Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

Άλφρεντ Τέννυσον, «Η Δεσποσύνη του Σαλότ». Alfred Tennyson, "The Lady of Shalott"

Edward Reginald Frampton (1870-1923), Elaine, the Lady of Shallott (1920), oil on canvas, 63.5 × 38 cm, location not known. Wikimedia Commons.


Μέρος Ι


Στου ποταμού κάθε πλευρά

απλώνονται αγροί με σιτηρά,

που ντύνουνε τον κάμπο ως τον ορίζοντα

κι ο δρόμος μέσ’ απ’ τον αγρό τραβά

για το πολύπυργο το Καμελότ

κι ο κόσμος πάνω-κάτω τριγυρνά,

τα κρίνα που ανθίζουνε κοιτά

γύρω από μια νήσο, κάτω εκειδά,

τη νήσο του Σαλότ.

 

Ιτιές λευκαίνουν, λεύκες φρικιούν,

αύρες ανάλαφρες σκιάζουν και ριγούν

μέσ’ από τον αέναο τον ρουν

του ποταμού που τα νερά του αργοκυλούν

πλάι στο νησί κατά το Καμελότ.

Τέσσερις τοίχοι σκυθρωποί, τέσσερις πύργοι σκυθρωποί,

δεσπόζουν σε μια περιοχή λουλουδιαστή,

και το πνιγμένο στη σιωπή νησί

έχει αγκαλιά τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Στην ακροποταμιά, με πέπλο τις ιτιές,

σέρνουν τις φορτηγίδες που γλιστρούν βαριές

άλογα αργοκίνητα – κι οι φελούκες ταπεινές

με τις φτερούγες τις μεταξωτές

ξαφρίζουν το νερό, γοργοπετούν κατά το Καμελότ:

Μα ποιός την είδε χέρι να κινεί;

Ή στο παράθυρο στητή;

Ή μήπως είν’ γνωστή σ’ όλη την περιοχή,

η Δεσποσύνη του Σαλότ;

 

Μονάχα κάτι θεριστές οπού θερίζουνε σκυφτοί

μες στον αθέρα των σταχυών απ’ την αυγή,

ακούν ένα τραγούδι που χαρούμενα αντηχεί

από του ποταμού τη φιδωτή ροή

κατά το πυργωμένο Καμελότ:

Και με το φεγγαρόφωτο, αποκαμωμένος πια

να υψώνει θυμωνιές σε αιθέρια υψίπεδα,

ακούει ο θεριστής, και λέει ψιθυριστά:

«Είν’ η νεράιδα, η Δεσποσύνη του Σαλότ.»

 

Μέρος ΙΙ

John William Waterhouse (1849–1917), “I am Half Sick of Shadowssaid the Lady of Shalott (1915), oil on canvas, 100 x 74 cm, Art Gallery of Ontario, Toronto, Canada. Wikimedia Commons.


Να την που υφαίνει νύχτα-μέρα με τον αργαλειό

με χαρωπά χρώματα δίχτυ μαγικό.

Μια μέρα ακούει μήνυμα ψιθυριστό,

κατάρα, λέει, την ακολουθεί αν μείνει εδώ

να βλέπει από ψηλά το Καμελότ.

Ποιά να ‘ναι η κατάρα, δε γνωρίζει,

κι έτσι το πλέξιμό της συνεχίζει.

Άλλο δεν έχει να φροντίζει

η Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Κι απ’ τον καθρέφτη που σ’ αυτήν μπροστά

κρέμεται όλη τη χρονιά, με μία δρασκελιά

του κόσμου βγαίνουν τα φαντάσματα.

Βλέπει εκεί μπροστά τη δημοσιά

που φιδοσέρνεται κατά το Καμελότ:

Εκεί, του ποταμού οι δίνες στροβιλίζονται.

Εκεί οι κακότροποι χωριάτες συνωστίζονται,

κι εκεί οι άλικες φούστες των πωλητριών λικνίζονται,

όπως περνούν μπροστά από το Σαλότ.

 

Καμιά φορά ένα σμάρι δεσποινάρια όλο ξενιασιά,

ένας ηγούμενος μ’ ανάλαφρη περπατησιά,

καμιά φορά ένα βοσκόπουλο μ’ ολόσγουρα μαλλιά,

ή μακρυμάλλης γόνος ευγενών με ρούχα βυσσινιά,

τραβούν κατά το πυργωμένο Καμελότ.

