Titian, The Education of Cupid, 1565
«Θα
έλεγα πρώτα πρώτα ότι δεν μπορούμε να χωρίσουμε την εκπαίδευση από τη συνολική
κοινωνική κατάσταση. Ο μακαρίτης, ο
καημένος ο Πλάτων έλεγε ήδη ότι ακόμα και οι τοίχοι της πόλης
εκπαιδεύουν τους ανθρώπους και νομίζω ότι αυτό είναι μια τρομερά σημαντική και
βαριά αλήθεια. Η εκπαίδευση ενός ανθρώπου, η παιδεία ενός ανθρώπου αρχίζει από
την ηλικία μηδέν και φτάνει ως την ηλικία ωμέγα, δηλ. τη στιγμή που θα πεθάνει,
συνεχώς διαμορφώνεται αυτός ο άνθρωπος. Διαμορφώνεται από τι; Διαμορφώνεται από
όλα όσα προσλαμβάνει. Διαμορφώνεται από όλα όσα είναι γύρω του.
Λοιπόν, τι διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος περπατώντας, βλέποντας την Ακρόπολη, την Αγορά, τη Στοά και τα λοιπά και τα λοιπά και τι διαμόρφωση υφίσταται ένας σημερινός Αθηναίος ζώντας μέσα σε αυτό το φρικτό τερατούργημα που λέγεται Αθήνα και που έγινε τερατούργημα μέσα σε σαράντα χρόνια, δυνάμει όλων των μεγαλοφυών πολιτικών μας; Δεν είναι έτσι!...Ή τι διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος βλέποντας τραγωδίες στο θέατρο του Διονύσου και τι διαμόρφωση υφίσταται σήμερα ένας άνθρωπος βλέποντας τις διαφημίσεις της τηλεόρασης, δεν ξέρω τι!...
Ζωγραφική αναπαράσταση της Ποικίλης
Στοάς και των επ’ αυτής εκτιθέμενων έργων. Πρόκειται για το ευρύτερα γνωστό
κτίριο της Αγοράς της περιόδου του Κίμωνος και ένα από τα πιο φημισμένα κοσμικά
οικοδομήματα της αρχαίας Αθήνας, που ξεχωρίζει τόσο για την επιμελημένη του
σχεδίαση και δόμηση όσο και για την πολυτέλειά του. Χρονολογείται στο διάστημα
των ετών 475-450 π.Χ. Η στοά ονομάστηκε αρχικά «Στοά Πεισιάνακτος» από τον
(πιθανό) γυναικάδελφο του Κίμωνος Πεισιάνακτα, ο οποίος ήταν υπέυθυνος για την
χρηματοδότηση της εκτέλεσης του έργου κατά μήκος της βόρειας πλευράς του
τετραγώνου της Αγοράς. Σύμφωνα με τον Παυσανία, βρισκόταν στην συμβολή της Οδού
Παναθηναίων με έναν δρόμο που ερχόταν από τα βόρεια και κατέληγε στην Αγορά
μέσω μιας πύλης, στολισμένης με τρόπαιο νίκης των Αθηναίων (του 303 π.Χ.
περίπου), στο οποίο ενδέχεται να ανήκουν δύο βάσεις που έχουν αποκαλυφθεί στο
σημείο αυτό. Πρόκειται για ευρύχωρη στοά δωρικού ρυθμού, κατασκευασμένη από
ασβεστόλιθο, ψαμμίτη (αμμόπετρα) και μάρμαρο, με πρόσοψη προς νότον και
εσωτερική ιωνική κιονοστοιχία, που αποτελεί την παρθενική εμφάνιση ιωνικών υποστηλωμάτων
σε δωρικό κτίσμα. Σύντομα μετά την ανέγερσή της, στην δεκαετία 470-460 π.Χ., οι
εσωτερικοί της τοίχοι κοσμήθηκαν με μία σειρά από ζωγραφικές παραστάσεις, με
αποτέλεσμα από τον 4ο αι. και εξής να γίνει γνωστή με την οικεία στους αρχαίους
συγγραφείς επωνυμία «Ποικίλη» (=ζωγραφισμένη, πολύχρωμη), την οποία μνημονεύουν
ως επίσημη ονομασία της και οι σωζόμενες επιγραφές. Απ’ ό,τι φαίνεται οι
ζωγραφικές παραστάσεις ήταν καμωμένες πάνω σε μεγάλους ξύλινους πίνακες
(«σανίδες») από εξέχοντες ζωγράφους της εποχής, όπως ο Πολύγνωτος, ο Μίκων και
ο Πάναινος, και απεικόνιζαν σκηνές από τα μυθικά και ιστορικά στρατιωτικά
κατορθώματα των Αθηναίων: «Ιλίου Πέρσις» (= Άλωση της Τροίας), Αμαζονομαχία,
μάχη της Οινόης και – την εξοχώτερη όλων – μάχη του Μαραθώνος. Επιπλέον, η στοά
στέγαζε και άλλα, απτά ενθύμια των αθηναϊκών θριάμβων, λόγου χάρη τις χάλκινες
ασπίδες που Αθηναίοι πήραν ως λάφυρα από τους Λακεδαιμονίους που αιχμαλώτισαν
στην νήσο Σφακτηρία το 425/4 π.Χ.
