Γράφει
ο καλλιτέχνης για τη σύλληψη του τη βραδιά του Πολυτεχνείου: «Στην ομάδα
αστυφυλάκων που με παραδώσανε για τη μεταφορά, συναντώ παιδικό φίλο
(αστυφύλακα). Μαζί παίζαμε μπάλα με την παραγεμισμένη κάλτσα, αν σας λέει
τίποτα αυτό, και μέχρι πριν λίγες μέρες από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου με
θαύμαζε. Η συμπεριφορά του -δε θέλω τώρα να εξιστορήσω με λεπτομέρειες- ήτανε
πρώτα μια χοντρή ροχάλα στα μούτρα, συνοδευόμενη με το ίδιο υβρεολόγιο που
περίμενε όλους μας, και με δυο φάπες που με βρήκανε στον ώμο. Βέβαια στην
Ασφάλεια οι χριστοπαναγίες ήτανε πολύ περισσότερες από τις εικόνες που υπήρχαν
κρεμασμένες στους τοίχους». Αλέξης Ακριθάκης, «La Grece originale» (1967,
τέμπερα και μελάνι σε χαρτί) Συλλογή Ακριθάκη. Πηγή φωτ.: Εθνική Πινακοθήκη -
Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου.
"Τη
νύχτα του Πολυτεχνείου, μαζί με χιλιάδες νέα παιδιά συνελήφθην κι εγώ. Για τις
αγριότητες της Χούντας μιλήσανε πολλοί. Το συγκεκριμένο γεγονός είναι το εξής.
Αυτό με αγρίεψε περισσότερο από τις φάπες και τους εξευτελισμούς. Είχα
συλληφθεί απ' την ΚΥΠ. Μετά από τις διατυπώσεις έπρεπε να με παραπέμψουνε στη
Γενική Ασφάλεια.
Στην ομάδα αστυφυλάκων που με παραδώσανε για τη μεταφορά, συναντώ παιδικό φίλο (αστυφύλακα). Μαζί παίζαμε μπάλα με την παραγεμισμένη κάλτσα, αν σας λέει τίποτα αυτό, και μέχρι πριν λίγες μέρες από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου με θαύμαζε.
Η συμπεριφορά του -δε θέλω τώρα να εξιστορήσω με λεπτομέρειες- ήτανε πρώτα μια χοντρή ροχάλα στα μούτρα, συνοδευόμενη με το ίδιο υβρεολόγιο που περίμενε όλους μας, και με δυο φάπες που με βρήκανε στον ώμο. Βέβαια στην Ασφάλεια οι χριστοπαναγίες ήτανε πολύ περισσότερες από τις εικόνες που υπήρχαν κρεμασμένες στους τοίχους.
Κι εμείς, οι άθεοι κομμουνιστές (όπως μας φώναζαν) πού πιστεύαμε; Εδώ ακριβώς βλέπω την ηθική δήλωση του κράτους. Στην Ελλάδα πάντα οι παλιές φιλίες κρατιόντουσαν, ακόμη και στη γερμανική κατοχή, όπως και στον εμφύλιο, αν και απ' εκεί αρχίζει η χοντρή ρουφιανιά..."
Αυτοβιογραφικό κείμενο του Αλέξη
Ακριθάκη, δημοσιευμένο στον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης του που έγινε το
1997 στην Εθνική Πινακοθήκη.