Edvard Munch, Près du lit de mort (fièvre), 1915.
Τη
βρήκε ξαπλωμένη στο δωμάτιο του νοσοκομείου με τους ανθρώπους της τραβηγμένους
πίσω στον τοίχο, αδύναμους να κάνουν οτιδήποτε στο πλάσμα που, όπως τον είχαν
ειδοποιήσει, είχε καταρρεύσει και σωπάσει αναίτια.
Umberto Boccioni, Etats d'âmes I, ceux qui partent, States of
hearts I, those which leave, 1911.
Για
μια ακόμη φορά οι σπασμοί εγκαταστάθηκαν στην κοιλιά και τα δάκρυα έτρεξαν σε
ένα στόμα που ερμητικά φύλαγε τον ήχο ενός θρήνου για μια απροσδιόριστη πληγή.
Την είδε που προσπαθούσε να ανοίξει το στόμα, για να πει κάτι. Έβαλε μπροστά
της ένα μπλοκάκι και μολύβι στα δάχτυλα. Δεν είχε δύναμη να το πιάσει. «Μην
αφήνεσαι», της ψιθύρισε αυτός που της ζητούσε να αφήνεται στις στιγμές και να
γίνεται ένα με αυτές. Αυτή τη φορά είχε μπει για τα καλά μέσα σε μια στιγμή και
είχε διαλυθεί σε αυτή. Δεν τα κατάφερε να πει ούτε καν τη φράση που έλεγε συχνά
πυκνά τον τελευταίο καιρό: «Άσε, δεν έχει νόημα». Το δικό της νόημα είχε
διαχυθεί μέσα στο νόημα του μεγάλου ποταμού που συμπύκνωνε όλα τα νοήματα.
Ακόμη και το σώμα της φαινόταν πιο υδαρές, πιο απλωμένο. Πήγε να το πιάσει για
να συγκρατήσει αυτό το άπλωμα, πριν προλάβει και το καταπιεί το κρεβάτι, όπου
ήταν χυμένο.
Edvard Munch, Agonie, 1895.
Τις
επόμενες μέρες της έφτιαξε ένα ξύλινο περίγραμμα για το κορμί της και το
τοποθέτησε γύρω από αυτό σαν στεφάνι, για να εμποδίσει τη διάχυση που συνεχιζόταν.
Δήμητρα Μήττα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου