Κλωντ Μονέ, Το Κόκκινο Σπίτι, 1908.
Το αποφάσισε και έφυγε από το σπίτι. Κλείδωσε την πόρτα
πίσω της και κατηφόρισε στον δρόμο. Στα χέρια της κρατούσε την αλυσίδα του
σκύλου που έτρεχε ελεύθερος λίγο μπρος ή λίγο πίσω από εκείνη, μαζεύοντας μυρωδιές.
Αυτός δεν γύρισε να ρίξει μια τελευταία ματιά. Δεν ήξερε ότι δεν θα ξαναγυρνούσαν.
Τουλάχιστον όχι τώρα κοντά. Το σπίτι φωσφόρισε το κεραμιδί χρώμα του. Όγκος που
ορθωνόταν μοναχικός κι αυτός, απρόσιτος, ξεγυμνωμένος από κάθε παρουσία,
κλεισμένος στη δική του αποκλειστικά ύπαρξη. Η γάτα νιαούριζε ανήσυχα στο
κλειστό καλάθι.
Εγκαταστάθηκε σε ένα χωριό, πολλά
χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της. Γιατί εκεί; Την είχαν τραβήξει τα
πυργόσπιτα και η ερημιά του τοπίου. Τον χειμώνα ήταν δεν ήταν δεκαπέντε-είκοσι
άνθρωποι. Το καλοκαίρι έφταναν μέχρις εκεί κάποιοι ξένοι. Περπατούσαν στα δρομάκια
και κοιτούσαν τους ανθρώπους του τόπου που δύσκολα τους διέκριναν από τους
τοίχους των σπιτιών. Αμίλητοι. Απρόσιτοι κι αυτοί στη φθορά τους. Δεμένοι με τη
γη, χωμάτινοι, αλλόκοτοι. Μπορεί κανονικοί. Ηλικιωμένοι με διπλωμένα σώματα και
μάτια που έβλεπαν ένα μόνο κομμάτι γης σε κάθε βήμα, λίγο πιο ψηλά από εκεί που
μπορούσαν τα ερπετά. Όρθωναν την καμπούρα τους κάνοντας μια ελαφριά στροφή προς
τα δεξιά ή τα αριστερά, μόνο όταν πλησίαζαν την εικόνα στην εκκλησία μαζί με
ένα ελαφρό στρίψιμο και του βλέμματος για να συναντήσουν τη ματιά του σιωπηλού
ακροατή τους. Τόσες δεκαετίες που στεκόταν στην ίδια θέση τούτοι οι άγιοι θα
είχαν παραγεμίσει από μορφές και λόγια. Θα χάνονταν χρόνια ύστερα από την ερήμωση
του χωριού καταπίνοντας την ιστορία του.
Έμπαινε στη ροή του χρόνου των εποχών. Αργόσυρτος ρυθμός
που τη βύθιζε στο χώμα. Μάθαινε να καλλιεργεί. Ήταν άμαθη αλλά δεν συμβουλευόταν
βιβλία. Αγωνιζόταν μόνη της να καταλάβει. Κάποτε ρωτούσε τους ντόπιους. Έρχονταν
και της έδειχναν.
-«Θα μάθεις», της έλεγαν.
Κλωντ Μονέ, Ο
θάμνος της τριανταφυλλιάς, 1925-26.
Ήξερε ότι δεν βοηθούσε και πολύ τις τριανταφυλλιές της
βγάζοντας με το χέρι τα πράσινα μυγάκια που έπνιγαν τις κορυφές τους. Την
έβλεπαν, οι άλλοι, οι παλιοί, και κουνούσαν το κεφάλι. Ίσως να νόμιζαν ότι
έχανε το μυαλό της από τη μοναξιά. Ή ότι το μυαλό της, χαλασμένο στη σκέψη του,
δεν έφτανε για να μάθει το απλό, το αυτονόητο.
Στο κτήμα μέσα υπήρχε μια κερασιά. Γευόταν τους καρπούς
της πάνω στο δέντρο. Κάποια τα μάζευε. Θα συνήθιζε και τα φίδια. Δεν τα
κυνηγούσε, όταν τα έβλεπε στην αυλή, δεν το έβαζε στα πόδια, μάθαινε να
κυριαρχεί στο τρέμουλο που της προκαλούσε η θέα τους. Έβγαζε μπολάκια με γάλα.
Θα συνήθιζε κι άλλο και θα τα σφύριζε για να βγαίνουν, να κουλουριάζονται στα
πόδια της την ώρα που θα καθόταν στην πέτρα έξω από την πόρτα του σπιτιού.
Δεν έφερε μαζί της άλλα βιβλία από παιδικά και τίποτε
άλλο δεν πήρε παρά μόνο τα ρούχα της. Κι ένα κόσμημα. Μια ορθογώνια παραλληλόγραμμη
ασημένια πλάκα με χαραγμένο ένα σχέδιο επάνω. Δύσκολα μπορούσε κανείς πια να το
διακρίνει, καθώς το ασήμι είχε μαυρίσει από τον καιρό –το άφηνε και αυτό στον
χρόνο του. Αποκλειόταν λοιπόν να της το τραβήξουν από το λαιμό, να το πετάξουν
κάτω και να της ποδοπατήσουν τη μεθυσμένη της ανδρική φιγούρα, γυμνή στο σώμα,
με ένα σορτσάκι μόνο ή το εσώρουχό της,
και τους άλλους δυο που την συγκρατούσαν για να μην πέσει στον χορό της επάνω.
Το φωτοστέφανο μόνο στο κεφάλι αποκάλυπτε την ταυτότητα της κεντρικής φιγούρας
που αφηνόταν νεκρή στα μπράτσα των άλλων -μόλις τον είχαν κατεβάσει από τον σταυρό.
Μόνο αυτά πήρε μαζί της. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα στέκονταν μέσα στο σπίτι που
φωσφόριζε στο κεραμιδί του χρώμα. Κάλυψε τα έπιπλα με άσπρα σεντόνια, τις
βιβλιοθήκες, τα κάδρα, τα μπιμπελό. Αναρωτιόταν πώς μπορούσε το λευκό και
γινόταν τόσο νεκρικό.
