Frederic Edwin
Church, Aegean Sea, c. 1877,
Metropolitan Museum of Art.
Ποιός
ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!
Ποιά
νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!
Ο
κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι
η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων
Κι
η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα
Το
μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της
ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν
η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι
οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!
Απόσπασμα
από την τοιχογραφία του στόλου. Δυτική
οικία Ακρωτηρίου.
Με
το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας
Έφυγαν
κατευόδιο των ανέμων
Οι
εραστές της ξενιτιάς των κρίνων
Αλλά
η νύχτα πώς εδώ κελάρυσε τον ύπνο
Με
γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς
Ή
στις μεγάλες άσπρες παραλίες
Και
πώς με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα
Σκόρπισε
και ξεχύθηκε ψηλά
Η
σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών
Που
ευωδίασαν βασιλικό και δυόσμο!
Η
λεγόμενη "Μυκηναία".
Απόσπασμα πομπής γυναικών, από το Θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Fragment
unique de fresque comprenant la figure féminine de la Mycénienne - La «Dame de Mycènes». L'expression sérieuse
et pensive de la déesse révèle la solennité du moment, alors qu'elle accepte
une offrande — un collier qu'elle tient serré dans sa main droite. Elle porte
un corsage à manches courtes sur un chemisier qui souligne sa poitrine. Sa
coiffure complexe retient l'attention de même que ses riches bijoux — bracelets
et colliers. Musée
archéologique national, Athènes.
Στα
τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα
Καίοντας
με ξερό θυμάρι τους ανέμους
Οι
λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε
Μ’
ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι
Εύκολα
σα να μπαίναν στον Παράδεισο
Κι
από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους
Οι
όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού
Για
να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...
Τοιχογραφία
από τη μινωική έπαυλη της Αμνισού, όπου εικονίζονται λευκά κρίνα σε κόκκινο
βάθος. Η έπαυλη χτίστηκε γύρω στο 1600 και καταστράφηκε μετά το 1500 π.Χ.
Ω
σημάδια που περνάτε μες στο βάθος
Του
νερού που κρατάει έναν καθρέφτη
Εφτά
κρινάκια που λαμποκοπάτε
Αναπαράσταση
σκηνής ταυροκαθαψίων από το ανάκτορο της Πύλου.
Όταν
ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα
Θά
’βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι
Αλλά
ψυχή στη χόβολη των άστρων
Θά
’βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο
Έρημα
φύκια στερνοπαίδια του γιαλού
Χρόνια
πετράδια πράσινα
Τμήμα
τοιχογραφίας με παράσταση γυναικείας μορφής (προσκυνήτρια) από την μεγάλη πομπή
γυναικών από το νεότερο ανάκτορο της Τίρυνθας π.1300 π.Χ. Είναι εμφανής η
επιρροή της μινωικής Κρήτης σε ότι αφορά το σχέδιο και τα χρώματα. Το σχέδιο
είναι δισδιάστατο και επίπεδο, χωρίς φωτοσκίαση και προοπτική, η κόμμωση, η
πλούσια ενδυμασία, τα χαρακτηριστικά του προσώπου που είναι σε κατατομή και τα
μάτια κατενώπιον. Η γυναικεία μορφή είναι χρωματισμένη άσπρη και η διακόσμηση
στο επάνω μέρος της τοιχογραφίας, με ρόδακες και φύλλα κισσού θυμίζουν μινωικές
τοιχογραφίες. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Ω
πράσινο πετράδι – ποιός θυελλομάντης είδε
Να
σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας
Το
φως στη γέννηση των δυό ματιών του κόσμου!
Από
τη συλλογή: «Προσανατολισμοί» (1940).
Από
το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση»,
Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 63-64.
There are certain
poems that enliven the soul. These are the poems that readers develop a
personal relationship with, returning time and again to re-enter the mystery
that first attracted the reader to the poem. For me, Odysseus Elytis’ “Aegean Melancholy” is such a poem.
Lawrence Durrell writes of Elytis that he has “insisted that at the bottom
poetry is not simply craft or skill but an act of divination” and “Aegean Melancholy” proves this statement
true. Elytis enters the mind of the poem in wonderment, and grows that
wonderment by bringing together several of the major Western myths that have
defined our culture. The poem becomes increasingly elusive and jubilant, even
as the speaker laments the loss of the very myths he celebrates. Charting the
transition in Western culture from a Pagan reality to a Christian reality,
Elytis has created a poem that evades the mind’s desire to understand such a
transition concretely. This poem is meant to inspire the imagination and
reconnect the reader to her Western origins, thereby “divining” the past into
the present.
