Vincent Van Gogh, Les Alycamps, feuilles d'automne, 1888
Βραχνή
η Περιπέτεια
απ’
το πολύ να λέει
πάει
κι αυτό πάει κι αυτό.
Μαλακτικό
το φως του Οκτωβρίου.
Το
πίνω. Αργά αργά.
Ανακατεύοντάς
το συνεχώς
προσεκτικά
και αργά.
Μη
και χυθεί σταγόνα
από
την αίσθηση πως ζω,
που
την πίνω αργά αργά
σ’
ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Πολύ
ρηχό φλιτζάνι
το
φως του Οκτωβρίου.
Έχει
ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.
Την
πας πιο δω πιο κει
ανάλογα
που θέλεις κάτι ν’ αραιώσει,
κάτι
να γίνει πιο πυκνό.
Έχει
η ατμόσφαιρα
αυτό
που λέμε λιγοστεύει,
είτε
πρόκειται για φως
για
θεό
φθινοπώριασμα
πίστης
για
υπόφωτο έρωτα.
Ειν’
η ατμόσφαιρα
διασκορπισμένο
και σπασμένο
το
μακρύ τραγούδι της συνέχειας:
τι
απόγινε, τι απόγινες;
Πάει
κι αυτό πάει κι αυτό
τραγουδιστά
αποκρίνεται
η
λακωνική εξαφάνιση.
Αργά
αργά μυθιστορίζεσαι.
Έχει
ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.
Αραιοκατοικημένη
η περιπάθεια.
Εδώ
εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω
πάει
κι αυτό πάει κι αυτό.
Άδειες
ονοματοφωλιές
σ’
εσοχές της φωνής,
ξεπουπουλιάσματα
ύψους.
Πεινασμένα
φωνήεντα
τσιμπάνε
με το ράμφος τους
ψόφια
τζάμια.
Μια
κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη.
Τρώει
αργά αργά το χρώμα.
Μια
κιτρινίλα στα φυτά,
στα
φιλάλληλα,
στα
καταφύγια φάρδη.
Μελανίες
μελιστάλαχτοι
σέρνουν
νεκροφόρες φράσεις:
πάει
κι αυτό πάει κι αυτό.
Το
κόρο του κίτρινου ψέλνει
τη
Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.
Ύφεση
πολυφωνική.
Ακολουθώ.
Προσέχοντας
που πατάω.
Παντού
σπασμένο μάκρος.
Μαλακιά
και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.
Έτσι
σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω
να
κουκουλωθείς
να
μη βλέπεις άλλο
τι
γρήγορα κι απρόσεχτα
ανακατεύουν
οι χαμοί
ό,
τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά
ανακατεύοντας
καθυστερούμε
να χαθεί
απ’
το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Ramon Casas, Las horas tristas (The sad hours), 1900
Κική
Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος
CRÉPUSCULAIRE
Vincent Van Gogh, Les Alycamps, 1888
Vincent Van Gogh, Les Alycamps, 1888
L'Aventure est
enrouée
à force de dire
fini ça aussi,
fini.
Émolliente, cette
lumière d'automne.
Je la bois. Bien
lentement.
La remuant sans
cesse
avec soin,
lentement.
Il ne faut pas
renverser une goutte
de cette impression
d'être envie
que je bois bien
lentement
dans une tasse peu
profonde.
Si peu profonde, la
tasse
de cette lumière
d'automne.
Il y a du mou dans
l'atmosphère.
On la pousse d'un
côté de l'autre
selon qu'on doit
condenser les choses
ou les clairsemer.
Il y a dans
l'atmosphère
ce qu'on appelle
déclin
qu'il s'agisse de
lumière
d'un dieu
d'une foi
d'arrière-saison
ou d'un amour
crépusculaire.
L'atmosphère est
éparpillée
brisé le chant si
long
de la continuité :
qu'est-il arrivé,
que t'est-il arrivé ?
fini ça aussi, fini
répond en
chantonnant
la disparition
laconique.
Lentement tu
deviens roman.
L'atmosphère se
vide quelque part.
La passion a peu
d'habitants.
Ici ou là paraît le
dos d'un je m'en vais
fini lui aussi
fini.
Nids de mots vides
aux cavités de la
voix,
on plume dans les
hauteurs.
Des voyelles
affamées piquent du bec
des vitres mortes.
Du jaune. Guère
vorace.
Il mange bien
lentement la couleur.
Du jaune sur les
feuilles,
les fraternels
partages,
les refuges des
grandes largeurs.
Des nimbus mielleux
traînent des
phrases-corbillards :
fini ça aussi,
fini.
Le chœur du jaune
entonne
la Liturgie du
dépouillement.
Relâchement
polyphonique.
Je poursuis.
Prenant garde où je
marche.
Partout la longueur
brisée.
L'atmosphère est si
douce, enveloppante.
On voudrait la
remonter
se blottir dedans
ne plus voir
comme nos pertes
mélangent
vite et sans soin
ce que bien
lentement
soigneusement nous
mélangeons
pour éviter d'en
renverser trop tôt
— la tasse étant si
peu profonde.
James Tissot, Octobre, 1877