Κάτω από τα άσπρα πανιά βρίσκονταν αγαπημένα αντικείμενα.
Ο ελεφαντάκος που της είχαν χαρίσει μια χρονιά και που κοιμόταν μαζί του. Η βενετσιάνικη
μάσκα με τα έντονα κόκκινα χείλη και τα απρόσωπα μάτια. Οι πίνακες με τα γυμνά
μοντέλα που γέμισαν τα κεφάλια με υποθετικές ιστορίες για το τι σκέφτονταν τα
κορίτσια τις μακριές ώρες της ακινησίας τους. Οι βούρτσες των μαλλιών της. Η
κολόνια της. Κάποτε έφευγε από το σπίτι για μερικές μέρες και νόμιζε ότι τα
πράγματα βίωναν την αγωνία και τον πόνο της εγκατάλειψης. Ακόμη και στα ξενοδοχεία
νόμιζε ότι άφηνε κομμάτια δικά της, όταν έφευγε, κι έλεγε ότι θα έπρεπε να
γυρίσει για να τα μαζέψει. Δεν άφηνε τρίχες δικές της στο ραφάκι του καθρέφτη,
γιατί θα ερχόταν η καθαρίστρια και θα τις πετούσε –βρώμικα πράγματα για τον
επόμενο πελάτη. Ενώ εκείνη θα τις έπιανε τουλάχιστον μαλακά για να μην
πονέσουν. Ούτε το πληκτρολόγιο του υπολογιστή που τόσο την ταλαιπωρούσε γιατί
δεν πατούσε πια όλα τα γράμματα, ούτε αυτό πέταξε. Ήταν επάνω τόσα αποτυπώματα
από τόσα χτυπήματα γραμμάτων εδώ και τόσο καιρό. Σαν η σκόνη που συσσωρευόταν
επάνω του να γινόταν η διαστρωμάτωση της μνήμης της.
Και τώρα τα άφηνε όλα. Ακόμη και το μπιμπελό που έσπασε ο
σκύλος τελευταία στιγμή πριν φύγουν. Μάζεψε τα κομμάτια του και τα έβαλε σε ένα
καλαθάκι. Το κεφάλι του μαρκήσιου αποκομμένο από το σώμα του και το χέρι του
δεν άγγιζε πια τη μαρκησία του. Άλλοτε θα καθόταν να κολλήσει τα κομμένα
κομμάτια, να ενώσει το χέρι με το σώμα για να μην πονάει ο μαρκήσιος. Θα έμεναν
μόνο μερικές μικρές τρυπούλες από τα θρύψαλα που δεν γινόταν να βρεθούν και να
τοποθετηθούν ξανά στη θέση τους. Η θέση αυτών των μικρών κομματιών ήταν στην
ηλεκτρική σκούπα. Αλλά θα τον παρηγορούσε εκείνη τον μαρκήσιο γι' αυτά τα κενά
του κορμιού του.
Το σπίτι της λοιπόν, το δικό της σπίτι άρχισε
να της θυμίζει άλλα σπίτια σε περιοχές που οι κάτοικοι τα εγκατέλειπαν για τις
μεγάλες πολιτείες. Της φαινόταν τόσο θλιβερό να βλέπει από τα ανοιχτά πια
παράθυρα των σπιτιών τις κουρτίνες να αιωρούνται βρώμικες, να σκαλώνουν στα
άγκιστρα από όπου κρέμονταν τα καλώδια της ΔΕΗ και να σχίζονται λωρίδες
λωρίδες. Αχνάρια ανθρώπινης ζωής. Κάποια νοικοκυρά θα είχε κρεμάσει κάποτε
αυτές τις κουρτίνες, θα τις είχε κολλαρίσει, θα έβλεπε αν έπεφταν σωστά στο παράθυρο,
όπως ρούχο σε ανθρώπινο κορμί.
Στα σπίτια γκρεμίζουν πρώτα οι στέγες. Ύστερα τα νερά της
βροχής αρχίζουν το διαβρωτικό τους έργο στους τοίχους. Το χρώμα ξεθωριάζει και
οι σοβάδες πέφτουν, μέχρι που αποκαλύπτονται τα τούβλα. Στο τέλος, κισσοί και
νυχτολούλουδα καλύπτουν τον όγκο μέχρι που τον εξαφανίζουν. Σε κάτι τέτοια
σπίτια μένουν να κυριαρχούν γάτες και σκύλοι. Οι γάτες ορθώνονται στα περβάζια
των ανοιχτών παραθύρων με τα σπασμένα τζάμια, μερικές φορές ακίνητες σαν τους
ηλικιωμένους που κάνουν όλη μέρα χάζι στο δρόμο προβάλλοντας ένα κρανίο
καλυμμένο με πέτσα. Και τα σκυλιά γεννοβολούν εκεί μέσα. Πολλαπλασιάζουν τον
πληθυσμό του σπιτιού, δίνοντας στα απομεινάρια της ύπαρξής του και άλλο νόημα
εκτός από το δικό του.
Έφυγε από την πόλη της και έκοψε κάθε επικοινωνία. Σιγά
σιγά, θα έπαυε να υπάρχει. Στην αρχή κάποιοι δικοί της μπορεί να την έψαχναν. Ύστερα
θα συνήθιζαν την απουσία και τη σιωπή. Θα πέθαινε. Κι ωστόσο, κράτησε μιαν
ιδιότυπη επαφή.
