Hans Bellmer, Nora
Mitrani & la poupée. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Μπέλμερ δημιούργησε μία φιγούρα μίας νεαρής
κοπέλας με σχεδόν κανονικές αναλογίες, την οποία ο πατέρας του κινήματος του
Σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, χαρακτήρισε ως "το πρώτο και μοναδικό σουρεαλιστικό αντικείμενο με τέτοια καθολική και
προκλητική δύναμη". Ο καλλιτέχνης επαναδημιούργησε την κούκλα σε διάφορες φόρμες. In the early
1930s, Bellmer created an almost life-sized figure of a young girl, which André
Breton and Paul Eluard described as ‘the
first and only Surrealist object with a universal, provocative power’. He
recreated the doll in a variety of forms. This version makes the element of
sexual fantasy explicit by reducing her to two sets of hips. It also derives
from Bellmer’s desire to maximise the articulation of this substitute
body/object through the use of ball joints. Indeed, this work was originally
known as Ball Joint, and was exhibited in the 1936 Surrealist exhibition of
objects held in Paris.
Είναι
για τον Hans Bellmer μια κίνηση «προσωπικής απελευθέρωσης» που
θα απασχολήσει τον σουρεαλιστή καλλιτέχνη ως το τέλος της ζωής του. Ένα μέρος
της δουλειάς του Hans
Bellmer παρουσιάστηκε
ξανά στο Δυτικό Βερολίνο, οχτώ χρόνια μετά το θάνατο του γνωστού-άγνωστου αυτού
σουρεαλιστή.
Plate from La Poupée, 1936. Bellmer constructed his
first doll—"an artificial girl with multiple anatomical
possibilities," he said—in 1933 in Berlin. He conceived it under the
erotic spell of his young cousin Ursula, but he was also inspired by Jacques
Offenbach's fantasy opera Les Contes d'Hoffmann (The Tales
of Hoffmann, 1880), in which the hero, maddened by love for an uncannily
lifelike automaton, ends up committing suicide.
Είναι
ερωτικές φωτογραφίες, ζωγραφισμένες με το χέρι, φωτογραφίες της κούκλας του, οι
περισσότερες από ιδιωτικές συλλογές του Paul Reissert, του αδελφού του Friedrich Bellmer, που είχε ασχοληθεί και προσωπικά με το
«μηχανισμό» της κούκλας, της οποίας το κυριότερο χαρακτηριστικό ήταν ότι
μπορούσε να διαλυθεί και να ξανασυνδεθεί στους πιο απίθανους συνδυασμούς και
ακόμα από τη συλλογή του Frans
Hermesmeyer. Οι κούκλες
ήταν κατασκευασμένες από μέταλλο, από ξύλο, από πεπιεσμένο χαρτόνι, από γύψο
και πορσελάνη.
Hans Bellmer &
la poupée. A year later, at his own expense, Bellmer published Die
Puppe (The Doll) (reprinted in French, as La Poupée,
in 1936), a book of ten photographs documenting the stages of the doll's
construction. The pictures created a stir among the Surrealists, who recognized
its subversive nature, and French poet Paul Éluard decided to publish eighteen
photographs of the doll in the December 1934 issue of the Surrealist journal Minotaure.
In 1935 Bellmer constructed a second, more flexible doll, which he photographed
in various provocative scenarios involving acts of dismemberment. These
transformations of the doll's body offered an alternative to the image of the
ideal body and psyche popularized in German fascist propaganda of the 1930s.
Ο
Hans Bellmer γεννημένος το 1902, στις αρχές του αιώνα
μας, δέχεται όλες τις επιδράσεις των ιστορικοπολιτικών μεταβολών. Παιδί ζει τον
πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στα χρόνια της μεγάλης ανεργίας (1920-23) εργάζεται σ’
ένα μεταλλουργείο και αργότερα σαν ανθρακωρύχος.
Hans
Bellmer Autoportrait.
Παράλληλα,
το 1923 παρουσιάζει την πρώτη του έκθεση από gouachen, στην Πολωνία, με περιεχόμενο πολιτικό και
τίτλο: «Η Κοινωνική Αθλιότητα» που
έχει ως αποτέλεσμα να διωχθεί από την Αστυνομία και αργότερα να καταφύγει στο
Βερολίνο όπου αρχίζει τις σπουδές του στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών. Στενή
γνωριμία με Georg
Grosz και John Heartfield που σατιρίζουν με το έργο τους
δηκτικότατα, την τότε πολιτική κατάσταση στη Γερμανία και αργότερα
χρησιμοποιούν την τέχνη τους σαν όπλο ενάντια στον φασισμό.
