημείωση
της ποιήτριας:
Απόσπασμα
από ένα πολύ μεγάλο και ασύνδετο κάπως ποίημα.
Μαρία
Πολυδούρη, Maria Polydouri
Maria Polydouri (1
April 1902 – 29 April 1930) was a Greek poet. Polydouri was born in Kalamata.
She was a contemporary of Kostas Karyotakis, with whom she had a desperate but
incomplete love affair. Although she wrote poetry from at an early age, her
most important poems were written during the last four years of her life, when,
suffering from consumption, she was secluded in an Athens sanatorium.
Unintentionally she
became a literary legend in early 20th century Athens, and a link between the
pre-war poetry of Karyotakis and the post-war poetry of Yiannis Ritsos and Angelos
Sikelianos. Her poetry is full of sadness and sincere feelings. Love seems to
be the strongest motive for Polydouri whose poems are lyric and spontaneous.
Her language seems to be part of an oral conversation with her love interest.
K. Sergiopoulos said: Maria Polydouri used to write her poems as if she was
writing her personal diary. The transmutation happened automatically and
effortlessly. To Polydouri, expression meant straight transcribing from the
facts happenning in her emotional world to the poetic language with all the
idealizations and exaggerations her romantic nature dictated to her. Polydouri
died of tuberculosis in Athens in 1930.