Λοιπόν, τι διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος περπατώντας, βλέποντας την Ακρόπολη, την Αγορά, τη Στοά και τα λοιπά και τα λοιπά και τι διαμόρφωση υφίσταται ένας σημερινός Αθηναίος ζώντας μέσα σε αυτό το φρικτό τερατούργημα που λέγεται Αθήνα και που έγινε τερατούργημα μέσα σε σαράντα χρόνια, δυνάμει όλων των μεγαλοφυών πολιτικών μας; Δεν είναι έτσι!...Ή τι διαμόρφωση υφίστατο ένας αρχαίος Αθηναίος βλέποντας τραγωδίες στο θέατρο του Διονύσου και τι διαμόρφωση υφίσταται σήμερα ένας άνθρωπος βλέποντας τις διαφημίσεις της τηλεόρασης, δεν ξέρω τι!...
Henri de
Toulouse-Lautrec, The Singing Lesson (The Teacher, Mlle.Dihau, with Mme.Faveraud), 1898.
Για
να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια
βασική προϋπόθεση: είναι ότι αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται αντικείμενο
επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους και,
για να το πω καθαρά, ότι αν δεν υπάρχει έρωτας μες στην εκπαίδευση δεν υπάρχει
εκπαίδευση! Εάν κάποιος κάτι μαθαίνει μέσα στο σχολείο είναι διότι, διαδοχικά,
έναν καθηγητή σε κάποια τάξη –και στο πανεπιστήμιο ακόμη- τον ερωτεύεται και
τον ερωτεύεται διότι βλέπει ότι αυτός ο ίδιος ο καθηγητής είναι ερωτευμένος με
αυτό που διδάσκει. Λοιπόν, για να τα πω επίσης καθαρά και για να γίνω πλήρως
απεχθής σ’ αυτούς που με ακούνε, σήμερα οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τις
επαγγελματικές τους διεκδικήσεις, οι οικογένειες ασχολούνται με το να πάρει το
παιδί ένα ‘χαρτί’ και τα παιδιά ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός από την
επένδυση των πραγμάτων που μαθαίνουν. Λοιπόν, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει
εκπαίδευση.
Στη
Γαλλία αλλάζουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα κάθε ένα χρόνο και το σύστημα και
τα λοιπά και τα λοιπά… Κάθε υπουργός παιδείας αλλάζει και κάθε χρόνο πάει και
χειρότερα το πράγμα, γιατί; Γιατί δεν μπορούν να αλλάξουν, ούτε είναι ικανοί να
σκεφτούν που είναι το πραγματικό πρόβλημα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι αυτός ο
έρωτας των παιδιών για αυτόν που τους διδάσκει και γι' αυτά τα οποία διδάσκει,
του διδάσκοντος για τα παιδιά και γι' αυτά που διδάσκει ο ίδιος και της
οικογένειας, η οποία επενδύει όλα αυτά τα πράγματα. Για να υπάρξουν όλα αυτά
πρέπει να υπάρξει μια άλλη στάση απέναντι στη ζωή και στη γνώση και όχι απλώς η
στάση ότι πηγαίνουμε στο σχολείο για να πάρουμε το καλύτερο δυνατό ‘χαρτί’ που
θα μας κάνει μετά να έχουμε το καλύτερο δυνατό επάγγελμα ή να μας κάνει να
βγάλουμε τα περισσότερα δυνατά λεφτά. Όσο υπάρχει αυτή η νοοτροπία, θα υπάρχει
μια συνεχής χειροτέρευση, όπως τη βλέπουμε και σε χώρες όχι σαν την Ελλάδα,
αλλά σε μια χώρα όπως η Γαλλία, που έχει τεράστιες ισχυρές παραδοσιακές δομές
από δέκα αιώνες και ιδίως στο θέμα της εκπαίδευσης, όπου βλέπει κανείς τη συνεχή
φθορά των Λυκείων, των Γυμνασίων, εκεί πέρα και των εκπαιδευτικών και των
μαθημάτων που διδάσκονται και των παιδιών και των οικογενειών. Και αυτό
είναι όλο το κοινωνικοϊστορικό ρεύμα.»
