Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Δήμητρα Μήττα, «Η απαγωγή»

Janet Hill, The Kidnapping of Edward Pink Part 20. © Janet Hill 

Πώς τα κατάφεραν και τον απομόνωσαν από το πλήθος; Πώς τον απομάκρυναν από τους άνδρες ασφαλείας του; Μια χούφτα χωριάτες, κι άλλες τόσες χωριάτισσες, αυτοί ήταν όλοι κι όλοι που το πέτυχαν. Περίπου συνομήλικοι και συνομίληκές του, αλλά καθόλου ίδιοι μ’ αυτόν. Αυτοί με σκαμμένα τα πρόσωπα από τον ήλιο, το δικό του φράπα από τις κρέμες ηλίου και νυχτός, τα νύχια τους βρώμικα από τη δουλειά στη γη, τα δικά του λουστραρισμένα, αυτοί με λασπωμένες λαστιχιένες μπότες, αυτός με πανάκριβα σκαρπίνια που αγκάλιαζαν μαλακά το πόδι σαν κάλτσες. Όσο για τις γυναίκες, αυτές του φάνηκαν χοντρές, με χαλαρωμένο το δέρμα, με τα βυζιά πεσμένα μέχρι κάτω τη γη, με κεφαλομάντηλα που έβλεπε σε παλιές φωτογραφίες και σε κανένα λαογραφικό  μουσείο που τύχαινε να εγκαινιάσει. Τι στο καλό… Σε χρονοκάψουλα είχε μπει; Αλήθεια, πόσα χρόνια πριν τον είχε φέρει; Πενήντα; Μπα, λίγα ήταν; Εβδομήντα; Εκατό;

Jean-François Millet (1814–1875), The Sower (1865-66), pastel and crayon on beige wove paper mounted on board (Conté crayon, wood-pulp board), 47.1 × 37.5 cm, Sterling and Francine Clark Art Institute, Williamstown, MA. Wikimedia Commons.

Πώς τον απομόνωσαν; «Από εδώ, κύριε πρωθυπουργέ, ελάτε και από εδώ να δείτε τα αμπέλια μας. Λίγο παρακάτω θα δείτε τις καινούριες εγκαταστάσεις. Με τις επιδοτήσεις που μας δώσατε τις κάναμε, να είστε καλά. Πρέπει οπωσδήποτε να τις δείτε. Καταργήσαμε και τα κανόνια, για να μην σπαταλάμε νερό που εξατμίζεται στον αέρα και βάλαμε σωληνάκια με τρύπες να βγαίνει σιγά σιγά το νερό και να μην χάνεται σταγόνα. Πολύτιμο το νεράκι κ. πρωθυπουργέ. Λίγο ακριβά τα φυτοφάρμακα, κάνε κάτι με τις τιμές, γιε μου –μου επιτρέπεις να σε λέω έτσι, δικό μας παλληκάρι είσαι, στην ηλικία του γιου μου, δεν ξέρω και πολλά γράμματα, αλλά τη γη την ξέρουμε καλά. Δεν θα με προσβάλεις, θα ’ρθεις και στο σπίτι μου να δοκιμάσεις το γλυκό σταφύλι. Και σε μας κ. πρόεδρε. Τι, εμάς δεν θα μας καταδεχτείς;». Και να τον χτυπούν στην πλάτη καλόκαρδα και αυτός να θέλει να βγάλει το κατάλευκο πουκάμισο και να το πετάξει πέρα –ποιος ξέρει τι βρωμιά θα είχαν αφήσει επάνω του με τις βρωμοπαλάμες τους.  Να το ένα, να το άλλο, έλα από εδώ, έλα και σε μας, σιγά σιγά τον απομάκρυναν από τον πολύ κόσμο και από τους σωματοφύλακες που αγωνίζονταν να τον φτάσουν αλλά αυτός έκανε νόημα να μην ανησυχούν, ευκαιρία ήταν να δείξει πως ήταν ένας από αυτούς, ότι δεν είχε ξεχάσει τις ρίζες των προγόνων του –ήταν βέβαια γαιοκτήμονες οι πρόγονοί του και όχι απλοί αγρότες αλλά τέλος πάντων. Τους άφησε ως και σε τρακτέρ να τον ανεβάσουν, «φόρα το καπέλο μη σε φάει ο ήλιος», του είπε ο οδηγός και του κοτσάρισε ένα ψάθινο ξεφτισμένο καπέλο, λεκιασμένο  «από τον τίμιο ιδρώτα του αγρότη», όπως έλεγε στις ομιλίες του στην ύπαιθρο. «Υπομονή», έλεγε στον εαυτό του, «προεκλογική περίοδος είναι, πρέπει να τους υπομείνω. Να βγω με το καλό, και μετά με περιμένουν τα σαλόνια στις Βρυξέλλες, τα παχιά χαλιά, οι αρωματισμένοι χώροι». Προς το παρόν, έπρεπε να είναι με τους… άλλους! Παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι, να, σε λίγο θα γυρνούσε στο ξενοδοχείο και θα έμπαινε στη σάουνα για να απολυμανθεί.

Ξαναέκανε νόημα στους άνδρες της ασφάλειάς του να μην ανησυχούν, αλλά έλα που αυτοί κάτι έβλεπαν που δεν τους άρεζε. Τι; Τον πρωθυπουργό πάνω στο τρακτέρ –μόλις που τον διέκριναν από το ψάθινο καπέλο-, μπροστά του δύο άλλα τρακτέρ, από πίσω καμιά δεκαριά, ένα κονβόι τιμητικό για τον πρόεδρο της κυβέρνησης, που όμως έβγαινε από τον κεντρικό δρόμο και έμπαινε σε χωραφίσια μονοπάτια. Έ να μην του έδειχναν πώς είναι η δουλειά του αγρότη; Αποκομμένος από την ασφάλειά του, συνέχισε να χαιρετά όσους δούλευαν σκυμμένοι στα χωράφια. Έσπερναν ή έβγαζαν καρπούς από τη γη; Δεν θέλησε να ρωτήσει, για να μην φανεί η άγνοιά του σε αγροτικά ζητήματα. Στο μεταξύ, ο αέρας ή κάποιος που καθόταν πίσω τίναξε το καπέλο μακριά –ούτε από αυτό δεν μπορούσαν πια να τον ξεχωρίσουν οι δικοί του.

