Σε πίνακα του κουβανού καλλιτέχνη Pedro Alvarez με
τίτλο Το τέλος του embargo (1997),
ένα μεγάλο αμερικάνικο αυτοκίνητο κόκκινου χρώματος, στο κέντρο του πίνακα και
σε αντίστιξη με τον μπλε ουρανό, περνάει από μια φτωχογειτονιά της Αβάνας.
Μπροστά από το αυτοκίνητο κοιτάζει τον θεατή η πολύ γνωστή και φιλική
φυσιογνωμία του Μίκυ Μάους, ενώ ο Γκούφυ φιλικά χαιρετά κάποιον ντόπιο στην
πόρτα του σπιτιού του.
Yinka Shonibare is a visual artist who uses various media to explore the
historical and contemporary relationships between Africa and Europe.
Ένα χρόνο νωρίτερα ένας νιγηριανός ζωγράφος, ο
Yinka Shonibare, είχε απεικονίσει έναν μαύρο με την επίσημη ενδυμασία και με
την χαρακτηριστική περούκα ενός αποικιοκράτη του 19ου αι., να στήνεται περήφανα
μέσα σε ένα περιβάλλον που αποπνέει πολυτέλεια, μιμούμενος ένα στυλ. Και τα δύο
έργα αποτελούν ένα σχόλιο για την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της σύμμειξης αλλά
όχι αφομοιωτικής αλληλεπίδρασης πολιτισμών, για την παγκοσμιοποίηση με την
έννοια της επικυριαρχίας του οικονομικά ισχυρού και των συμβόλων του και,
τελικά, την κυριαρχία ενός πολιτισμικού ολοκληρωτισμού και μιας
ομογενοποιημένης καλλιτεχνικής γλώσσας που οροθετεί δυτικότροπα την ταυτότητα
του άλλου, υπονομεύοντας την ουσία του πολυπολιτισμικού και καθιστώντας δύσκολη
–ελπίζουμε όχι αδύνατη– την επιβίωση και την έκφραση οποιασδήποτε πνευματικής
«μειονότητας», προϋπόθεση και ζητούμενο κάθε δημοκρατίας.
Απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη τέχνη στέκεται η
παγκόσμια τέχνη, η οικουμενικότητα της τέχνης, όπως τη γνωρίσαμε μέσα από τα
έργα των ιμπρεσιονιστών, των φωβιστών, των εξπρεσιονιστών, των καλλιτεχνών του
μοντερνισμού, που πειραματίστηκαν με ένα ευρύτατο φάσμα «πρωτόγονων» και
«εξωτικών» μορφών και ανανέωσαν ή απελευθερώθηκαν, χάρη στις επιδράσεις που
δέχτηκαν, από τα δεσμά της κλασικής παράδοσης, την οποία νωρίτερα, από την
Αναγέννηση και μετά, οι καλλιτέχνες είχαν αφομοιώσει ποικιλοτρόπως μέσα από τη
μελέτη αλλά και το ελεύθερο παιχνίδι και τις ανάγκες των διαφόρων εποχών που ανακατανέμουν,
επανερμηνεύουν, ανακαλύπτουν και επανακαλύπτουν. Και είναι, βέβαια, ενδιαφέρον
ότι τα «αλλότρια» στοιχεία (πρώτα από την Ελλάδα, αργότερα από την Αφρική, την
Ιαπωνία, την Κίνα, τις λεγόμενες πρωτόγονες αλτερνατίβες) αφομοιώθηκαν τόσο που
δεν αναγνωρίζονται πια ως ετερότητα αλλά ως ίδιον στοιχείο του ευρωπαϊκού,
δυτικού πολιτισμού που τα εγκολπώθηκε. «Στην πραγματικότητα», παρατηρούν οι
ιστορικοί της τέχνης Χιού Χόνορ και Τζον Φλέμινγκ, «η ιστορία της μοντέρνας
τέχνης στη Δύση είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι το συνειδητοποιούμε
συνήθως η ιστορία της απελευθερωτικής και ζωογόνας επίδρασης που είχαν τα
διαδοχικά κύματα ανακάλυψης από τους Δυτικούς της τέχνης άλλων πολιτισμών […]».
Τέχνη, λοιπόν, παγκοσμιοποιημένη και «επιβλητική»
από τη μια, τέχνη παγκόσμια και οικουμενική, αφομοιωτική και διαδραστική, όπως
ακριβώς μας αποκαλύφθηκε και μέσα από το αφιέρωμα που διοργανώθηκε από το
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των
εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας 2001-2004. Το αφιέρωμα, που
παρουσιάστηκε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, συνοδευόταν από ένα
βιβλίο-κατάλογο που εκδόθηκε με αφορμή την εκδήλωση και περιλαμβάνει μελέτες
ιστορικού περιεχομένου, που διακρίνονται για τη συστηματικότητα και την
ακρίβεια των πληροφοριών τους όσον αφορά τη συχνότητα προσέγγισης και
επανερμηνείας ενός μύθου ή μιας φιγούρας από τους μυθικούς κύκλους, την
κινηματογράφηση θεατρικών παραστάσεων, την «αφήγηση» των μύθων από την τέχνη
του χορού κ.ά. (Σινεμυθολογία. Οι
ελληνικοί μύθοι στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Επιμ. Μιχάλης Δημόπουλος.
