Egon Schiele, Autoportrait, 1911
Ένα επεισόδιο αγανάκτησης
Egon Schiele, The artist's room in Neulengbach, 1911
Έτος
1911: Βρισκόμαστε στην πόλη Krumau της Αυστρίας, κοντά στη Βιέννη. Ορδές μικρών
παιδιών που ζουν στα όρια της φτώχειας και της παραβατικότητας προσκαλούνται να
παίξουν στο ατελιέ του ζωγράφου Egon Schiele.
Egon Schiele, Standing nude boy head turned to the left,
1910
Εκείνος
έχει μόλις ολοκληρώσει το γυμνό πορτραίτο ενός μικρού αγοριού.
Στον
τοίχο του ατελιέ είναι κρεμασμένο το σχέδιο ενός ημίγυμνου κοριτσιού.
Τα
παιδιά που ζουν σκληρή ζωή στους δρόμους και στα ορφανοτροφεία έχουν κιόλας
αφήσει πίσω τους την εποχή της αθωότητας. Κοιτούν το σχέδιο στον τοίχο, γελούν
και σχολιάζουν… οι παιδικοί ψίθυροι όμως διαχέονται στους δρόμους και φτάνουν
στ’ αυτιά της κοινωνίας του Krumau.
Egon Schiele, The
single orange was the only light, 1912
Ιούλιος
1912: Ο Σίλε περνάει εικοσιτέσσερις μέρες στην φυλακή, με την κατηγορία ότι
προκάλεσε το κοινό αίσθημα και την δημόσια αιδώ, επιτρέποντας σε ανήλικους να
κυκλοφορούν σε χώρο όπου εκτίθενται αναίσχυντες εικόνες.
Egon Schiele, Self-Portrait with Raised Naked Shoulder,
1912
Αντιμετωπίζει
σοβαρότατες κατηγορίες για απαγωγή και αποπλάνηση ανηλίκου, αλλά αθωώνεται.
Κατά τη διάρκεια της δίκης βλέπει τον δικαστή να καίει επιδεικτικά ένα από τα
ερωτικά σχέδιά του, ως μια συμβολική κίνηση καταδίκης του έργου που πληγώνει
ανερυθρίαστα την κοινωνική ευπρέπεια.
Η
διάλυση ως μοίρα
Egon Schiele, La Grossesse et la mort, 1911
Λίγο
προτού ξεσπάσει ο A΄
παγκόσμιος πόλεμος, που θα καταφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στον φιλελεύθερο,
αστικό δυτικό πολιτισμό του 19ου αιώνα, καθώς και στην πεποίθηση ότι η Ευρώπη
είναι το κέντρο του κόσμου, ο Έγκον Σίλε επιφέρει με τα μολύβια του ένα
αισθητικό πλήγμα στις ζωγραφικές φόρμες. Μοιάζει να πιάνει τον παλμό της
μοίρας. Ζωγραφίζει την ερωτική εκδοχή ενός σκληρού πεπρωμένου. Υπακούει στην
σχεδόν έμφυτη δεξιοτεχνία του και διαλύει την δήθεν ακέραιη ανθρώπινη φιγούρα
μαζί με τις ένδοξες νόρμες της ιδανικής Ομορφιάς, η οποία μέχρι τότε αρκείται
με χίλιες δυο προφάσεις να δείχνει παιχνιδιάρικα και υπαινικτικά μόνο τον
αστράγαλό της.
Egon Schiele, Nu féminin sur couverture bariolée, 1911
Η
σχέση του Σίλε με το ιδανικά Ωραίο έχει αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες, με
δεδομένο το συγκείμενο της εποχής. Θα απογυμνώσει την ομορφιά από κάθε
εξωραϊστικό στοιχείο και με τρόπο αριστοτεχνικά βέβηλο, θα μας δώσει 300
ζωγραφικούς πίνακες και 3.000 σχέδια, κατά τη σύντομη ζωή των 28 χρόνων του.
