«Ο Φρειδερίκος Νίτσε (Fr. Nietzsche) πέθανε στα πενήντα έξι του χρόνια, το
1900, αλλά είχε ήδη καταρρεύσει διανοητικά στα σαράντα τέσσερά του. Στα είκοσι
έξι έγραψε το πρώτο έργο που τον έκαμε διάσημο, τη Γέννηση της τραγωδίας.
Δημοσιεύτηκε το 1872, όταν θα έκλεινε τα είκοσι οκτώ. Το 1873 ξεκινούν οι
κεφαλαλγίες από την αρρώστια που έμελλε να τον σκοτώσει. Από εκεί και πέρα, θα
ζήσει άρρωστος αλλά θα υμνεί την υγεία, θα βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου
και θα υμνεί τη ζωή. Η φιλοσοφία του Νίτσε -το έργο που έγραψε στο σύντομο αυτό
διάστημα των δεκαοκτώ ετών- μπορεί να ιδωθεί ως μία απόπειρα να αντληθούν όλα
τα συμπεράσματα από τη θέση ότι σημαντική στη ζωή είναι η ίδια η ζωή, ότι ακόμα
και η θέληση θανάτου είναι θέληση ζωής» (Νίτσε, Γέννηση της τραγωδίας,
Εισαγωγή, σ. 8).
Αν και τούτη η κατάφαση στη ζωή δεν
υιοθετήθηκε από τον ίδιο τον γερμανό φιλόσοφο στις επιλογές που έκανε στο διάβα
της ζωής του και η περίφημη «κατάφαση στο ένστικτο», που τόσο χαρακτήρισε το
έργο του, απαξιώθηκε και αποκλείστηκε από το πλαίσιο των συνηθειών του, ο Νίτσε
είναι ίσως ο πρώτος που, ακολουθώντας τις αισθητικές επιταγές των Σέλινγκ,
Χέλντερλιν, Σλέγκελ και Νοβάλις, θα τολμήσει να μιλήσει για τους
«πρωτογέννητους μιας εποχής» (Χάμπερμας), για μια «φυλή ηρώων», γενιά ούτε λίγο
ούτε πολύ αξιοθαύμαστη, που με πρωτοστάτη τον Υπεράνθρωπο θα επανδρώσει τη νέα
πραγματικότητα. Τούτο το πρόγραμμα, που θα υιοθετήσει αργότερα και θα
επαναδιατυπώσει, αλλά μέσα από φιλοναζιστικές παρεκκλίσεις, ο Χάιντεγκερ, κατεξοχήν
αντιδιαφωτιστικό -η νεωτερικότητα καταγγέλλεται από τον Νίτσε ως «διαστροφή της
θέλησης για δύναμη»-, υπαινίσσεται, ιδωμένο στην ολότητά του, εμμέσως πλην
σαφώς, την αργοδιαφαινόμενη από καιρό νέα πραγματικότητα της πολυσημίας των
αξιών, και σύμφωνα με τον Χάμπερμας συνιστά είσοδο στη μετανεωτερικότητα.
