Πώς τα κατάφεραν και τον απομόνωσαν από το πλήθος; Πώς τον απομάκρυναν από τους άνδρες ασφαλείας του; Μια χούφτα χωριάτες, κι άλλες τόσες χωριάτισσες, αυτοί ήταν όλοι κι όλοι που το πέτυχαν. Περίπου συνομήλικοι και συνομίληκές του, αλλά καθόλου ίδιοι μ’ αυτόν. Αυτοί με σκαμμένα τα πρόσωπα από τον ήλιο, το δικό του φράπα από τις κρέμες ηλίου και νυχτός, τα νύχια τους βρώμικα από τη δουλειά στη γη, τα δικά του λουστραρισμένα, αυτοί με λασπωμένες λαστιχιένες μπότες, αυτός με πανάκριβα σκαρπίνια που αγκάλιαζαν μαλακά το πόδι σαν κάλτσες. Όσο για τις γυναίκες, αυτές του φάνηκαν χοντρές, με χαλαρωμένο το δέρμα, με τα βυζιά πεσμένα μέχρι κάτω τη γη, με κεφαλομάντηλα που έβλεπε σε παλιές φωτογραφίες και σε κανένα λαογραφικό μουσείο που τύχαινε να εγκαινιάσει. Τι στο καλό… Σε χρονοκάψουλα είχε μπει; Αλήθεια, πόσα χρόνια πριν τον είχε φέρει; Πενήντα; Μπα, λίγα ήταν; Εβδομήντα; Εκατό;
Jean-François
Millet (1814–1875), The Sower
(1865-66), pastel and crayon on beige wove paper mounted on board (Conté
crayon, wood-pulp board), 47.1 × 37.5 cm, Sterling and Francine Clark Art
Institute, Williamstown, MA. Wikimedia
Commons.
Πώς
τον απομόνωσαν; «Από εδώ, κύριε πρωθυπουργέ, ελάτε και από εδώ να δείτε τα
αμπέλια μας. Λίγο παρακάτω θα δείτε τις καινούριες εγκαταστάσεις. Με τις
επιδοτήσεις που μας δώσατε τις κάναμε, να είστε καλά. Πρέπει οπωσδήποτε να τις
δείτε. Καταργήσαμε και τα κανόνια, για να μην σπαταλάμε νερό που εξατμίζεται
στον αέρα και βάλαμε σωληνάκια με τρύπες να βγαίνει σιγά σιγά το νερό και να
μην χάνεται σταγόνα. Πολύτιμο το νεράκι κ. πρωθυπουργέ. Λίγο ακριβά τα
φυτοφάρμακα, κάνε κάτι με τις τιμές, γιε μου –μου επιτρέπεις να σε λέω έτσι,
δικό μας παλληκάρι είσαι, στην ηλικία του γιου μου, δεν ξέρω και πολλά
γράμματα, αλλά τη γη την ξέρουμε καλά. Δεν θα με προσβάλεις, θα ’ρθεις και στο
σπίτι μου να δοκιμάσεις το γλυκό σταφύλι. Και σε μας κ. πρόεδρε. Τι, εμάς δεν
θα μας καταδεχτείς;». Και να τον χτυπούν στην πλάτη καλόκαρδα και αυτός να
θέλει να βγάλει το κατάλευκο πουκάμισο και να το πετάξει πέρα –ποιος ξέρει τι
βρωμιά θα είχαν αφήσει επάνω του με τις βρωμοπαλάμες τους. Να το ένα, να το άλλο, έλα από εδώ, έλα και
σε μας, σιγά σιγά τον απομάκρυναν από τον πολύ κόσμο και από τους σωματοφύλακες
που αγωνίζονταν να τον φτάσουν αλλά αυτός έκανε νόημα να μην ανησυχούν,
ευκαιρία ήταν να δείξει πως ήταν ένας από αυτούς, ότι δεν είχε ξεχάσει τις
ρίζες των προγόνων του –ήταν βέβαια γαιοκτήμονες οι πρόγονοί του και όχι απλοί
αγρότες αλλά τέλος πάντων. Τους άφησε ως και σε τρακτέρ να τον ανεβάσουν, «φόρα
το καπέλο μη σε φάει ο ήλιος», του είπε ο οδηγός και του κοτσάρισε ένα ψάθινο
ξεφτισμένο καπέλο, λεκιασμένο «από τον
τίμιο ιδρώτα του αγρότη», όπως έλεγε στις ομιλίες του στην ύπαιθρο. «Υπομονή»,
έλεγε στον εαυτό του, «προεκλογική περίοδος είναι, πρέπει να τους υπομείνω. Να
βγω με το καλό, και μετά με περιμένουν τα σαλόνια στις Βρυξέλλες, τα παχιά
χαλιά, οι αρωματισμένοι χώροι». Προς το παρόν, έπρεπε να είναι με τους… άλλους!
Παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι, να, σε λίγο θα γυρνούσε στο ξενοδοχείο και θα
έμπαινε στη σάουνα για να απολυμανθεί.
Ξαναέκανε
νόημα στους άνδρες της ασφάλειάς του να μην ανησυχούν, αλλά έλα που αυτοί κάτι
έβλεπαν που δεν τους άρεζε. Τι; Τον πρωθυπουργό πάνω στο τρακτέρ –μόλις που τον
διέκριναν από το ψάθινο καπέλο-, μπροστά του δύο άλλα τρακτέρ, από πίσω καμιά
δεκαριά, ένα κονβόι τιμητικό για τον πρόεδρο της κυβέρνησης, που όμως έβγαινε
από τον κεντρικό δρόμο και έμπαινε σε χωραφίσια μονοπάτια. Έ να μην του
έδειχναν πώς είναι η δουλειά του αγρότη; Αποκομμένος από την ασφάλειά του, συνέχισε
να χαιρετά όσους δούλευαν σκυμμένοι στα χωράφια. Έσπερναν ή έβγαζαν καρπούς από
τη γη; Δεν θέλησε να ρωτήσει, για να μην φανεί η άγνοιά του σε αγροτικά
ζητήματα. Στο μεταξύ, ο αέρας ή κάποιος που καθόταν πίσω τίναξε το καπέλο
μακριά –ούτε από αυτό δεν μπορούσαν πια να τον ξεχωρίσουν οι δικοί του.
***
Frances
Hodgkins (1869–1947), Broken Tractor
(1942), gouache on paper, 38.1 x 57.1 cm, The Tate Gallery (Purchased 1943),
London. © The Tate Gallery and Photographic Rights © Tate (2016)
Τις
επόμενες μέρες υψηλόβαθμα στελέχη της αστυνομίας ανέκριναν όλους όσοι οδηγούσαν
τρακτέρ. Οι πρώτοι είπαν ότι δεν είδαν τι γινόταν πίσω τους, ο επόμενος από το
πρωθυπουργικό τρακτέρ δήλωσε πως έπαθε λάστιχο και ότι αναγκάστηκε να
σταματήσει, οπότε σταμάτησαν και οι από πίσω του, καθώς δεν μπορούσαν να
προσπεράσουν στο στενό μονοπάτι. Κανείς, λοιπόν, δεν μπορούσε να πει τι έγινε
με το τρακτέρ του πρωθυπουργού, προς τα πού πήγε και πώς χάθηκε. Ήταν πια
βέβαιο πως ο πρωθυπουργός είχε απαχθεί. Μάλιστα. Σύσσωμος
ο πολιτικός κόσμος καταδίκασε την ενέργεια και περίμενε την προκήρυξη για την
ανάληψη ευθύνης. Στο μεταξύ κατέφθασαν στη χώρα ξένες μυστικές υπηρεσίες, για
να συνδράμουν στο έργο των τοπικών, επαρχιώτικων υπηρεσιών. Λύτρα θα ζητούσαν
οι απαγωγείς ή ανταλλάγματα για επαναστάτες τρομοκράτες συντρόφους τους που
ήταν φυλακισμένοι; Οι μέρες κυλούσαν, η προκήρυξη δεν ερχόταν, λύτρα και
ανταλλάγματα δεν ζητιόντουσαν. Τι στην ευχή;
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. πρωθυπουργός πράγματι είχε απαχθεί και βεβαίως ένιωθε τρομοκρατημένος παρά το γεγονός ότι οι απαγωγείς τον διαβεβαίωσαν για την ασφάλεια και τη σωματική του ακεραιότητα –«δεν θέλουμε το κακό σου, κ. πρόεδρε, μόνο λίγες μέρες να περάσεις μαζί μας, αυτό θέλουμε». Διακοπές στο χωριό; Όχι ακριβώς. «Θα κάνεις ό,τι κι εμείς». Δηλαδή; Στην αρχή έφριξε, γιατί αυτό που του ζητούσαν ήταν να γίνει αγρότης. Και είναι άλλο πράγμα όταν στις περιοδείες μιμούνταν τον αγρότη, με μια τσάπα στα χέρια τάχα να σκάβει την έτοιμη από πριν τρύπα και να φυτεύει ένα δέντρο, ή να κάνει τον ψαρά κρατώντας ένα καλάμι σε μια βάρκα του και άλλο τώρα που δεν θα μιμούνταν αλλά θα γινόταν. «Μπορεί να κάνει καλό στην εικόνα μου», σκέφτηκε, «όλο και κάποια φωτογραφία θα κυκλοφορήσει». Ακόμη δεν είχα καταλάβει τίποτε ο κύριος πρόεδρος.