Η επίδραση της Φωτογραφίας
Egon Schiele as a
first-year student at the Vienna Academy of Fine Arts, 1906
Μεταξύ
1870 και 1910 ο δρόμος έχει ήδη στρωθεί για μια επανάσταση στην ιστορία του
γυμνού πορτραίτου. Έρχεται η Φωτογραφία ως ρηξικέλευθο νέο μέσο και
επαναδιαπραγματεύεται την ιδέα της ομορφιάς, κόντρα στο παραδοσιακά Ωραίο, μιας
που δεν επιτρέπει καμία εξιδανίκευση του αντικειμένου της. Το ηθικό και
αισθητικό όραμα της τέλειας αναλογίας πνεύματος και σώματος σε μια ιδεώδη μορφή
όλο και ξεμακραίνει στα βάθη του παρελθόντος, απ’ όπου αναδύεται και η Βιέννη,
ανανεωμένη και άκρως ερωτική. Σ’ αυτό
βοηθά η τεράστια ζήτηση εικόνων από τις νέες επιστήμες της ψυχολογίας, της
εθνολογίας, της φαρμακολογίας και της ψυχοπαθολογίας καθώς και το αίτημα της
κοινωνίας για εικόνες ερωτικές, που να μην απευθύνονται μόνο σε ένα προνομιούχο
τμήμα του πληθυσμού.
Πορνογραφία
και Ζωγραφική
Egon
Schiele, Woman Undressing,
1914
Η
πρωτοφανής πλημμύρα εικόνων υποθάλπει την εξέγερση ενάντια στο Ωραίο ως
αυτοσκοπό και μετατοπίζει το υπάρχον όριο. Η διαθεσιμότητα και η συσσώρευση
ερωτικών εικόνων μιας πρώιμης πορνογραφίας μεταβάλλουν την αντίληψη του κοινού
για την ανθρώπινη μορφή.
Αυτή
η πληθώρα οπτικής πληροφορίας αναγνωρίζεται ως η βασική στυλιστική επίδραση
στον Αυστριακό Εξπρεσιονισμό, όπως παρατηρεί ο Klaus Albrecht Shroder στο
δοκίμιό του για τον Σίλε «Eros and
Passion» (Prestel, 2006).
Egon Schiele, Nu de jeune fille, vue de dos, avec une
longue natte, 1913
Επίσης,
η ερωτική και η ψυχιατρική φωτογραφία υπογραμμίζουν την προσγείωση της εποχής
στον ρεαλισμό και μια μετατόπιση στη σχέση ορατού και αόρατου, απεικονίσιμου
και μη απεικονίσιμου. Παράλληλα προσφέρουν στον Σίλε το ερέθισμα για να δώσει
νεύρο, με το μοναδικό του ύφος, στους ηρωικούς πεσόντες του ερωτικού του
τελάρου.
Επαφή
με τον Θάνατο
Egon Schiele, Self-Seer II (Death and Man), 1911, Exposé
au Leopold Museum, Vienne (Autriche)
Ο
Έγκον Σίλε γεννήθηκε το 1890 στην πόλη Tull, στο Δούναβη, στην νότια Αυστρία.
Από τα δύο του κυκλοφορεί με χαρτί και μολύβι στο χέρι. Ο θάνατος επισκιάζει τη
ζωή του πρόωρα. Ο πατέρας του, άρρωστος με σύφιλη, πεθαίνει όταν ο γιος του είναι
δεκαπέντε ετών. Ο Σίλε, στοιχειωμένος από τον θάνατο του πατέρα, αναπτύσσει ένα
αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα σωματικά συμπτώματα των ασθενειών και στα είκοσι
χρόνια του παρακολουθεί περιπτώσεις αρρώστων, αλλά και εγκύων γυναικών, σε μια
γυναικολογική κλινική στη Βιέννη, τις οποίες και ζωγραφίζει.
