Edward Reginald
Frampton (1870-1923), Elaine, the Lady of Shallott (1920), oil on
canvas, 63.5 × 38 cm, location not known. Wikimedia
Commons.
Μέρος Ι
Στου ποταμού κάθε πλευρά
απλώνονται
αγροί με σιτηρά,
που
ντύνουνε τον κάμπο ως τον ορίζοντα
κι
ο δρόμος μέσ’ απ’ τον αγρό τραβά
για
το πολύπυργο το Καμελότ
κι
ο κόσμος πάνω-κάτω τριγυρνά,
τα
κρίνα που ανθίζουνε κοιτά
γύρω
από μια νήσο, κάτω εκειδά,
τη
νήσο του Σαλότ.
Ιτιές
λευκαίνουν, λεύκες φρικιούν,
αύρες
ανάλαφρες σκιάζουν και ριγούν
μέσ’
από τον αέναο τον ρουν
του
ποταμού που τα νερά του αργοκυλούν
πλάι
στο νησί κατά το Καμελότ.
Τέσσερις
τοίχοι σκυθρωποί, τέσσερις πύργοι σκυθρωποί,
δεσπόζουν
σε μια περιοχή λουλουδιαστή,
και
το πνιγμένο στη σιωπή νησί
έχει
αγκαλιά τη Δεσποσύνη του Σαλότ.
Στην
ακροποταμιά, με πέπλο τις ιτιές,
σέρνουν
τις φορτηγίδες που γλιστρούν βαριές
άλογα
αργοκίνητα – κι οι φελούκες ταπεινές
με
τις φτερούγες τις μεταξωτές
ξαφρίζουν
το νερό, γοργοπετούν κατά το Καμελότ:
Μα
ποιός την είδε χέρι να κινεί;
Ή
στο παράθυρο στητή;
Ή
μήπως είν’ γνωστή σ’ όλη την περιοχή,
η
Δεσποσύνη του Σαλότ;
Μονάχα
κάτι θεριστές οπού θερίζουνε σκυφτοί
μες
στον αθέρα των σταχυών απ’ την αυγή,
ακούν
ένα τραγούδι που χαρούμενα αντηχεί
από
του ποταμού τη φιδωτή ροή
κατά
το πυργωμένο Καμελότ:
Και
με το φεγγαρόφωτο, αποκαμωμένος πια
να
υψώνει θυμωνιές σε αιθέρια υψίπεδα,
ακούει
ο θεριστής, και λέει ψιθυριστά:
«Είν’
η νεράιδα, η Δεσποσύνη του Σαλότ.»
Μέρος
ΙΙ
John William
Waterhouse (1849–1917), “I am Half Sick
of Shadows” said the Lady of Shalott
(1915), oil on canvas, 100 x 74 cm, Art Gallery of Ontario, Toronto, Canada. Wikimedia Commons.
Να την που υφαίνει νύχτα-μέρα με τον αργαλειό
με
χαρωπά χρώματα δίχτυ μαγικό.
Μια
μέρα ακούει μήνυμα ψιθυριστό,
κατάρα,
λέει, την ακολουθεί αν μείνει εδώ
να
βλέπει από ψηλά το Καμελότ.
Ποιά
να ‘ναι η κατάρα, δε γνωρίζει,
κι
έτσι το πλέξιμό της συνεχίζει.
Άλλο
δεν έχει να φροντίζει
η
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κι
απ’ τον καθρέφτη που σ’ αυτήν μπροστά
κρέμεται
όλη τη χρονιά, με μία δρασκελιά
του
κόσμου βγαίνουν τα φαντάσματα.
Βλέπει
εκεί μπροστά τη δημοσιά
που
φιδοσέρνεται κατά το Καμελότ:
Εκεί,
του ποταμού οι δίνες στροβιλίζονται.
Εκεί
οι κακότροποι χωριάτες συνωστίζονται,
κι
εκεί οι άλικες φούστες των πωλητριών λικνίζονται,
όπως
περνούν μπροστά από το Σαλότ.
Καμιά
φορά ένα σμάρι δεσποινάρια όλο ξενιασιά,
ένας
ηγούμενος μ’ ανάλαφρη περπατησιά,
καμιά
φορά ένα βοσκόπουλο μ’ ολόσγουρα μαλλιά,
ή
μακρυμάλλης γόνος ευγενών με ρούχα βυσσινιά,
τραβούν
κατά το πυργωμένο Καμελότ.
Και
μερικές φορές μέσ’ από τον καθρέφτη τον γλαυκό
οι
ιππότες φτάνουν έφιπποι δυο-δυο:
Δεν
έχει εκείν’ ιππότη αφοσιωμένο, αληθινό,
η
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μ’
ακόμη μες το δίχτυ της είναι σαγηνεμένη
τα
καθρεφτίσματα τα μαγικά να υφαίνει,
γιατί
συχνά στης νύχτας τη σιωπή συνέβη να διαβαίνει
μια
νεκρική πομπή, με φώτα και λοφία στολισμένη
και
να τραβά με μουσικές κατά το Καμελότ.