Hans
Andersen Brendekilde (1857–1942), Worn
Out (1889), oil on canvas, 207 x 270 cm, Fyns Kunstmuseum, Odense, Denmark.
Wikimedia Commons.
Αγρότης
λοιπόν. Οι αλλαγές ξεκίνησαν με τα παπούτσια του. Διότι την ίδια μέρα της
απαγωγής τον πήραν μαζί τους στα χωράφια για να ποτίσουν. Βυθίστηκε στη λάσπη με
τα πανάκριβα επώνυμα παπούτσια του, τα άκουγε να διαμαρτύρονται για τη βάναυση
μεταχείριση που δέχονταν, οπότε αναγκάστηκε να δεχτεί να φορέσει κάτι
μεταχειρισμένες λαστιχένιες μπότες μέχρι το γόνατο που τουλάχιστον προστάτευαν
το παντελόνι του, αν και το τσαλάκωναν.
Οι απαγωγείς του δεν του φέρονταν άσχημα ούτε έκαμναν διακρίσεις. Τον ωθούσαν μόνο να ζει τη ζωή τους, κοιμόταν όπου κοιμόντουσαν, ξυπνούσε την ώρα που ξυπνούσαν, δούλευε όπου δούλευαν, με χαμηλές βέβαια επιδόσεις, έτρωγε ό,τι έτρωγαν –ανακατευόταν από τις μυρωδιές των τυριών, προβατίλα μύριζαν, στέναζε και θυμόταν νοσταλγικά εκείνα τα ιδιαίτερα τυριά που δοκίμαζε στις συναντήσεις κορυφής, βεβαίως κι εκείνα μύριζαν, αλλά, πώς να το κάνουμε…, και ετικέτα είχαν, και πανάκριβα ήταν, και εισαγωγής και με εκλεπτυσμένο σερβίρισμα. Και με την αρτοκλασία δια χειρός ζοριζόταν –δεν ήταν σίγουρος ότι τα χέρια ήταν πλυμένα προσεκτικά και σκουπισμένα σε καθαρές πετσέτες κι όχι επάνω τους, ειδικά όταν έτρωγαν κάτω από τα δέντρα στο διάλειμμα από τη δουλειά τους. Αλλά αν τις πρώτες μέρες έλεγε ένα «ευχαριστώ πολύ, δεν πεινώ», τις επόμενες ξελιγωμένος καταβρόχθισε με τα δικά του λερωμένα χέρια το ψωμί και το τυρί. Καλό ήταν και το γιαούρτι. Παχύ, με πέτσα. Το βράδυ έπεφτε ξερός για ύπνο –το υπνωτικό που συνήθιζε να παίρνει κάθε βράδυ πριν την απαγωγή δεν περνούσε καν από το μυαλό του, δεν προλάβαινε να το σκεφτεί, ο ύπνος ερχόταν πριν καν κατεβάσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Στο μεταξύ, τα χέρια του υπέφεραν από διαβόλια και τριβόλια, των αλλωνών δεν καταλάβαιναν τίποτε, τόσο σκληρά ήταν, το ίδιο και οι πατούσες τους.