*** 

Frances Hodgkins (1869–1947), Broken Tractor (1942), gouache on paper, 38.1 x 57.1 cm, The Tate Gallery (Purchased 1943), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016)

Τις επόμενες μέρες υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας ανέκριναν όλους όσοι οδηγούσαν τρακτέρ. Οι πρώτοι είπαν ότι δεν είδαν τι γινόταν πίσω τους, ο επόμενος από το πρωθυπουργικό τρακτέρ δήλωσε πως έπαθε λάστιχο και ότι αναγκάστηκε να σταματήσει, οπότε σταμάτησαν και οι από πίσω του, καθώς δεν μπορούσαν να προσπεράσουν στο στενό μονοπάτι. Κανείς, λοιπόν, δεν μπορούσε να πει τι έγινε με το τρακτέρ του πρωθυπουργού, προς τα πού πήγε και πώς χάθηκε. Ήταν πια βέβαιο πως ο πρωθυπουργός είχε απαχθεί. Μάλιστα. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος καταδίκασε την ενέργεια και περίμενε την προκήρυξη για την ανάληψη ευθύνης. Στο μεταξύ κατέφθασαν στη χώρα ξένες μυστικές υπηρεσίες, για να συνδράμουν στο έργο των τοπικών, επαρχιώτικων υπηρεσιών. Λύτρα θα ζητούσαν οι απαγωγείς ή ανταλλάγματα για επαναστάτες τρομοκράτες συντρόφους τους που ήταν φυλακισμένοι; Οι μέρες κυλούσαν, η προκήρυξη δεν ερχόταν, λύτρα και ανταλλάγματα δεν ζητιόντουσαν. Τι στην ευχή;

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. πρωθυπουργός πράγματι είχε απαχθεί και βεβαίως ένιωθε τρομοκρατημένος παρά το γεγονός ότι οι απαγωγείς τον διαβεβαίωσαν για την ασφάλεια και τη σωματική του ακεραιότητα –«δεν θέλουμε το κακό σου, κ. πρόεδρε, μόνο λίγες μέρες να περάσεις μαζί μας, αυτό θέλουμε». Διακοπές στο χωριό; Όχι ακριβώς. «Θα κάνεις ό,τι κι εμείς». Δηλαδή; Στην αρχή έφριξε, γιατί αυτό που του ζητούσαν ήταν να γίνει αγρότης. Και είναι άλλο πράγμα όταν στις περιοδείες μιμούνταν τον αγρότη, με μια τσάπα στα χέρια τάχα να σκάβει την έτοιμη από πριν τρύπα και να φυτεύει ένα δέντρο, ή να κάνει τον ψαρά κρατώντας ένα καλάμι σε μια βάρκα του και άλλο τώρα που δεν θα μιμούνταν αλλά θα γινόταν. «Μπορεί να κάνει καλό στην εικόνα μου», σκέφτηκε, «όλο και κάποια φωτογραφία θα κυκλοφορήσει». Ακόμη δεν είχα καταλάβει τίποτε ο κύριος πρόεδρος.

Hans Andersen Brendekilde (1857–1942), Worn Out (1889), oil on canvas, 207 x 270 cm, Fyns Kunstmuseum, Odense, Denmark. Wikimedia Commons.

Αγρότης λοιπόν. Οι αλλαγές ξεκίνησαν με τα παπούτσια του. Διότι την ίδια μέρα της απαγωγής τον πήραν μαζί τους στα χωράφια για να ποτίσουν. Βυθίστηκε στη λάσπη με τα πανάκριβα επώνυμα παπούτσια του, τα άκουγε να διαμαρτύρονται για τη βάναυση μεταχείριση που δέχονταν, οπότε αναγκάστηκε να δεχτεί να φορέσει κάτι μεταχειρισμένες λαστιχένιες μπότες μέχρι το γόνατο που τουλάχιστον προστάτευαν το παντελόνι του, αν και το τσαλάκωναν.

Οι απαγωγείς του δεν του φέρονταν άσχημα ούτε έκαμναν διακρίσεις. Τον ωθούσαν μόνο να ζει τη ζωή τους, κοιμόταν όπου κοιμόντουσαν, ξυπνούσε την ώρα που ξυπνούσαν, δούλευε όπου δούλευαν, με χαμηλές βέβαια επιδόσεις, έτρωγε ό,τι έτρωγαν –ανακατευόταν από τις μυρωδιές των τυριών, προβατίλα μύριζαν, στέναζε και θυμόταν νοσταλγικά εκείνα τα ιδιαίτερα τυριά που δοκίμαζε στις συναντήσεις κορυφής, βεβαίως κι εκείνα μύριζαν, αλλά, πώς να το κάνουμε…, και ετικέτα είχαν, και πανάκριβα ήταν, και εισαγωγής και με εκλεπτυσμένο σερβίρισμα. Και με την αρτοκλασία δια χειρός ζοριζόταν –δεν ήταν σίγουρος ότι τα χέρια ήταν πλυμένα προσεκτικά και σκουπισμένα σε καθαρές πετσέτες κι όχι επάνω τους, ειδικά όταν έτρωγαν κάτω από τα δέντρα στο διάλειμμα από τη δουλειά τους. Αλλά αν τις πρώτες μέρες έλεγε ένα «ευχαριστώ πολύ, δεν πεινώ», τις επόμενες ξελιγωμένος καταβρόχθισε με τα δικά του λερωμένα χέρια το ψωμί και το τυρί. Καλό ήταν και το γιαούρτι. Παχύ, με πέτσα. Το βράδυ έπεφτε ξερός για ύπνο –το υπνωτικό που συνήθιζε να παίρνει κάθε βράδυ πριν την απαγωγή δεν περνούσε καν από το μυαλό του, δεν προλάβαινε να το σκεφτεί, ο ύπνος ερχόταν πριν καν κατεβάσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Στο μεταξύ, τα χέρια του υπέφεραν από διαβόλια και τριβόλια, των αλλωνών δεν καταλάβαιναν τίποτε, τόσο σκληρά ήταν, το ίδιο και οι πατούσες τους.