Ή
πάλι, όταν το φεγγάρι ήταν ψηλά,
κι
ήρθαν δυο νιοί και νιόπαντροι εραστές σιμά –
είπε
«δεν τα μπορώ πια τα φαντάσματα»
η
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μέρος
ΙΙΙ
John William Waterhouse (1849–1917), H Αρχόντισσα (Δεσποσύνη) του Σαλότ (κοιτάζοντας τον Λάνσελοτ). Σπουδή. 1894. Falmath Art Gallery. Cornwal (Κορνουάλη).
Απ’ τη μαρκίζα του μπουντουάρ της σα σαϊτα,
ήρθε
καβάλα εκείνος μέσ’ απ’ τα δεμάτια,
ο
ήλιος εκθαμβωτικός ανάμεσ’ απ’ τα φύλλα,
ήρθε
και φλόγισε την μπρούτζινη περικνημίδα
του
θαρραλέου Σερ Λανσελότ,
ιππότη
με τον κόκκινο σταυρό γονατιστού
για
πάντα μπρος σε μια Κυρά με την ασπίδα του,
που
άστραφτε καταμεσής του κίτρινου αγρού
πλάι
στ’ απόμακρο Σαλότ.
Αστράψανε
τα στολισμένα χαλινάρια,
όπως
εκείνα τα γιομάτα άστρα κλωνάρια
που
βλέπουμε κρεμάμενα στο χρυσαφένιο Γαλαξία.
Σήμαναν
στα ηνία κουδουνάκια όλο ευθυμία
έτσι
που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Κι
απ’ τον οικόσημα γεμάτον τελαμώνα
κρεμόταν
ασημένια σάλπιγγα που έβγαζε κορώνα.
Κάλπαζε
κι ηχούσε η πανοπλία σαν καμπάνα,
πλάι
στ’ απόμακρο Σαλότ.
Η
μέρα καταγάλανη, διόλου συννεφιασμένη,
η
σέλα έλαμπε πετράδια φορτωμένη,
η
περικεφαλαία με το φτερό πυρακτωμένη
σαν
φλόγα στα ουράνια υψωμένη,
έτσι
που κατηφόριζε προς Καμελότ.
Όπως
συχνά μες στην πορφύρα της νυκτός
κάτω
από δέσμη αστεριών λαμπρός
μετεωρίτης
με αγανό, αφήνοντας ουρά από φως,
κινείται
πάνω απ’ το γαλήνιο Σαλότ.
Το
πλατύ καθάριο μέτωπό του στη λιακάδα γυάλιζε –
πάνω
σε οπλές στιλπνές το άτι του βημάτιζε,
κάτ’
απ’ το κράνος του ένας χείμαρρος ξεχείλιζε:
οι
κατάμαυροι βόστρυχοί του όπως κάλπαζε,
όπως
κάλπαζε κατά το Καμελότ.
Από
την όχθη κι απ’ τον ποταμό
αντανακλούσε
μες στο κρυσταλλένιο κάτοπτρο,
«Τραλά
λαρά», πλάι στον ποταμό
τραγούδαγ’
ο Σερ Λάνσελοτ.
Παράτησε
το δίχτυ, παρατά τον αργαλειό,
έκανε
τρία βήματα μες στο δωμάτιο,
είδε
το που άνθιζε το νούφαρο,
είδε
την περικεφαλαία με το φτερό,
κοίταξε
κάτωθι το Καμελότ.
Το
δίχτυ ανέμισε διάπλατα στον αγέρα –
ράγισε
ο καθρέφτης πέρα ως πέρα –
βγάζει
κραυγή «Έπεσε πάνω μου η κατάρα»
η
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μέρος ΙV
Του
λεβάντε η μάνητα που σύριζε,
τα
χλωμά κίτρινα δέντρα λύγιζε.
Το
φαρδύ ρέμα στις όχθες του κλαυθμήριζε,
μολύβι
ο ουρανός χείμαρρους άδειαζε
πάνω
στο πυργωμένο Καμελότ.
Κατέβηκε,
βρήκε μια βάρκα λικνιστή,
κάτω
από μιαν ιτιά να ‘χει αφεθεί,
και
στην πλώρη γύρω γράφει τούτη τη γραφή:
Η
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κάτω
στου ποταμού τη σκοτεινή έκταση
σαν
κάποιο θαρραλέο μάντη σ’ έκσταση,
που
βλέπει τη δική του οικτρή κατάσταση –
παγερή,
ανέκφραστη
κοίταξε
το Κάμελοτ.