Πριν από χρόνια είχε γνωρίσει ένα μουσικό. Ήταν τότε που
στην πόλη γινόταν κάθε ένα ή δύο χρόνια φεστιβάλ τζαζ. Ποιος άκουγε τζαζ τότε;
Ο Δήμος της πόλης υποχώρησε στους διοργανωτές που επίμονα ζητούσαν ένα χώρο για
να στεγάσουν τις ιδιόρρυθμες μουσικές τους προτιμήσεις και τους παραχώρησε έναν
κινηματογράφο όπου προβάλλονταν πορνό ταινίες. Στεγαζόταν σε ένα παλιό τούρκικο
μνημείο που οι μουσικόφιλοι του είδους δεν το είχαν δει ποτέ από μέσα
–τουλάχιστον αυτό έλεγαν. Ακόμη και από έξω σπάνια το παρατηρούσαν οι ευπρεπείς
διαβάτες της περιοχής από φόβο μήπως παρεξηγηθούν. Εκείνοι που ήταν σε πιο
δύσκολη θέση ήταν οι επιβάτες των λεωφορείων που περίμεναν στη στάση, δυο μόλις
βήματα μακριά από τις αφίσες που έκρυβαν με μαύρες ταινίες τα επίμαχα μέλη.
Θαρρείς και οι υπεύθυνοι των λεωφορείων επίτηδες έβαζαν σε δοκιμασία την αρετή
των πελατών τους, ζωντανεύοντας τα μαρτύρια του Αγίου Αντωνίου. Μόνο κάποιοι
έφηβοι στέκονταν τολμηρά μπροστά στις εικόνες των κοριτσιών που τους κοιτούσαν
κατευθείαν στα μάτια. Παλιοί πρόσκοποι που είχαν κάποτε στεγαστεί εκεί μέσα το
θυμόντουσαν αμυδρά, χωρίς όμως τα καθίσματα και την οθόνη.
Έντουαρντ Χόπερ, Κινηματογράφος
της Νέας Υόρκης, 1939.
Την πρώτη φορά που μπήκε μέσα προσπάθησε να κρατήσει τα
μάτια της στα τόξα, στα χρώματα, και στα σχέδια που σε μερικά μόνο σημεία αχνοφαίνονταν.
Αλλού η υγρασία είχε διαβρώσει τους τοίχους και τα ξέφτια φανέρωναν στρώματα
από χρωματικές επιλογές. Λίγο μόνο το μισοκρυμμένο, μισοαποκαλυμμένο προκάλεσε
τη φαντασία της. Αφέθηκε στην αίσθηση του χώρου.
Κάθισε και το βούλιαγμα στην πολυθρόνα σχεδόν μέχρι τον
σκληρό ξύλινο σκελετό έφερε μπροστά της ένα σωρό άλλους ανθρώπους πριν από αυτήν,
ακριβώς στην ίδια θέση. Ήταν όπως τότε που κατέβηκε μια μικρή πέτρινη σκαλίτσα
αναζητώντας τον τρόπο με τον οποίο οι πιστοί του παλιού καιρού καθαίρονταν πριν
να μπουν στον ναό. Επτά σκαλάκια όλα κι όλα που κατέληγαν σε ένα μικρό
ορθογώνιο χώρο, σαν τη γούρνα βρύσης. Ασυναίσθητα είχε καθίσει στο τελευταίο
σκαλάκι ακουμπώντας το δεξί της χέρι στο πλάι που το αισθάνθηκε να
προσαρμόζεται σε μια κοιλότητα, το ίδιο και τα οπίσθιά της. Αισθάνθηκε στα
σημεία επαφής μια κίνηση ανεπαίσθητη, σαν χιλιάδες μόρια να κινούνταν εκεί όπου
ακουμπούσε. Οι κοιλότητες που είχαν δημιουργήσει άπειρα χέρια και σώματα, την
έδεσαν στην ίδια γραμμή του χρόνου με ένα σωρό άλλους ανθρώπους. Έγινε μέρος
ενός συνόλου, μέλος κοινότητας που συνείχε, ένα ακόμη ζευγάρια πόδια που θα
πλένονταν πριν μπουν στον ναό.
Την ίδια αίσθηση της δημιούργησε το βαθούλωμα στο
κάθισμα. Η επαφή με το ύφασμα διέγειρε την περιέργειά της για λεκέδες. Τι
έκαμναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κλείνονταν στο σκοτάδι απέναντι σε μια οθόνη
που γέμιζε από το στήθος μιας γυναίκας, από τη θηλή ή τη ρόγα της; Τι έκαμναν
μπροστά σε μια οθόνη που γέμιζε από ένα άνοιγμα στο οποίο δεν μπορούσαν να
εισχωρήσουν; Οι μουσικοί στη σκηνή εξαφανίστηκαν και η οθόνη γέμισε από αιδοία
και πέη.
Με την άκρη του ματιού της είδε έναν τύπο αταίριαστο με
τους υπόλοιπους που είχαν γεμίσει ασφυκτικά τον χώρο και λικνίζονταν στην
καρέκλα τους στους ήχους μιας μουσικής που διαχέονταν στο σώμα. Λικνιζόταν και
αυτός στους ρυθμούς του ποτού που κολυμπούσε στην κοιλιά του και ζητούσε να
κόψει εισιτήριο για την παράσταση των 11. Τι κι αν δεν υπήρχαν οι αφίσες με τις
μαύρες ταινίες στις προθήκες του κινηματογράφου του; Τι κι αν οι γνωστές του
βιτρίνες γέμιζαν από το μούτρο ιδρωμένων μουσικών; Τι κι αν τα καθίσματα
καταλάμβαναν άνθρωποι που δεν τους είχε δει ποτέ του; Τίποτε από όλα αυτά δεν
αρκούσε για να αλλάξει τη λειτουργία του χώρου για τον άνθρωπό μας. Μόνο ο
υπεύθυνος του πορνοσινεμά, αυτός στον οποίο είχε παραχωρηθεί η χρήση του μνημείου
είχε προσπαθήσει όλες αυτές τις μέρες που μπαινόβγαιναν άλλοι άνθρωποι από
αυτούς που είχε συνηθίσει ως τότε, είχε προσπαθήσει να πάρει κάτι από τη
συμπεριφορά τους, από την κολόνια και το ντύσιμό τους, όλα καινούρια γι’ αυτόν,
γι’ αυτό και έβγαιναν από πάνω του σαν ξινισμένο γάλα. Επιδεικτικά, έπιασε από
το πέτο και έσυρε προς τα έξω αυτόν που συνήθως έβλεπε για πελάτη, για να δείξει
ότι ήταν σε θέση να προστατεύει από το χνώτο, το φτηνό κουστούμι και τα υγρά
του άλλου το κοινό των επτά ημερών –όσο κρατούσε το φεστιβάλ τζαζ.