The title of the
poem, “Aegean Melancholy” serves to
place the poem in the Aegean sea, specifically the Greek islands, and to also
beckon to the time when Greek mythology was the dominate system of belief. The
poem begins:
Το
γαλάζιο πουλί, απόσπασμα τοιχογραφίας από την Οικία των τοιχογραφιών. Υστερομινωική
ΙΑ περίοδος, π. 1550 π.Χ. Κνωσσός (ανάκτορο, "σπίτι των
τοιχογραφιών"). σωζόμενο ύψος 60 εκ. Ηράκλειο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η
τοιχογραφία αυτή είναι από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες της μινωικής
Κρήτης. Μέσα στη φύση που οργιάζει, με τις φωτεινές κίτρινες
αγριοτριανταφυλλιές, τα γαλάζια μπιζέλια, τα κρινάκια και άλλα φυτά σε
διαφορετικά χρώματα βάθους ( κόκκινο, κίτρινο, γαλάζιο), δεσπόζει σε λευκό
βάθος το γαλάζιο πουλί καθισμένο σε βράχο. Ελευθερία στην πινελιά, ξεφάντωμα
της φύσης, ανάπαυση του βλέμματος χαρακτηρίζουν το απόσπασμα αυτής της
ξεχωριστής τοιχογραφίας, που θα πρέπει να ανήκε σε ένα λαμπρό σύνολο που
καταστράφηκε. Πηγή από το βιβλίο: Ελληνική Τέχνη - Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης
- Εκδοτική Αθηνών.
What linking of
soul to the halcyons of the afternoon!
What calm in the
voices of the distant shore!
The cuckoo in the
trees’ mantilla,
And the mystic hour
of the fisherman’s supper,
Ending with
exclamation points, the first two lines plunge the reader into the speaker’s
wonderment for the Greece. “Halcyons” refers to a bird named after Alcyone, a
woman who, according to Ovid’s rendering in The
Metamorphoses, threw herself off a cliff and became a bird after learning
her husband had died at sea. The gods, taking pity, turned her husband into a
halcyon as well. According to myth, Alycone’s metamorphosis is marked each
winter solstice by a period of seven days of calm, bringing us to the second
line of the poem: “what calm in the voices in the distant shore”. “Voice” is a
metaphor for history and memory entering the present in a mystical way: while
the voices are audible, their distance impedes clear understanding. The voices
are calm because they are in the halcyon period, on another day might they be
enraged?
The next line, “The
cuckoo in the trees’ mantilla” sounds as though nature is breaking into speech.
Describing the trees’ leaves as “mantilla” is a way of giving the trees a
female personification. The line between human and non-human is increasingly
blurred. The last line, “And the mystic hour of the fisherman’s supper” can
refer to Christ and the Last Supper, however it is more interesting if we let
“fisherman” refer to both a common man and a god. Such a reading contributes to
the poem’s impulse to see divinity in the prosaic, to essentially see both as
part and parcel of each other.
While the landscape
is certainly real, Elytis uses myth to make the land adopt a level of
surrealism. The only way to describe the unnamable beauty of the land is to
imbue it with mythological memory. Though I have given a literal break down of
the first four lines of the poem, as much as possible at any rate, as the poem
moves forward it becomes more squirrelly, almost impossible to pin down:
Herbert James
Draper, Halcyone, 1915.
The long lament of
the woman,
The lovely woman
who bared her breasts
When memory found
the cradles
And lilac sprinkled
the sunset with fire!
This is where the
ambiguity of the poem begins to be intriguing, and several myths begin to
collide. “The woman” could refer to Alcyone mourning her husband’s death, it
could refer to Mary (if we are to maintain that the fisherman refers to Jesus),
or it could refer to Diana. The end stop after “the woman” is followed by two
enjambed lines, lending them a breathless, urgent quality, so that the
exclamation point at the end comes with maximum impact. The last two lines of
the stanza evade interpretation. Yes, “cradle” can be linked to baby Jesus, and
lilacs can be symbolic of a funeral . . . but some kind of magic happens if we
do not try to force a literal interpretation. It is better to let these lines
manipulate our imaginations, rather than try to manipulate the images. We live
in a culture that shuns the unbelievable and that demands rationalism, but in
his Nobel lecture Elytis stated:
“it is in the inside of this world that the
other world is contained, that it is with the elements of this world that the
other world is recombined, the hereafter, that second reality situated above
the one where we live unnaturally. It is a question of a reality to which we
have a total right, and only our incapacity makes unworthy of it.”