A detail of a scene
from an Attic spouted krater perhaps showing the abduction/elopement of Helen of Troy with Paris which sparked off the Trojan War. Other
interpretations include Ariadne and Theseus as
the two figures. Made c. 735 BCE. (British Museum, London)
Μερικές
μέρες μετά μπήκαν στο σπίτι των γονιών ενός από τους «απαγωγείς». Οι γονείς
είχαν πεθάνει πριν από καιρό, το σπίτι είχε παραμείνει κλειστό και τα παιδιά αποφάσισαν
πως είχε έρθει η ώρα να μπουν μέσα και να δουν τι έπρεπε να γίνει.
Ξαφνιάστηκαν. Δεν θυμόντουσαν πόσα πράγματα υπήρχαν μέσα εκεί, πόσα είχε
κουβαλήσει ο πατέρας τους από το χωριό των δικών του γονιών, να τα φυλάξει, να
διατηρήσει τη μνήμη, τα αγγίγματα. Και τι δεν πέταξαν. Ειδικά οι γυναίκες,
κατέβαζαν με μανία από τα πατάρια ωραιότατες βελέντζες, δεκάξι συνολικά, άλλες
λευκές, άλλες με χρώματα, κιλίμια, στρωσίδια, κουβέρτες, μαξιλάρες σε μάλλινες
θήκες με ωραία σχέδια –όμως τσιμπούσαν το δέρμα-, όλα φτιαγμένα σε αργαλειούς.
Πράγματα που παλιά ήταν μια περιουσία, τώρα μόνο τον τόπο έπιαναν. Αυτός πάλι
θυμόταν την Πηνελόπη στην Ιθάκη και την Ελένη στη Σπάρτη να υφαίνουν
–ρομαντικές εικόνες ήσυχων στιγμών- και ανατρίχιαζε στη σκέψη ότι μεταγενέστερα
κάποιες άλλες γυναίκες μπορεί να είχαν καταστρέψει τα υφαντά αυτών των διάσημων
γυναικών, μπορεί οι νύφες τους ή οι εγγόνες τους. Όπως ξαφνιαζόταν και με αυτά
που άκουγε τώρα για τις παλιές γυναίκες που ξεμεσιάζονταν για να τα πλένουν όλα
αυτά, και πόσο βαριές γίνονταν οι βελέντζες με το νερό, και πώς να τις σηκώσουν,
πώς να τις τινάξουν… Αυτός δεν θυμόταν ποτέ τη μαμά του να τα κάνει όλα αυτά.
Τη θυμόταν μόνο να δίνει οδηγίες πού να στρωθούν και ποια να συνδυασθεί με
ποια. Αλήθεια, ποιος…, ποια, ποιες τα κρατούσαν όλα καθαρά. Αχνά έφερε στο
μυαλό του κάτι φιγούρες που κινούνταν γρήγορα, πέφτανε η μία πάνω στην άλλη,
κάνοντας δουλειές, όμως όσο γινόταν πιο αθόρυβα. Πώς τη λέγανε εκείνη την….;
Δεν μπορούσε να θυμηθεί.
Vincent
van Gogh (1853–1890), Still Life with Two
Sacks and a Bottle (November 1884), oil on canvas on wood, 31.7 x 42 cm,
Private collection. Wikimedia Commons.
«Άντε
από ’δω με τις παλιαντζουρίες», άκουσε τις γυναίκες να λένε. Ωστόσο, για να
έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, πήραν τηλέφωνο σε μοναστήρια και σε φυλακές μήπως
τα ήθελαν. Μπα…, κανείς. Δρόμο λοιπόν. Το ίδιο και τα ρούχα στα μπαούλα και τις
ντουλάπες, όλα γεμάτα από ρούχα δεκαετιών. «Μα γιατί δεν πετούσαν τίποτε;» σκεφτόταν
τώρα ο πρωθυπουργός. Και πού να καταλάβει αυτός από φτώχεια, από την αγωνία των
ανθρώπων για την επιβίωση, ειδικά μετά τους πολέμους, που τους έκαμνε όλους
συλλέκτες, όχι έργων τέχνης –από αυτά είχε μπόλικα στο σπίτι του- αλλά ειδών
καθημερινής ανάγκης.