Hans Bellmer, La Poupée, 1935-37. Gelatin silver print.
24.1 x 23.7 cm.
Ο
Bellmer καταφεύγει το
1933 στο Παρίσι, όπου σαν αντίδραση για το φασιστικό καθεστώς πετάει το
διαβατήριό του σ’ ένα υπόνομο και αρνείται με αυτή τη χειρονομία τη γερμανική
του υπηκοότητα, γίνεται μέλος του σουρεαλιστικού κινήματος και αρχίζει την
«κατασκευή» της κούκλας του. Είναι μια κίνηση «προσωπικής απελευθέρωσης» που θα
τον απασχολήσει ως το τέλος της ζωής του.
Ο
σουρεαλισμός δεν υπήρξε τόσο ένα ακόμα ρεύμα στην Τέχνη, όσο περισσότερο μια
πολιτική κίνηση, μια κοσμοθεωρία που γύρευε να συνδυάσει τον Μαρξισμό με τη
Φροϋδική ψυχανάλυση, να γκρεμίσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο συνειδητό
και στο υποσυνείδητο, στην
πραγματικότητα και στο όνειρο.
Hans Bellmer, Les jeux de la poupée (The Games of the Doll). Paris: Les
Éditions Premières, 1949. 15 hand-colored gelatin silver prints plus 2 trimmed,
hand-colored gelatin silver prints, all mounted within the artist’s book. 10 x
7 3/4 x 1/2 in. (25.4 x 19.7 x 1.3 cm). Signed in pencil and stamped number
'104' on the last page of book. Number 104 from an edition of 136. Text by Paul
Éluard.
Τα
παιχνίδια της κούκλας ανήκουν στο είδος της «πειραματικής ποίησης». Το πιο
ενδιαφέρον παιχνίδι είναι αυτό που ο σκοπός του δεν προσδιορίζεται από πριν,
αυτό που η εξέλιξή του μένει ανοιχτή, που αφήνει τόσες δυνατότητες, τόσα
περιθώρια στη φαντασία, ώστε εδώ και εκεί να δίνει μόνο του ξαφνικές απαντήσεις
σ’ εσωτερικά ερωτήματα. Τα ερωτήματα που θέτει ο Bellmer αφορούν το αιώνιο παιχνίδι του έρωτα,
φυσικά απ’ τη σκοπιά του αρσενικού.
Hans Bellmer, Les jeux de la poupée, 1938-1949.
Maquette.
Τα
μικρά κορίτσια με τα πελώρια μάτια δεν τον ηρεμούν, αντίθετα εξάπτουν τη
φαντασία του με ερωτήματα όπως «τι» κρύβουν πίσω από τη γοητεία τους, «τί»
κρύβουν κάτω από τις φούστες τους, Τα βλέπει τρυφερά ευάλωτα, εύθραυστα σαν
πορσελάνινα αυγά στολισμένα με περιστέρια και ζαχαρωτές γιρλάντες, στο βάθος
όμως θέλει να αποδείξει μ’ ένα ξαφνικό και άκρατο μισογυνισμό, πόσο κούφια και
άδεια είναι, πόσο ανόητος ο μικρός μηχανισμός τους. Από τη στιγμή που θέλγουν
προετοιμάζουν κιόλας για εκείνον την απογοήτευση.
Hans Bellmer, Untitled,
1961 (from the series à Sade).
Αμύνεται
ψάχνοντας, διαλύοντάς τες για να τις ξανασυνδέσει, χωρίς να πάψει να είναι
δέσμιος της γοητείας τους, χωρίς να πάψει ποτέ να ψάχνει. Τούτα τ’ αποκομμένα
μέλη, με κάποια άκρη δαντελωτού μισοφοριού, ένα γυάλινο μάτι, μια περούκα,
έχουν πάνω τους κάτι το «άπιαστο», είναι ένα παράξενο φετιχιστικό παιχνίδι —
για να μεταχειριστώ την ορολογία του Freud — που βρίσκει το κίνητρο και τα ερωτήματα στα βάθη του
υποσυνείδητου ανάμεσα σε γιομάτα παλιά μπαούλα, μυτερά παπούτσια και φόβο. Πάνω
στη δουλειά του Βellmer
αναγνωρίζουμε την επίδραση του Baudelaire
και του Sade που με τη μελέτη
των έργων τους ασχολήθηκε ιδιαίτερα.