Και μερικές φορές μέσ’ από τον καθρέφτη τον γλαυκό

οι ιππότες φτάνουν έφιπποι δυο-δυο:

Δεν έχει εκείν’ ιππότη αφοσιωμένο, αληθινό,

η Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Μ’ ακόμη μες το δίχτυ της είναι σαγηνεμένη

τα καθρεφτίσματα τα μαγικά να υφαίνει,

γιατί συχνά στης νύχτας τη σιωπή συνέβη να διαβαίνει

μια νεκρική πομπή, με φώτα και λοφία στολισμένη

και να τραβά με μουσικές κατά το Καμελότ.

Ή πάλι, όταν το φεγγάρι ήταν ψηλά,

κι ήρθαν δυο νιοί και νιόπαντροι εραστές σιμά –

είπε «δεν τα μπορώ πια τα φαντάσματα»

η Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Μέρος ΙΙΙ


John William Waterhouse (1849–1917), H Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλότ  (κοιτάζοντας τον Λάνσελοτ). Σπουδή. 1894. Falmath Art Gallery. Cornwal (Κορνουάλη).

 

Απ’ τη μαρκίζα του μπουντουάρ της σα σαϊτα,

ήρθε καβάλα εκείνος μέσ’ απ’ τα δεμάτια,

ο ήλιος εκθαμβωτικός ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα,

ήρθε και φλόγισε την μπρούτζινη περικνημίδα

του θαρραλέου Σερ Λανσελότ,

ιππότη με τον κόκκινο σταυρό γονατιστού

για πάντα μπρος σε μια Κυρά με την ασπίδα του,

που άστραφτε καταμεσής του κίτρινου αγρού

πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

 

Αστράψανε τα στολισμένα χαλινάρια,

όπως εκείνα τα γιομάτα άστρα κλωνάρια

που βλέπουμε κρεμάμενα στο χρυσαφένιο Γαλαξία.

Σήμαναν στα ηνία κουδουνάκια όλο ευθυμία

έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.

Κι απ’ τον οικόσημα γεμάτον τελαμώνα

κρεμόταν ασημένια σάλπιγγα που έβγαζε κορώνα.

Κάλπαζε κι ηχούσε η πανοπλία σαν καμπάνα,

πλάι στ’ απόμακρο Σαλότ.

 

Η μέρα καταγάλανη, διόλου συννεφιασμένη,

η σέλα έλαμπε πετράδια φορτωμένη,

η περικεφαλαία με το φτερό πυρακτωμένη

σαν φλόγα στα ουράνια υψωμένη,

έτσι που κατηφόριζε προς Καμελότ.

Όπως συχνά μες στην πορφύρα της νυκτός

κάτω από δέσμη αστεριών λαμπρός

μετεωρίτης με αγανό, αφήνοντας ουρά από φως,

κινείται πάνω απ’ το γαλήνιο Σαλότ.

 

Το πλατύ καθάριο μέτωπό του στη λιακάδα γυάλιζε –

πάνω σε οπλές στιλπνές το άτι του βημάτιζε,

κάτ’ απ’ το κράνος του ένας χείμαρρος ξεχείλιζε:

οι κατάμαυροι βόστρυχοί του όπως κάλπαζε,

όπως κάλπαζε κατά το Καμελότ.

Από την όχθη κι απ’ τον ποταμό

αντανακλούσε μες στο κρυσταλλένιο κάτοπτρο,

«Τραλά λαρά», πλάι στον ποταμό

τραγούδαγ’ ο Σερ Λάνσελοτ.

 

Παράτησε το δίχτυ, παρατά τον αργαλειό,

έκανε τρία βήματα μες στο δωμάτιο,

είδε το που άνθιζε το νούφαρο,

είδε την περικεφαλαία με το φτερό,

κοίταξε κάτωθι το Καμελότ.

Το δίχτυ ανέμισε διάπλατα στον αγέρα –

ράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα –

βγάζει κραυγή «Έπεσε πάνω μου η κατάρα»

η Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Μέρος ΙV

 

Του λεβάντε η μάνητα που σύριζε,

τα χλωμά κίτρινα δέντρα λύγιζε.

Το φαρδύ ρέμα στις όχθες του κλαυθμήριζε,

μολύβι ο ουρανός χείμαρρους άδειαζε

πάνω στο πυργωμένο Καμελότ.

Κατέβηκε, βρήκε μια βάρκα λικνιστή,

κάτω από μιαν ιτιά να ‘χει αφεθεί,

και στην πλώρη γύρω γράφει τούτη τη γραφή:

Η Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Κάτω στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση

σαν κάποιο θαρραλέο μάντη σ’ έκσταση,

που βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση –

παγερή, ανέκφραστη

κοίταξε το Κάμελοτ.

Και στης μέρας το τελείωμα

έλυσε το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα.

Την πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά,

τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Κείτονταν, ντυμένη το λευκό χιονάτο φόρεμά της

που ανέμιζε ανάλαφρα δεξιά κι αριστερά της.