Τούτη η νέα ιστορική δυναμική «των
πρωτογέννητων», που συνιστά κατεξοχήν ιστορικό υποκείμενο, βρίσκει τις έσχατες
καταβολές της στην εξιχνίαση του αισθητικού φαινομένου στη Γέννηση της
τραγωδίας, ένα έργο πρωτότυπο και εμπνευσμένο που μέσα από την πολύμορφη
προσέγγιση του φαινομένου της αρχαίας αττικής τραγωδίας και τη διάκριση της
απολλώνιας φαινομενικότητας από το διονυσιακό βάθος και σοφία, θα προτείνει τη
δικαίωση του κόσμου μέσα από τις αισθητικές κατηγορίες, ως αισθητικό φαινόμενο.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Ο στίχος του Ρίλκε: «Γιατί η ομορφιά
δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού, που μόλις μπορούμε να υποφέρουμε και τη
θαυμάζουμε τόσο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέψει», από τις Ελεγείες του
Ντουίνο, συνιστά, σύμφωνα με τον Μ. Tanner, τη
βασική θέση της Γέννησης της τραγωδίας, στίχος που ανοίγει τον δρόμο για μια
σειρά από σκέψεις και προβληματισμούς. Ποιο θα μπορούσε να είναι το διαχρονικό
νόημα της τραγικής ύβρεως;
α) Αν πράγματι «η ομορφιά είναι η αρχή
του τρομερού», τότε μιλάμε για μια τάξη πάνω από το αταξινόμητο, για μια
οργάνωση πάνω από το άμορφο και το αρχέγονο. «Κάθε άγγελος είναι αποτρόπαιος» (Jeder Engel ist schrecklich), σημειώνει κάπου αλλού ο Ρίλκε,
ψηλαφώντας καίρια τόσο το μυστήριο της ομορφιάς και της τέχνης όσο και του
έρωτα. Ποιος από μας δεν έχει νιώσει έστω και για μία φορά εκμηδενισμένος
μπροστά στη θέα του αντικειμένου του έρωτά του; Η πραγματικότητα του κόσμου,
απρόσιτη και ακατανόητη, παντελώς άμορφη προτού εγχαραχθεί πάνω της η
επενέργεια του αναξαγόρειου Νου, μετατρέπει τις εξωτερικές της στιβάδες σε
«μορφή» και, στις ακρώρειές της, τις επιταγές του ανθρώπινου υποκειμένου σε
τέχνη. Τούτη «η φαινομενικότητα», το έργο τέχνης, τούτη η έκφανση του κατεξοχήν
παντελώς άρρητου, συνιστά πράγματι τη δικαίωση του «υβριστικού» φαινομένου της
ύπαρξης; Ποια απάντηση θα έδινε ο μεγάλος Αναξίμανδρος σ' ετούτο το νιτσεϊκής
φύσεως ερώτημα που ιχνηλατεί avant
la lettre προβληματισμούς του τέλους του 20ού
αιώνα;
Edvard Munch, Friedrich Nietzsche, 1906
β) Το ερώτημα «αν ο κόσμος δικαιώνεται
ως αισθητικό φαινόμενο» συνέχεται άμεσα με το πρόβλημα των ενσυνείδητων
επιλογών των ανθρώπινων υποκειμένων, επιλογές που αφορούν και το «αισθητικώς
ζην». Αν ο Νίτσε καταφέρεται κατά εκείνων που αρκούνται «στην ικανοποίηση από
το απλώς ευχάριστο», γεννάται το ερώτημα τι θα έλεγε ο γερμανός στοχαστής
μπροστά την πραγματικότητα που ζούμε στις αρχές του 21ου αιώνα, την
πραγματικότητα κατά την οποία το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών της σύγχρονης μαζικής