Hans Bellmer, Les jeux de la poupée, 1938-1949.
Η
Xaviere Gauthier στο βιβλίο της «Σουρεαλισμός και Σεξουαλικότητα», καταφέρεται ενάντια στην
ιδεολογία του σουρεαλισμού και ειδικότερα στο κεφάλαιο για τον Hans Bellmer και γράφει: «Αν ο σουρεαλισμός προσέφερε κάτι, τότε είναι στο επίπεδο ότι τόσο οι
ζωγράφοι που τον αντιπροσώπευαν, όσο και ορισμένοι συγγραφείς μίλησαν ανοιχτά
για τις διαστροφές τους» (“Surrealismus
und
Sexualität”,
Xaviers Gauthier, μετάφραση στα γερμανικά Heiner-Noger, σελ. 264). Θα διαφωνήσω — Ακόμα και αν τούτο ήταν το μόνο
επίτευγμα του σουρεαλισμού, το να εκφράσει, να ρίξει φως μέσα απ’ το γραπτό
λόγο και το πινέλο στ’ άδυτα του υποσυνείδητου, να δείξει τις επιθυμίες, τους
«Δράκους της σεξουαλικής Ζωής» (Masson), απλά σαν ένα μέρος της πραγματικότητας όχι μιας
«κολοβωμένης», «ευνουχισμένης», αλλά μιας ολοκληρωμένης πραγματικότητας, θα
ήταν — είναι — ήδη μια σημαντική συμβολή στην πολιτιστική εξέλιξη μια και η
σεξουαλική επανάσταση είναι αναπόσπαστο μέρος μιας πολιτιστικής επανάστασης.
Karin Székessy, Hans
Bellmer dans son Atelier.
Στην
έκθεση παρουσιάστηκαν ακόμα φωτογραφίες της γνωστής Γερμανίδας Karin Székessy, ερωτικές φωτογραφίες
εμπνευσμένες από τη βαθιά μελέτη του έργου του Bellmer, καθώς και του συντρόφου της, ζωγράφου της
fantastische
malerei — φανταστικής
ζωγραφικής — Paul
Wunderlich.
Hans Bellmer, Les jeux de la poupée, 1938-1949.
Για
να παρουσιάσει την «κατασκευασμένη του κούκλα» ο Bellmer σαν κάτι το «υπαρκτό» δείχνει στις
φωτογραφίες του τον περίγυρό της, ένα δέντρο, μια σκάλα, μια καρέκλα. Με λίγα
λόγια κατασκευάζει ένα αμάλγαμα από μια «αντικειμενική πραγματικότητα», την
καρέκλα, τη σκάλα, το δέντρο και από μία «υποκειμενική πραγματικότητα», την
κούκλα, ένα αμάλγαμα μιας ανώτερης, μιας ολοκληρωμένης πραγματικότητας, μια και
είναι «υποκειμενική» και συνάμα «αντικειμενική» μαζί. Τοποθετώντας την κούκλα
του, ανάμεσα στον «υπαρκτό» και «μη υπαρκτό» κόσμο, την προσδιορίζει σαν ένα παθητικό
μα συνάμα κινητό και κινούμενο «αντικείμενο». Κατ’ αυτό τον τρόπο αφήνεται
καθαρότερα να εννοηθεί ο ρόλος της κούκλας σαν κίνητρο της πειραματικής
ποίησης.
Hans Bellmer, Les jeux de la poupée, 1938-1949.
Η
αρχή της κινητικότητας ανάμεσα στο «υπαρκτό» και «μη υπαρκτό» βασίζεται
συμβολικά σ’ ένα σύστημα περιστρεφόμενων δακτυλίων στο κέντρο των οποίων
κρεμιέται ένα σώμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε καμία μεταβολή, καμία αναστάτωση στο
περιβάλλον να μη μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία του. Το γεγονός ότι πάνω σ’
ένα σώμα καμία δύναμη του περιβάλλοντος δεν επιδρά πέρα από τη δύναμη της
βαρύτητας, φέρεται σαν σύμβολο της εγω-κεντρικότητας. Το σύστημα των
περιστρεφόμενων δακτυλίων συνδέεται στην περιφέρειά του, όμως με τον περίγυρο,
με το περιβάλλον έτσι που η ισορροπία του βασίζεται σε δυο αντιφατικές κινητήριες
δυνάμεις την εγωκεντρική και την εξωκεντρική.
