Couple d'amants, Fresque murale Pompéi, Casa del Cantenario.
2 Σεπτεμβρίου
Πηγαίνομε
μαζί, γέρνει μ’ εμπιστοσύνη απάνω μου, γυρίζομε στο σπίτι μαζί, κλειούμε τα
παράθυρα και τις πόρτες και σβύνομε το φώς κα κατεβάζομε τις κουρτίνες και
μένομε μόνοι ολομόναχοι στα βάθη του κρεββατιού και την κυττάζω μέσα στα μάτια
και την αρπώ από τη μέση και την κυττάζω. Και μου φαίνεται περίεργο πώς δεν
φωνάζει και δεν καλεί βοήθεια και πώς δεν πεθαίνει από τον τρόμο της απάνω στα
σεντόνια.
Ω
Δύστυχη, δεν ένοιωσες λοιπόν ακόμα ποιος είμαι κι όταν μένομε μόνοι,
αγκαλιασμένοι, δεν αισθάνεσαι αποπάνω μας το μεγάλο προαίσθημα του Θανάτου ; Και
πώς μπορείς νάσαι ήρεμη και ν’ αγαπάς ; Όταν Σε σφίγγω και Σου ζητώ το μυστήριο
της σάρκας Σου και ζητώ να κορέσω τη δίψα - τη δίψα της ψυχής μου πλειότερο
παρά του κορμιού - απάνω στα χείλη Σου κι απάνω στις ανατριχίλες των σαρκών Σου
νοιώθω απομέσα Σου ν’ αναβαίνει μέσα μου και να κλαίει ο απέραντος πόθος του
Θανάτου.
Auguste Rodin, Nude female
5 Σεπτεμβρίου
Στα βάθη των σκέψεων μου τα πλειό μυστικά κι απόκρυφα φεγγοβολεϊ το άγιο Βήμα της ψυχής μου. Εκεί πάνω έστησα το είδωλο Σου, ω Πολυαγαπημένη. Τα όνειρα μου εκστατικά γονατίζουν μπροστά Σου και λειτουργούν. Και οι σκέψεις μου σαν λαμπάδες ανάβουνε και λυώνουνε στα πόδια Σου. Η αγάπη μου Σου πλέκει τον ακάνθινο στέφανο στο κεφάλι και η οδύνη μου απέραντη κι ασάλευτη Σου είνε στηλοβάτης. Ξεψυχούν οι πόθοι μου στα πόδια Σου κι ανεβαίνει η λαχτάρα όλου μου του κορμιού σαν θυμίαμα γύρω στις λευκότητες Σου. Αφότου Σ’εγνώρισα μια μυστική λειτουργία τελείται ολημερίς κι οληνυχτής μεσ’ στην καρδιά μου. Όλα μου τα νεύρα και όλοι μου οι στοχασμοί αφότου Σ’ εγνώρισα έμαθαν να προσεύχονται. Και γονατίζω όλος μπροστά στο άγαλμα Σου πού στέκεται και φεγγοβολεί στα άγια των αγίων της ψυχής μου και γονατίζω όλος και προσεύχομαι στους μεγάλους Θεούς, ω Γαλάτεια ! Να γυρίσεις πάλι στη νεκρήν ακινησία των μαρμάρων, Στην αιώνια γαλήνη και την αιώνια ωμορφιά - γιατί φοβούμαι. Κάποιο κύμα οδύνης φουσκώνει κι ανεβαίνει στην καρδιά μου και μουγγρίζει κι απειλεί τριγύρω Σου. Κάποιος κόρος πελώριος Σε περικυκλώνει. Ω γύρισε, Γαλάτεια, στη μαρμαρωμένην ομορφιά του θανάτου πριν το κύμα Σε σκεπάσει όλη, πριν οι ρυτίδες βεβηλώσουν το μέτωπο Σου το αχάραχτο. Ξέρω ένα γιατρικό που γιαίνει κάθε πόνο, ξέρω ένα αθάνατο νερό - που όποιος το πιει δεν διψά πλειά ποτέ του. Ω αγάπη μου, γύρε από τον στηλοβάτη Σου κι έλα να Σε δηλητηριάσω όλη με τα χείλη μου και να Σου στάξω μέσα σταλαγματιά, σταλαγματιά, τον Πόθο τον Μεγάλο. Το πένθος το Μεγάλο και τη Μεγάλη Νοσταλγία του Νιρβάνα όπου τα κάλλη είνε αιώνια και ο ύπνος γλυκύς κι ασάλευτος κι η ηδονή της Νύχτας δεν φαρμακιόνεται από τη πίκρα της αυγής.