Ράινερ Φέττινγκ, Ντράμερ
και κιθαρίστας, 1979.
Η μυρωδιά του ανθρώπου που έμοιαζε παραπονεμένος γιατί
δεν τον ήθελαν είχε ενοχλήσει τα ρουθούνια της. Τώρα όμως της ερχόταν ανακατεμένη
με τη μυρωδιά ιδρώτα που έβγαινε από φρεσκοπλυμένο κορμί. Πολύ μαλακά ο μαύρος
ντράμερ που είχε παίξει με το προηγούμενο συγκρότημα είχε τραβήξει προς το
μέρος του τον μισομεθυσμένο, που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον έσερναν,
ενώ με το άλλο του το χέρι κρατούσε σε απόσταση τον άλλον.
-«Δεν μπορείς να ξέρεις από τι υποφέρει ο άνθρωπος», του
είπε μιλώντας τη δική του γλώσσα αλλά ο τύπος δεν καταλάβαινε άλλη εκτός από
την ιδιότυπη του σιναφιού του. Περιορίστηκε να χαμογελάσει συγκαταβατικά, για
να μην φανεί ότι δεν είχε καταλάβει λέξη.
Ο μουσικός κρατούσε από τους ώμους τον άνθρωπο που τρίκλιζε.
Δεν φαινόταν να ενοχλείται από μυρωδιές. Του μιλούσε μαλακά κατευθύνοντάς τον
προς την έξοδο. Ο ανθρωπάκος δεν μπορούσε να τον καταλάβει, έπιανε όμως τον
τόνο μιας φωνής κατευναστικής, όχι προσβλητικής. Ο ιδρώτας, που έκαμνε το μαύρο
πρόσωπο να γυαλίζει, έβγαινε από όλους τους πόρους ξαναμμένου κορμιού.
Τη γοήτευσε τις επόμενες δυο βδομάδες που έμεινε στην
πόλη με το κράμα της αφρικάνικης καταγωγής και της δυτικής κουλτούρας του. Σώμα
που έπιανε και έμπαινε αμέσως τους ρυθμούς, μυαλό που φιλτράριζε μέσα από το
σουρωτήρι του κορμιού του τη νοησιαρχική παιδεία του.
Ήταν αρκετός καιρός για να χαρούν μαζί αλλά και για να
τσακωθούν. Κράτησαν μιαν αραιή αλληλογραφία των πέντε γραμμών. Για μήνες,
κάποτε και για χρόνια ούτε μια λέξη. Και ξαφνικά ένα γραμματάκι, μια καρτούλα,
ένας φάκελος με φτερό κύκνου μέσα και ούτε μια λέξη.
Όταν εγκαταστάθηκε στα πυργόσπιτα, επέλεξε αυτόν τον
άνθρωπο των δεκαπέντε ημερών για να κρατήσει μιαν ιδιότυπη επικοινωνία. Του έγραφε
στη γλώσσα της κι αυτός της απαντούσε στη διάλεκτο της καταγωγής του. Ούτε ο
ένας ούτε ο άλλος καταλάβαιναν έστω και μια λέξη. Βρίσκονταν μπροστά σε
ιχνογραφήματα που περισσότερο τα αποτιμούσαν αισθητικά παρά σαν γλωσσικούς
κώδικες επικοινωνίας. Είχε εξασφαλίσει την ελευθερία της έκφρασης σε έναν
άνθρωπο που είχε το πλεονέκτημα να μην μιλά.
Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Γυναίκα από την πόλη Αρλ ή Μαντάμ Ginoux με τα βιβλία της, 1888-89.
Διάβαζε παραμύθια. Μόνο εκεί μπορούσε να δει τον κόσμο
ανάποδα. Ήταν σίγουρη ότι σε λίγο θα άρχισε να βλέπει πλάσματα γύρω της να ζωντανεύουν.
Θα τα ’παιρνε για το πνεύμα των πραγμάτων που θα σαρκώνονταν. Ήταν σίγουρη ότι
η μοναξιά και το αναποδογύρισμα του κόσμου, το γεγονός ότι στα παραμύθια όλα
ζωντάνευαν, θα την έκαμναν να δει ό,τι υπήρχε και ό,τι δεν υπήρχε, να ακούσει
ήχους και σιωπές. Σε λίγο δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά.
Θα ’ρχόταν ένας χειμώνας που θα ξετρύπωνε τα ναρκωμένα φίδια
του χειμώνα από τις τρύπες τους, θα τα κρατούσε στα χέρια της, θα τα τύλιγε
γύρω από το λαιμό της, θα έπινε κρασί και θα έβγαινε στο βουνό με γυμνά τα
πόδια. Θα γινόταν μαινάδα για ν’ ακούσει ήχους να βγαίνουν μέσα από τη γη, να
δει κατσίκια που περπατούν στα δύο, τράγους με αυλούς και σύριγγες στα αιδοία
των βουνών, στο συναπάντημα από τις πλαγιές, όπου πυκνώνει η βλάστηση. Αλήθεια,
θα ήταν η τρέλα που θα την κυρίευε ή η αλήθεια μακριά από όλες τις αλήθειες που
αγωνιζόταν τόσα χρόνια να αναγνωρίσει; Καλό ή κακό; Ηθικό ή ανήθικο; Αληθινό ή
μάσκα; Επιτέλους, δεν θα έδινε μια πεντάρα για τέτοιους διαχωρισμούς που έβαλαν
όρια και φραγμούς στη ζωή της. Μια πεντάρα.