Egon Schiele, Death and the Maiden, 1915-16
Η
βαναυσότητα του A΄
Παγκοσμίου Πολέμου δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο, παρ’ ότι οι περιορισμοί της
εποχής δεν τον αποτρέπουν από το κυνήγι της καλλιτεχνικής του καριέρας. Δεν
διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τον τρόπο που ο Σίλε βίωσε τον πόλεμο,
γνωρίζουμε όμως τις μεταθέσεις του από πόλη σε πόλη και το γεγονός ότι το 1916
κρατούσε ημερολόγιο πολέμου. Επίσης, γνωρίζουμε ότι στον στρατό οι αξιωματικοί
τού φέρθηκαν σχετικά καλά, διότι τον εκτιμούσαν για το καλλιτεχνικό του ταλέντο
(ή για τη θεματολογία του άραγε;) και ότι γενικώς τα καθήκοντά του δεν ήταν
ιδιαίτερα απαιτητικά. Επιπλέον, δεν βρέθηκε ποτέ στο μέτωπο και δεν
αντιμετώπισε την φρίκη της μάχης.
Το
σώμα του θανάτου
Egon Schiele, The Small City (Dead City VI), 1912
Ο
θάνατος δεν λείπει από τη σύγχρονη τέχνη. Είναι ένα από τα δεσπόζοντα θέματα
των εικαστικών τεχνών μετά τη δεκαετία του ‘60 και φυσικά στον 21ο. Όμως,
ακριβώς επειδή ο θάνατος είναι η ίδια η έλλειψη, εκείνο που αποδίδεται ως
θάνατος σήμερα είναι το κενό καθαυτό, η απουσία. Στην περίπτωση του Έγκον Σίλε
ο θάνατος κάνει αντιθέτως την εμφάνισή του ως διαυγής παρουσία. Μέσα από την
αποσύνθεση του απεικονιζόμενου σώματος, στις κατακερματισμένες μορφές με τα
διακεκομμένα και ρευστά περιγράμματα, στα ναρκισσιστικά κάτισχνα αυτοπορτραίτα
του, που διατρέχονται από αυτο-οικτιρμό, επιδειξιομανείς γκριμάτσες και το
αίσθημα του διχασμού, ο θάνατος εμφανίζεται ως το ασπαίρον μέλος του ερωτισμού.
Egon Schiele, Dead mother I, 1910
Τα
διπλά πορτραίτα του, με πρωταγωνιστές μια μάνα και ένα παιδί, πάλλονται από ένα
τραγικό πεπρωμένο. Πρωθύστερα σχήματα του μέλλοντός του, τα έργα αυτά
εικονίζουν συμπλέγματα που ακροβατούν ανάμεσα στην τρυφερότητα και στον θάνατο,
ενώ συχνά διαθέτουν και μια δόση μυστικιστικού ερωτισμού. Η ειρωνεία της ζωής
θέλει τη γυναίκα του να πεθαίνει από την ισπανική γρίπη ενώ ήταν έξι μηνών
έγκυος, κι έτσι επαληθεύεται η συνάντηση εκκολαπτόμενης ζωής και θανάτου, το
θέμα που τόσο δραματικά απεικόνισε ο καλλιτέχνης. Ο Έγκον πεθαίνει από την ίδια
ασθένεια τρεις ημέρες μετά, το 1918, στα 28 του χρόνια.