Elytis is using
myth and imagery to invoke that “other world,” which is no less real than the
tangible world. We live “unnaturally” in this world because we try so hard to
square the mysteries. It is so easy to want to rationalize the mind of the
poem, and yet by doing so, we destroy the experience of the poem and reveal our
incapacity to live with that which is indefinable.
The next stanza
again resumes the Alcyone myth, tempting the reader to again rationalize the
poem:
Ακρωτήρι
Θήρας - Η τοιχογραφία του μινωϊκού στόλου 16ος αιώνας π.Χ. Akrotiri - Island of
Santorini - Fresco of minoan fleet 16th Century BC.
With caique and the
Virgin’s sails
Sped by the winds
they are gone,
Lovers of the
lilies’ exile;
These lines can be
read as Alcyone and her husband disappearing into the winds, “lovers of the
lilies’ exile.” The first line clearly references a sailboat—perhaps the boat
that Alcyone’s husband went down in? The punctuation is again subdued, allowing
Elytis to again build momentum later on into the stanza. The next lines return
to a heightened surrealism:
Ενήλικη
κροκοσυλλέκτρια, λεπτομέρεια τοιχογραφίας της Kροκοσυλλογής στην «Ξεστή 3» του
Ακρωτηρίου.
But how night here
attends on sleep
With murmuring hair
on shining throats
Or on the great
white shores;
“Sleep” informs the reader that Elytis is
consciously returning the poem to a dream like state. The line “With murmuring
hair on shining throats” could refer to any woman, even the reader. But while
the woman is sleeping and defenseless, the land remains powerful: sleep attends
“on the great white shores,” suggesting that while humans are inherently
impermanent, land is inherently lasting. Land evolves over time, and is witness
to the memories of the world. Next the poem shifts to another myth, and this
time the poem exitss the land and enters the cosmos:
Ανήλικη
κροκοσυλλέκτρια, λεπτομέρεια τοιχογραφίας. Τέλη Μεσοκυκλαδικής περιόδου, π.1650
π.Χ. Θήρα, Ακρωτήρι (Ξεστή 3, δωμάτιο 3α).Ύψος 244 εκ. Θήρα, Προϊστορικό
μουσείο. Η τοιχογραφία κάλυπτε τον ανατολικό τοίχο του δωματίου στον πρώτο
όροφο και αποτελεί τμήμα μεγάλης ενιαίας σύνθεσης που εκτεινόταν και στο βόρειο
τοίχο: σε ορεινό, προφανώς το θηραϊκό τοπίο παριστάνονται σκηνές από τη συλλογή
κρόκου, δραστηριότητα που φαίνεται πως ήταν μεγάλης σημασίας για τη θηραϊκή
κοινωνία. Οι δύο γυναικείες μορφές της εικόνας-μια ώριμη και μια
νεανική-παριστάνονται σε στιγμιότυπο αυτής ακριβώς της ασχολίας. Και οι δύο
διαθέτουν πλούσια ενδυμασία από περικόρμιο και φούστα και κοσμούνται με
πολύτιμα κοσμήματα, ενώτια, περιδέραια, ψέλια, περισφύρια. Η ενήλικη γυναίκα
παριστάνεται κατενώπιον και παρατηρεί με ενδιαφέρον τις κινήσεις της νεαρής
κοπέλλας, η οποία την ατενίζει με αγωνία προσπαθώντας να μαντέψει την κρίση
της: άραγε θα την εγκρίνει να περάσει στις ενήλικες; Προφανώς με την απεικόνιση
της σκηνής αυτής, ο καλλιτέχνης θέλησε να δώσει στιγμιότυπο από τη διαδικασία
μύησης των νεαρών κοριτσιών. Πρόκειται για έργο μεγάλης πνοής. Πηγή από το
βιβλίο: Ελληνική Τέχνη - Η Αυγή της
Ελληνικής Τέχνης - Εκδοτική Αθηνών.
And how Orion’s
gold sword
Is scattered and
spilled aloft
Dust from the
dreams of girls
Scented with mint
and basil!