A detail of a scene from an Attic spouted krater perhaps showing the abduction/elopement of Helen of Troy with Paris which sparked off the Trojan War. Other interpretations include Ariadne and Theseus as the two figures. Made c. 735 BCE. (British Museum, London)

Μερικές μέρες μετά μπήκαν στο σπίτι των γονιών ενός από τους «απαγωγείς». Οι γονείς είχαν πεθάνει πριν από καιρό, το σπίτι είχε παραμείνει κλειστό και τα παιδιά αποφάσισαν πως είχε έρθει η ώρα να μπουν μέσα και να δουν τι έπρεπε να γίνει. Ξαφνιάστηκαν. Δεν θυμόντουσαν πόσα πράγματα υπήρχαν μέσα εκεί, πόσα είχε κουβαλήσει ο πατέρας τους από το χωριό των δικών του γονιών, να τα φυλάξει, να διατηρήσει τη μνήμη, τα αγγίγματα. Και τι δεν πέταξαν. Ειδικά οι γυναίκες, κατέβαζαν με μανία από τα πατάρια ωραιότατες βελέντζες, δεκάξι συνολικά, άλλες λευκές, άλλες με χρώματα, κιλίμια, στρωσίδια, κουβέρτες, μαξιλάρες σε μάλλινες θήκες με ωραία σχέδια –όμως τσιμπούσαν το δέρμα-, όλα φτιαγμένα σε αργαλειούς. Πράγματα που παλιά ήταν μια περιουσία, τώρα μόνο τον τόπο έπιαναν. Αυτός πάλι θυμόταν την Πηνελόπη στην Ιθάκη και την Ελένη στη Σπάρτη να υφαίνουν –ρομαντικές εικόνες ήσυχων στιγμών- και ανατρίχιαζε στη σκέψη ότι μεταγενέστερα κάποιες άλλες γυναίκες μπορεί να είχαν καταστρέψει τα υφαντά αυτών των διάσημων γυναικών, μπορεί οι νύφες τους ή οι εγγόνες τους. Όπως ξαφνιαζόταν και με αυτά που άκουγε τώρα για τις παλιές γυναίκες που ξεμεσιάζονταν για να τα πλένουν όλα αυτά, και πόσο βαριές γίνονταν οι βελέντζες με το νερό, και πώς να τις σηκώσουν, πώς να τις τινάξουν… Αυτός δεν θυμόταν ποτέ τη μαμά του να τα κάνει όλα αυτά. Τη θυμόταν μόνο να δίνει οδηγίες πού να στρωθούν και ποια να συνδυασθεί με ποια. Αλήθεια, ποιος…, ποια, ποιες τα κρατούσαν όλα καθαρά. Αχνά έφερε στο μυαλό του κάτι φιγούρες που κινούνταν γρήγορα, πέφτανε η μία πάνω στην άλλη, κάνοντας δουλειές, όμως όσο γινόταν πιο αθόρυβα. Πώς τη λέγανε εκείνη την….; Δεν μπορούσε να θυμηθεί.

Vincent van Gogh (1853–1890), Still Life with Two Sacks and a Bottle (November 1884), oil on canvas on wood, 31.7 x 42 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

«Άντε από ’δω με τις παλιαντζουρίες», άκουσε τις γυναίκες να λένε. Ωστόσο, για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, πήραν τηλέφωνο σε μοναστήρια και σε φυλακές μήπως τα ήθελαν. Μπα…, κανείς. Δρόμο λοιπόν. Το ίδιο και τα ρούχα στα μπαούλα και τις ντουλάπες, όλα γεμάτα από ρούχα δεκαετιών. «Μα γιατί δεν πετούσαν τίποτε;» σκεφτόταν τώρα ο πρωθυπουργός. Και πού να καταλάβει αυτός από φτώχεια, από την αγωνία των ανθρώπων για την επιβίωση, ειδικά μετά τους πολέμους, που τους έκαμνε όλους συλλέκτες, όχι έργων τέχνης –από αυτά είχε μπόλικα στο σπίτι του- αλλά ειδών καθημερινής ανάγκης.

Τον φόρτωσαν λοιπόν με ό,τι ήταν αποθηκευμένο εδώ και δεκαετίες, όλα να μυρίζουν ναφθαλίνη και το ευαίσθητο δέρμα του να βγάζει σπιθουράκια, για να τα μεταφέρει στο φορτηγό που θα τα ξαπόστελνε σε κάποια χωματερή. Σακατεύτηκαν και τα χέρια του από μια παλιά ηλεκτρική κουζίνα, σκουριασμένη και με τον φούρνο γεμάτο παγωμένα λίπη. Αηδίασε, όταν άνοιξε το ψυγείο για να το καθαρίσει, όπως του είπαν, και ξεχύθηκε από εκεί μέσα μπόχα από χαλασμένα τρόφιμα, από τουρσιά σε βάζα, από νερά συγκεντρωμένα σε ό,τι μπουκάλι μπορεί κανείς να φανταστεί, ακόμη και σε μπουκάλια που περιείχαν ξύδι. Προς τι τόση αγωνία για το νερό;

Sviatlana Jermakovič, The road to Serabranka District (2013), oil on canvas, dimensions not known, location not known. Courtesy of the artist, via Wikimedia Commons.

Ανακουφισμένος έβλεπε να τελειώνουν οι ντουλάπες, τα πατάρια, τα μπαούλα, οι καναπέδες με τους αποθηκευτικούς χώρους. Έλα όμως που η νεαρή κυρία ανακάλυψε μια πορτούλα χαμηλή στην ταράτσα του σπιτιού… Τον έχωσαν εκεί μέσα, ψηλός ο πρωθυπουργός μας διπλώθηκε στα δύο. Σκόνες, χώματα, παλιοί ασβέστες από την εποχή που είχε κτιστεί το σπίτι, ένα παλιό σπασμένο ποδήλατο –γιατί το είχαν κρατήσει;- μια παλιά χαλασμένη σόμπα –πώς την είχαν ανεβάσει εκεί πάνω;- κασόνια –άγνωστο σε τι χρησίμευαν.  «Έλα, γιε μου, να ξεκουραστείς, να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου, κουράστηκες».

Το πρωί δυσκολεύτηκε να ξυπνήσει, πονούσε παντού, το σώμα του ήταν πιασμένο. Κι ας γυμναζόταν στο σπίτι του καθημερινά, φυσικά με προσωπικό γυμναστή. Μα γιατί γίνονταν όλα αυτά; Γιατί τον υπέβαλαν σε τέτοιες δοκιμασίες; Ακόμη δεν είχε καταλάβει. Τον ανόητο… Δεν τολμούσε να ρωτήσει.