δημοκρατίας ικανοποιείται όχι πλέον με «το απλώς ευχάριστο» αλλά με το
δύσμορφο, το άσχημο και το χυδαίο, το οποίο φτάνει να καθορίζει κοινωνικές
νόρμες, ηθικές, καθώς και να «αξιοθετεί» - να ρυθμίζει. Τούτη η υβριστική
επικράτηση του ευτελούς, του ασήμαντου και του πρόστυχου που εισπράττει
πανταχόθεν ο σύγχρονος άνθρωπος, και που ενίοτε φτάνει ν' αυτοτιτλοφορείται
«έργο τέχνης», μας θέτει προ ερωτημάτων και ευθυνών. Αν ο Καντ θεωρούσε
ανθρώπινο προορισμό την επίτευξη ενός πολιτισμού ηθικότητας, εμείς θα
προσθέταμε πως η επιδίωξη της ευτυχίας από τον άνθρωπο δεν εξαντλεί το βάθος
της ανθρώπινης ύπαρξης. Τις περισσότερες φορές, όπως έχει φανεί και από τις
ζωές των περισσότερων πνευματικών ανθρώπων και δημιουργών, οι άνθρωποι φτάνουν
στη βαθύτερη ουσία και αλήθεια τους μέσα από την εμπειρία του πόνου. Ας
θυμηθούμε τα τολμηρά λόγια του Γκαίτε από τον Προμηθέα του: Κάθομαι εδώ και
φτιάχνω τους ανθρώπους /Κατ' εικόνα μου, / Ενα φύλο που να μου μοιάζει, / Για
να πονάει και να κλαίει, / Για να χαίρεται και για να απολαμβάνει, / Και για να
μη σε σέβεται, / Οπως κι εγώ! Η σκιαγράφηση αυτή του ανθρώπου από τον Γκαίτε
οδηγεί στην αποκάλυψη της ουσίας του μέσα από μία πληθώρα παραμέτρων, μία από
τις οποίες είναι και η οδύνη. Ούτε η τραγωδία ούτε η μουσική ούτε η σκέψη θα
ήταν δυνατές αν ο δημιουργικός άνθρωπος του παρελθόντος έχει δείξει φόβο και
έχει νιώσει άπωση μπροστά σε ό,τι του προκαλεί οδύνη. Ο πόνος λοιπόν, δάσκαλος,
που έχει τις δυσκολίες της πολυδαίδαλης ανθρώπινης ζωής στην υπηρεσία του -όπως
θα 'λεγαν και οι στωικοί-, αποτελεί μία άβυσσο με βαθιά συνάφεια με τη
δημιουργικότητα, την πνευματική εμβάθυνση και εκλέπτυνση και την ηθικότητα και
οπωσδήποτε με την τελικά κατακτούμενη εσωτερική γαλήνη.
Werner Horvath, Friedrich
Nietzsche
γ) Η αρχαία τραγωδία συνιστά μια βαθιά
αρχετυπική πραγματικότητα. Πολλές φορές η ανθρώπινη ιστορία προαναγγέλλει
μείζονες θεματικές της μέσα από κεντρικές οικουμενικές αρχετυπικές εικόνες.
Τέτοιου είδους αρχετυπικές έννοιες συναντάμε στους μύθους, στη λογοτεχνία, στη
ζωγραφική, στις θρησκείες, αλλά και στον χώρο του αποκρυφισμού. Ο Προμηθέας και
ο Οιδίποδας είναι τέτοια σύμβολα, καθώς και η Ορέστεια του Αισχύλου βρίθει
αρχετύπων. Η Δευτέρα Παρουσία του Μιχαήλ Αγγελου είναι μία ακόμα τέτοια
κοσμοεικόνα, ένα αρχέτυπο που σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή - όπως εξάλλου και
ο Προμηθέας Δεσμώτης και που συνθέτει μαζί με πολλές άλλες, ένα ολόκληρο
παραστασιακό μωσαϊκό - έναν πραγματικό «πανδέκτη», ένα λεξικό, το λεύκωμα της
ανθρώπινης πραγματικότητας.
Friedrich Nietzsche: Human, All Too Human [FULL
DOCUMENTARY]
δ) Ο θάνατος της τραγωδίας, στον οποίο
θάνατο αναφέρεται και ο Νίτσε, σηματοδοτεί μια ιδιαίτερη φάση στην εξέλιξη της
ανθρώπινης σκέψης. Η πολύ ιδιαίτερη διαλεκτική της συνείδησης που συνοψιζόταν
στη μορφή της αρχαίας τραγωδίας, αποτελούσε ούτε λίγο ούτε πολύ
αποκωδικοποίηση, με γνωσιακά μέσα, εκδραμάτιση του αρχέγονου βιώματος της
ύβρεως. Οι ύβρεις που διαπράττουν τα όντα - το γεγονός και μόνον πως υπάρχουν
(Αναξίμανδρος), βαθιά συναίσθηση ευθύνης του ανθρώπου απέναντι στη φύση και
στις κοσμικές δυνάμεις, καθώς και όρος της ανθρώπινης σκέψης που επιβιώνει καθ'
όλη τη διάρκεια της ιστορίας ως ενοχή και παράπτωμα απέναντι στον Δημιουργό,
αποκωδικοποιείται μέσα από την αρχαία τραγωδία ως γνωσιακό ενέργημα, μα και ως
πράξη του αθηναίου πολίτη. Ολόκληρος ο αθηναϊκός δήμος θα συμμετάσχει σ' αυτή
την πραγματικά μοναδική στην ανθρώπινη ιστορία εκδραμάτιση της βαθύτατης
ανθρώπινης ενοχής - της βασικής και όχι μοναδικής γενεσιουργού αιτίας της
ύβρεως. Αφ' ης στιγμής η τραγωδία εξαφανίζεται από το προσκήνιο, η εκδραμάτιση
τούτης της αρχέγονης ανθρώπινης συνθήκης και η συνεπαγόμενη από αυτήν συνειδητή
απενοχοποίηση εκλείπει ως δυνατότητα. Η νεωτερικότητα, κατεξοχήν υβριστική μέσα
στην καιριότητά της, αδυνατεί ν' αποκωδικοποιήσει την πραγματικότητα της
ύβρεως. Αντ' αυτής της απελευθερωτικής δυνατότητας, χαλκεύει -στις ακρώρειές
της- μία εργαλειακή ορθολογικότητα που μέσα από την περιφρόνηση της φύσης, την
υποτίμηση των αξιών και την καταστολή της ανθρώπινης δημιουργικότητας θέτει την
ανθρωπότητα προ των ορατών και πραγματικών κινδύνων του αυτοαφανισμού της.
Η σύγχρονη τούτη έκφανση του τραγικού, πραγματικό φάντασμα ενός λυτρωμένου Προμηθέα, που όμως δεν κατόρθωσε ν' απελευθερώσει τους ανθρώπους -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- μέσα από τη σκέψη και «τις τέχνες», μας θέτει, είτε το θέλουμε είτε όχι, προ της ανάληψης μιας μείζονος ευθύνης: Ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να ξανασκεφθεί την ιστορία του, κατά συνέπεια το αξιακό του σύστημα και τη σχέση του με τη φύση και τους συνανθρώπους του, και να απενεργοποιήσει την παντοδύναμη σήμερα καταστροφικότητα-αυτοκαταστροφικότητά του, συμφιλιωνόμενος με το σκοτεινό κομμάτι της συλλογικής ψυχής του. Η δημιουργικότητα πάντοτε ήταν κάτι το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σήμερα που είναι τόσο τραγικά απούσα και περιορισμένη. Ας ξανασκεφτούμε τους αρχαίους τραγικούς αλλά και τον αθηναίο πολίτη, είναι σαν να μας λέει ο Νίτσε· ας τον ακούσουμε.
Heracles freeing
Prometheus from his torment by the eagle (Attic black-figure cup, c. 500 BC).
Η σύγχρονη τούτη έκφανση του τραγικού, πραγματικό φάντασμα ενός λυτρωμένου Προμηθέα, που όμως δεν κατόρθωσε ν' απελευθερώσει τους ανθρώπους -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- μέσα από τη σκέψη και «τις τέχνες», μας θέτει, είτε το θέλουμε είτε όχι, προ της ανάληψης μιας μείζονος ευθύνης: Ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να ξανασκεφθεί την ιστορία του, κατά συνέπεια το αξιακό του σύστημα και τη σχέση του με τη φύση και τους συνανθρώπους του, και να απενεργοποιήσει την παντοδύναμη σήμερα καταστροφικότητα-αυτοκαταστροφικότητά του, συμφιλιωνόμενος με το σκοτεινό κομμάτι της συλλογικής ψυχής του. Η δημιουργικότητα πάντοτε ήταν κάτι το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σήμερα που είναι τόσο τραγικά απούσα και περιορισμένη. Ας ξανασκεφτούμε τους αρχαίους τραγικούς αλλά και τον αθηναίο πολίτη, είναι σαν να μας λέει ο Νίτσε· ας τον ακούσουμε.
ΠΗΓΗ: Φρειδερίκος Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας ή ελληνισμός και
απαισιοδοξία, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».