Πέφταν’ απαλά τα φύλλα πάνωθέ της.

Καταμεσής της τύρβης της νυχτιάτικης

έπλεε προς το Καμελότ.

Κι όπως έσχιζε η πλώρη τα νερά με ελιγμούς

ανάμεσα από λόφους με ιτιές κι αγρούς,

το τελευταίο να τραγουδά τραγούδι της ν’ ακούς,

τη Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Μια θρηνωδία άκουσε να άδεται σεπτά,

τη μια στεντόρεια, την άλλη σιγανά,

ωσότου πάγωσε το αίμα της σιγά-σιγά,

σκοτείνιασαν τα μάτια της τελειωτικά,

στραμμένα προς το Καμελότ.

Γιατί προτού τη φέρει η φουσκονεριά

σιμά στο πρώτο σπιτικό στην ακροποταμιά,

με το τραγούδι της στα χείλη ξεψυχά

η Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Κάτω απ’ τον πύργο και το μπαλκόνι,

ξυστά στον τοίχο που κήπους ζώνει,

μορφή που αχνολάμπει, εκείνη αργοκυλά,

με του θανάτου τη χλομάδα και κάστρα γύρω της ψηλά,

σιωπηλά κατά το Καμελότ.

Ήρθαν στην όχθη η αρχόντισσα κι ο κύριός της,

ο απλός χωριάτης κι ο ιππότης,

και στην πλώρη διάβασαν τ’ όνομα το δικό της,

η Δεσποσύνη του Σαλότ.

 

Ποιά είν’ αυτή; και τι συμβαίνει εδώ;

Κι ευθύς στο κοντινό παλάτι το κατάφωτο

χαλάει το γλέντι το βασιλικό –

και φοβισμένοι κάνουν το σταυρό,

οι ιππότες όλοι τους στο Καμελότ:

Μ’ ανοίγει λίγο δρόμο ο Λανσελότ,

και λέει, «ωραία θωριά –

ελεήμων ο Θεός της χάρισε ομορφιά,

της Δεσποσύνης του Σαλότ».

John William Waterhouse (1849–1917), The Lady of Shalott (1888), oil on canvas, 153 x 200 cm, Tate Britain, London. Wikimedia Commons.

Πηγή: Alfred Tennyson, 12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Διώνη, Αθήνα – σε μετάφραση Παντελή Ανδρικόπουλου - https://tetradia.blogspot.com/2016/06/alfred-tennyson-lady-of-shalott-II-H-Desposyni-tou-Salot.html

The Lady of Shalott

William Holman Hunt (1827–1910) & Edward Robert Hughes (1851–1914), The Lady of Shalott (1905), oil on canvas, 188.3 x 146.3 cm, Wadsworth Atheneum, Hartford, CT. Wikimedia Commons.


PART I

 

ON either side the river lie           

Long fields of barley and of rye,  

That clothe the wold and meet the sky; 

And thro' the field the road runs by      

          To many-tower'd Camelot;          5

And up and down the people go,    

Gazing where the lilies blow           

Round an island there below,         

          The island of Shalott.        

 

Willows whiten, aspens quiver,          10

Little breezes dusk and shiver      

Thro' the wave that runs for ever           

By the island in the river   

          Flowing down to Camelot.   

Four gray walls, and four gray towers,       15

Overlook a space of flowers,         

And the silent isle imbowers          

          The Lady of Shalott.          

 

By the margin, willow-veil'd,          

Slide the heavy barges trail'd         20

By slow horses; and unhail'd          

The shallop flitteth silken-sail'd  

          Skimming down to Camelot:           

But who hath seen her wave her hand?   

Or at the casement seen her stand?          25

Or is she known in all the land,     

          The Lady of Shalott?         

 

Only reapers, reaping early

In among the bearded barley,       

Hear a song that echoes cheerly     30

From the river winding clearly,     

          Down to tower'd Camelot: 

And by the moon the reaper weary,         

Piling sheaves in uplands airy,        

Listening, whispers ''Tis the fairy   35

          Lady of Shalott.'    

 

PART II

Sidney Harold Meteyard (1868 –1947), “I am Half Sick of Shadows” said the Lady of Shalott (1913). Oil on canvas, 30 x 45 inches. Private Collection, Europe.


There she weaves by night and day         

A magic web with colours gay.      

She has heard a whisper say,        

A curse is on her if she stay            40

          To look down to Camelot.   

She knows not what the curse may be,   

And so she weaveth steadily,        

And little other care hath she,     

          The Lady of Shalott.             45

 

And moving thro' a mirror clear   

That hangs before her all the year,        

Shadows of the world appear.       