According to myth,
Diana, prompted by her brother Apollo, accidentally killed Orion while he was
swimming. In grief, she placed his body in the stars. “Orion’s gold sword”
refers to a vertical cluster of stars beneath Orion’s Belt. “Dust from the
dreams of girls” could refer to Diana’s desirous dreams of Orion. “Scented with mint and basil!” is a way
of grounding the poem back to the land. And yet, even as I make these
declarations, I destroy their mystery, and therefore their purpose. As readers,
we don’t really know exactly what is happening in these lines. We are feeling
our way through. We intuit the primitive place in our selves to whom the poem
speaks; we intuit that the poem is beckoning us to a place and time now lost to
us. In this way “Dust from the dreams of
girls” is our dust, our dreams. We have only fragments of memory of a world
that now eclipses our narrowed imaginations.
The next stanza
invokes a fully realized Aegean world where Diana is struggling to retain her
identity:
Daniel Seiter, Diane auprès du cadavre d'Orion, Diana next
to the corpse of Orion, 1685, Musée du Louvre.
At the cross road
where the ancient sorceress stood
Burning the winds
with dry thyme, there,
Lightly, holding a
pitcher full with the waters of silence,
Given the reference
to “virgin” and “Orion”, and now “ancient sorceress,” I think it is safe to
assume that “ancient sorceress” refers to Diana, or at the very least, a
priestess of a Diana cult. We are at the crossroad between a pagan world view
and a Christian world view. A kind of ritual is being performed that involves “burning the winds with dry thyme,” an
image unimaginable, yet beautiful. “Thyme” can also double as “time,” making
the image that much more elusive. I imagine Diana standing at a literal
crossroad summoning an inexplicable power, the winds blowing around her, and
also “holding a pitcher full with the waters of silence.” Again, the line eclipses
me. Is she holding the future, the time when pagan knowledge will be silenced?
Is she attempting to silence the impending Christian view? At any rate, I am
left with the impression that she is trying to prevent the loss of her
identity. Diana and Mary, representative of monotheism and polytheism, cannot
coexist. As the stanza continues, a communion of Diana’s followers is
described:
Τοιχογραφία
πομπής γυναικών, Υστερομινωική ΙΙ περίοδος, π. 1450 π.Χ. Κνωσσός, Ηράκλειο
Αρχαιολογικό Μουσείο. Από τις πιο
διάσημες κνωσιακές τοιχογραφίες και από τις πιο καλύτερα διατηρημένες, αποτελεί
τμήμα μιας μεγάλης πομπής με πολλές μορφές δωροφόρων που συγκλίνουν προς μια
κεντρική θεά ή ιέρεια. Η γεμάτη σφρίγος ανδρική μορφή αποδίδεται με το
συμβατικό για τους άνδρες κόκκινο χρώμα στο σώμα, έντονα καμπυλωμένα μέλη, που
δίνουν έμφαση στην ανάταση του σώματος, σταθερό βλέμμα και πλούσια κόμμωση.
Φέρει περίτεχνο περίζωμα και κοσμήματα και παριστάνεται αγαλματώδης χωρίς να δηλώνεται
καμιά εσωτερική κίνηση. Εντούτοις εκφράζει με ένταση και αποτελεσματικό τρόπο
τη σημαντική αποστολή του. Πηγή από το βιβλίο: Ελληνική Τέχνη - Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης - Εκδοτική Αθηνών.
Easily, as though
they were entering Paradise,
Supple shadows
stepped . . .
And from the
crickets’ prayer that fermented the fields
Lovely girls with
the moon’s skin have risen
To dance on the
midnight threshing floor. . .
This part of the
stanza is a celebration of pagan respect for women. Women are honored for their
participation in the rites of Diana. The lines are written in the past tense,
suggesting that this dream is of a time long past. The cricket’s prayers
“fermented the fields” and let the girls resurrect from earth to “dance on the midnight threshing floor. .
.”. These images are beautiful and jubilant, and without end stops express the
excitement of embracing life. The girls have “moon’s skin,” another reference
to Diana, who is goddess of the moon. The ellipses have an interesting affect
on the stanza. They create expectation and add to the dream-like quality of the
stanza, making the speaker sound like he is imagining the celebration, rather
than witnessing the celebration.