Antonino Gandolfo (1841–1910), The Last Coin (c 1880-85), oil on canvas, 85 x 65 cm, location not known. Image by Luigi Gandolfo, via Wikimedia Commons.

Ααααα…, η κραυγή πόνου τους έκανε να πεταχτούν επάνω. «Μάνα…», φώναξε ένας. Έτρεξαν να τη σηκώσουν, εκείνη σφάδαζε, κάλεσαν ασθενοφόρο. «Εσύ θα πας μαζί της, εμείς θα ακολουθήσουμε με τα αυτοκίνητα». Το μάτι του έλαμψε, ευκαιρία να δραπετεύσει. Έσβησε γρήγορα τη λάμψη για να μην καταλάβουν οι άλλοι τίποτε –θαρρείς κι εκείνοι δεν ήξεραν πως θα μπορούσε να το σκάσει! Μπήκε στο ασθενοφόρο, αναγούλα του ήλθε από τα τραντάγματα, «ανάθεμα τους δρόμους σας», άκουσε τον οδηγό να λέει. «Τα αμορτισέρ θέλουν άλλαγμα», είπε χαμηλόφωνα εκείνος. «Α ναι;», τον ειρωνεύτηκε ο τραυματιοφορέας, «θα δώσεις τα λεφτά;». «Άσε ρε», είπε ο άλλος, «μπορεί ο τύπος να έχει κανένα μέσο στον Μεγάλο και γλυτώσουμε τη μέση μας από τα τραντάγματα». Τον είχαν αναγνωρίσει και τον δούλευαν; Μπα. Οι καθημερινές συνομιλίες τους ήταν.

11:15 το πρωί έφτασαν στο νοσοκομείο. Την πήγαν κατευθείαν στα επείγοντα. Πού ήταν οι δικοί της; Να την αφήσει; Να τρέξει φωνάζοντας βοήθεια; Πρόλαβε να σκεφτεί και να συγκρατηθεί: κάτι τέτοιο δεν θα ευνοούσε την εικόνα του, το image του, πώς το λένε… Εξάλλου, μπορεί να τον παρακολουθούσαν και στην παραμικρή του ενέργεια να παρέμβουν. Μπορεί να τον δοκίμαζαν, μπορεί το ατύχημα με τη γριά να ήταν παγίδα. Έμεινε. Ο πρωθυπουργός, με τα λερωμένα ρούχα ενός εργαζόμενου, έμεινε να περιμένει έξω από την πόρτα μαζί με άλλους, πολλούς, όσοι οι ασθενείς τόσοι και οι συνοδοί, ή μάλλον περισσότεροι οι συνοδοί. Νοσοκομείο ήταν αυτό ή κέντρο διερχομένων; Αστεία του φάνηκε η ταμπέλα με την ένδειξη «παρακαλώ ησυχία». Περίμενε μέχρι τις 14:20, τρεις ώρες όρθιος, πρήστηκαν τα πόδια του. Τότε βγήκε ένας γιατρός, φώναξε το όνομα της ασθενούς, ανακουφίστηκε ο Μεγάλος ότι τελείωναν, βούλιαξε αμέσως μετά, γιατί ο τσαλακωμένος γιατρός ήθελε το ιστορικό της κυρίας. «Να φωνάξω τον γιο της», είπε –είχε γίνει το παιδί για όλα τα θελήματα. Ο γιος εμφανίστηκε ως δια μαγείας. Τελικά μάλλον τον παρακολουθούσαν.

Karel Myslbek (1874–1915), In Hospital (1910), oil, 154 x 128 cm, Národní galerie v Praze, Prague, The Czech Republic. Wikimedia Commons.

Η εισαγωγή στην ορθοπεδική κλινική έγινε στις 18:10. Στο μεταξύ, η συγκέντρωση των ούρων στα νεφρά πίεζε την ευγενή ουροδόχο κίστη του…, χρειαζόταν επειγόντως τουαλέτα. Αλλά πώς να πάει εκεί που πήγαιναν και οι άλλοι; Όχι εκείνοι με τα κολλαρισμένα πουκάμισα και τα μοντέρνα μανικετόκουμπα, τα μπλε κουστούμια, τα καλοσιδερωμένα παντελόνια, οι άνθρωποι ντε με τις στολές, αλλά οι άλλοι. Ξέρετε…, οι Άλλοι. Πώς να πάει σε τουαλέτες που δεν είχαν πόμολα και δεν κλείδωναν; Που στη θέση της κλειδαριάς έχασκαν κενές τρύπες; Που η μυρωδιά τρυπούσε την ευαίσθητη μύτη του; Πήγε, αναγκαστικά πήγε, τι να κάνει, στενή η τουαλέτα, σπασμένα πλακάκια, κίτρινες λεκάνες, ξεκούμπωσε το φερμουάρ και περίμενε να… Τίποτε. Προσπάθησε αλλά… δεν… Όσο κι αν ένιωθε την πίεση, δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Γιατί φοβόταν πως κάποιος βιαστικός θα άνοιγε απότομα την πόρτα, χωρίς να χτυπήσει διακριτικά, η πόρτα θα χτυπούσε το όρθιο κορμί του και θα τον έριχνε στον τοίχο πάνω από το καζανάκι που έτρεχε συνεχώς. Τι σπατάλη… Γιατί δεν το φτιάχνουν; Τέλος πάντων, έπρεπε να συγκεντρωθεί, για να ουρήσει, αλλιώς θα έσκαγε. Ανακάλεσε στη μνήμη του εκείνο το ωραίο ταξίδι στους καταρράκτες του Νιαγάρα και συγκεντρώθηκε στην ορμή των νερών του. Ουφ…, τα κατάφερε. Ξελάφρωσε.