Και
στης μέρας το τελείωμα
έλυσε
το σχοινί, και ξάπλωσε κατάχαμα.
Την
πήρε το μεγάλο ρέμα πέρα μακριά,
τη
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κείτονταν,
ντυμένη το λευκό χιονάτο φόρεμά της
που
ανέμιζε ανάλαφρα δεξιά κι αριστερά της.
Πέφταν’
απαλά τα φύλλα πάνωθέ της.
Καταμεσής
της τύρβης της νυχτιάτικης
έπλεε
προς το Καμελότ.
Κι
όπως έσχιζε η πλώρη τα νερά με ελιγμούς
ανάμεσα
από λόφους με ιτιές κι αγρούς,
το
τελευταίο να τραγουδά τραγούδι της ν’ ακούς,
τη
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Μια
θρηνωδία άκουσε να άδεται σεπτά,
τη
μια στεντόρεια, την άλλη σιγανά,
ωσότου
πάγωσε το αίμα της σιγά-σιγά,
σκοτείνιασαν
τα μάτια της τελειωτικά,
στραμμένα
προς το Καμελότ.
Γιατί
προτού τη φέρει η φουσκονεριά
σιμά
στο πρώτο σπιτικό στην ακροποταμιά,
με
το τραγούδι της στα χείλη ξεψυχά
η
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Κάτω
απ’ τον πύργο και το μπαλκόνι,
ξυστά
στον τοίχο που κήπους ζώνει,
μορφή
που αχνολάμπει, εκείνη αργοκυλά,
με
του θανάτου τη χλομάδα και κάστρα γύρω της ψηλά,
σιωπηλά
κατά το Καμελότ.
Ήρθαν
στην όχθη η αρχόντισσα κι ο κύριός της,
ο
απλός χωριάτης κι ο ιππότης,
και
στην πλώρη διάβασαν τ’ όνομα το δικό της,
η
Δεσποσύνη του Σαλότ.
Ποιά
είν’ αυτή; και τι συμβαίνει εδώ;
Κι
ευθύς στο κοντινό παλάτι το κατάφωτο
χαλάει
το γλέντι το βασιλικό –
και
φοβισμένοι κάνουν το σταυρό,
οι
ιππότες όλοι τους στο Καμελότ:
Μ’
ανοίγει λίγο δρόμο ο Λανσελότ,
και
λέει, «ωραία θωριά –
ελεήμων
ο Θεός της χάρισε ομορφιά,
της Δεσποσύνης του Σαλότ».
John William
Waterhouse (1849–1917), The Lady of
Shalott (1888), oil on canvas, 153 x 200 cm, Tate Britain, London. Wikimedia Commons.
Πηγή:
Alfred Tennyson, 12 ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
Εκδόσεις Διώνη, Αθήνα – σε μετάφραση Παντελή Ανδρικόπουλου - https://tetradia.blogspot.com/2016/06/alfred-tennyson-lady-of-shalott-II-H-Desposyni-tou-Salot.html
The Lady of Shalott
William Holman Hunt
(1827–1910) & Edward Robert Hughes (1851–1914), The Lady of Shalott (1905), oil on canvas, 188.3 x 146.3 cm,
Wadsworth Atheneum, Hartford, CT. Wikimedia Commons.
PART I
ON either side the river lie
Long fields of
barley and of rye,
That clothe the
wold and meet the sky;
And thro' the field
the road runs by
To many-tower'd Camelot;
5
And up and down the
people go,
Gazing where the
lilies blow
Round an island
there below,
The island of Shalott.
Willows whiten,
aspens quiver, 10
Little breezes dusk
and shiver
Thro' the wave that
runs for ever
By the island in the
river
Flowing down to Camelot.
Four gray walls,
and four gray towers, 15
Overlook a space of
flowers,
And the silent isle
imbowers
The Lady of Shalott.
By the margin,
willow-veil'd,
Slide the heavy
barges trail'd 20
By slow horses; and
unhail'd
The shallop
flitteth silken-sail'd
Skimming down to Camelot:
But who hath seen
her wave her hand?
Or at the casement
seen her stand? 25
Or is she known in
all the land,
The Lady of Shalott?
Only reapers,
reaping early
In among the
bearded barley,
Hear a song that
echoes cheerly 30
From the river
winding clearly,
Down to tower'd Camelot:
And by the moon the
reaper weary,
Piling sheaves in
uplands airy,
Listening, whispers
''Tis the fairy 35
Lady of Shalott.'
PART II
Sidney Harold
Meteyard (1868 –1947), “I am Half Sick of
Shadows” said the Lady of Shalott
(1913). Oil on canvas, 30 x 45 inches. Private Collection, Europe.
There she weaves by
night and day
A magic web with
colours gay.
She has heard a
whisper say,
A curse is on her
if she stay 40
To look down to Camelot.