The poem has been
marked by a tone of reminiscence and celebration, until now, when it
transitions into a tone of desperation:
Ο
πρίγκιπας με τα κρίνα. Τμήμα τοιχογραφίας. Υστερομινωική ΙΑ περίοδος, π.1500
π.Χ. Κνωσσός (ανάκτορο). Σωζόμενο ύψος π. φυσικό. Ηράκλειο Αρχαιολογικό
Μουσείο. Από την τοιχογραφία έχουν διασωθεί τμήμα του επάνω μέρους του σώματος,
των ποδιών και των χεριών, της ενδυμασίας και της κορώνας του νεαρού πρίγκιπα,
ο οποίος αποδίδεται σε χαμηλό ανάγλυφο. Βαδίζει προς τα αριστερά και ίσως να
κρατούσε γρύπα ή σφίγγα. Φοράει περίζωμα με φαρδιά ζώνη, περιδέραιο στο λαιμό
και πλούσιο διάδημα με κρίνα και φτερά παγωνιού στο κεφάλι. Πρόκειται για μια πολύχρωμη ζωντανή σύνθεση
και στα σωζόμενα τμήματά της διακρίνεται η προσπάθεια του καλλιτέχνη να
αποδώσει τη μυολογία. Πηγή από το βιβλίο:
Ελληνική Τέχνη - Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης - Εκδοτική Αθηνών.
O signs, you who
pass in the depths
Of the
mirror-holding water—
Seven small lilies
that sparkle—
The speaker is
seeking help and lamenting the loss of the Aegean world. He shifts from
addressing no one in particular, to speaking directly to inanimate objects, as
in “O signs.” Perhaps the signs are
seen in the “mirror-holding water,”
previously referred to as the “pitcher
full of waters of silence.” The future can be foretold in the water, but
the future cannot speak for itself. “Mirror” is an interesting word choice
because it implies that the future is the reflection of the consequences of
human actions. “Seven small lilies that
sparkle” probably refers to the seven daughters of Atlas. Orion sought the
affection of these seven women, and in distress the women prayed to the gods to
change their form. Their prayers answered, they became the constellation of
Pleiades. However much we anylize these lines though, they remain somewhat
disorienting. The speaker is referencing a reality most readers are no longer
identify with, for as Elytis indicts, we are distanced from the “second world.”
The stanza continues:
Ταυρομαχία.
Υστερομινωική ΙΒ περίοδος, λίγο μετά το 1500 π.Χ. Κνωσσός (ανάκτορο, ανατολική
πτέρυγα). Ύψος 70 εκ. Ηράκλειο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η τοιχογραφία αυτή που ο Evans ονόμασε "Torreador fresco", διατηρείται επίσης αποσπασματικά.
Αναπτυσσόταν σε μετόπες, μια από τις οποίες βρίσκεται στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης. Φαρδιές ταινίες που φέρουν
σε γαλάζιο βάθος το λεγόμενο "κόσμημα του βράχου" σε λευκό, γαλάζιο
και κίτρινο χρώμα, πλαισιώνουν την παράσταση του αγωνίσματος των ταυροκαθαψίων.
Καλύτερα διατηρείται ο ταύρος, του οποίου έχουν σωθεί πολλά μικρά κομμάτια. Με
τέλεια γραμμή αποδίδεται το κεφάλι με την κυματιστή χαίτη και το αποφασιστικό
βλέμμα. Τον ταύρο κρατάει από τα κέρατα γυναικεία μορφή, που αποδίδεται με το
λευκό συμβατικό χρώμα των γυναικών και είναι ντυμένη με ανδρικό περίζωμα, ενώ
από την άλλη πλευρά μια δεύτερη με υψωμένα χέρια αναμένει να δεχτεί την ανδρική
μορφή που βρίσκεται στη δεύτερη φάση του αγωνίσματος, κατακόρυφα πάνω από το
κέντρο του σώματος του ζώου. Η μορφή του άντρα με το συμβατικό κόκκινο χρώμα
στο σώμα διατηρείται καλύτερα από όλες. Φέρει περίζωμα και τα μακριά μαύρα
μαλλιά του ανεμίζουν, ενώ το σώμα σχεδιάστηκε σαν τόξο με μονοκοντυλιά, που
αποδίδει όλη την ένταση της προσπάθειάς του. Πηγή από το βιβλίο: Ελληνική Τέχνη - Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης
- Εκδοτική Αθηνών.
When Orion’s sword
returns
It will find poor
bread under the lamp
But life in star’s
embers.
The speaker looks
forward to a time when we are again able to live with mystery, able to embrace
the myths that Western civilization sprung from. “When Orion’s sword returns”
suggests that the accidental death of Orion has something to do with the
transition from pagan mythology to Christian mythology. Orion was mortal man,
so perhaps Elytis is suggesting that “when Orion’s sword returns,” we will be
able to return to Aegean values. However, once again this line is meant to
stimulate the imagination. It is doubtful the star s will fall from the sky,
and yet we are somewhat in empowered by letting ourselves fall into the
mystery, by letting ourselves believe the unbelievable. The speaker wants to
pull the reader into his mythology, because by doing so the gods will become a
little more enlivened. “Poor bread” might refer to the “bread of Christ,” with
“poor” implying that our new mythology is less enriching to our souls. However,
the speaker wants the reader to know that we can look to the stars to find
life, rather, that “second co-existing world” which we so easily deny.