Τον φόρτωσαν λοιπόν με ό,τι ήταν αποθηκευμένο εδώ και δεκαετίες, όλα να μυρίζουν ναφθαλίνη και το ευαίσθητο δέρμα του να βγάζει σπιθουράκια, για να τα μεταφέρει στο φορτηγό που θα τα ξαπόστελνε σε κάποια χωματερή. Σακατεύτηκαν και τα χέρια του από μια παλιά ηλεκτρική κουζίνα, σκουριασμένη και με τον φούρνο γεμάτο παγωμένα λίπη. Αηδίασε, όταν άνοιξε το ψυγείο για να το καθαρίσει, όπως του είπαν, και ξεχύθηκε από εκεί μέσα μπόχα από χαλασμένα τρόφιμα, από τουρσιά σε βάζα, από νερά συγκεντρωμένα σε ό,τι μπουκάλι μπορεί κανείς να φανταστεί, ακόμη και σε μπουκάλια που περιείχαν ξύδι. Προς τι τόση αγωνία για το νερό;
Sviatlana
Jermakovič, The road to Serabranka
District (2013), oil on canvas, dimensions not known, location not known. Courtesy
of the artist, via Wikimedia Commons.
Ανακουφισμένος
έβλεπε να τελειώνουν οι ντουλάπες, τα πατάρια, τα μπαούλα, οι καναπέδες με τους
αποθηκευτικούς χώρους. Έλα όμως που η νεαρή κυρία ανακάλυψε μια πορτούλα χαμηλή
στην ταράτσα του σπιτιού… Τον έχωσαν εκεί μέσα, ψηλός ο πρωθυπουργός μας
διπλώθηκε στα δύο. Σκόνες, χώματα, παλιοί ασβέστες από την εποχή που είχε
κτιστεί το σπίτι, ένα παλιό σπασμένο ποδήλατο –γιατί το είχαν κρατήσει;- μια
παλιά χαλασμένη σόμπα –πώς την είχαν ανεβάσει εκεί πάνω;- κασόνια –άγνωστο σε
τι χρησίμευαν. «Έλα, γιε μου, να
ξεκουραστείς, να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου, κουράστηκες».
Το πρωί δυσκολεύτηκε να ξυπνήσει, πονούσε παντού, το σώμα του ήταν πιασμένο. Κι ας γυμναζόταν στο σπίτι του καθημερινά, φυσικά με προσωπικό γυμναστή. Μα γιατί γίνονταν όλα αυτά; Γιατί τον υπέβαλαν σε τέτοιες δοκιμασίες; Ακόμη δεν είχε καταλάβει. Τον ανόητο… Δεν τολμούσε να ρωτήσει.
Antonino Gandolfo
(1841–1910), The Last Coin (c
1880-85), oil on canvas, 85 x 65 cm, location not known. Image by Luigi
Gandolfo, via Wikimedia Commons.
Ααααα…,
η κραυγή πόνου τους έκανε να πεταχτούν επάνω. «Μάνα…», φώναξε ένας. Έτρεξαν να
τη σηκώσουν, εκείνη σφάδαζε, κάλεσαν ασθενοφόρο. «Εσύ θα πας μαζί της, εμείς θα
ακολουθήσουμε με τα αυτοκίνητα». Το μάτι του έλαμψε, ευκαιρία να δραπετεύσει.
Έσβησε γρήγορα τη λάμψη για να μην καταλάβουν οι άλλοι τίποτε –θαρρείς κι εκείνοι
δεν ήξεραν πως θα μπορούσε να το σκάσει! Μπήκε στο ασθενοφόρο, αναγούλα του
ήλθε από τα τραντάγματα, «ανάθεμα τους δρόμους σας», άκουσε τον οδηγό να λέει.
«Τα αμορτισέρ θέλουν άλλαγμα», είπε χαμηλόφωνα εκείνος. «Α ναι;», τον
ειρωνεύτηκε ο τραυματιοφορέας, «θα δώσεις τα λεφτά;». «Άσε ρε», είπε ο άλλος,
«μπορεί ο τύπος να έχει κανένα μέσο στον Μεγάλο και γλυτώσουμε τη μέση μας από
τα τραντάγματα». Τον είχαν αναγνωρίσει και τον δούλευαν; Μπα. Οι καθημερινές
συνομιλίες τους ήταν.