Φοβόταν μόνο μήπως την παρέσερνε η ακινησία των μεγάλων
ημερών του χειμώνα. Ότι θα τη έβρισκαν κάποια μέρα καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού,
συμπαγή όγκο καλυμμένο με τα μαλλιά του, κλαδιά ξεραμένα γύρω από μια πέτρα,
περιχυμένη από ιστούς αράχνης. Φοβόταν τις μέρες που θα σηκωνόταν τα πρωινά και
θα θεωρούσε κουραστικό ακόμη και το κρεβάτι της να στρώσει, τα ρούχα της να
αλλάξει, να κάνει κάτι που θα κρατούσε απασχολημένο το κορμί της. Τα λιγοστά
έπιπλα θα γέμιζαν από σκόνη, τα ζουζούνια θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα στο πάτωμα
και στους τοίχους και αυτή θα απέμενε εκεί, ακίνητη, με τα μάγουλα να έχουν
κρεμάσει προς τα κάτω, συμπαρασύροντας τις άκρες των ματιών που θα έμοιαζαν στο
τέλος με μισοφέγγαρα που συναντιούνται οι άκρες τους, ή με δρεπάνια, τα χέρια
να έχουν επιμηκυνθεί μέχρι το πάτωμα και μαζί με τα πόδια να δημιουργούν μια συμπαγή
βάση με τα μαλλιά κλαδιά να την έχουν κυκλώσει.
Έντβαρτ Μουνκ, Η
φωνή, 1893.
Από το παράθυρό της έβλεπε την ηλικιωμένη Μαρίνα των βράχων
του λόφου των λιγοστών ανθρώπων να τριγυρνά. Σεργιάνιζε και μιλούσε μόνη. Κάπως
έπρεπε να ακούει τη φωνή της. Χειρονομούσε σαν να συνομιλούσε με κάποιον που
κανένας δεν μπορούσε να δει. Σκηνοθετούσε τις συνομιλίες της. Επιτέλους, τα
πράγματα θα γίνονταν όπως τα έστηνε με το μυαλό της. Αλλά, βέβαια, η ζωή δεν
είναι κανένα έτοιμο σενάριο με τους ανθρώπους ηθοποιούς που μαθαίνουν ρόλους
που όλοι γράφουν για όλους. Τα καλοκαίρια μιλούσε στους τουρίστες που ανέβαιναν
μέχρις εκεί, κάποτε αγρίευε με τη φασαρία τους. Τον χειμώνα τριγυρνούσε κουβαλώντας
νάιλον σακούλες γεμάτες ποιος ξέρει από τι. Η μοναξιά λένε την χτύπησε. Άλλοι
όμως της είπαν μιαν άλλη ιστορία για τη μικρή Μαρίνα των βράχων της θάλασσας.
Ότι τα έχασε λίγα μόνο χρόνια μετά τον γάμο της. Ότι την τρέλαναν οι γυναίκες
του σπιτιού του άντρα της. Εκείνες είχαν καταφέρει να μην τρελαθούν από τις
δικές τους πεθερές και κουνιάδες, κι αυτό περίμεναν από την καινούρια γυναίκα
που μπήκε στο σπίτι τους. Αυτός ήταν ο κανόνας. Την πρώτη μέρα μετά τον γάμο
της τη σήκωσαν από τα χαράματα για να ανάψει το καζάνι με το ζεστό νερό. Το
ίδιο έκαναν και την πρώτη μέρα που έχασε
το παιδί της μέσα σε μια λίμνη αίματος, το ίδιο και τις μέρες που γεννούσε. Η
γυναίκα χάθηκε μια μέρα και κανείς δεν την αναζήτησε.
-«Δεν χάθηκε», της είπε μια άλλη γυναίκα του χωριού. «Οι
ίδιοι την έφεραν εδώ και την εγκατέλειψαν».
Όταν τα παιδιά των παιδιών της ρώτησαν για τη γιαγιά που
δεν είχαν γνωρίσει ποτέ, κάτι ξανακούστηκε γι' αυτήν με μισόλογα. Όχι όμως και
το όνομά της.
Η γυναίκα που εγκαταστάθηκε στα πυργόσπιτα χρόνια μετά τη
μισότρελη Μαρίνα έμοιαζε να προσαρμόζεται. Ήδη συμπεριφερόταν σαν τις μεγάλες
γυναίκες που χάνονταν σε ιστορίες του παρελθόντος. Τις έλεγαν ξανά και ξανά,
χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν πια τι είχαν παραλάβει από τους παλαιότερους και
τι είχαν προσθέσει οι ίδιες. Η πιο παλιά εκδοχή της Κοκκινοσκουφίτσας είναι ότι
τηγάνισε κομμάτια της γιαγιάς της και τα έφαγε.
Το τι της άρεζαν οι μικρές ιστορίες των παλιών ανθρώπων
δεν λέγεται.
Έμπαινε σε άλλους ρυθμούς που περίμενε ότι κάποια στιγμή
θα ένωναν όλους τους χρόνους. Δεν θα ξεχώριζε πριν και μετά, και το τώρα θα ήταν
χωμένο κάπου σε κάποια καμπύλη του χρόνου μέσα σε μια συνεχή ροή. Θα έμπαινε σε
άλλους ρυθμούς. Είχε κανονίσει να ξεγελάσει τον οργανισμό της, ή μάλλον να τον
προετοιμάσει για μια ομαλή προσαρμογή. Δεν θα τον άφηνε να κυριαρχήσει πάνω
της. Κάποια στιγμή, όχι μακριά από εκείνη τη στιγμή, θα έπαυε να βλέπει το
κόκκινο της περιόδου της. Τι περίεργο ... Η μηνιαία κόκκινη ροή είχε υπάρξει
για αυτήν μια ενόχληση, μέχρι τη στιγμή που κατάλαβε ότι όλη της η ύπαρξη ρυθμιζόταν
με άξονα το κόκκινο σιρίτι της. Μερικές φορές πονούσε. Σπάνια, αλλά κάποτε ναι.