Janet Hill, The Kidnapping of Edward Pink. Part Nineteen. © Janet Hill 

Πώς δεν τον αναγνώρισε κανείς στο νοσοκομείο; Έμενε με την απορία. Γιατί πρόσωπο, παράστημα, βάδισμα, οι αβροί του τρόποι, όλα ήταν γνωστά –τόσες φωτογραφίες πια, τόσες γιγαντοαφίσες, αφιερώματα, διαγγέλματα προς τον λαό, περιοδείες, προεκλογικές εμφανίσεις, ε πια όλοι τον γνώριζαν… Όμως το ντύσιμό του, αυτό για το οποίο τόσοι στυλίστες είχαν δουλέψεις μέχρι να βρουν το σωστό για κάθε περίσταση –ως και για τις αναβάσεις του στα βουνά με αγωνιστική μηχανή-, το ντύσιμο ήταν αλλιώτικο και μπέρδευε τον κόσμο.  Κάποιοι τον κοιτούσαν κι έλεγαν: «βρε πώς του μοιάζει…» αλλά κανείς δεν είπε: «καλέ, ο πρωθυπουργός». Άσε που όταν εκείνος πλησίασε μια κυριούλα και της ψιθύρισε στο αυτί: «είμαι ο πρωθυπουργός, καλέστε την αστυνομία», εκείνη απομακρύνθηκε φοβισμένη από τον «τρελό», έτσι τον αποκάλεσε και έτσι το διέδωσε. Κάποιοι γέλασαν κοροϊδευτικά… Δυο φώναξαν (όσο επιτρεπόταν μέσα στο νοσοκομείο):  «Να ’τος, να ’τος ο πρωθυπουργός…». Το επανέλαβαν δυο τρεις φορές ρυθμικά μέχρι που ξέσπασαν σε γέλια.

Επιτέλους, έγινε η εισαγωγή της κυρίας. «Δωμάτιο 114», σφύριξε στο αυτί του η προϊσταμένη και άφησε μπροστά του το φορείο. Αυτός θα την πήγαινε; «Συγνώμη, δεν έχετε προσωπικό;» Η προϊσταμένη τον κοίταξε εκνευρισμένη: «Τα παράπονά σας στον…», και άφησε υπονοούμενο. Έσπρωξε το φορείο –τουλάχιστον να λάδωναν τις ρόδες να κυλά πιο εύκολα… Μπήκε στο δωμάτιο, πώς να τη μεταφέρει από το φορείο στο κρεβάτι; Τον βοήθησε ένας νέος, συνοδός της μάνας του στο διπλανό κρεβάτι. Του έδειξε πώς να πιάσει το σεντόνι του φορείου (και αυτουνού κάποιος άλλος το είχε δείξει) και…, 1, 2, 3, ώπα… «Μαξιλάρια και κουβέρτες εκεί μέσα θα βρεις. Αλλά καλό είναι να φέρετε δικά σας, από το σπίτι σας».

Paul Nash (1892–1946), Swanage (c 1936), graphite, watercolour and photographs, black and white, on paper, 40 x 58.1 cm, The Tate Gallery (Purchased 1973), London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016)

Έριξε μια ματιά γύρω του. Σπασμένοι σωλήνες, σκουριασμένες ντουλάπες, σπασμένοι καθρέφτες πάνω από τους νιπτήρες –για να μην τραυματιστεί κανείς, ή να μην σκεφτεί να αυτοκτονήσει, οι εργαζόμενοι είχαν κολλήσει λευκοπλάστες –«ο τραυματισμένος καθρέφτης νοσηλεύεται», σκέφτηκε. Όσο για την καθαριότητα…, Σαββατοκύριακο με εφημερία; Άστα. «Ας όψεται ο… που έκανε οικονομία στις καθαρίστριες…».  Συνοδός ασθενή ο πρώην κολλαρισμένος και κολλαριστός.

Vincent van Gogh (1853–1890), Dormitory in the Hospital in Arles (1889), oil on canvas, 74 x 92 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

Το προσωπικό πηγαινοερχόταν ασταμάτητα, είχαν στα πόδια τους και τους συγγενείς των ασθενών, ο καθένας προσπαθούσε να προλάβει ένα γιατρό για να ρωτήσει για τον δικό του. Το προσωπικό ευχαρίστως θα έδιωχναν όλους αυτούς, να ησυχάσει το νοσοκομείο, να κάνουν κι αυτοί τη δουλειά τους με λιγότερο εκνευρισμό, αλλά πώς; Πώς να περιποιηθούν όλους αυτούς που όλο και κάποια ανάγκη είχαν; Άλλος λίγο νερό, άλλον να τον ταΐσουν, τον παραπέρα να του αλλάξουν την πάνα… Ούρα, κόπρανα, αίματα, φάρμακα, φαγητά, οι μυρωδιές όλες μαζί κι ανακατεμένες. Η ευαίσθητη μύτη του πρωθυπουργού μας διαμαρτυρήθηκε, αναγούλιασε. Μασχάλες έζεχναν, πόδια ξεσκέπαστα με νύχια τόσο μεγάλα που γυρνούσαν προς τα μέσα, ξεγυμνωμένα σώματα, ξεπετσιασμένα στήθη, μια γριά του ζήτησε να σκεπάσει τη γύμνια της… Πόσες εικόνες να αντέξει κανείς; Πόσο πόνο από τους ανθρώπους και για τους ανθρώπους; Πόση αϋπνία και πόνο στη μέση από τη μία καρέκλα που μοιράζονταν δυο συνοδοί; Οι ώρες τη νύχτα στα νοσοκομεία δεν περνούν.

Το πρωί βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα. Σωριάστηκε στο κατώφλι μιας πολυκατοικίας λίγο πιο πέρα από το νοσοκομείο, δίπλα από έναν κάδο γεμάτο με σακούλες σκουπιδιών, ανοιχτό, βρώμικο, γύρω τριγύρω άλλες σακούλες, κάποιες τρυπημένες από τα αδέσποτα ή τους άστεγους. Έμεινε εκεί ανήμπορος να αντιδράσει, να προχωρήσει, να το σκάσει, να φωνάξει ποιος είναι, να γλυτώσει. Ως δια μαγείας το μαρτύριο του λύθηκε. Μπροστά του στρίγγλισαν φρένα από λιμουζίνες, περιπολικά, δημοσιογραφικά συνεργεία. Άτομα της προσωπικής του φρουράς τον περικύκλωσαν, διακριτικά έφεραν το χέρι στη μύτη τους, για να προστατευτούν από τη μυρωδιά του. Η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες τον είχε επιτέλους εντοπίσει, έτσι είπαν. Τρίχες. Γιατί ήταν οι ίδιοι οι «απαγωγείς» που είχαν ενημερώσει για το πού βρισκόταν ο πρωθυπουργός. Θεώρησαν πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο μαζί τους, ότι είχαν επιτελέσει το έργο τους με την απαγωγή: να βγάλουν τον πρωθυπουργό από το θερμοκήπιό του και τον φέρουν στην πραγματική ζωή. Ότι τώρα, δεν μπορεί, θα άλλαζαν πολλά, η ματιά του προέδρου θα έπεφτε πιο ουσιαστικά πάνω στους αγρότες και τη γη, οι ανισότητες τουλάχιστον θα περιορίζονταν –δεν ήταν αιθεροβάμονες οι απαγωγείς να πιστεύουν πως θα εξαλείφονταν τελείως-, οι άνθρωποι θα ένιωθαν την προστασία του κράτους και όχι απειλημένοι από αυτό, θα έπαυαν να νιώθουν υπήκοοι και θα γίνονταν πολίτες στο κράτος τους... Μπορεί πάλι έτσι απλώς να νόμιζαν. Έπρεπε να περιμένουν για να δουν.