Ω Γαλάτεια! Γονατίζουν όλες μου οίσκέψεις κι όλα μου τα όνειρα κι όλες οι ανατριχίλες του κορμιού μου μπροστά στο Είδωλο σου - στα βάθη της ψυχής μου, κι επικαλούνται τον Θάνατο. -
6 Σεπτεμβρίου
Πες της ψυχής Σου να γονατίσει κοντά μου και πές της ν’ ανοίξει μ’ ευλάβεια τα χείλη της και να περιμένει : Το άγιο Δισκοπότηρο της αγάπης κρατεί στα χέρια του ο Άγγελος της Οδύνης και διατρέχει τους κόσμους και μεταλαβαίνει τις ψυχές.
10 Σεπτεμβρίου
Πηγαίνω κι έρχομαι κάποιον περιμένω. Τρέχω έξω από την πόλη κι ανεβαίνω στον Λόφο και κυττάζω μπροστά μου και συλλογούμαι. Ο ήλιος σιγά, σιγά, γλυστρά πίσω από το βουνό και γύρω του σύννεφα χρυσά και κόκκινα πλέκουν την εσπερινή γαλήνη απάνω στα νερά. Και η ηρεμία του δειλινού χύνεται απάνω στα δένδρα και φιλεί τους βράχους και γλυκοκοιμάται απάνω στη θάλασσα και στις κορφές των βουνών. Αγάλια, αγάλια, απλώνουν τα φτερά των τα πουλιά κι αργοπετούνε στις φωληές. Τάστρα προβαίνουν στον ουρανό και χαμογελούν και οι απλοϊκές ψυχές τα κυττάζουν και με τη παντοδυναμία της προσευχής ανοίγουν τα φτερά των κι εκείνες και βρίσκουν έκεί απάνω στις αχτίδες των φωληές,
Όλα κοιμούνται κι ονειρεύονται απάνω στη γη. Δεν κινιέμαι για να μη ξυπνήσω τους κόσμους των εντόμων που κοιμούνται κάτω από τα πόδια μου. Όλα σωπαίνουν. Πάνω από το βουνό θα προβάλει τώρα το φεγγάρι χλωμό και ήρεμο και σαν μάτι φιλόστοργο κάποιας άγνωστης Μητέρας θ’ αγρυπνεί στον ύπνο των παιδιών της.
Όλα σωπαίνουν. Κάθομαι στον λόφο και κυττάζω μπροστά μου και συλλογούμαι. Η νύχτα μπαίνει μέσα στην καρδιά μου. Και συλλογούμαι. Και η γαλήνη της θάλασσας και των δένδρων η σιγαλιά και τ’ άστρο μπαίνουν μέσα στην καρδιά μου. Και νοιώθω σιγά, σιγά, μέσα μου να μπαίνει και ν’ απλώνεται η απελπισμένη ευτυχία των πεθαμένων πραμάτων.
15 Σεπτεμβρίου
Έλα να κλάψομε μαζί. Ένα κύμα ανεβαίνει μέσα μου - σαν πλημμύρα - και μουγγρίζει γύρω Σου και Σε παρακαλεί. Ένα δάκρυο της ψυχής μου ανεβαίνει γύρω Σου και Σε παρακαλεί.
Έλα να κλάψομε για κείνους που δεν μπορούν να κλάψουν, πούχουν στεγνά τα μάτια και γεμάτα δάκρυα την καρδιά. Για τα λουλούδια που ανοίγουν και μαραίνονται, για τα βουνά πούναι αιώνια για τους Θεούς που έρχονται και πεθαίνουνε στην γη, για τα μεγάλα μέτωπα και τα μεγάλα φτερά με τις μικρές φωληές, για τάστρα που κάτι αγωνίζονται να πουν και δεν μπορούνε. Έλα να μη φιληθούμε απόψε ολόνυχτα - να κλάψομε μόνο... Τα δάκρυα σωρειάστηκαν απάνω Στην ψυχή μου χρόνια και χρόνια τώρα. Και πνίγομαι. Πνίγομαι ω Δύστυχη και ω Αγαπημένη ! Έλα κάμεμε να κλάψω απόψε απάνω στο κρεββάτι. αλάφρωσε την ψυχή μου από τη πλημμύρα κι από τον πόνο.
16 Σεπτεμβρίου
Λυγίζει το λουλούδι όταν πολλή δροσούλα του δώσει ο ουρανός. Λυγίζει από την αγάπη η ψυχή μου.
20 Σεπτεμβρίου
Μια φλόγα καίει μέσα μου. Σαν ακοίμητο καντύλι μπροστά στην εικόνα του Θεού. Και παράξενα φτερά, μεγάλα, απλώνονται μπροστά μου, σαν άγριου πουλιού φτερούγες. Κάποιο νύχι ξεσκίζει την καρδιά μου. Και κάποιες σταλαγματιές, μεγάλες, βουβές, σαν δάκρυα και σαν αίμα στάσσουν η μια απάνω στην αλλη και λακκουδώνουν την ψυχή μου.