Μερικές φορές φούσκωνε το στήθος της, οι ρόγες διαστέλλονταν και οι θηλές
πετιόντουσαν έξω σε μια συνεχή διέγερση. Ορμή σπαταλημένη στο τίποτε, άδικα
δοσμένη. Επηρέαζε τη διάθεσή της. Αλλά ήταν το βιολογικό της ρολόι. Εδώ και
τόσα χρόνια, δεν θυμόταν πόσα, μετρούσε τον χρόνο από περίοδο σε περίοδο, από
ωορρηξία σε ωορρηξία, από φεγγάρι σε φεγγάρι. Μετρούσε τον χρόνο σεληνιακά, κοντά.
Σε λίγο θα έπαυε αυτό. Η περίοδος θα σταματούσε και θα έχανε τον ρυθμό του
χρόνου της. Ο οργανισμός της θα αποδιοργανωνόταν, θα μπερδευόταν. Τότε δεν
είναι που οι γυναίκες τρελαίνονται; Μέχρι να μάθουν να μετρούν ξανά τον χρόνο,
τον χρόνο που τους μένει, διαφορετικά. Αλλά εκείνη, πριν να σταματήσει το
κόκκινο σιρίτι, μάθαινε να μπαίνει σε άλλους χρονικούς ρυθμούς: εποχιακούς. Ο
περιορισμένος σεληνιακός χρόνος έγινε χρόνος των εποχών και η κάθε εποχή
καθόριζε αυτό που έπρεπε να κάνει..
Μάθαινε να κάνει υπομονή. Να περιμένει να δει τα μάτια των
φυτών εκεί λίγο πριν από την αρχή της άνοιξης. Τις τριανταφυλλιές της να
γεμίζουν ρόδα την άνοιξη. Τα αμπέλια της. Προτιμούσε να περιμένει αυτά παρά το
χτύπημα ενός τηλεφώνου που δεν ερχόταν ποτέ ή ερχόταν, όταν ήταν πια πολύ αργά,
όπως ένα παραγινωμένο φρούτο, πέρα από τα όρια της αναμονής που αντέχει ο
καθένας. Θα έμενε εκεί. Ο μεθυσμένος σταυρωμένος που φορούσε της ήταν αρκετός.
Ο Πινόκιο που είχε βρεθεί σε έναν παλιό ξυλουργό, εκεί δηλαδή που του έπρεπε,
κρατούσε σταθερή τη μύτη του. Ο έρωτας είχε γείρει στη μια του φτερούγα και
κοιμόταν. Θα τον άφηνε εκεί να κοιμάται. Τώρα ασχολούνταν πια με την εγκυμοσύνη
της γης. Είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον χρόνο. Αλήθεια το πίστευε;
Δεν αμπάρωνε το σπίτι ούτε όταν έβγαινε ούτε όταν
κοιμόταν το βράδυ. Το κλειδί κρεμόταν μόνιμα στην πόρτα. Ήθελε να ξεπεράσει τον
φόβο της για τους ανθρώπους και να παλέψει τον φόβο της για τη μοναξιά που
κάποιες φορές την τρομοκρατούσε και παρέλυε το σώμα της. Άρχισε να πιστεύει ότι
όλοι εκεί πάνω, σ’ εκείνο το ψήλωμα της γης, όλοι κάποια στιγμή θα γίνονταν σαν
τη Μαρίνα των βράχων τους, ότι θα εξομοιώνονταν περιφέροντας στους δρόμους τις
μοναξιές τους, χωρίς να μπορούν να τις ενώσουν. Ο χρόνος αποκτούσε τώρα
επικίνδυνα μεγάλες διαστάσεις. Τα λεπτά στο μεγάλο ρολόι διαδέχονταν το ένα το
άλλο με μιαν αφάνταστη βραδύτητα, όση ήταν η βιασύνη τους στην πόλη. Πόσα
πράγματα μπορούσε να κάνει τώρα μέσα σε ένα ολόκληρο λεπτό και πόσα δεν
προλάβαινε να κάνει εκεί… Την παίδευε η ελαστικότητα του χρόνου, το γεγονός ότι
δεν εύρισκε ένα μόνο μέτρο για να τον μετρήσει. Όταν πονούσε για κάτι, έλεγε
ότι ο χρόνος θα περάσει και θα τα απαλύνει όλα. Μόνο να περάσει κάποιος χρόνος.
Ύστερα θρηνούσε που είχε περάσει και την έφερνε πιο κοντά σε ολοκληρώσεις και
απώλειες. Μέσα στα μεγάλα κενά του καινούριου της χρόνου θυμόταν παλιές συζητήσεις.
-«Βλέπουμε τη ζωή μας να επαναλαμβάνεται πρώτα στα παιδιά
μας και ύστερα στα εγγόνια μας. Η κάθε επανάληψη μας θυμίζει τη δική μας απομάκρυνση
από όσα ζουν και ότι πλησιάζουμε στη στιγμή που δεν θα επαναληφθεί τίποτε.»
Με πολύ πίκρα της είχε πει αυτές τις κουβέντες ο
μεσήλικας κύριος Μάριος, ενώ κάποιος άλλος, με μιαν εξουθενωτική για εκείνη
γαλήνη, της είχε πει:
-«Εγώ, παιδί μου, τελείωσα με τη ζωή μου. Λίγα ψιχουλάκια
μου έμειναν ακόμη.»
Λίγο από τη γαλήνη του, κάτι από αυτήν αν μπορούσε να
κλέψει.
Ύστερα πάλι θυμόταν τον μπαρμπα-Δημητρό. Παλιός
φωτογράφος, έφτασε στα εκατό του.
Κι όταν τον ρωτούσε κανείς για το αρχείο του:
-«Χάθηκε στην Κατοχή. Ποιος νοιαζόταν τότε γι’ αυτά; Να
επιβιώσουμε κοιτούσαμε.»
Τα τελευταία χρόνια δεν άκουγε καλά. Εξακολουθούσε όμως
να είναι κοτσανάτος. Ακόμη ακούγονταν οι καυγάδες του με την κυρα-Μαριάνθη, τη
γυναίκα του. Έχουν μια γλυκύτητα οι γκρίνιες στα ηλικιωμένα ζευγάρια. Είναι κι
αυτός ένας τρόπος για να πουν ο ένας στον άλλον: «Σε γνοιάζομαι».