Caspar David Friedrich (1774–1840), Tree of Crows (c 1822), oil on canvas, 59 x 73 cm, Musée du Louvre, Paris. Wikimedia Commons.

Πόσες μέρες;

Δήμητρα Μήττα

Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του εξαμηνιαίου περιοδικού λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής Θευθ. Οι δύο όψεις της γραφής. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ρώμη (Ιούνιος 2024)









 


Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Μάριος Χάκκας, «Ο μπιντές»

Pierre Bonnard (1867-1947), Mirror in the Dressing Room (1908), oil on panel, 120 x 97 cm, The Pushkin State Museum of Fine Arts, Moscow, Russia. The Athenaeum.

Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.

Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινη ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ' έπιασε κόψιμο, τα 'κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ώς και κορδελάκι με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί πρωί στη δουλειά, τ' άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα συναντούσατε τότε στους δρόμους. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. Λέγεται πως κάποιος το πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ' ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ε, ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμη τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια μου έρχονται γέλια.

Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες. Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές τη βδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδερφό, νοοτροπία σισιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τί να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως, μ' αυτά και μ' αυτά, βρέθηκα μ' όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τί σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τί καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.

Charles Demuth (1883–1935), Modern Conveniences (1921), oil on canvas, 65.4 x 54.3 cm, Columbus Museum of Art, Columbus, OH. Wikimedia Commons.

Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μόνο δωμάτιο, αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.

Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε. Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ' έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.

Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε που πήραμε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δέντρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε

Κυριακή και τα πότιζα. Κατόπιν ξεράθηκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.

Pierre Bonnard (1867-1947), Nude in Bathroom (Cabinet de Toilette) (1932), oil on cardboard, 120.7 x 117.5 cm, Museum of Modern Art, New York, NY. The Athenaeum.

«Κάποτε θα 'ρθει και της τουαλέτας η ώρα», έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τί ήταν πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: Έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε τούτο το χώρο, όλα τ' απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.

Τ' άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν μια χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε και ‘μεις κάτι. Μόνο ο μπιντές μού την έδωσε και πήρε μπάλα και τ' άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το 'να μάτι μπλε τ' άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: Είδες πώς σε κατάντησα; Θυμάσαι όταν πρωτόρθες από το χωριό τί λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες, κακομοίρη μου, έτσι, μια ζωή — ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;

Pierre Bonnard (1867-1947), Portrait of the Artist in the Bathroom Mirror (Self-Portrait) (1939-46), oil on canvas, 73 x 51 cm, Musée National d’Art Moderne de Paris, Paris. The Athenaeum.

Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθεμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.

Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν' αναπνεύσω λιγάκι, ν' ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ' τ' αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: Ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα το αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ' ένα απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.

Charles Demuth (1883–1935), Chimney and Water Tower (1931), oil on board, dimensions not known, Amon Carter Museum of American Art, Fort Worth, TX. Wikimedia Commons.

Πηγή: Μάριος Χάκκας, «Άπαντα» Κέδρος, Αθήνα 1978, σ. 259-263

 

 


 


 


 

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Σέλας των αντηχήσεων»

Eugène Jansson (1862–1915), Dawn Over Riddarfjärden (1899), oil on canvas, 150 x 201 cm, Prins Eugens Waldemarsudde, Stockholm, Sweden. Wikimedia Commons.

Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
Άστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ’ ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ’ έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένη
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ώς πέρα
Μιά νύχτα
Δυό νύχτες
Κ’ έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιώνος.

Jakub Schikaneder (1855–1924), Podzimní červánky (Autumn Red) (1910), media and dimensions not known, Muzeum umění Olomouc, Olomouc, The Czech Republic. Wikimedia Commons.

ΕΝΔΟΧΩΡΑ
(1945)

 

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Νίκος Γκάτσος, «Ελλαδογραφία»

Βοιωτικός μελανόμορφος σκύφος, 525-500 π.Χ. Ύψ. 12 εκ. Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Σκύφος με εικόνες καθημερινής ζωής γυναικών, τα ονόματα των οποίων αποδίδονται με γραπτές επιγραφές σε βοιωτικό αλφάβητο. Στη μία όψη η Eυάρχα μαζί με την Κοδόμα συνθλίβουν με μεγάλα γουδοχέρια σπόρους ή καρπούς σε αγγείο τοποθετημένο σε ψηλή βάση, ενώ η Ευφαρία τις παρακολουθεί γνέθοντας. Στην άλλη όψη σώζεται αποσπασματικά σκηνή γυναικείου λουτρoυ (μία από τις πρωιμότερες στην ελληνική αγγειογραφία). Η νεαρή Ευάρχα λούζεται σκυμμένη πάνω από μικρή μεταλλική λεκάνη, ενώ δεξιά της η Ευφροσύνα τη βοηθά ρίχνοντας νερό με οινοχόη. Μία τρίτη γυναικεία μορφή στα αριστερά σώζεται αποσπασματικά. Πάνω από τη λουόμενη διατηρείται τμήμα επιγραφής, πιθανώς αναθηματικού χαρακτήρα. Τη διακόσμηση συμπληρώνουν μορφές ζώων (σκύλος και λιοντάρι) κάτω από τις λαβές.