Μην κλαις και μη φοβάσαι ω Πολυαγαπημένη. Είνε ο μεγάλος Αετός της Οδύνης και είνε η ακοίμητη φλόγα της Αγάπης. Μην κλαις - εγώ χαμογελώ στον Πόνο μου και στα χτυπήματα του. Ραγίζει η καρδιά μου και το αίμα τρέχει μέσα μου. Κι έρχεται η νύχτα και περνάς ανάλαφρα, ανάλαφρα, το χέρι Σου απάνω στο μέτωπο μου και φεύγουν τα φτερά και στέκεται το αίμα - όλες οι πληγές γιατρεύονται και κλείνουνε τη νύχτα. Φθονεί εκεί απάνω ο Θεός και εκδικείται. Όχι, να Μην κλάψομε - να μην καταδεχτούμε ! Κάτι αθάνατο νοιώθω μέσα μου να καίει και να χαμογελά. Έχω μέσα μου την ίδια φλόγα που έχει κι Εκείνος και την ίδια ουσία πού έχουνε τα άστρα. Φρενηάζει η αθανασία μέσα μου και η ηδονή της Παντοδυναμίας και το μεγάλο Φιλί που έχουν στις λαγόνες των οι Δημιουργοί των κόσμων. Άσπαστες αλυσίδες με δένουνε στην γη - μα Κάποιον νοιώθω μέσα μου, που δεν καταδέχεται να σκύψεστον Θεό !
Antonio Canova, Le Baiser d'Amour et Psyché, détail
visages
25
Σεπτεμβρίου
Χθες
τη νύχτα όταν την κύτταζα γυμνή στο απαλό φώς του καντυλιού ένας πόθος άγριος
αιμάτωσε τα στήθη μου. Μου φάνηκε πως την απόλαυσα όλη και δεν έμεινε κανένα
πλειά μυστήριο απάνω της να μην το βεβηλώσω. Παντού σε όλες της τις γυμνότητες
οι δαγκαματιές των φιλημάτων μου και τα βέβηλα χάδια των χεριών μου και η
όφιοειδής γραμμή που τυλίχτηκε λάγνο το σώμα μου.
Στράτες αιώνιες
που διάβηκεν ο πόθος μου. Μου φάνηκε πώς την απόλαυσα όλη. Όλη, - μόνον ένα
κόκκινο μυστήριο μου έμεινεν ακόμα.ήταν ρκεί μέσα κρυμένο, πίσω από το δέρμα
της απάνω στα βλέφαρα της, Στην εξόγκωση τη πάλλευκη των στηθιών της - ήταν εκεί μέσα κρυμένο και τόνοιωθα να κυκλοφορεί και ν’ ακολασταίνει όλο
κόκκινο μέσα στης φλέβες.
Κι ένοιωσα πώς δεν
την απόλαυσα όλη.
Ω ! να πηδά το
αίμα και να χύνεται απάνω στα σεντόνια και να σπαρταρά το σώμα της απάνω στο
κρεββάτι και ν’ ανοιχτούν περίτρομα τα μάτια και να ριχτούν τα μπράτσα της μ’
ελπίδα και με φόβο γύρω στον λαιμό μου !...
Ω η γοητεία των
αιμάτων !
Κι έχαμογέλασα
χθες τη νύχτα. Ω Αγαπημένη μου, δεν θα πεθάνω πριν να Σ’ απολαύσω όλη.