The end of the
stanza continues to describe how we must look to the cosmos to discover our
Aegean roots:
Τοιχογραφία
των δελφινιών (1600 π.Χ.). Η τοιχογραφία των δελφινιών διακοσμούσε τους τοίχους
του μεγάρου της βασίλισσας στο παλάτι της Κνωσσού. Λίγα κομμάτια σώζονται από
την τοιχογραφία, αρκετά όμως για να αναπαρασταθεί η σύνθεση των δελφινιών που
παίζουν στα κύμματα με μικρότερα ψάρια. Γίνεται φανερό ότι η αγάπη των Μινωιτών
για τη θάλασσα, που δημιούργησε τόσα αριστουργήματα στην κεραμική, ενέπνευσε
και μεγαλύτερες συνθέσεις. (πληροφορίες: Ι. Α. Σακελλαράκης)
Abandoned seaweed,
the shore’s last children,
Years, green gems .
. .
“When Orion’s sword
returns” it will find little but “poor bread” on earth, but looking to the
stars it “will find generous hands linked in space.” Those “hands” are then
described as “abandoned seaweed,” then described as “the shore’s last children”
and finally as “years, green gems.” Elytis is not listing separate entities
that will be found in the sky, but is giving different metaphors for the same
thing. What exactly that “thing” is remains the most elusive part of the poem.
When “Orion’s sword returns” we will find an unnamable, disregarded, abandoned
part of our humanity. The discovery will make us more human, and will be
reclamation of lost years, as valuable as “green gems.”
The “green gem”
takes on even more mystique in the last stanza:
Οι
γαλάζιες κυρίες. Συμπληρωμένα κατά το μεγαλύτερο μέρος κομμάτια από μια
τοιχογραφία που διακοσμούσε το μεγάλο προθάλαμο της αίθουσας του θρόνου στην
ανατολική πτέρυγα του παλατιού της Κνωσσού. Κυρίες της αυλής συνομιλούν, ντυμένες με αφάνταστη κομψότητα στη
μινωική μόδα της εποχής. Η τοιχογραφία συμπληρώθηκε με βάση ανάλογες
παραστάσεις. (πληροφορίες: Ι. Α. Σακελλαράκης)
O green gem—what
storm-prophet saw you
Halting the light
at the birth of day,
The light at the
birth of the two eyes of the world!
Suddenly the green
gem is held responsible for the death of polytheism. “Green” is suggestive both
of fertility and greed, which explains why the green gem is first heralded, and
then incriminated. “Green gem” is symbolic of the successes of the Ancient
Greeks, and yet also implies that their greed led to their demise. When the
speaker asks “what storm prophet saw you” it is as if he feels that the
“storm-prophet” could have prevented the fall of polytheism. “Halting the light
at the birth of day” indicates that the Greek pagan world was just coming into
its own as it was forced to die. The green gem halted the emergence of “the two
eyes of the world”, rather the sun and moon, perhaps the eyes of Diana and her
brother Apollo, the God of sun.
So what is the reader to make of the collusion of this small handful of myths: Alcyone, Orion, Diana and Mary, and then “the two eyes of the world”? Certainly while the speaker is filled with ebullience for his land, he is also filled with remorse, with “Aegean melancholy” because the magic inherent in his land is overlooked in a contemporary world so desperate for rationalization. He is mourning the transformation of Diana into Mary, and grieving the loss of mystery that resulted from that transformation. By divining the past into the present moment of the poem, Elytis gives us a glimpse into our lost Greek gods and goddesses.
However, my “rational” explanation of the poem falls short of explaining wonderment that Elytis builds into his poem. While some specific truths can be gleamed from the allusion to the myths referenced, the more important role of the myths is to inspire the reader’s imagination and to give an uncontrolled, free-wheeling depiction of the Aegean world. Though the urge to interpret cannot be entirely denied, any urge to somehow make language more manageable reduces the surrealistic affect of the poem. The reader does not have to have in depth knowledge of classical mythology to appreciate “Aegean Melancholy.” The wonderment created through dream-like images speaks to an intuitive place in the reader. Elytis manages to invoke the unreal in the real, thereby making “the second world,” as he calls it, a viable reality.
Essay by Mercedes
O'Leary.