Εικ.
1. Η επιγραφή της Ελευσίνας του 4ου αι. π.Χ. Αναγράφονται ένα από τα αρχαιότερα
ευρωπαϊκά πρότυπα και οι προδιαγραφές για τη σύνθεση των μπρούντζινων
συνδέσμων, που θα έμπαιναν ανάμεσα στους σπόνδυλους των κιόνων της Φιλώνειας
Στοάς (Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας). In the museum of
Elefsis a stele of the 4th century BC is kept, discovered by D. Philios in 1894
and studied by the Professor of the University of Athens and for many years
chairman of the Administrative Council of ELOT G. Varoufakis. “ Its text refers
to a decree concerning the manufacture of bronze fittings known as “empolia”
and “poloi” to be used for the assembly of the column drums (as shown in this
picture) and the erection of the Philonian Stoa, named after the architect
Philon, a portico in front of the much older building, the Telestirion. The
decree comprises strict technical specifications, and, therefore, constitutes
one of the oldest European standards. It is worth noting the part of the decree
concerning the chemical composition of bronze fittings: “…He (the contractor)
will use copper from Marion, the alloy being made of twelve parts, eleven of
copper to one of tin …” It should be noted that chemical composition is
expressed on the basis of the Babylonian arithmetical system, since the number
12 is a sub-multiple of 60. Regarding the origin of the copper alloy, i.e. the
bronze, the latter should be imported from Marion of Cyprus, a very important
commercial and metallurgical centre at that remote time. Ostensibly the
inspector was directed to apply an empirical procedure of quality control, in
order to check whether the bronze composition was in conformity with the
requirements of the said specifications. We must bear in mind that according to
another inscription referring to the Anthemion of Goddess Athina at the
Parthenon (420 B.C.), the price of
copper was 35 drachmas per talent (a talent was equal to about 25 kg), while
the price of tin was 230 drs per talent, i.e. over 6.5 times higher than that
of copper. The supplier would therefore be tempted to cast a cheaper and
consequently poorer in tin and thus more profitable copper- tin alloy, if he
knew that no control existed. It was for this reason that the required quality
was so precisely dictated and a system of quality control should have put in
place. Had control been relaxed, the contractor stood to make an illegal
profit. Based on the number of columns, the number of drums per column, the
exact sizes given by the inscription and the density of the copper alloy to be
used, I calculated that the total mass of the ordered alloy was 3300 kg. Had
the contractor been allowed to cheat, he would have made an illegitimate profit
of between 500 and more than 700 drachmas; sums very high for the time
rendering quality control indispensable. ” This study leads to the conclusion
that the Elefsis stele is the oldest European Standard.
Το
1863 ο Δ. Φίλιος ανακάλυψε στην Ελευσίνα την ενεπίγραφη στήλη του 4ου αιώνα
π.Χ. (εικ. 1). Η μελέτη του κειμένου της από τον γράφοντα οδήγησε σε ένα πολύ
ενδιαφέρον συμπέρασμα:
Εικ.
2. Η Φιλώνεια Στοά, ένα ωραίο κτίσμα του 4ου αι. π.Χ. χτισμένο μπροστά στο
παλαιότερο, το Τελεστήριο της Ελευσίνας (μακέτα Ιωάν. Τραυλού. Αρχαιολογικό
Μουσείο Ελευσίνας).
Η
εν λόγω επιγραφή αποτελεί το αρχαιότερο πρότυπο με αυστηρές προδιαγραφές για
την κατασκευή των μπρούντζινων πόλων και εμπολίων, που θα συνέδεαν τους
σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς, ενός πανέμορφου κτίσματος, το οποίο
θα αναγειρόταν μπροστά από έναν αρχαιότερο ναό, το γνωστό Τελεστήριο της Ελευσίνας
(εικ. 2).
Εικ.
3. Ομοίωμα πόλων (β) και εμπολίων (α) ανάμεσα σε δύο σπονδύλους.
Οι
προδιαγραφές αφορούσαν στη χημική σύνθεση και στην κατασκευή των πόλων και
εμπολίων (εικ. 3) και ιδιαίτερα εκείνη των πόλων. Σε κάποιο σημείο, η επιγραφή
αναφέρει τα ακόλουθα ενδιαφέροντα:
«Τους
δε πόλους τορνεύση κατά το παράδειγμα…». Δηλαδή, να διαμορφώσει στον τόρνο
σκληρό μπρούντζο προς τους κυλινδρικούς πόλους (β) σύμφωνα προς ένα ορισμένο
δείγμα.
Το
πιο σημαντικό όμως είναι η αναφορά στην προέλευση της πρώτης ύλης και τη
σύνθεσή της: «χαλκού δε εργάσεται Μαριέως, κεκραμένου την δωδεκάτην, τα ένδεκα
μέρη χαλκού, το δε δωδέκατον καττιτέρου».
Σε
ελεύθερη απόδοση σήμαινε: «ο χαλκός θα έπρεπε να παραχθεί στο Μάριον της Κύπρου
(μεγάλο εμπορικό και μεταλλουργικό κέντρο της αρχαιότητας) και στα δώδεκα μέρη
να περιέχει έντεκα χαλκό και το ένα δωδέκατο κασσίτερο». Δηλαδή, 8,33% με
8,50%.
