Otto Dix, Guerrier fumant la pipe, Warrior smoking the pipe, 1918. Ο Βίλελμ Χάινριχ Ότο Ντιξ (γερμανικά: Wilhelm Heinrich Otto Dix, 2 Δεκεμβρίου 1891 - 25 Ιουλίου 1969) ήταν
γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Γνωστός για τις ωμές και ιδιαίτερα ρεαλιστικές
απεικονίσεις της κοινωνίας της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της κτηνωδίας του
πολέμου, ήταν, μαζί με τον Τζορτζ Γκρος, ένας από τους πιο σημαντικούς
καλλιτέχνες της Νέας Αντικειμενικότητας, καλλιτεχνικής τάσης που προέκυψε από
τον εξπρεσιονισμό.
Autoportrait
avec muse, 1924
Ο
Ντιξ γεννήθηκε στο Ούντερμχαους της Γερμανίας, που σήμερα είναι τμήμα της πόλης
Γκέρα. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φραντς και της Παουλίνε Λουίζε Ντιξ (το
γένος Άμαν), εργάτη χυτηρίου και ράφτρας, αντίστοιχα. Καθώς η μητέρα του είχε
ασχοληθεί με την ποίηση, εκτέθηκε στην τέχνη από μικρή ηλικία, και οι ώρες που
περνούσε στο ατελιέ του ξαδέρφου του, ζωγράφου Φριτς Άμαν, συνετέλεσαν στη
διαμόρφωση της φιλοδοξίας του να γίνει κι αυτός καλλιτέχνης. Έλαβε επίσης
ενθάρρυνση από το δάσκαλό του στο δημοτικό. Από το 1906 έως το 1910 ήταν βοηθός
του ζωγράφου Καρλ Σενφφ, και άρχισε να ζωγραφίζει τα πρώτα του τοπία. Το 1910
ξεκίνησε σπουδές στην Ακαδημαία Καλών Τεχνών της Δρέσδης. Εκεί, ερχόμενος σε
επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα, πειραματίστηκε με κυβιστικές,
φουτουριστικές και ντανταϊστικές φόρμες, κάτι που θα συνέχιζε στα έργα που
φιλοτέχνησε στη διάρκεια της θητείας του κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Autoportrait avec
casque d'artillerie, 1914
Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ντιξ κατατάχτηκε με ενθουσιασμό ως εθελοντής στον γερμανικό στρατό. Τοποθετήθηκε σε ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού στη Δρέσδη. Το φθινόπωρο του 1915 στάλθηκε ως έφεδρος υπαξιωματικός σε μια μονάδα πολυβολιστών στο Δυτικό Μέτωπο και το 1916 πήρε μέρος στη μάχη του Σομμ, τη δεύτερη πιο φονική του Α' Π.Π. Τραυματίστηκε σοβαρά αρκετές φορές. Το 1917 η μονάδα του στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών με τη Ρωσία. Γυρνώντας στο Δυτικο Μέτωπο, συμμετείχε στη γερμανική Εαρινή επίθεση. Παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό δεύτερης τάξης.
Otto
Dix, Tranchée, 1918
Στα
τέλη του 1918 ο Ντιξ επέστρεψε στη Γκέρα, για να μετακομίσει ένα χρόνο μετά και
πάλι στη Δρέσδη, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Ήταν, το 1919, από τα ιδρυτικά μέλη του Σετσεσιονισμού (Απόσχισης) της Δρέσδης,
μιας ομάδας καλλιτεχνών που δήλωνε τη ρήξη της με τα κυρίαρχα καλλιτεχνικά
ρεύματα, σε μια περίοδο όπου το έργο του περνούσε από μια εξπρεσιονιστική φάση.
Το 1920 γνώρισε τον Τζορτζ Γκρος και, επηρεασμένος από τον Ντανταϊσμό, άρχισε να συμπεριλαμβάνει στοιχεία κολάζ στα έργα του, μερικά από τα οποία παρουσιάστηκαν στην πρώτη Ντανταϊστική Έκθεση στο Βερολίνο. Την ίδια χρονιά συμμετείχε επίσης στην έκθεση των Γερμανών Εξπρεσιονιστών στο Ντάρμσταντ.