Ερωτισμός
και Βία
Egon Schiele, Reclining female nude with green cap leaning to the right, 1914
Ο
Ζώρζ Μπατάιγ στο βιβλίο του «Ο Ερωτισμός»
(Ίνδικτος, 2001) διερευνά τον τρόπο που συνορεύει ο έρωτας με τον θάνατο. Ο
Μπατάιγ διακρίνει τον ερωτισμό σε τρεις κατηγορίες: Στον ερωτισμό του σώματος,
της καρδιάς και τον ιερό ερωτισμό. Τον ερωτισμό του σώματος θεωρεί βαρύ και
ολέθριο και ερμηνεύει την ένταση που τον χαρακτηρίζει ως μια «τρομερή περίσσεια
της κίνησης, που μας εμψυχώνει [...] αλλά μας θυμίζει αδιαλείπτως τον θάνατο,
ρήξη της ατομικής ασυνέχειας». Κατανοεί την σεξουαλική ένωση σαν ένα πέρασμα
από την ασυνέχεια και την αυστηρή ατομικότητα στην συνέχεια και στην
αλληλουχία. Αυτή η επίτευξη της αλληλουχίας μέσα από την αφροδίσια ένωση οδηγεί
στην καταστροφή της ατομικότητας, της ασυνέχειάς μας. Το συναίσθημα που
επιτάσσει τις τρεις μορφές του ερωτισμού είναι η νοσταλγία. Ως νοσταλγία
εννοείται μια βαθιά επιθυμία επιστροφής στην αρχέγονη ρίζα του όντος, στη
ζωικότητα, στη μήτρα. Η ατμόσφαιρα των ερωτικών πορτραίτων του Σίλε, που
φλερτάρουν ανοιχτά με τον θάνατο, βρίσκει το αντίστοιχό της στους στοχασμούς
του Μπατάιγ, που εκδίδονται 39 χρόνια μετά το θάνατο του ζωγράφου.
Απρέπειες
Egon Schiele, Reclining female figure with gold blond hair
on a blue pillow (Wally Neuzil)
Το
1911 ο Έγκον είναι 21 ετών και φοιτά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης από
το 1906 (ένα χρόνο πριν γνωρίσει τον Klimt). Είναι η χρονιά που εκδίδεται η
πρώτη μονογραφία για το έργο του και πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική
έκθεση, στην φημισμένη Gallerie Miethke στη Βιέννη.
Επίσης,
γνωρίζει την Wally Neuzil, η οποία παραμένει σύντροφός του μέχρι το 1915, όταν
την εγκαταλείπει και παντρεύεται την ανώτερης κοινωνικής προέλευσης Edith
Harms. Και οι δύο σημαντικές γυναίκες της ζωής του τού ποζάρουν και έτσι
εξασφαλίζουν μια θέση στην ιστορία της τέχνης.
Egon Schiele, Girl with Black Hair, 1911. This watercolor is
typical of Schiele's voyeuristic images of women in his studio, shown twisting
into a variety of licentious positions. Here, he balances the girl's lush tumble
of blue-black hair with the inky darkness of her raised skirt, which reveals
another tuft of dark hair and her stockings. Since Schiele could not afford
professional models, he used prostitutes and süsse Mädel, or "sweet young
things," working-class girls who satisfied the sexual needs of Vienna's
gentlemen.
Ο
πίνακας «Κορίτσι με μαύρα μαλλιά»
φιλοτεχνήθηκε την περίοδο που το ζευγάρι Έγκον και Wally έχει μετακομίσει στο
Krumau. Ακόμα δεν έχει ξεσπάσει το σκάνδαλο για τις διαρκείς επισκέψεις των
παιδιών της μικρής πόλης στο ατελιέ του, οπότε ο καλλιτέχνης έχει επιδοθεί στη
δημιουργία μιας σειράς ημίγυμνων πορτραίτων, την οποία συνεχίζει μέχρι και το
1912. Τα πορτραίτα αυτά θεωρούνται τα πιο προκλητικά και απρεπή που ζωγράφισε
ποτέ.
Το
«Κορίτσι με Μαύρα Μαλλιά» συνδυάζει
την υδατογραφία με το αδρό σχέδιο του μολυβιού. Πρόκειται για ένα σχέδιο
διαστάσεων 56,5 x 36,2 εκ., το οποίο σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο Μοντέρνας
Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Είναι μία από τις δύο ερωτικές υδατογραφίες που
μοιράζονται το ίδιο θέμα, το ίδιο μοντέλο και την ίδια σύνθεση, σε παραλλαγή.
Τα
μοντέλα του την εποχή εκείνη, που βρίσκεται σε οικονομική ανέχεια και δεν
διαθέτει χρήματα για να προσλάβει επαγγελματίες, είναι έφηβες που ανήκουν στην
εργατική τάξη καθώς και νεαρές πόρνες. Υποθέτουμε λοιπόν ότι το Κορίτσι με τα
Μαύρα Μαλλιά ανήκει σε κάποια από τις δύο κατηγορίες, πιθανότατα στην δεύτερη,
όπως μπορούμε να συνάγουμε από την προκλητική άνεση.
