Σύμφωνα
με τη νέα μελέτη η κουλτούρα αλλά και η τεχνολογία ταρίχευσης υπήρχαν πριν από
περίπου 6 χιλιάδες έτη. The practice of mummification may be 1,500 years older
than previously believed, using nearly the same recipe seen 30 centuries later.
(Photo: Klafubra)
Οι
μούμιες είναι ακόμα πιο… αρχαίες, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες. Νέα δεδομένα
που αποδεικνύουν ότι οι πρώτες μούμιες εμφανίστηκαν στην αρχαία Αίγυπτο 1.500
χρόνια νωρίτερα από ό,τι αρχικά πιστευόταν, ανακάλυψαν ερευνητές από τα
πανεπιστήμια Γιορκ, Μακουάρι και Οξφόρδη.
The mummy of
Nesperennub in cartonnage case is displayed during a media preview of the
Mummy: Secrets of the Tomb exhibition at ArtScience Museum on April 25, 2013 in
Singapore. Among the mummies displayed is the Egyptian temple priest,
Nesperennub who lived 3,000 years ago. (Photo by Suhaimi Abdullah/Getty Images)
Τα
αποτελέσματα των ερευνών, που διήρκεσαν 11 χρόνια, αναγάγουν τις απαρχές αυτής
της τόσο σημαντικής πλευράς στον πολιτισμό των αρχαίων Αιγυπτίων πολύ πιο πίσω,
περισσότερο από μία χιλιετία.
Two layers of
textile, the inner impregnated with embalming substances, is shown from the
Early Pre-dynastic in Mostagedda in this undated handout photo provided by the
University of York. Researchers said a form of mummification was being carried
out there more than six thousand years ago, much earlier than previously
thought. They said embalming substances contained in funerary textiles from the
oldest-known Egyptian cemeteries showed mummy-making from as early as about
4300 BC. Image Credit: Reuters
Όπως
αναφέρει άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.phys.org
(με στοιχεία από τη διαδικτυακή επιστημονική εφημερίδα www.plosone.org
), οι παραδοσιακές θεωρίες γύρω από τη μουμιοποίηση υποδεικνύουν ότι στην
αιγυπτιακή προϊστορία- Ύστερη Νεολιθική και προ-δυναστικές περιόδους, δηλαδή
μεταξύ 4500 και 3100 π.Χ.- τα σώματα «αποξηραίνονταν» φυσικά μέσα από τη δράση
της ζεστής, στεγνής άμμου της ερήμου. Τα επιστημονικά δεδομένα για την
αρχαιότερη χρήση ρητινών στην τεχνική μουμιοποίηση περιορίζονταν, μέχρι σήμερα,
σε απομονωμένα περιστατικά κατά τη διάρκεια του Αρχαίου Βασιλείου (2200 π.Χ.),
η δε χρήση τους γινόταν ακόμα πιο συχνή και εμφανής κατά τη διάρκεια του Μέσου
Βασιλείου (2000-1600 π.Χ.).
Bolton Museum,
Mostagedda 33.30.57. Late Neolithic. Flax yarn from wrappings, heavily impregnated
with resin. Credit: © Ron Oldfield and Jana Jones
Ωστόσο,
η ερευνητική ομάδα από τα τρία πανεπιστήμια προσδιόρισε την παρουσία σύνθετων
παραγόντων ταρίχευσης σε λινά περιτυλίγματα, που χρησιμοποιήθηκαν σε τάφους που
ανήκουν σε ένα από τα πρωιμότερα νεκροταφεία της αρχαίας Αιγύπτου στη Mostagedda, στην περιοχή της Άνω Αιγύπτου. «Το 2002
εξέτασα δείγματα ταφικών υφασμάτων από τα νεολιθικά νεκροταφεία Badari και Mostagedda της Αιγύπτου, τα οποία βρίσκονταν σε
διάφορα μουσεία στη Βρετανία από τη δεκαετία του ’30. Η μικροσκοπική ανάλυσή
τους έδειξε την πιθανή χρήση ρητινών, κάτι που δεν μπορούσα να αποδείξω, ή να
καταδείξω την πλήρη σημασία τους, χωρίς τη βοήθεια των συναδέλφων μου στο
Γιορκ, που διαθέτουν μοναδικές γνώσεις ως προς τις αρχαίες οργανικές ενώσεις»
δήλωσε στον ξένο Τύπο ο Δρ. Τζάνα Τζόουνς από το πανεπιστήμιο Μακουάρι του
Σίδνεϊ, επικεφαλής της έρευνας μαζί με τον Δρ. Στέφεν Μπάκλεϊ από το Πανεπιστήμιο
Γιορκ.
The Leeds Mummy:
Nesyamun c.1100 BC Credit: © Leeds Museums and Galleries, Leeds City Museum.
Ο
Δρ. Μπάκλεϊ χρησιμοποίησε έναν συνδυασμό σύγχρονων μεθόδων, όπως η αέρια
χρωματογραφία- φασματογραφία μάζας και η θερμική εκρόφηση/πυρόλυση, για τον
προσδιορισμό ουσιών, όπως η ρητίνη πεύκου, το εκχύλισμα ενός αρωματικού φυτού,
ενός φυτικού ελαίου κ.ά., που χρησιμοποιήθηκαν στο ταφικό περιτύλιγμα. «Οι
αντιβακτηριακές ιδιότητες ορισμένων από αυτά τα συστατικά και η εντοπισμένη
διατήρηση κάποιων μαλακών ιστών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τις
απαρχές ενός πειραματισμού που θα εξελισσόταν στην πρακτική της μουμιοποίησης
της φαραωνικής περιόδου» αναφέρει ο Δρ. Μπάκλεϊ, ο οποίος σχεδίασε την
πειραματική έρευνα και διεξήγαγε τις χημικές αναλύσεις.
Μουμιοποίηση στην αρχαία Αίγυπτο.
Τέλος,
ο καθηγητής Τόμας Χάιαμ από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, υπεύθυνος για τη
χρονολόγηση των ταφών, επεσήμανε τα πλεονεκτήματα του αρχαιολογικού υλικού που
κρύβουν τα μουσεία. «Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες
που κρύβει το αρχαιολογικό υλικό στις μουσειακές συλλογές, το οποίο επιτρέπει
στους ερευνητές να “ξεθάψουν” νέες πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν. Τα
σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν βοήθησαν το έργο μας να
“φωτίσει” μία βασική πτυχή της πρώιμης ιστορίας της Αρχαίας Αιγύπτου» σημείωσε.