11:15 το πρωί έφτασαν στο νοσοκομείο. Την πήγαν κατευθείαν στα επείγοντα. Πού ήταν οι δικοί της; Να την αφήσει; Να τρέξει φωνάζοντας βοήθεια; Πρόλαβε να σκεφτεί και να συγκρατηθεί: κάτι τέτοιο δεν θα ευνοούσε την εικόνα του, το image του, πώς το λένε… Εξάλλου, μπορεί να τον παρακολουθούσαν και στην παραμικρή του ενέργεια να παρέμβουν. Μπορεί να τον δοκίμαζαν, μπορεί το ατύχημα με τη γριά να ήταν παγίδα. Έμεινε. Ο πρωθυπουργός, με τα λερωμένα ρούχα ενός εργαζόμενου, έμεινε να περιμένει έξω από την πόρτα μαζί με άλλους, πολλούς, όσοι οι ασθενείς τόσοι και οι συνοδοί, ή μάλλον περισσότεροι οι συνοδοί. Νοσοκομείο ήταν αυτό ή κέντρο διερχομένων; Αστεία του φάνηκε η ταμπέλα με την ένδειξη «παρακαλώ ησυχία». Περίμενε μέχρι τις 14:20, τρεις ώρες όρθιος, πρήστηκαν τα πόδια του. Τότε βγήκε ένας γιατρός, φώναξε το όνομα της ασθενούς, ανακουφίστηκε ο Μεγάλος ότι τελείωναν, βούλιαξε αμέσως μετά, γιατί ο τσαλακωμένος γιατρός ήθελε το ιστορικό της κυρίας. «Να φωνάξω τον γιο της», είπε –είχε γίνει το παιδί για όλα τα θελήματα. Ο γιος εμφανίστηκε ως δια μαγείας. Τελικά μάλλον τον παρακολουθούσαν.
Karel Myslbek (1874–1915), In Hospital (1910), oil, 154 x 128 cm, Národní galerie v Praze,
Prague, The Czech Republic. Wikimedia
Commons.
Η εισαγωγή στην ορθοπεδική κλινική έγινε στις 18:10. Στο μεταξύ, η συγκέντρωση των ούρων στα νεφρά πίεζε την ευγενή ουροδόχο κίστη του…, χρειαζόταν επειγόντως τουαλέτα. Αλλά πώς να πάει εκεί που πήγαιναν και οι άλλοι; Όχι εκείνοι με τα κολλαρισμένα πουκάμισα και τα μοντέρνα μανικετόκουμπα, τα μπλε κουστούμια, τα καλοσιδερωμένα παντελόνια, οι άνθρωποι ντε με τις στολές, αλλά οι άλλοι. Ξέρετε…, οι Άλλοι. Πώς να πάει σε τουαλέτες που δεν είχαν πόμολα και δεν κλείδωναν; Που στη θέση της κλειδαριάς έχασκαν κενές τρύπες; Που η μυρωδιά τρυπούσε την ευαίσθητη μύτη του; Πήγε, αναγκαστικά πήγε, τι να κάνει, στενή η τουαλέτα, σπασμένα πλακάκια, κίτρινες λεκάνες, ξεκούμπωσε το φερμουάρ και περίμενε να… Τίποτε. Προσπάθησε αλλά… δεν… Όσο κι αν ένιωθε την πίεση, δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Γιατί φοβόταν πως κάποιος βιαστικός θα άνοιγε απότομα την πόρτα, χωρίς να χτυπήσει διακριτικά, η πόρτα θα χτυπούσε το όρθιο κορμί του και θα τον έριχνε στον τοίχο πάνω από το καζανάκι που έτρεχε συνεχώς. Τι σπατάλη… Γιατί δεν το φτιάχνουν; Τέλος πάντων, έπρεπε να συγκεντρωθεί, για να ουρήσει, αλλιώς θα έσκαγε. Ανακάλεσε στη μνήμη του εκείνο το ωραίο ταξίδι στους καταρράκτες του Νιαγάρα και συγκεντρώθηκε στην ορμή των νερών του. Ουφ…, τα κατάφερε. Ξελάφρωσε.
