Λεπτομέρεια
από την υδρία του ζωγράφου του Μειδία. Μία από τις αδελφές της Ελένης,
ενδεχομένως η Κλυταιμνήστρα. Τέλος του 5ου αιώνα π.Χ.
Η
θάλασσα θα ’χει δεχτεί
να
πάρει τα καράβια στο ταξίδι τους
έπειτα
απ’ το θρίαμβο της πληρωμένης Νύχτας
και
τη φρίκη της Αυγής.
Επευφημίες.
Αδιάντροπες
αφυπνισμένες άγκυρες.
Το
αίμα. Το δέος. Σιωπή.
Μετά
θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
κι
ανέφικτη θα κατεβώ λίγα σκαλιά.
Βλέμμα
οριζόντιο, λύπη οριζόντια.
Θα
’χω ανέβει στο τελευταίο δάκρυ,
το
δάκρυ που πετρώνει,
και
γίνεται
αυτό
που λεν οι ανήξεροι: φαρμακερή καρδιά.
Οι
ακόλουθοι δε θαν το δουν,
θα
βουλιάζουνε τα μάτια τους στις τύψεις·
θα
βουλιάζουνε στη λίμνη των στιγμών,
όπως
σε κάθε πίκρα τους
στηρίζουν
κάτω απ’ το θαμμένο τους πιγούνι την παλάμη
και
με την εγκαρτέρηση νομίζουν πως θα στήσουνε
ό,
τι ούτε ο θεός δεν μπόρεσε να φέρει δεξιά.
Έτσι,
να εξευμενίσουνε τα βήματα της Μοίρας.
Μα
το νόημα της ζωής μας δεν αλλάζει.
Το
ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί
ατσάλινη
στιγμή μες στους αιώνες,
και
δεν το μαλακώνει ο πόνος μας
που
διαφεύγει μες απ’ τις κινήσεις μας,
που
τις προετοιμάζει,
το
σκοτεινό αυτό νόημα
που
προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό
μες
απ’ τις επικλήσεις μας κι από τις προσευχές μας
δε
θαν το δουν.
Θα
βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού.
Μα
εγώ, πέρα απ’ αυτούς, χωρίς αυτούς
δεν
θα ’μαι πια αχιβάδα στην τρεχάλα της συρμής του.
Στο
’να πλευρό μου πάντοτε η Φωτιά
μα
στ’ άλλο η φρίκη μου βουβή
θα
’χουμε δει στο ματωμένο σου κεφάλι
τη
λιμασμένη Μοίρα μου χορτάτη.
Δε
θ’ απομένει πόνος πια.
δε
θα ’ναι πια μελωδικό τραγούδι κύκνου που πεθαίνει
δε
θα ’ναι πια κλυδωνισμός τραυματισμένης νύχτας
κάτω
από ρομαντικό φεγγάρι.
Θα
μένει
μόνο
αυτό το τραγικό άρωμα,
η
ανείπωτα πικρή εκείνη γεύση,
αυτή
η στεγνή εντύπωση
που
αν θες, την κάνεις σιδερένιο τραγούδι
–τσεκούρι,
φωτιά–
Αν
θες την κάνεις λόγχη
–τσεκούρι,
φωτιά–
που
λησμονιά
ή
μνήμη μουσική δεν γίνεται μονάχα.
Κι
εδώ, δεν θα ’ρθει η θάλασσα να παίξει
με
τις γυμνές νεράιδες του κρυφού μου κήπου,
δεν
θα ’ρθει η θάλασσα να βρει φεγγάρι,
δεν
θα ’ρθει μπάτης πια.
Στα
ματωμένα βότσαλα τα βράδια
η
αγρύπνια μου θα τριγυρνάει
αγέλαστη
και μοναχή στους μόλους
με
τη φωνή του πυρετού
για
τα περαστικά θαλασσινά πουλιά
που
αμέριμνα θα ’ρθουν
να
φέρουν άνοιξη στο χώμα
που
το στοίχειωσε η θυσία σου.
Θα
’χω μια λύπη που θ’ αγγίζει τ’ άστρα,
ψηλή,
και κατακόρυφη.
Δε
θ’ απομένει πόνος πια.
Αυτοί,
μετά καθώς θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
θα
βουλιάξουνε στη λήθη του καιρού.
Κι
έπειτα
θα
’ρθουνε φαύλοι χρόνοι που θα πουν
ότι
ήσουν τάχα ιέρεια στους Ταύρους,
θα
’ρθει να με λογχίσει η Ηλέκτρα.
Μ’
αν ήταν στο ’να μου πλευρό πάντα η φωτιά,
αυτό
το μέτωπο
δεν
ήταν πάντοτε φωλιά
πικρών
πουλιών που δεν λαλούν,
δεν
ήταν πάντοτε κυψέλη
για
στείρες μέλισσες σιωπής και συμφοράς.
…Ότι
σε πήραν σύννεφα,
ότι
είσαι τάχα ιέρεια στους Ταύρους.
Καρδιά
οριζόντια. Λύπη οριζόντια,
για
πάντα.
Ευθεία
γραμμή, ατέλειωτη, χωρίς υποτροπή
ως
την καρδιά του Χρόνου.
Εγώ
που
κράτησα στα χέρια μου
το
ματωμένο σου κεφάλι
μονάχα
εγώ
μπορώ
να ξέρω την αλήθεια.
Mark Rothko, Η
θυσία της Ιφιγένειας, 1942
Σταύρος
Βαβούρης. 1998. Πού πήγε, ώς πού πήγε
αυτό το ποίημα. Αθήνα: Ερμής.