Το γεγονός ότι η Ευάρχα απεικονίζεται και στις δύο όψεις πιθανώς υποδηλώνει ότι πρόκειται για μια οικοδέσποινα, η οποία περιστοιχίζεται από τις θεραπαινίδες της. Την υπόθεση ενισχύει η ετυμολογία του ονόματός της (Ευ+άρχειν = αυτή που διοικεί καλά). Η σκηνή του λουσίματος, που παραπέμπει στην περιποίηση του γυναικείου σώματος πριν από τη γαμήλια τελετή, καθώς και η αναθηματική(;) επιγραφή πιθανώς υποδηλώνουν ότι το αγγείο ήταν προσφορά σε ιερό με αφορμή κάποιο γάμο.

Boeotian black figure skyphos,625-600 BC, H. 12 cm. The Paul and Alexandra Canellopoulos Museum. Ancient Art, Athens. On this skyphos we see young women involved in daily activities. The names of the figures are recorded in Boeotian alphabet. On one side Euarcha and Qodoma are crushing seeds or nuts with large wooden pestles in a vase set on high base, while on the left of the scene Eupharia is spinning. On the other side we can see a partially preserved bathing scene (one of the earliest in Greek vase-painting). Euarcha is washing her hair over a metal basin, while Euphrosyne pours water on her. A third female figure on the left is largely damaged. Above Euarcha part of an inscription (possibly of votive character) is preserved. The areas below the handles are decorated with animal figures (a dog with the name Philothera, and a lion).

The fact that Euarcha is depicted in both sides suggests that she was the lady of the house, surrounded by her servants. This suggestion is supported by her very name, which in Greek means “she who administers well”. Bathing scenes are often associated with the preparation of the body for the wedding. This fact, combined with the presence of a possibly votive(?) inscription, may suggest that the skyphos was an offering to a sanctuary on the occasion of a wedding.

Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν
εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και
προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί
των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.
Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία
του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς
εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.

Πήλινο ειδώλιο ιππέα, 560-550 π.Χ. Ύψ. 11 εκ. Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Αρχαία Τέχνη, Αθήνα. Το ειδώλιο είναι δουλεμένο στο χέρι. Το άλογο έχει ψηλό λυγερό λαιμό, μικρό σφαιρικό κεφάλι με υποτυπώδη δήλωση των χαρακτηριστικών, μικρό ρύγχος και κυλινδρικό σώμα, από όπου εκφύονται τα πόδια και η ουρά. Ο ιππέας είναι συμφυής με τη ράχη του ζώου, με τα χέρια κολλημένα στο λαιμό του. Γραμμική διακόσμηση από ζώνες με διάταξη ακτινωτή στο λαιμό, κατακόρυφη στο σώμα και οριζόντια στα πόδια του ζώου, πού ποικίλλει με δύο σειρές στιγμών στο στήθος. Αραιότερη είναι η γράμμωση στη ράχη και την ουρά του ζώου, καθώς και στο σώμα του αναβάτη.

Το ειδώλιο ανήκει στην τελευταία και πιο τυποποιημένη ομάδα των ιππέων με διακόσμηση ζωνών σε μαύρο γάνωμα (στιλπνό βερνίκι) (glaze-stripped horsemen) πού παρήγαγε το βοιωτικό κοροπλαστικό εργαστήριο, γύρω στα μέσα τον 6ου αι. π.Χ.

Clay figurine of a mounted horseman, 560-550 BC. H. 11 cm. The Paul and Alexandra Canellopoulos Museum. Ancient Art, Athens. The figurine is handmade. The horse has a long, slender neck, a small round head with a rudimentary features, a small muzzle and a cylindrical body, continuing into the legs and tail. The rider is in one piece attached ith the back of the animal, with his hands are joined to its neck. Linear decoration with bands, arranged as rays across the curving neck, vertical across the body and horizontal across the legs of the animal, and varied by two rows of dots on the chest. The lines are mire widely spaced on the back and tail of the animal and on the rider.

The figurine belongs to the latest and most stylized group of horsemen with decorative bands in black glaze (glaze-stripped horsemen), produced by a Boeotian figurine workshop around the middle of the 6th century B.C.

Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.

Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά
φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος
πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας
κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως,
αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν
του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας
κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,
αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν
δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της
περιδεούς ανθρωπότητος.

Ary Scheffer (1795–1858), The Souliote Women (1827), media and dimensions not known, Musée du Louvre, Paris. Image by Sailko, via Wikimedia Commons.

Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;

Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζωσας αιωνιότητας,
ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι
Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να
προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.
Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και
οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών
ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την
Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως
αι Αθήναι.

George Bellows (1882–1925), The Barricade (1918), oil on canvas, 122.2 × 212.1 cm, Birmingham Museum of Art, Birmingham, AL. Wikimedia Commons.

Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά `ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά `ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.

Πήλινο ειδώλιο Αρτέμιδος κουροτρόφου, 500-480 π.Χ. Ύψ. 21 εκ. Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Αρχαία Τέχνη, ΑθήναΗ θεά κάθεται κατενώπιον σε θρόνο χωρίς ερεισίνωτο, πατώντας σε χαμηλό υποπόδιο, ανάγλυφο στη βάση του ειδωλίου. Φοράει κλειστά υποδήματα, ποδήρη χιτώνα και ιμάτιο που πέφτει από το κεφάλι της στη ράχη και τους βραχίονες. Το πρόσωπό της πλαισιώνει μια σειρά βοστρύχων. Στα γόνατά της κρατάει ένα κορίτσι με τα μαλλιά τον τυλιγμένα σε κεκρύφαλο, που φοράει μακρύ ένδυμα, κάτω από το οποίο αιωρούνται τα πόδια του. Το παιδί υψώνει τα χέρια προς το πρόσωπο της Θεάς και ακουμπά το κεφάλι του στο αριστερό της στήθος.

Αττικός τύπος ειδωλίου από μήτρα, γνωστός από ευρήματα στο ιερό της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα της Αττικής και από ένα ακέραιο ειδώλιο στο Μουσείο τον Λούβρου (CA 805). Η θεά παριστάνεται ως κουροτρόφος εξαιτίας της ιδιότητάς της ως προστάτριας των παιδιών, ιδιαίτερα των μικρών κοριτσιών που την υπηρετούσαν ως άρκτοι, από την παιδική τους ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή τους και τη μετάβαση στον έγγαμο βίο.