Janet Hill, The Kidnapping of Edward Pink. Part Nineteen.
Πώς δεν τον αναγνώρισε κανείς στο νοσοκομείο; Έμενε με την απορία. Γιατί πρόσωπο, παράστημα, βάδισμα, οι αβροί του τρόποι, όλα ήταν γνωστά –τόσες φωτογραφίες πια, τόσες γιγαντοαφίσες, αφιερώματα, διαγγέλματα προς τον λαό, περιοδείες, προεκλογικές εμφανίσεις, ε πια όλοι τον γνώριζαν… Όμως το ντύσιμό του, αυτό για το οποίο τόσοι στυλίστες είχαν δουλέψεις μέχρι να βρουν το σωστό για κάθε περίσταση –ως και για τις αναβάσεις του στα βουνά με αγωνιστική μηχανή-, το ντύσιμο ήταν αλλιώτικο και μπέρδευε τον κόσμο. Κάποιοι τον κοιτούσαν κι έλεγαν: «βρε πώς του μοιάζει…» αλλά κανείς δεν είπε: «καλέ, ο πρωθυπουργός». Άσε που όταν εκείνος πλησίασε μια κυριούλα και της ψιθύρισε στο αυτί: «είμαι ο πρωθυπουργός, καλέστε την αστυνομία», εκείνη απομακρύνθηκε φοβισμένη από τον «τρελό», έτσι τον αποκάλεσε και έτσι το διέδωσε. Κάποιοι γέλασαν κοροϊδευτικά… Δυο φώναξαν (όσο επιτρεπόταν μέσα στο νοσοκομείο): «Να ’τος, να ’τος ο πρωθυπουργός…». Το επανέλαβαν δυο τρεις φορές ρυθμικά μέχρι που ξέσπασαν σε γέλια.
Επιτέλους, έγινε η εισαγωγή της κυρίας. «Δωμάτιο 114», σφύριξε στο αυτί του η προϊσταμένη και άφησε μπροστά του το φορείο. Αυτός θα την πήγαινε; «Συγνώμη, δεν έχετε προσωπικό;» Η προϊσταμένη τον κοίταξε εκνευρισμένη: «Τα παράπονά σας στον…», και άφησε υπονοούμενο. Έσπρωξε το φορείο –τουλάχιστον να λάδωναν τις ρόδες να κυλά πιο εύκολα… Μπήκε στο δωμάτιο, πώς να τη μεταφέρει από το φορείο στο κρεβάτι; Τον βοήθησε ένας νέος, συνοδός της μάνας του στο διπλανό κρεβάτι. Του έδειξε πώς να πιάσει το σεντόνι του φορείου (και αυτουνού κάποιος άλλος το είχε δείξει) και…, 1, 2, 3, ώπα… «Μαξιλάρια και κουβέρτες εκεί μέσα θα βρεις. Αλλά καλό είναι να φέρετε δικά σας, από το σπίτι σας».
Paul
Nash (1892–1946), Swanage (c 1936),
graphite, watercolour and photographs, black and white, on paper, 40 x 58.1 cm,
The Tate Gallery (Purchased 1973), London. © The Tate Gallery and Photographic
Rights © Tate (2016)
Έριξε μια ματιά γύρω του. Σπασμένοι σωλήνες, σκουριασμένες ντουλάπες, σπασμένοι καθρέφτες πάνω από τους νιπτήρες –για να μην τραυματιστεί κανείς, ή να μην σκεφτεί να αυτοκτονήσει, οι εργαζόμενοι είχαν κολλήσει λευκοπλάστες –«ο τραυματισμένος καθρέφτης νοσηλεύεται», σκέφτηκε. Όσο για την καθαριότητα…, Σαββατοκύριακο με εφημερία; Άστα. «Ας όψεται ο… που έκανε οικονομία στις καθαρίστριες…». Συνοδός ασθενή ο πρώην κολλαρισμένος και κολλαριστός.
Vincent
van Gogh (1853–1890), Dormitory in the
Hospital in Arles (1889), oil on canvas, 74 x 92 cm, Private collection. Wikimedia
Commons.