Gustav Klimt, Reclining Woman, (1912–13). At the
opening of the 20th century, Klimt was Vienna's most prominent artist, known
for his monumental wall paintings, elegant society portraits, and glittering landscapes.
In addition to these public works, Klimt produced a large number of private
drawings of female nudes. His quickly rendered lines capture intimate scenes of
women in blatantly erotic poses, revealing the seething sexuality that lurked
beneath the city's decorous exteriors. Klimt was an early mentor to both
Kokoschka and Schiele.
Η
γυναικεία φιγούρα είναι μισοξαπλωμένη και ημίγυμνη, με τρόπο που να αποκαλύπτει
κάτω από τη σηκωμένη φούστα τα γεννητικά της όργανα. Ο Σίλε δεν υποκύπτει σε
καμιά σεμνοτυφία ή ωραιοποίηση, εν αντιθέσει με τον Κλιμτ ο οποίος μετατρέπει
το σώμα και τη σεξουαλικότητα σε ένα διακοσμητικό παιχνίδισμα, ενώ επιστρατεύει
φορμαλιστικά τεχνάσματα για να συγκαλύψει (ομολογουμένως, μαγικά) την ωμή
επίδραση μιας αντίστοιχης εικόνας. Ο Σίλε όμως επιθυμεί το βλέμμα του θεατή να
εστιάσει στην περιοχή-ταμπού. Έτσι, η αξία της φούστας είναι ότι τονίζει την
γύμνια, στρώνοντας το έδαφος για την παραβίαση του κανόνα και της κοινωνικής
αιδημοσύνης.
Σχεδόν
ζωή
Egon Schiele, Seated female nude resting on right knee,
1914
Κάπου
εδώ ο Μπατάιγ θα μας θύμιζε ότι «η γύμνια γίνεται σύμβολο της απώλειας του
εαυτού [...] Η απογύμνωση είναι μια άσεμνη εξίσωση της θανάτωσης». Στο έργο
αυτό η απογύμνωση του σώματος ισοδυναμεί με τον βιασμό της ντροπής, ακούραστης
τροφού του δυτικού πολιτισμού.
Ενδιαφέρον
έχει επίσης το απλανές βλέμμα του κοριτσιού, που τα γαλάζια μάτια το κάνουν να φαίνεται
κενό. Ο θεατής δεν έρχεται αντιμέτωπος με τα μάτια, αλλά πολύ περισσότερο με τα
γεννητικά όργανα. Επιπλέον, η στάση της τοποθετεί τον θεατή ψηλά, να παρατηρεί
από πάνω το ξαπλωμένο της σώμα. Τέτοια ήταν και η θέση του Σίλε όταν ζωγράφιζε
το έργο˙ ανεβασμένος σε σκάλα με το μοντέλο ξαπλωμένο σε έναν καναπέ.
Όπως
στα περισσότερα σχέδιά του, έτσι κι εδώ η μόνη αναφορά στο χώρο γίνεται μέσω
της ανθρώπινης μορφής, που τον μονοπωλεί, κυριαρχώντας με την έντονη παρουσία
της. Η μαύρη φούστα της και οι κάλτσες, κηλίδες υδαρούς χρώματος, απλώνονται
χωρίς αυστηρό περιορισμό στο χαρτί. Τα μαλλιά στεφανώνουν το ατημέλητα λάγνο
πρόσωπο και σχεδόν το βυθίζουν στην επιπεδότητα της νερομπογιάς, παρά το
αυστηρά δισδιάστατο σχέδιο. Λίγο μπλε τοποθετημένο άναρχα στα μαλλιά και στη
φούστα, ελάχιστο κόκκινο στα χείλη, κάτω από τα μάτια και στο εφήβαιο, μας
θυμίζουν ότι το σώμα που κείται αισθησιακό και μαζί ανήμπορο, είναι ακόμα εν
ζωή.