Walther Jervolino,
Ένας πιθανός θάνατος του Πινόκιο,
1986.
Ο μπαρμπα-Δημητρός στον εγγονό που είχε πάρει το δικό του
όνομα και παράστημα είχε παραγγείλει:
-«Δεν θα αφήσεις να με πάνε στο νοσοκομείο.»
Τίμησε την επιθυμία του, όταν ο παππούς άρχισε να μην
τρώει. Έπεσαν επάνω του συγγενείς και φίλοι. Αντιστάθηκε. Τις δυο τελευταίες
μέρες ο γέροντας δεν ήπιε ούτε νερό. Την τρίτη έφυγε, αφού πρώτα τους χαιρέτησε
έναν έναν.
*****
Nikolaus Braun, Σκηνή δρόμου στο Βερολίνο, 1921.
Γιατί έφυγε; Πνιγόταν εκεί μέσα. Πνιγόταν από τη βρωμιά
του δρόμου. Πνιγόταν από τα ισόγεια, σχεδόν υπόγεια διαμερίσματα, όπου
στοιβάζονταν άνθρωποι. Πνιγόταν από νοικοκυρές που άπλωναν τα ρούχα τους στο
πεζοδρόμιο, στη σκόνη και το καυσαέριο του αυτοκινήτου που περνούσε. Πνιγόταν
από τα παιδιά που έπαιζαν ανάμεσα σε κάδους σκουπιδιών, από μεγάλους που
κάθονταν στις σκάλες μουχλιασμένων πολυκατοικιών με κλεισμένη την είσοδο από
απορρίμματα και παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Πνιγόταν από τις μυρωδιές αυτών των
δρόμων, τα αρώματα και τα αυτοκίνητα πολυτελείας άλλων χώρων. Πνιγόταν από ένα
θυμό που είχε εισχωρήσει κάτω από το δέρμα της και τη διαπερνούσε, που την
έκαμνε να θέλει να πάρει μια πέτρα και να την πετάξει στα αυτοκίνητα, στα
λεωφορεία, στις βιτρίνες των καταστημάτων, στους ανθρώπους, σε όσους έφταιγαν
και σε όσους υπέμεναν. Λειτουργούσε πια με την ίδια λογική που δρούσαν οι
τρομοκρατικές οργανώσεις. Μόνο που ο θυμός της δεν έβλαπτε κανέναν, γιατί δεν
είχε αποδέκτη. Γι' αυτό και γυρνούσε σε ’κείνη σαν το μπαλάκι, όταν το ρίχνει
κανείς στον τοίχο. Τον φοβήθηκε αυτόν τον θυμό, όπως και τις δυνάμεις που
αναπτύσσονταν μέσα της και δεν έβρισκαν διέξοδο, που μετατρέπονταν σε χαοτικές
εκρήξεις και την έκαιγαν. Καιγόταν από αυτά που μπορούσε να κάνει και δεν
εύρισκε τρόπο να κάνει. Να φύγει. Έπρεπε να φύγει.
Και έφυγε. Το έσκασε μπορείς να πεις. Το έσκασε με τη
βαθιά πεποίθηση ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Ότι δεν μπορούσε να γίνει
τίποτε με τους τρόπους τους δικούς της. Ότι δεν ήθελε πια να κάνει τίποτε,
γιατί δεν έβρισκε νόημα σε τίποτε. Τρελή. Θλιμμένη και οργισμένη -όψεις του
ίδιου νομίσματος. Γυναίκα...
Δεν πίστευε σε τέτοιους διαχωρισμούς. Τους έμαθε
σταδιακά. Από άνδρες και γυναίκες. Άνδρες φοβισμένους, απάνθρωπους και
ευνουχιστικούς μέσα στον φόβο τους, γυναίκες πιο κακές και από τους άνδρες σε
γυναίκες που τολμούσαν όσα τις τρομοκρατούσαν. Ρουφούσε την κοιλιά της να
περάσει από τοίχους που της έστηναν. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Τα μάτια της κοκκίνιζαν
από την προσπάθεια και κανένας δεν το έβλεπε. Ούρλιαξε χωρίς προειδοποίηση.
Απότομα. Την κοίταξαν περίεργα. Αυτοί οι αθώοι, εκείνη η ένοχη.
-«Η τρελή».
Έλεγε ασυνάρτητα πράγματα, όλα μαζί κι ανάκατα, χωρίς
λογική σειρά και επιχειρήματα. Άμαθη στο
να διεκδικεί τον δικό της χώρο, γρατζουνούσε. Πρώτα τον εαυτό της.
Έφυγε από όλα αυτά. Κάποιοι θα το έλεγαν δειλία,
εγκατάλειψη. Σήκωνε τους ώμους. Ας το έλεγαν όπως ήθελαν. Γιατί είναι κακό να
φεύγει από αυτό που δεν μπορούσε άλλο να αντέξει; Θα συνήθιζε. Δεν θα
χρειαζόταν να ψιθυρίζει κανένα όνομα. Δεν θα είχε άλλες ανάγκες από το να
αναπνέει ελεύθερα, να φροντίζει τις τριανταφυλλιές και τα φίδια της.
Για πόσο; Ποιος μπορούσε να πει; Τουλάχιστον θα δοκίμαζε.
****
Θεόδωρος Ράλλης, Μεγάλη
Παρασκευή.
Δεν υπήρξε ποτέ χριστιανή της εκκλησίας. Είχε όμως ανάγκη
από χαμηλά φώτα, από φωνές παρηγορητικές, από ψαλμωδίες ομαδικές και ακατανόητες.
Τιμωρούσε τον εαυτό της στερώντας τον από την επιθυμία του, γιατί αισθανόταν
αμαρτωλή εξαιτίας του θυμού της. Τη Μεγάλη Παρασκευή είδε από ψηλά τους
επιτάφιους των άλλων χωριών. Μες στο σκοτάδι, φαίνονταν μόνο οι φλόγες των
κεριών να κινούνται μοναχές τους.