Πολιτιστική Ολυμπιάδα / Αθήνα 2003). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
περισσότερο θεωρητικές μελέτες που επιχειρούν να απαντήσουν σε βασικά
ερωτήματα, όπως: Γιατί σκηνοθέτες από διάφορα πολιτισμικά σύνολα προσεγγίζουν
τους μύθους; Ποιες συνθήκες προκαλούν την επαναφήγηση;
Με ποιον τρόπο και με ποια μέσα αποδομείται και
αναδομείται μια μυθική αφήγηση. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο εξαιρετικά
μελετήματα για τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, των Françoise Letoublon
και Caroline Eades η πρώτη, της Sylvie Rollet η δεύτερη, που μας προσφέρουν
μιαν ανάλυση του έργου του έλληνα κινηματογραφιστή, έχοντας ως αποκλειστικό
σημειολογικό κλειδί την ελληνική μυθολογία.
Πάμπλο Πικάσο, Νεκρή
φύση με αρχαίο κεφάλι, ελαιογραφία, 1925. Παρίσι, Centre Pompidou, Δωρεά Paul
Rosenberg.
Τι προέκυπτε από το αφιέρωμα (και τον τόμο); Ότι η
ελληνική μυθολογία, όπως τη γνωρίζουμε από τα ομηρικά έπη, τους τραγικούς, τους
μυθογράφους, Έλληνες και Λατίνους, ότι η Μήδεια, ο Οιδίποδας, οι Ατρείδες, ο
Οδυσσέας, η Ιοκάστη, αποτελούν ένα στέρεο και γνώριμο έδαφος για να μιλήσει
κανείς για τα μεγάλα ερωτηματικά της ύπαρξης, που τίθενται στον άνθρωπο
ανεξάρτητα από τον χωροχρόνο που αναλογεί στον καθένα.
Από αυτή την άποψη, θα έβλεπα ως πολύ ενδιαφέρουσες
τις επιλογές ταινιών που δεν αποκαλύπτουν ευθύς εξαρχής, ή και καθόλου, τις
μυθολογικές καταβολές τους, ακριβώς γιατί το μυθολογικό υπόβαθρο
χρησιμοποιείται μόνο ως δομή (ενδεικτικά αναφέρομαι στις ταινίες Vertigo του Χίτσκοκ, Ο φυγάς του Sydney Lumet, Η περιφρόνηση του Godard, Τα μακρινά αστέρια της άρκτου του
Visconti, Blade Runner του Ridley Scott, The
Matrix των A.&L. Wachovsky).
Appunti per un'Orestiade africana (Notes for an
African Oresteia). 1970. Directed by Pier Paolo Pasolini. Image Courtesy of
The Museum of Modern Art.
Οι επιλογές αυτές αποτελούν μια πρόκληση για τον
θεατή να σκεφτεί δομικά, αλλά και ταυτόχρονα να αναγνώσει την προσέγγιση του
σκηνοθέτη μέσα στα χωροχρονικά πλαίσια που προκάλεσαν την αναμόχλευση –ο
Παζολίνι, για παράδειγμα, επιχείρησε να προσεγγίσει «το πέρασμα της Αφρικής από
ένα αποικιοκρατικό και φεουδαρχικό καθεστώς του παρελθόντος στην ανεξαρτησία
και τον εκδημοκρατισμό της δεκαετίας του ’60» μέσα από την Ορέστεια, γιατί
θεωρούσε ότι υπήρχαν αναλογίες «με το αντίστοιχο πέρασμα από το καθεστώς της
βαρβαρότητας και της τυραννίας σ’ εκείνο της δημοκρατίας» (σ. 264).
Ογκύστ Ροντέν, Η
γέννηση του ελληνικού αγγείου, 1900-1913. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο.
Η ελληνική μυθολογία συνέχει την τέχνη και τη
διατρέχει, λ.χ. τις εικαστικές τέχνες της Αναγέννησης αλλά και του
μοντερνισμού, έστω και μέσα από την αποδόμησή της, την πεζογραφία και την
ποίηση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Και θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι
ακριβώς η συνύπαρξη του κλασικού (μυθολογία) με το νέο (ερμηνεία), ενός χρόνου
«ακίνητου» και ενός σε κίνηση, καθιστούν τις ταινίες αυτές μοντέρνες ανά πάσα
στιγμή, όπως ακριβώς είχε ορίσει το μοντέρνο ο Baudelaire, δηλαδή, θα
συμπληρώναμε εμείς, κλασικές. Και ακριβώς αυτή η συνάντηση του γνωστού με την
απροσδόκητη, καινούρια, φρέσκια κάθε φορά ματιά του κάθε σκηνοθέτη προσδίδει
ένα συναίσθημα ελπίδας και αισιοδοξίας, ότι υπάρχει έδαφος συνάντησης,
επικοινωνίας, προβληματισμού, αισθητικής απόλαυσης σε ένα επίπεδο οικουμενικό,
αποδοχής και υποδοχής του ιδιαίτερου τοπικού σ’ ένα κοινό υπόβαθρο.
Δήμητρα Μήττα
Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στη Βιβλιοθήκη,
ένθετο της εφ. Ελευθεροτυπία 27.02.04.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου