Armand Rassenfosse, Le peignoir jaune, 1912
Κεφάλι, κίνηση, η
όψη σου όλη,
Τόσο όμορφα σαν
όμορφο τοπίο˙
Σκιρτά στο πρόσωπο
ένα γέλιο θείο,
Αεράκι σε ουράνιο
περιβόλι.
Η θλίψη που τυχαία
σε αγγίζει
Θαμπώνεται απ' την
τέλεια υγεία-
Κι από τους ώμους
σου, σαν φωταψία,
Από τα δυο σου
χέρια αναβλύζει.
Χρώματα φλογερά
και αναμμένα
Που έχεις
σκορπίσει στα φορέματά σου
Στων ποιητών την
έμπνευση, φαντάσου,
Γίνονται βαλς
ανθών ζωντανεμένα.
Κάθε τρελό και
έξαλλο φουστάνι,
Εμβλημα στο πολύχρωμό
σου πνεύμα˙
Θύμα σου εγώ,
τρελή, μ' ένα σου νεύμα,
Να σ' αγαπώ να σε
μισώ έχεις κάνει!
Κάποτε μέσα σε
θεσπέσιο κήπο
Σέρνοντας μια
αβάσταχτη ατονία
Ένιωσα να με
σκίζει με ειρωνεία
Στο στήθος μου ο
ήλιος μ' άγριο χτύπο.
Και το χλωρό της
άνοιξης το δάσος
Ταπείνωσε κι
έγδαρε την καρδιά μου.
Τότε σ' ένα άνθος,
με την απονιά μου,
Της φύσης
εκδικήθηκα το θράσος.
Κάποια νυχτιά πώς
θα 'θελα να έρθω,
Όταν της ηδονής
ηχήσει η ώρα,
Στ' ασύγκριτα του
σώματός σου δώρα
Αθόρυβα, σαν το
δειλό, ν' ανέβω,
Το χαρωπό κορμί να
τιμωρήσω,
Το στήθος σου να
κάνω να πονέσει,
Και ξάφνου, στην
ανύποπτή σου μέση,
Βαθιά λαβωματιά να
σου ανοίξω,
Τι ζάλη ηδονική,
μέθη δική μου!
Και μες σε τούτο
το καινούριο στόμα,
Το πιο όμορφο και
δροσερό απ' όλα,
Θα χύσω το φαρμάκι
μου, αδερφή μου!
μετάφραση: Eρρίκος
Σοφράς
Από το βιβλίο «Τα άνθη του κακού / Τα απαγορευμένα ποιήματα»
(Μεταίχμιο)