Clay figurine of Artemis Kourotroplios, 500-480 BC.H. 21 cm. The Paul and Alexandra Canellopoulos Museum. Ancient Art, Athens. The goddess is seated frontally on a throne without a back-rest, her feet on a low stool, shown in relief at the base of the figurine. She wears closed shoes, a long chiton and an himation that hangs from her head over her back and upper arms. Her face is framed by a row of curls. She holds on her lap a little girl with her hair in a snood. She too wears a long garment from beneath which her feet hang. The child raises her hands toward the face of the goddess and rests her head against her left breast.

Attic type of figurine, mould-made, type known from finds in the temple of Artemis at Brauron in Attica and from a complete figurine in the Louvre Museum (CA 805). The goddess is represented as kourotrophos in her capacity as protectress of children, especially the little girls who served her as “bears”, from their childhood years to their adulthood and their transition to married life.

Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν δια
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;


Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Από τον δίσκο «Τα Παράλογα», 1976

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Ιμπραχίμ Τουκάν, «Πατρίδα μου». Ibrahim Tuqan, “My Homeland”


Caravaggio, David with the Head of Goliath, c. 1610, oil on canvas, 125 cm × 101 cm, Galleria Borghese. Wikimedia Commons.

Πατρίδα μου, πατρίδα μου

Δόξα και Ομορφιά, Μεγαλοπρέπεια και Λάμψη

Είναι στους λόφους σου, βρίσκονται στους λόφους σου

Ζωή και Λυτρωμός, Ευχαρίστηση και ελπίδα

είναι στον αέρα σου, είναι στον αέρα σου

Θα σε δω; Θα σε δω;

 

Ασφαλή και απαλλαγμένη από τους πόνους, σώα και τιμημένη

Θα σε δούμε στην αγιότητά σου?

Φτάνοντας μέχρι τα αστέρια, φτάνοντας μέχρι τα αστέρια

Πατρίδα μου, πατρίδα μου

Πατρίδα μου, πατρίδα μου

 

Ακούραστη θα είναι η νεολαία, μέχρι την ανεξαρτησία σου

Ή θα πεθάνουν

Θα πιούμε από το θάνατο

Και δε θα ζούμε με τους εχθρούς μας

Σαν σκλάβοι, σαν σκλάβοι

Δε θέλουμε, δε θέλουμε

Την αιώνια ταπείνωση

Ούτε μια μίζερη ζωή

Δε θέλουμε

Αλλά θα ξαναφέρουμε

Την ιστορική δόξα, την ιστορική δόξα

Πατρίδα μου, πατρίδα μου

 

Το σπαθί και η γραφίδα

Όχι η συζήτηση ούτε ο καυγάς

Είναι τα σύμβολά μας, είναι τα σύμβολά μας

Η δόξα μας και το συμβόλαιό μας

Και το καθήκον να είμαστε πιστοί

Μας κινητοποιεί, μας κινητοποιεί

Η δόξα μας η δόξα μας

είναι η τιμημένη αιτία

Και ένα πρότυπο που κυματίζει <!>(προφανώς εννοεί τη σημαία)</!>

Ω, σε κρατά

Στην αγιότητά σου

Που νικάς όλους τους εχθρούς σου

Που νικάς όλους τους εχθρούς σου

Πατρίδα μου, πατρίδα μου

Vasily Vasilyevich Vereshchagin (1842–1904), The Road of the War Prisoners (1878-79), oil on canvas, 202.6 x 320.5 cm, Brooklyn Museum, New York, NY. Wikimedia Commons.

Mawtini (αραβικά: موطني, μτφ. «Πατρίδα μου») είναι δημοφιλές πατριωτικό ποίημα που γράφτηκε από τον Παλαιστίνιο ποιητή Ιμπραχίμ Τουκάν (αραβικά: إبراهيم طوقان) στα 1934 στην Παλαιστίνη και έγινε ντε φάκτο εθνικός ύμνος της Παλαιστινιακής Αρχής και του Ιράκ. Επίσης αναγνωρίζεται ως ύμνος στη Συρία και την Αλγερία για την υποστήριξη των Παλαιστινίων. Η αρχική μουσική είναι του Μουχάματ Φουλιεφίλ (Muhammad Fuliefil, αραβικά: محمد فليفل). Με την πάροδο των χρόνων απέκτησε δημοφιλία σε όλο τον αραβικό κόσμο.

Το 2004 καθιερώθηκε προσωρινά ως εθνικός ύμνος του Ιράκ σε αντικατάσταση του παλαιού ύμνου Ardh Alforatain (1979-2003) που συνδέεται με το μπααθικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν.

Ibrahim Tuqan, “My Homeland

Caravaggio, David and Goliath, c. 1610, oil on canvas, 110 cm × 91 cm, Museo del Prado, Madrid. Wikimedia Commons.

My homeland

My homeland

Glory and beauty

Sublimity and prettiness

Are in your hills

Life and deliverance

Pleasure and hope

Are in your atmosphere

Will I see you?

Safe and comfortable

Sound and honored
Will I see you?
In your eminence
Reaching the stars
My homeland
My homeland
*

The youth will not get tired
Their goal is your independence

Or they die
We will drink from death
But we will not be slaves to our enemies
We do not want
An eternal humiliation
Nor a miserable life
We do not want
But we will return
Our great glory
My homeland
My homeland

*
The sword and the pen
Are our symbols
Not talking nor quarreling
Our glory and covenant
And a duty to fulfill it
Shake us
Our honor
Is an honorable cause
A raised flag
O, your beauty
In your eminence
Victorious over your enemies
My homeland
My homeland

Vasily Vasilyevich Vereshchagin (1842–1904), The Apotheosis of War (1871), oil on canvas, 127 x 197 cm, Tretyakov Gallery Государственная Третьяковская галерея, Moscow, Russia. Wikimedia Commons.

As mentioned above, Ibrahim is Fadwa’s brother who initially introduced her to poetry and literature. Born and raised to a prominent governing family in Nablus in 1905, his works are believed to have influenced generations and echoed the very silenced Palestinian voices at the turn of the 20th century. 

My Homeland seems to serve as both a tribute and reminder of how resilient Palestinians are,  bearing and carrying “the sword and the pen (as) (their) symbols” at all times – proof that the Palestinian cause will only die out once each and every single pen runs out of ink.

Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki/Mawtini - https://www.milleworld.com/palestinian-poems-resistance/