26 Σεπτεμβρίου
Θέλω να σπεύσω να
Σ’ απολαύσω όλη. Όλα τα λευκά μυστήρια των γυμνοτήτων Σου που κοιμούνται και
προσμένουν. Θέλω να σπεύσω, ίσως και προφθάσω να στραγγίσω τα χείλη
Σου και τη σάρκα Σου όλη κι όλες τις ανατριχίλες που παραμονεύουν στα
βάθη των λαγόνων Σου. Κανένα φιλί να Μην Σου πάρει ο Χάρος. Όλα να Σου τα πάρω
εγώ. Θέλω να σπεύσω γιατί νοιώθω πώς πεθαίνομεν ολόενα κάτι γλυστρά κάτω
από τα πόδια μας, κάποιος δείχτης ρωλογιού εκεί πάνω προχωρεί, προχωρεί και
πλησιάζει η νύχτα. Ένας μαγνήτης από τα βάθη των χωμάτων μας σέρνει, δεν
αισθάνεσαι Αγάπη μου; μας σέρνει ανίκητος – του κάκου πιανόμαστε από τα λουλούδια της
στράτας για να σταθούμε. Τα λουλούδια ξεριζιόνονται κι απομένουν νεκρά
στα χέρια μας κι εμείς σερνόμαστε. Ω αγάπη μου, πλέξε γύρω μου σφιχτά την
θριαμβευτική λευκότητα του κορμιού Σου, σφίξε με ακόμα πλειότερο, έλα,- δύστυχοι
εμείς που αγαπούμε - έλα να σμίξομε τα χείλη μας και τις ψυχές και τα κορμιά μας με το
μεγάλο δίχτυ των επιθυμιών μας, έλα πλέξου γύρω μου, ίσως - να σταματήσομε λίγο,
ίσως περάσουνε στιγμές χωρίς να συρθούμαι εκεί κάτω ! Εκεί κάτω στο χώμα που
παντοδύναμος μας σέρνει μαγνήτης. Έλα να σπεύσομε. Μη μου κρατείς κανένα
μυστήριο της σάρκας Σου κρυμένο. Νοιώθω μια ψυχή - Βακχίδα μέσα μου ! Μη
φοβάσαι. Κλείσε τα μάτια Σου και δώσε μου το χέρι Σου κι έλα να Σου δείξω όλα τα
μονοπάτια τ’ απάτητα της ηδονής που ξέρω. Άγρια θα περνά αποπάνω μας η
γύρις των νυχτών. Και θ’ ανεβαίνουν από τους νεφρούς μας τα φιλιά. Έλα να σπεύσομε.
Κάποιος ενεδρεύει Στην κώχη του κρεββατιού. Κάποιο προαίσθημα
σκορπάται στα σεντόνια που μοιάζουν σάββανα.
Ω πού να φύγω και
σε ποιά καμπυλότητα του κορμιού Σου να χωθώ και πώς να Σε σφίξω για να μην
πεθάνω – για να μην πεθάνω πριν να Σε απολαύσω όλη.
27 Σεπτεμβρίου
Σε κυττάζω. Και
μου φαίνεται - μου φαίνεται ώ Ακόρεστη και ω Γυναίκα πως αν σκορπίσω την αγάπη
μου απάνω στην γη θα γονιμοποιηθή το στείρο χώμα - και θα συλλάβει και θα
γεννοβολήσει ρόδα κόκκινα και παπαρούνες και περιπλοκάδες και κισσούς.
29 Σεπτεμβρίου
Ω, πώς να Σε
κυττάξω και πώς να λυγίσω το κορμί Σου και πώς να σκορπίσω τον πόθο μου απάνω στη
λαχτάρα Σου για να συλλάβω την ηδονή τη μεγάλη που πλέει στα μάτια Σου και
γλυστρά κάτω από τις λαγόνες Σου και χύνεται αμίλητη κι ανέγγιχτη κάτω από
τα μεριά Σου !
Λαχταρώ το κορμί
Σου κι όταν το σφίγγω μέσα στην αγκαλιά μου και σπαρταρά και φωνάζει από τον
πόνο του άγριου εναγκαλισμού κάποια φωνή ανεβαίνει μέσα μου σαν λυγμός, και
σπαράσσει τα στήθη μου η απογοήτευση και η πεποίθηση πώς κάτι άλλο ζητώ. Και Σ’
αφίνω τότε να χωρίσεις από το σώμα μου και είμαι χλωμός κι αγέλαστος και λυπημένος. Σκύφτω κι ακούω ενα δρεπάνι μέσα μου να θερίζει χάμαι παράξενα πράματα
πού κλαίνε. Εμάλαξα κι έλυωσα το κορμί Σου όλο στη φλόγα των επιθυμιών μου
και του έδωκα όλες τις καμπυλότητες των ακόλαστων εμπνεύσεων κι όλα
τα χάδια των νυχτερινών ορμών και Σ’ έσφιξα, και Σ’ εκύτταξα μέσα στα μάτια –
και Σε κύτταξα μέσα στα μάτια και είπα : το όνειρο μου είσαι Συ. Και η φωνή ανέβηκε
μέσα μου κι ένας λυγμός ετίναξε την καρδιά μου.
Ω Πολυαγαπημένη !
Όχι, όχι, δεν θα προφθάσω να Σ’ απολαύσω όλη !
30 Σεπτεμβρίου
Κι αν όλο το σώμα
μου παραδοθή κι αν ανατριχιάσει όλο από τα χάδια Σου, ω Πολυαγαπημένη, κι
αν όλο το σώμα μου βαφτιστή στον ίδρο της ηδονής και των οργίων - το μέτωπο
μου θάναι στεγνό, μακρυά από την γιορτή του κορμιού, χωρίς ηδονή και χωρίς
έκπληξη, αγέλαστο και λυπημένο, λυπημένο....
ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (ΚΑΡΜΑ ΝΙΡΒΑΜΗ)