Στο
σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι αρχαίοι, όταν αναφέρονταν στο χαλκό,
εννοούσαν το μέταλλο αυτό, αλλά και το κρατέρωμα (κ. μπρούντζο), δηλαδή το
κράμα χαλκού και κασσιτέρου. Το ίδιο ισχύει και για το σίδηρο. Εννοούσαν τον
μαλακό σίδηρο, αλλά και τον σκληρό χάλυβα, δηλαδή το κράμα σιδήρου και μιας
ανθρακούχου ένωσης σιδήρου-άνθρακα (με τη μορφή του σεμεντίτη, Fe3C).
Η
μελέτη του κειμένου της επιγραφής οδήγησε στο συγκλονιστικό συμπέρασμα ότι οι
αρχαίοι Έλληνες εφήρμοζαν πρότυπα με αυστηρές προδιαγραφές σε κάθε περίπτωση.
Που σημαίνει ότι θα υπήρχε οπωσδήποτε και έλεγχος ποιότητας. Διαφορετικά, οι
προδιαγραφές της επιγραφής (όπως φυσικά και άλλων προδιαγραφών) δεν θα είχαν
καμιά αξία και ο κίνδυνος νοθείας θα ήταν μεγάλος.
Στο
σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί ότι η τιμή του χαλκού ήταν 35 δραχμές
το τάλαντο, ενώ του κασσιτέρου 230 δραχμές, δηλαδή 7 φορές υψηλότερη. Με βάση
τον αριθμό των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς, τον αριθμό των σπονδύλων, των
διαστάσεων των εμπολίων και πόλων, που δίνει με ακρίβεια η επιγραφή, ο
ερευνητής διαπίστωσε ότι η μάζα τους θα ξεπερνούσε τους 3.300 τόνους. Μπορεί η
περιεκτικότητα του κασσιτέρου να ήταν 8,33%, η μάζα όμως του χρησιμοποιηθέντος
μετάλλου αυτού θα αντιπροσώπευε το 37% της συνολικής αξίας του κράματος, αφού,
όπως ελέχθη, η τιμή του ήταν 7 φορές μεγαλύτερη του χαλκού.
Όλα
αυτά ενισχύουν την άποψη ότι οπωσδήποτε θα υπήρχε ένας εμπειρικός τρόπος
ελέγχου ποιότητας. Ένας από τους πιθανούς τρόπους θα ήταν η σύγκριση ανάμεσα
στο χρώμα του έτοιμου κράματος και μιας σειράς προτύπων δειγμάτων. Ο ίδιος ο
ερευνητής της παρούσας εργασίας χύτευσε μια σειρά δειγμάτων κρατερώματος
(μπρούντζου) που διέφεραν κατά 2% σε κασσίτερο. Έχοντας λοιπόν τη σειρά αυτή,
συνέκρινε ένα άγνωστο δοκίμιο με τα πρότυπα της τελευταίας και πράγματι η
σύγκριση ήταν επιτυχής. Να σημειωθεί ότι, αν υπήρχε νοθεία, αυτή δεν θα ήταν
της τάξεως του 1-2% (που θα οφειλόταν στη διαδικασία του χυτηρίου), αλλά πάνω
από 3-4%.
Ενδιαφέρον,
τέλος, αποτελεί και το γεγονός ότι στις δύο τελευταίες σειρές της επιγραφής
αναφέρεται το όνομα του αναδόχου του έργου και, το πιο σημαντικό, το όνομα του
εγγυητή που θα παρακολουθούσε την όλη διαδικασία της κατασκευής, αλλά και η
καταβολή της εγγύησης για την καλή εκτέλεση της παραγγελίας.
Η
πολύχρονη έρευνα του παρόντος ερευνητή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην
αρχαιότητα υπήρχε έλεγχος ποιότητας όχι μόνο στα μέταλλα, αλλά και όλων των
παραγόμενων και διατιθέμενων στην αγορά προϊόντων. Παράδειγμα αποτελεί ο οίνος,
τον οποίο έπιναν στα συμπόσια κεκραμένον. Στο εμπόριο όμως έπρεπε να είναι
άκρατος και σύμφωνα με το νόμο του «ύδατος της παραχύσεως» το πρόστιμο που θα
κατέβαλλε ο έμπορος σε μια τέτοια νοθεία ήταν πολύ μεγάλο.
Τέλος,
αξίζει να αναφερθεί ο έλεγχος της γνησιότητας των αθηναϊκών νομισμάτων, ο
οποίος επίσης θα μπορούσε να ενταχθεί στον έλεγχο ποιότητάς τους.
Εικ.
4. Ενεπίγραφη στήλη από τη Στοά του Αττάλου. Αναφέρεται στον αθηναϊκό νόμο του
375 π.Χ. για τον έλεγχο ποιότητας των αργυρών αττικών νομισμάτων.