Ας
δούμε αυτή την αντίθεση σαν κίνηση ανάμεσα στην υποκειμενική και στην
αντικειμενική πραγματικότητα και ας προσπαθήσουμε έτσι διαλεκτικά να πιάσουμε
το νόημα της δουλειάς του Bellmer.
Οι
κούκλες του Bellmer,
κατασκευασμένες επί τούτου δύσμορφες, ακρωτηριασμένες, διαμελισμένες,
λειτουργούν ως υποκατάστατο της γυναίκας. Τις εμπνεύστηκε παρακολουθώντας μια
παράσταση της όπερας του Jacques Offenbach «Τα Παραμύθια του Χόφμαν» και διαβάζοντας
τις δημοσιευμένες επιστολές του αυστριακού καλλιτέχνη Oskar Kokoschka. «Το σώμα μοιάζει με μια πρόταση, η οποία
φαίνεται να μας προσκαλεί να τη διασπάσουμε στα γράμματα που την αποτελούν,
προκειμένου να αποκαλυφθούν εκ νέου τα αληθινά μηνύματά της μέσα από μια
ατελείωτη σειρά αναγραμματισμών», γράφει σ' ένα σχόλιό του που συνοδεύει τα
έργα της μούσας του Unica
Zurn. Η επιλογή της
κούκλας, που μοιάζει περισσότερο με θύμα σεξουαλικού εγκλήματος παρά με
παραδοσιακό παιχνίδι, καταδίκασε τον δημιουργό της σε διαρκή απολογία για τη
θεματολογία του, ενώ τα έργα του συγκαταλέγονταν ανάμεσα σ' εκείνα που το
ναζιστικό καθεστώς χαρακτήρισε «εκφυλισμένα», αφού έρχονταν σε έντονη αντίθεση
με την ιδεολογία της τελειότητας του σώματος της άριας φυλής.
Hans Bellmer, La demie poupée, 1971. While in his
drawings Bellmer was free to imagine all manner of contortions, his photographs
depended on the poses he could contrive with his sculpted dolls, or poupées.
These he constructed to allow a multitude of variations. His first version was
more rigid; his second had a fully articulated body and included a spherical
belly around which he could arrange up to four legs, four bulbous breasts, an
upper torso, three pelvises, a pair of arms and the recycled head and hands of
his first doll. It is this second version that most often features in his
photography. By dressing the dolls in girls’ dresses with large ribbons in
their hair and schoolgirls’ shoes, he added further variation. The figures
could then be posed in bizarre situations on stairways and beds, or against
trees, often as if in bondage. ‘La demie
poupée’ is simpler in that it has only one leg, one arm and one breast.
Like his earlier dolls, it wears an enormous bow at the back of its bald head,
a white sock and ‘Mary-Jane’ shoe. Possibly, its most bizarre feature is its
head, which is configured more like the head of a penis or the cleft of a
buttock – only the small puckered mouth confirms that it is at least part
human. These gender mutations are typical of Bellmer’s work but they also find
contemporary resonance with the abject objects and images created by artists
such as the Chapman brothers and Cindy Sherman, and aspects of works by
Francesco Clemente and Dennis Del Favero.
Η
«Demi-
poupée» (1971), με το ένα πόδι, το ένα στήθος και
με μία σχισμή αιδοίου στο κεφάλι που παραπέμπει σε κουμπαρά, ήταν ένα από τα
πρωτοποριακά έργα που σίγουρα λειτούργησε ως πρότυπο στο «Bunny» της Sarah Lucas.
Το
ύφος του Bellmer κυριαρχεί και
στην περιβόητη φωτογραφία του Robert
Whitaker που
χρησιμοποιήθηκε ως εξώφυλλο στη συλλογή των Beatles «Yesterday and Today» (1966), πριν
αποσυρθεί εξαιτίας διαμαρτυριών από μερίδα ενοχλημένων πολιτών. Ακόμη και
σήμερα οι επισκέπτες της έκθεσης προειδοποιούνται πως κάποια από τα μοτίβα
ενδέχεται να τους σοκάρουν.
Πηγή: Περιοδικό ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ, 1983.