There she sees the highway near 

          Winding down to Camelot:    50

There the river eddy whirls,          

And there the surly village-churls,           

And the red cloaks of market girls,         

          Pass onward from Shalott.

 

Sometimes a troop of damsels glad,           55

An abbot on an ambling pad,         

Sometimes a curly shepherd-lad,  

Or long-hair'd page in crimson clad,        

          Goes by to tower'd Camelot;        

And sometimes thro' the mirror blue         60

The knights come riding two and two:     

She hath no loyal knight and true,           

          The Lady of Shalott.          

 

But in her web she still delights   

To weave the mirror's magic sights,           65

For often thro' the silent nights  

A funeral, with plumes and lights,

          And music, went to Camelot:         

Or when the moon was overhead, 

Came two young lovers lately wed;              70

'I am half sick of shadows,' said 

          The Lady of Shalott.          

 

PART III

 

A bow-shot from her bower-eaves,          

He rode between the barley-sheaves,      

The sun came dazzling thro' the leaves,    75

And flamed upon the brazen greaves      

          Of bold Sir Lancelot.         

A red-cross knight for ever kneel'd        

To a lady in his shield,        

That sparkled on the yellow field,   80

          Beside remote Shalott.      

 

The gemmy bridle glitter'd free, 

Like to some branch of stars we see       

Hung in the golden Galaxy.

The bridle bells rang merrily            85

          As he rode down to Camelot:        

And from his blazon'd baldric slung        

A mighty silver bugle hung,

And as he rode his armour rung,  

          Beside remote Shalott.         90

 

All in the blue unclouded weather

Thick-jewell'd shone the saddle-leather,

The helmet and the helmet-feather        

Burn'd like one burning flame together,  

          As he rode down to Camelot.           95

As often thro' the purple night,   

Below the starry clusters bright, 

Some bearded meteor, trailing light,       

          Moves over still Shalott.    

 

His broad clear brow in sunlight glow'd;  100

On burnish'd hooves his war-horse trode;          

From underneath his helmet flow'd         

His coal-black curls as on he rode,           

          As he rode down to Camelot.        

From the bank and from the river            105

He flash'd into the crystal mirror,          

'Tirra lirra,' by the river   

          Sang Sir Lancelot.   

 

She left the web, she left the loom,       

She made three paces thro' the room,    110

She saw the water-lily bloom,       

She saw the helmet and the plume,         

          She look'd down to Camelot.         

Out flew the web and floated wide;        

The mirror crack'd from side to side;     115

'The curse is come upon me!' cried          

          The Lady of Shalott.          

 

PART IV

 

In the stormy east-wind straining,           

The pale yellow woods were waning,         

The broad stream in his banks complaining,        120

Heavily the low sky raining

          Over tower'd Camelot;       

 

Down she came and found a boat 

Beneath a willow left afloat,         

And round about the prow she wrote       125

          The Lady of Shalott.          

 

And down the river's dim expanse—        

Like some bold seer in a trance,   

Seeing all his own mischance—      

With a glassy countenance 130

          Did she look to Camelot.    

And at the closing of the day       

She loosed the chain, and down she lay; 

The broad stream bore her far away,     

          The Lady of Shalott.           135

 

Lying, robed in snowy white           

That loosely flew to left and right—       

The leaves upon her falling light—           

Thro' the noises of the night       

          She floated down to Camelot:       140

And as the boat-head wound along          

The willowy hills and fields among,           

They heard her singing her last song,      

          The Lady of Shalott.          

 

Heard a carol, mournful, holy,       145

Chanted loudly, chanted lowly,      

Till her blood was frozen slowly,   

And her eyes were darken'd wholly,        

          Turn'd to tower'd Camelot;          

For ere she reach'd upon the tide            150

The first house by the water-side,          

Singing in her song she died,         

          The Lady of Shalott.          

 

Under tower and balcony,  

By garden-wall and gallery, 155

A gleaming shape she floated by, 

Dead-pale between the houses high,        

          Silent into Camelot.

Out upon the wharfs they came,  

Knight and burgher, lord and dame,          160

And round the prow they read her name,           

          The Lady of Shalott.          

 

Who is this? and what is here?    

And in the lighted palace near      

Died the sound of royal cheer;      165

And they cross'd themselves for fear,   

          All the knights at Camelot:           

But Lancelot mused a little space;

He said, 'She has a lovely face;   

God in His mercy lend her grace,  170

          The Lady of Shalott.' 

John Atkinson Grimshaw (1836–1893), The Lady of Shalott (c 1875), oil on canvas, 61 x 91.4 cm, Yale Center for British Art, New Haven, CT. Wikimedia Commons.

References

Wikipedia on the Lady of Shalott.

Wikipedia on Elaine of Astolat.