Το 1922 μετακινήθηκε στο Ντίσελντορφ, και την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Μάρθα Κοχ, με την οποία θα αποκτούσε τρία παιδιά. Το 1924 προσχώρησε στους Σετσεσιονιστές του Βερολίνου. Εκείνη την εποχή ανέπτυσσε ένα ολοένα και περισσότερο ρεαλιστικό στυλ, χρησιμοποιώντας λεπτά στρώματα λαδιού πάνω σε υπόστρωμα τέμπερας, όπως οι ζωγράφοι της γερμανικής Αναγέννησης.
Ο πίνακας του 1923 Το χαράκωμα, που απεικόνιζε τα διαμελισμένα και αποσυντιθέμενα πτώματα στρατιωτών μετά από μια μάχη, προκάλεσε τόσο σάλο που το μουσείο Wallraf-Richartz που φιλοξενούσε τον πίνακα, ένα από τα μεγαλύτερα της Κολωνίας, τον έκρυψε πίσω από μια κουρτίνα.
Το 1925 ο Κόνραντ Αντενάουερ, τότε δήμαρχος της Κολωνίας και μετέπειτα πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, ακύρωσε την αγορά του πίνακα και εξανάγκασε το διευθυντή του μουσείου σε παραίτηση.
Otto Dix, Souvenir des galeries des Glaces à Bruxelles,
1920
Το 1920 γνώρισε τον Τζορτζ Γκρος και, επηρεασμένος από τον Ντανταϊσμό, άρχισε να συμπεριλαμβάνει στοιχεία κολάζ στα έργα του, μερικά από τα οποία παρουσιάστηκαν στην πρώτη Ντανταϊστική Έκθεση στο Βερολίνο. Την ίδια χρονιά συμμετείχε επίσης στην έκθεση των Γερμανών Εξπρεσιονιστών στο Ντάρμσταντ.
Otto Dix, A la Beauté, 1922
Το 1922 μετακινήθηκε στο Ντίσελντορφ, και την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Μάρθα Κοχ, με την οποία θα αποκτούσε τρία παιδιά. Το 1924 προσχώρησε στους Σετσεσιονιστές του Βερολίνου. Εκείνη την εποχή ανέπτυσσε ένα ολοένα και περισσότερο ρεαλιστικό στυλ, χρησιμοποιώντας λεπτά στρώματα λαδιού πάνω σε υπόστρωμα τέμπερας, όπως οι ζωγράφοι της γερμανικής Αναγέννησης.
War Triptych (The Trench), 1923
Ο πίνακας του 1923 Το χαράκωμα, που απεικόνιζε τα διαμελισμένα και αποσυντιθέμενα πτώματα στρατιωτών μετά από μια μάχη, προκάλεσε τόσο σάλο που το μουσείο Wallraf-Richartz που φιλοξενούσε τον πίνακα, ένα από τα μεγαλύτερα της Κολωνίας, τον έκρυψε πίσω από μια κουρτίνα.
Otto
Dix, Amants inégaux, 1925
Το 1925 ο Κόνραντ Αντενάουερ, τότε δήμαρχος της Κολωνίας και μετέπειτα πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, ακύρωσε την αγορά του πίνακα και εξανάγκασε το διευθυντή του μουσείου σε παραίτηση.
Trois
prostituées dans la rue, 1925
Ο
Ντιξ συμμετείχε επίσης το 1925 στην έκθεση της "Νέας
Αντικειμενικότητας", όπου παρουσιάζονταν επίσης έργα των Τζορτζ Γκρος, Μαξ
Μπέκμαν, Γκέοργκ Σολτζ και πολλών άλλων. Η Νέα Αντικειμενικότητα ως ρεύμα
προήλθε μεν από τον εξπρεσιονισμό, όμως σε αντίθεση με αυτόν χαρακτηριζόταν από
καθαρές γραμμές και έναν προσαρμοσμένο στις ανάγκες της ρεαλισμό που διευκόλυνε
τη διατύπωση του κοινωνικού ή πολιτικού μηνύματος που ήθελε να μεταφέρει ο
καλλιτέχνης. Τα έργα του Ντιξ, όπως αυτά του φίλου του και επίσης βετεράνου του
πολέμου Γκρος, ασκούσαν έντονη κριτική στη γερμανική κοινωνία της εποχής, με
συχνές αναφορές στη φονοφιλία, ή το σεξουαλικό έγκλημα, που ήταν σε άνοδο στη
Γερμανία μετά τον πόλεμο. Έστρεφαν την προσοχή στη σκοτεινή όψη της ζωής,
απεικονίζοντας χωρίς έλεος την πορνεία, τη βία, τα γηρατειά και το θάνατο.
Metropolis triptych, 1927-1928
Ανάμεσα
στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται το τρίπτυχο Μετρόπολις (Metropolis, 1928), μια κριτική απεικόνιση της
κοινωνικής παρακμής στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπου η συνεχής διασκέδαση ήταν
για ένα μέρος του πληθυσμού ένας τρόπος να ανταπεξέλθει στην ήττα της Γερμανίας
στον πόλεμο και την οικονομική καταστροφή και το Πορτρέτο της δημοσιογράφου Σύλβια βον Χάρντεν (Bildnis der Journalistin Sylvia von Harden, 1926),
αντιπροσωπευτικό δείγμα της Νέας Αντικειμενικότητας.
Οι απεικονίσεις ακρωτηριασμένων και παραμορφωμένων βετεράνων του Πολέμου -συχνού θεάματος στους δρόμους του τότε Βερολίνου- με πιο γνωστό το έργο Ανάπηροι Πολέμου (Kriegskrüppel, 1920) αποκαλύπτουν την άσχημη πλευρά του πολέμου και την εγκατάλειψη των βετεράνων στην τύχη τους από την τότε γερμανική κοινωνία.
Kriegskrüppel, 1920
Το
1926 ξεκίνησε να διδάσκει στην Ακαδημία Τεχνών της Δρέσδης, ενώ το 1931 έγινε
μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Τεχνών. Ο Ντιξ επηρεάστηκε βαθιά από τα όσα βίωσε
στον πόλεμο, και αργότερα θα περιέγραφε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη του, όπου
σερνόταν ανάμεσα σε κατεστραμμένα σπίτια. Οι τραυματικές του εμπειρίες
αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για αρκετά έργα του, ανάμεσα στα οποία ένα λεύκωμα 50
χαρακτικών με τον τίτλο Ο Πόλεμος (Der Krieg) που κυκλοφόρησε στα 1924.
Portrait of the
Journalist Sylvia von Harden, 1926
Όταν
οι ναζί πήραν την εξουσία το 1933, ο Χίτλερ χαρακτήρισε τον Dix ως εκφυλισμένο
και έκαψε πολλά από τα σημαντικότερα έργα του. Αργότερα μετακόμισε στην πόλη
Χέμενχοφεν, πάνω στη λίμνη Κωνσταντία. Οι πίνακές του Το χαράκωμα και Ανάπηροι
πολέμου περιελήφθηκαν στην “Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης” που διοργάνωσαν οι
Ναζί στο Μόναχο το 1937 προκειμένου να δυσφημίσουν τη μοντέρνα τέχνη. Οι
πίνακες αργότερα κάηκαν.
Femme étendue sur
une peau de leopard, 1927
Ο
Ντιξ, όπως όλοι οι υπόλοιποι ενεργοί καλλιτέχνες, υποχρεώθηκε να γίνει μέλος
του Επιμελητηρίου Καλών Τεχνών του Ράιχ (Reichskammer der bildenden Kuenste)
που δημιουργήθηκε από τον Γκαίμπελς ως υποδιεύθυνση του υπουργείου
Πολιτισμού. Η συμμετοχή ήταν υποχρεωτική για όσους καλλιτέχνες είχαν
γερμανική φυλετική καταγωγή, ενώ όσοι δεν ήταν μέλη, είτε λόγω καταγωγής ή
διαφωνίας με τις απόψεις του Ναζιστικού κόμματος, δεν μπορούσαν να συμμετέχουν
στην πολιτιστική ζωή της Γερμανίας. Ο Ντιξ, προκειμένου να μπορεί να
συνεχίσει να παράγει τέχνη, αναγκάστηκε να δεσμευτεί ότι θα ζωγράφιζε μόνο
τοπία σε συντηρητικό στυλ. Ωστόσο ζωγράφισε και μερικές αλληγορίες που ασκούσαν
κριτική στα ιδανικά των ναζί.