Σπαραγμός
και οργασμός
Egon Schiele, Black Haired Girl with Lifted Skirt,
1911
Τα
μέλη του «Κοριτσιού με τα Μαύρα Μαλλιά»
μοιάζουν ημιτελή. Στο δεύτερο έργο της ίδιας σειράς, το κορίτσι έχει τα σημάδια
του εικαστικού ακρωτηριασμού ακόμα πιο έντονα. Η αντίθεση ανάμεσα στον ευθύβολο
ερωτισμό και στην αναπηρία της φιγούρας είναι εφιαλτική. Πόσο εφικτό είναι
άραγε, ακόμα και για τον σημερινό θεατή, να θαυμάσει τα κόκκινα και τα λευκά,
το αφρώδες χρώμα, την θεσπέσια νευρικότητα του σχεδίου, τις γρήγορες όσο και
τέλειες μολυβιές που χαράζουν το χαρτί, όταν μπροστά του βλέπει μια εικόνα
σπαραχτική και εντούτοις διεγερτική;
Egon Schiele, Black haired nude girl standing, 1910
Πάντως,
σχέδια σαν τα παραπάνω, με αφύσικες πόζες και συστρεφόμενα σώματα, με γυναικεία
γυμνά καθισμένα, όρθια, γονατιστά, ξαπλωμένα και σε όλες τις ενδιάμεσες στάσεις
ήταν σε πολύ μεγάλη ζήτηση από τους πάτρονες και συλλέκτες του Σίλε. Άραγε
πρόκειται για εικόνες που εξυπηρετούν την ερωτική βιομηχανία της εποχής, κάθε
άλλο παρά συνηγορώντας στην καντιανή λογική μιας «σκοπιμότητας χωρίς σκοπό»; Ή
μήπως πρόκειται για έργα τέχνης, αυτόνομα από την ηδονοβλεπτική σκοπιμότητα,
που οδηγούν στην αισθητική συγκίνηση, μέσα από τη μαγεία της σύνθεσης;
Πιστεύουμε ότι η έντονη συναισθηματική εμπλοκή και η υψηλή αισθητική
συνδιαλέγονται με μαεστρία στα έργα του Μεγάλου Ερωτικού.
Η
θεϊκή σπατάλη
Egon Schiele, Female nude, 1910
Στο έργο του Σίλε οι μορφές διασπώνται και κατακερματίζονται. Μαζί διασαλεύονται και οι κοινωνικές μορφές μιας ορθόδοξης ηθικής, οι οποίες θεμελιώνουν τη συνεχή τάξη των ατομικοτήτων μας και το κανονιστικό πλαίσιο της κοινωνικής μας ζωής.
Ο ίδιος ο έρωτας είναι μια ποθητή απώλεια, μια θεϊκή σπατάλη δύναμης, ένα ξέσπασμα ζωής, που συχνά συνοδεύεται από σωματικό και ψυχικό άδειασμα. Δεν είναι τυχαίο ότι μητέρα του Έρωτα στην ελληνική μυθολογία θεωρείται η Πενία.
Ο
τρόπος που «ποζάρουν» τα δάχτυλα του Σίλε είναι χαρακτηριστικός. Αυτό το «V for Vagina» εκλαμβάνουμε και επαναλαμβάνουμε ως ένα
σήμα νίκης του ερωτικού σώματος.
Το
έργο του «πένητος» Έγκον Σίλε περικλείει τη βία του ερωτισμού, ως λαχτάρα για
παράταση της φθαρτότητας και ως φθαρτότητα καθαυτή, πριν και πέρα από μια
χρησιμοθηρική πορνογραφία. Η σκληρή της εσωτερικότητα ανατινάζει εκ των έσω το
ερωτικό υποκείμενο. Κάθε έργο του είναι μια ζωγραφική πράξη θεϊκής σπατάλης,
υπέρ των ιερών και υπέρ των βέβηλων.
Πηγή: Δημοσιεύτηκε
στην ΑΞΙΑ Νοέμβριο του 2012