Την επόμενη χρονιά η ψυχή της ήταν πιο μαλακή. Για πρώτη
φορά στη ζωή της παρακολούθησε όλες τις τελετές της Μεγάλης Εβδομάδας. Της φάνηκαν
πολύ όμοιες με τις τελετουργίες που ήξερε για τα πολύ παλιά χρόνια του τόπου
της. Είχαν αλλάξει μόνο τα ονόματα των θεών. Η σκιά του σταυρού έπεφτε στην
κόγχη πίσω του, ένα μαύρο σημάδι στον τοίχο σαν τον σταυρό στις εισόδους των
σπιτιών που σχηματίζουν οι άνθρωποι με τη λαμπάδα της ανάστασης. Η πλατυτέρα
των Ουρανών, γυναίκα που αγγίχτηκε χωρίς να αγγίξει, την κοίταζε από την κόγχη
της. Το Μεγάλο Σάββατο ανέβηκε μέχρι το μοναστήρι. Δεν είχε ηλεκτρικό και το
εσωτερικό φωτιζόταν μόνο από τα καντήλια. Με το «Δεύτε λάβετε φως» αναδύθηκαν
οι σκοτεινές φιγούρες των τοίχων. Όμοια χαμογελαστές, σε μετωπική στάση, μάσκες
νεκρικές, λικνίζονταν στον χαρμόσυνο ρυθμό των τραγουδιών της βραδιάς. Έμεινε
με όλους τους άλλους στο κονάκι του μοναστηριού. Ήταν καλά που μοιραζόταν ένα
γεύμα χωρίς υπερβολές, με τυρόπιτες, αυγά και τσουρέκι. Οι γεύσεις διαχέονταν
στο στόμα της και αναγνώριζε τα υλικά ένα ένα. Τα απολάμβανε όλα σαν πρώτη
φορά. Ήταν και άλλοι εκεί.
Δεν έβγαινε πια έξω, όταν έβρεχε και ούτε μπέρδευε δάκρυα
με σταγόνες βροχής. Το φούσκωμα της ψυχής της, που την πονούσε γιατί ποτέ δεν
είχε γίνει τρικυμία, έβρισκε μικρές διεξόδους, όπου διοχετευόταν. Θα ξεφούσκωνε
σιγά σιγά. Θα έπαιρνε τις φυσιολογικές της διαστάσεις. Θα συμφιλιωνόταν. Ίσως
τότε ξαναγυρνούσε στην πόλη.
Συχνά πήγαινε στο σπήλαιο της περιοχής. Οι φύλακες την
είχαν μάθει και την άφηναν να μπαίνει, χωρίς να κόβει εισιτήριο. Πήγαινε στα
πιο σκοτεινά σημεία του σπηλαίου, εκεί όπου δεν είχαν βάλει ακόμη ηλεκτρικούς λαμπτήρες,
κι άναβε ένα κερί. Μόνο τότε έβλεπε τα χρώματα στους σταλαγμίτες. Σκεφτόταν μια
φορά να ξεφύγει από τους φύλακες και να μείνει μέσα στο σπήλαιο νύχτα. Θα
κρυβόταν, μέχρι που θα άκουγε την πόρτα να κλείνει για το βράδυ. Και τότε, στο
φως των κεριών που θα άναβε, θα μπορούσε να δει καλύτερα την εικόνα που τη
μάγεψε την πρώτη φορά εκεί. Ήταν μια μικρή λίμνη στο σπήλαιο, τόσο ήρεμη όταν
δεν έπεφταν σταγόνες από πάνω που την πρώτη φορά νόμιζε ότι το σπήλαιο
συνεχιζόταν προς τα κάτω. Δεν ήταν παρά ο αντικατοπτρισμός της οροφής. Θα
καθόταν λοιπόν εκεί και θα την έβλεπε αυτήν την εικόνα να σκορπίζεται μέσα
στους κύκλους που θα δημιουργούσε η κάθε σταγόνα. Τα κεριά της θα μεγένθυναν
τις σκιές. Ύστερα θα τα έσβηνε και θα άφηνε στα αυτιά της τους ήχους της
σπηλιάς. Τις σταγόνες και τις νυχτερίδες. Θα την τρόμαζαν άραγε;
****
Albert Birkle, Ο Τελευταίος Καβαλιέρος, c. 1926.
Τη βρήκαν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Με τα
φίδια κουλουριασμένα πλάι της. Την άφησαν εκεί, με το κλειδί πάνω στην πόρτα.
Απογυμνώθηκε από σάρκα. Τα φίδια ξεχειμώνιαζαν στα μάτια της. Το ταχυδρομείο
εξακολουθούσε να έρχεται δύο φορές τον χρόνο από μια χώρα που οι ντόπιοι δεν
ήξεραν. Ο παπάς έγραψε στον άνθρωπο, με τη σκέψη ότι ήταν κάποιος συγγενής της
γυναίκας. Χρόνια μετά ο άνθρωπος που δεν μιλούσε τη γλώσσα του τόπου, έφτασε
στα πυργόσπιτα, ζητώντας να πάει στο σπίτι των φιδιών. Φάνηκαν αλλόκοτα στους
ντόπιους όσα τους είπε. Καμιά γυναίκα ξένη δεν είχε εγκατασταθεί στα μέρη τους
τα τελευταία είκοσι χρόνια. Καμιά δεν πέθανε με τον τρόπο που ο άνθρωπος έλεγε.
Πήγε στην παλιά της διεύθυνση. Σε εκείνη που είχαν επάνω τα πρώτα γράμματα της
αλληλογραφίας με τη γυναίκα, πριν αυτή αλλάξει τόπο. Στάθηκε έξω από το σπίτι.
Την αναγνώρισε. Μια περιποιημένη κυρία με άσπρα μαλλιά σ’ ένα σπίτι με κεραμιδί
χρώμα που φωσφόριζε. Με νυχτολούλουδα και κισσούς.
Τελικά, δεν είχε φύγει ποτέ από εκεί.
Δήμητρα Μήττα
Δημοσιευμένο στις Μυθιστορίες του εφήμερου. Αθήνα: Γαβριηλίδης 2004.