She knows not what the
curse may be,
And so she weaveth
steadily,
And little other
care hath she,
The Lady of Shalott.
45
And moving thro' a
mirror clear
That hangs before
her all the year,
Shadows of the
world appear.
There she sees the
highway near
Winding down to Camelot: 50
There the river
eddy whirls,
And there the surly
village-churls,
And the red cloaks
of market girls,
Pass onward from Shalott.
Sometimes a troop
of damsels glad, 55
An abbot on an
ambling pad,
Sometimes a curly
shepherd-lad,
Or long-hair'd page
in crimson clad,
Goes by to tower'd Camelot;
And sometimes thro'
the mirror blue 60
The knights come
riding two and two:
She hath no loyal
knight and true,
The Lady of Shalott.
But in her web she
still delights
To weave the
mirror's magic sights, 65
For often thro' the
silent nights
A funeral, with
plumes and lights,
And music, went to Camelot:
Or when the moon
was overhead,
Came two young
lovers lately wed; 70
'I am half sick of
shadows,' said
The Lady of Shalott.
PART III
A bow-shot from her bower-eaves,
He rode between the
barley-sheaves,
The sun came
dazzling thro' the leaves, 75
And flamed upon the
brazen greaves
Of bold Sir Lancelot.
A red-cross knight
for ever kneel'd
To a lady in his
shield,
That sparkled on
the yellow field, 80
Beside remote Shalott.
The gemmy bridle
glitter'd free,
Like to some branch
of stars we see
Hung in the golden
Galaxy.
The bridle bells
rang merrily 85
As he rode down to Camelot:
And from his
blazon'd baldric slung
A mighty silver
bugle hung,
And as he rode his
armour rung,
Beside remote Shalott.
90
All in the blue
unclouded weather
Thick-jewell'd
shone the saddle-leather,
The helmet and the
helmet-feather
Burn'd like one
burning flame together,
As he rode down to Camelot.
95
As often thro' the
purple night,
Below the starry
clusters bright,
Some bearded
meteor, trailing light,
Moves over still Shalott.
His broad clear
brow in sunlight glow'd; 100
On burnish'd hooves
his war-horse trode;
From underneath his
helmet flow'd
His coal-black curls
as on he rode,
As he rode down to Camelot.
From the bank and
from the river 105
He flash'd into the
crystal mirror,
'Tirra lirra,' by
the river
Sang Sir Lancelot.
She left the web,
she left the loom,
She made three paces
thro' the room, 110
She saw the
water-lily bloom,
She saw the helmet
and the plume,
She look'd down to Camelot.
Out flew the web
and floated wide;
The mirror crack'd
from side to side; 115
'The curse is come
upon me!' cried
The Lady of Shalott.
PART IV
In the stormy east-wind straining,
The pale yellow
woods were waning,
The broad stream in
his banks complaining, 120
Heavily the low sky
raining
Over tower'd Camelot;
Down she came and
found a boat
Beneath a willow
left afloat,
And round about the
prow she wrote 125
The Lady of Shalott.
And down the
river's dim expanse—
Like some bold seer
in a trance,
Seeing all his own
mischance—
With a glassy
countenance 130
Did she look to Camelot.
And at the closing
of the day
She loosed the
chain, and down she lay;
The broad stream
bore her far away,
The Lady of Shalott. 135
Lying, robed in
snowy white
That loosely flew
to left and right—
The leaves upon her
falling light—
Thro' the noises of
the night
She floated down to Camelot: 140
And as the
boat-head wound along
The willowy hills
and fields among,
They heard her
singing her last song,
The Lady of Shalott.
Heard a carol,
mournful, holy, 145
Chanted loudly,
chanted lowly,
Till her blood was
frozen slowly,
And her eyes were
darken'd wholly,
Turn'd to tower'd Camelot;
For ere she reach'd
upon the tide 150
The first house by
the water-side,
Singing in her song
she died,
The Lady of Shalott.
Under tower and
balcony,
By garden-wall and
gallery, 155
A gleaming shape
she floated by,
Dead-pale between
the houses high,
Silent into Camelot.
Out upon the wharfs
they came,
Knight and burgher,
lord and dame, 160
And round the prow
they read her name,
The Lady of Shalott.
Who is this? and
what is here?
And in the lighted
palace near
Died the sound of
royal cheer; 165
And they cross'd
themselves for fear,
All the knights at Camelot:
But Lancelot mused
a little space;
He said, 'She has a
lovely face;
God in His mercy
lend her grace, 170
The Lady of Shalott.'
John Atkinson
Grimshaw (1836–1893), The Lady of Shalott
(c 1875), oil on canvas, 61 x 91.4 cm, Yale Center for British Art, New
Haven, CT. Wikimedia Commons.
References
Wikipedia on
the Lady of Shalott.
Wikipedia on
Elaine of Astolat.