Η
εικονιζόμενη ενεπίγραφη στήλη του 375 π.Χ. βρέθηκε στη Στοά του Αττάλου και
αναφέρεται στον έλεγχο ποιότητας των αθηναϊκών νομισμάτων από ειδικευμένους
κρατικούς ελεγκτές.
Εικ.
5. Αθηναϊκό νόμισμα καθαρού αργύρου του 5ου αι. π.Χ. (Νομισματικό Μουσείο
Αθηνών).
Εικ.
6. Κίβδηλο αθηναϊκό νόμισμα του 6ου αι. π.Χ. Ήταν επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα,
το οποίο χαράχτηκε ως κίβδηλο από τον αρχαίο δοκιμαστή (Νομισματικό Μουσείο
Αθηνών).
Στην
εικόνα 5 παρουσιάζεται ένα γνήσιο αθηναϊκό νόμισμα του 5ου αι. π.Χ., ενώ στην
εικόνα 6 ένα κίβδηλο νόμισμα του 6ου αι. π.Χ., χαραγμένο πέρα για πέρα. Να
σημειωθεί ότι όλα τα κίβδηλα νομίσματα, μετά τη χάραξή τους, αφιερώνονταν στο
ιερό της Μητέρας των θεών, την Κυβέλη.
Πώς
θα γινόταν ο έλεγχος των νομισμάτων
Εικ.
7. Μικρός φορητός ζυγός χρησιμοποιούμενος την εποχή της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας για τον έλεγχο της γνησιότητας των αργυρών νομισμάτων.
Ένας
πρακτικός τρόπος ελέγχου θα μπορούσε να γίνει με τη χρήση ενός φορητού ζυγού,
όπως αυτού της εικόνας 7. Βέβαια, ο εικονιζόμενος ζυγός δεν είναι αρχαίος αλλά
ανήκει στην οθωμανική περίοδο. Ωστόσο ο παρών ερευνητής υποστηρίζει ότι κάποιος
παρόμοιος ζυγός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στην αρχαιότητα.
Όπως
δείχνει η εικόνα 7, στο ένα τμήμα της ήταν ενσωματωμένα αντίβαρα, ενώ στο άλλο
υπάρχουν υποδοχές για τα υπό εξέταση νομίσματα, ορισμένης διαμέτρου και
ορισμένου βάθους. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν:
α)
Να ελέγχουν τις διαστάσεις και τη μάζα του νομίσματος.
β)
Εάν η μάζα του νομίσματος ισορροπούσε, τότε το νόμισμα θα χαρακτηριζόταν ως
γνήσιο.
γ)
Εάν το υπό εξέταση νόμισμα ήταν ελαφρύτερο, γιατί θα ήταν επαργυρωμένο χάλκινο
νόμισμα ή βαρύτερο στην περίπτωση που θα ήταν επαργυρωμένο μολύβδινο. Τότε θα
έπρεπε να θεωρηθεί κίβδηλο. Στην περίπτωση αυτή, ο δοκιμαστής το χάραζε πέρα
για πέρα (εικ. 6), για να το αχρηστέψει και στη συνέχεια θα προχωρούσε στην
κατάσχεσή του.
Πέραν
όμως από τον αναφερθέντα τρόπο, σύμφωνα με σύγχρονο δοκιμαστή της Τράπεζας της
Ελλάδος, ο έλεγχος θα μπορούσε να γίνει στη βάση των τριών αισθήσεων: 1) Στην
όραση, 2) στην αφή και 3) στον ήχο.
Ιδού
λοιπόν τι κάνει ένας έμπειρος δοκιμαστής:
1)
Παρατηρεί με πολλή προσοχή το νόμισμα (αργυρό ή χρυσό), 2) το ψηλαφεί με τα
πολύ ευαίσθητα δάχτυλά του, 3) κρατώντας μέσα στην παλάμη του, υπολογίζει το
βάρος του και τέλος το αφήνει να πέσει πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια και ακούει
τον ήχο. Όπως μου είπαν και άλλοι ειδικοί στο θέμα, π.χ. κοσμηματοπώλες,
μπορούν εύκολα να διαπιστώσουν με τη μέθοδο αυτή τη γνησιότητα του αργυρού ή
χρυσού νομίσματος.
Αξίζει
να αναφερθεί ότι στο έργο του Αριστοφάνη Οι Βάτραχοι, ο ήχος του γνήσιου
νομίσματος, όταν πέσει σε μια σκληρή επιφάνεια, τα χαρακτηρίζει ως «κεκωδωνισμένα»,
δηλαδή γνήσια. Με συνδυασμό επομένως των αισθήσεων, ο έμπειρος δοκιμαστής θα
μπορούσε να ελέγξει με βεβαιότητα τη γνησιότητα των αργυρών αττικών νομισμάτων.
Σε περίπτωση και της παραμικρής αμφιβολίας θα μπορούσαν οι αρχαίοι δοκιμαστές
να εφαρμόσουν ένα συνδυασμό της χρήσης του φορητού ζυγού και της μεθόδου των
τριών αισθήσεων, που αναφέρθηκαν.
Γιώργος
Βαρουφάκης. Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.