Έλληνας
φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής, που έδρασε και δημιούργησε στη
Γαλλία. Από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του
την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της
αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της
κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
Γεννήθηκε
στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαρτίου 1922 και λίγο μετά τη Μικρασιατική
καταστροφή βρέθηκε στην Αθήνα με την οικογένειά του. Αρκετά νωρίς, από τα 13
του, αναμίχθηκε στην πολιτική και κοινωνική δράση. Μέλος παράνομης
κομμουνιστικής οργάνωσης την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, συλλαμβάνεται και
φυλακίζεται. Σπουδάζει νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το
1941 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Θα το εγκαταλείψει ένα χρόνο αργότερα για να ενταχθεί
στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να βρεθεί
ανάμεσα σε δύο πυρά, των Γερμανών και των ορθόδοξων κομμουνιστών.
Το
1944 δημοσιεύει το πρώτο του δοκίμιο για τον Μαξ Βέμπερ, που δημοσιεύεται στο
περιοδικό «Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής». Στα «Δεκεμβριανά» θα βιώσει ως
τροτσκιστή την τρομοκρατία του ΕΛΑΣ και θα αποδοκιμάσει τις μεθόδους του ΚΚΕ.
Το 1945 εγκαθίσταται στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης, μαζί με
τους Κώστα Αξελό, Κώστα Παπαϊωάννου, Ιάννη Ξενάκη, Μιμίκα Κρανάκη, Μέμο Μακρή
κ.ά. Έκτοτε, η γαλλική πρωτεύουσα θα αποτελέσει το επίκεντρο της ζωής και των
δραστηριοτήτων του. Την Ελλάδα θα την επισκέπτεται μόνο τα καλοκαίρια και μετά
τη μεταπολίτευση.
Στο
Παρίσι, παράλληλα με τις σπουδές του, δημιουργεί την ομάδα «Σοσιαλισμός ή
Βαρβαρότητα» που ιδεολογικά και πολιτικά ασκεί δριμύτατη κριτική στο σοβιετικό
μαρξιστικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζει «γραφειοκρατικό καπιταλισμό». Είναι η
ψυχή της ομάδας και αυτός, που κυρίως επεξεργάζεται τις θέσεις και γράφει τα
σημαντικότερα κείμενα στο ομότιτλο περιοδικό.
Τότε
είναι που αρχίζει να διαμορφώνει την έννοια της αυτονομίας, ως «αυτονομία του
προλεταριάτου». Εκκινώντας από την εκτίμηση ότι το εργατικό κίνημα έχει υποστεί
πολύμορφες διαστρεβλώσεις που αλλοίωσαν τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου,
θεωρεί ως βασικό όρο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μιαν
αυτόνομη δράση του προλεταριάτου, που θα έχει ως αντικειμενικό σκοπό την
κατάλυση του γραφειοκρατικού δημόσιου μηχανισμού και τη μεταβίβαση της εξουσίας
σε μαζικούς οργανισμούς των παραγωγικών τάξεων.
Το
1966 η ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» και το περιοδικό παύει να εκδίδεται.
Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του
Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του
'68. Το διάστημα αυτό εργάζεται ως οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ και το 1970 αποκτά
τη γαλλική υπηκοότητα. Έτσι θα πάψει να αρθρογραφεί με ψευδώνυμο (Πιερ Σολιέ,
Πολ Καρντάν κ.ά.), υπό τον φόβο της απέλασης και θα γίνει ευρύτερα γνωστός.
Η
βαθιά κριτική του μαρξισμού συνοδεύεται από μια άνευ προηγουμένου πνευματική
περιέργεια και παραγωγικότητα. Ο Καστοριάδης ασχολείται με τα μαθηματικά, την
οικονομία και την ψυχανάλυση, την οποία και εξασκεί επαγγελματικά το 1974. Αυτή
η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, που
τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής
ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό, πλέον, έργο του «Η
Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (1975). Γύρω από αυτό το σύγγραμμα ο
Καστοριάδης θα δομήσει το φιλοσοφικό του σύστημα. Ξαναφέρνοντας στο φως τις
απαρχές της δημοκρατικής συγκρότησης της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου π.Χ.
Αιώνα, όσο και όλες τις άλλες μεγάλες δημιουργικές στιγμές του ευρωπαϊκού
πολιτισμού, η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα
να δει τον εαυτό του ως αυτόνομο υποκείμενο και δημιουργό της Ιστορίας του.
Ο
Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της
κοινωνίας (ντετερμινισμού), καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται
και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον
Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν, οι ίδιες τις φαντασιακές
σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις
αντιλήψεις κ.λ.π.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες
συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών
τους, αποδίδοντας τη θέσμιση και τη θεμελίωσή τους σε εξωκοινωνικούς παράγοντες
(π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση
της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης
διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της
αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση
αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 γίνεται διευθυντής σπουδών στην
«Ανωτάτη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες» (École des Hautes Etudes en Sciences Sociales). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του
επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων στη Θεσσαλονίκη,
το Ηράκλειο, τον Βόλο, το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πέθανε
στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου 1997, από επιπλοκές μετά από εγχείρηση ανοιχτής
καρδιάς, σε ηλικία 75 ετών.