Το
προσωπικό πηγαινοερχόταν ασταμάτητα, είχαν στα πόδια τους και τους συγγενείς
των ασθενών, ο καθένας προσπαθούσε να προλάβει ένα γιατρό για να ρωτήσει για
τον δικό του. Το προσωπικό ευχαρίστως θα έδιωχναν όλους αυτούς, να ησυχάσει το
νοσοκομείο, να κάνουν κι αυτοί τη δουλειά τους με λιγότερο εκνευρισμό, αλλά
πώς; Πώς να περιποιηθούν όλους αυτούς που όλο και κάποια ανάγκη είχαν; Άλλος
λίγο νερό, άλλον να τον ταΐσουν, τον παραπέρα να του αλλάξουν την πάνα… Ούρα,
κόπρανα, αίματα, φάρμακα, φαγητά, οι μυρωδιές όλες μαζί κι ανακατεμένες. Η
ευαίσθητη μύτη του πρωθυπουργού μας διαμαρτυρήθηκε, αναγούλιασε. Μασχάλες
έζεχναν, πόδια ξεσκέπαστα με νύχια τόσο μεγάλα που γυρνούσαν προς τα μέσα,
ξεγυμνωμένα σώματα, ξεπετσιασμένα στήθη, μια γριά του ζήτησε να σκεπάσει τη
γύμνια της… Πόσες εικόνες να αντέξει κανείς; Πόσο πόνο από τους ανθρώπους και
για τους ανθρώπους; Πόση αϋπνία και πόνο στη μέση από τη μία καρέκλα που μοιράζονταν
δυο συνοδοί; Οι ώρες τη νύχτα στα νοσοκομεία δεν περνούν.
Το πρωί βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα. Σωριάστηκε στο κατώφλι μιας πολυκατοικίας λίγο πιο πέρα από το νοσοκομείο, δίπλα από έναν κάδο γεμάτο με σακούλες σκουπιδιών, ανοιχτό, βρώμικο, γύρω τριγύρω άλλες σακούλες, κάποιες τρυπημένες από τα αδέσποτα ή τους άστεγους. Έμεινε εκεί ανήμπορος να αντιδράσει, να προχωρήσει, να το σκάσει, να φωνάξει ποιος είναι, να γλυτώσει. Ως δια μαγείας το μαρτύριο του λύθηκε. Μπροστά του στρίγγλισαν φρένα από λιμουζίνες, περιπολικά, δημοσιογραφικά συνεργεία. Άτομα της προσωπικής του φρουράς τον περικύκλωσαν, διακριτικά έφεραν το χέρι στη μύτη τους, για να προστατευτούν από τη μυρωδιά του. Η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες τον είχε επιτέλους εντοπίσει, έτσι είπαν. Τρίχες. Γιατί ήταν οι ίδιοι οι «απαγωγείς» που είχαν ενημερώσει για το πού βρισκόταν ο πρωθυπουργός. Θεώρησαν πως δεν χρειαζόταν να μείνει άλλο μαζί τους, ότι είχαν επιτελέσει το έργο τους με την απαγωγή: να βγάλουν τον πρωθυπουργό από το θερμοκήπιό του και τον φέρουν στην πραγματική ζωή. Ότι τώρα, δεν μπορεί, θα άλλαζαν πολλά, η ματιά του προέδρου θα έπεφτε πιο ουσιαστικά πάνω στους αγρότες και τη γη, οι ανισότητες τουλάχιστον θα περιορίζονταν –δεν ήταν αιθεροβάμονες οι απαγωγείς να πιστεύουν πως θα εξαλείφονταν τελείως-, οι άνθρωποι θα ένιωθαν την προστασία του κράτους και όχι απειλημένοι από αυτό, θα έπαυαν να νιώθουν υπήκοοι και θα γίνονταν πολίτες στο κράτος τους... Μπορεί πάλι έτσι απλώς να νόμιζαν. Έπρεπε να περιμένουν για να δουν.
Caspar David Friedrich (1774–1840), Tree of Crows (c 1822), oil on canvas,
59 x 73 cm, Musée du Louvre, Paris. Wikimedia
Commons.
Πόσες
μέρες;
Δήμητρα Μήττα
Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του εξαμηνιαίου
περιοδικού λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής Θευθ. Οι δύο όψεις της γραφής. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ρώμη (Ιούνιος 2024)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου