Μια
από τις σημαντικότερες φωτορεπόρτερ του εικοστού αιώνα, η Ιβ Άρνολντ είχε μια
γόνιμη καριέρα απαθανατίζοντας κοινούς θνητούς και διασημότητες μεταξύ των
οποίων οι Μέριλιν Μονρόε, Υβ Σεν Λοράν, Μάλκολμ Χ, Τζέρι Φάλγουελ και πολλοί
αρχηγοί κρατών. Έχει καλύψει το Αμερικανικό κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα
και έχει κάνει τις φωτογραφίσεις για την προώθηση πέραν των 40 ταινιών
παγκόσμια. Ήταν συνεργάτης του έγχρωμου περιοδικού των Κυριακάτικων Times για 10 χρόνια και έχει εκδώσει 14 βιβλία.
One of the most
important photojournalists of the twentieth century, Eve Arnold has had a
prolific career documenting people both ordinary and famous – including Marilyn
Monroe, Yves Saint Laurent, Malcolm X, Jerry Falwell and many heads of state.
She has covered the American civil rights movement, shot stills for more than
40 films around the world, been a contract photographer on the Sunday Times
colour magazine for 10 years and published 14 books.
Η
Άρνολντ γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1912 στη Φιλαδέλφεια, Πενσυλβανίας από
οικογένεια Ρωσσοεβραίων μεταναστών. Απεβίωσε στις 4 Ιανουαρίου 2012 λίγους
μήνες πριν κλείσει τα 100 της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν ραββίνος από την
Οδησσό. Μια φωτογραφική που της έκαναν δώρο κατά τη διάρκεια της πρώιμης
ιατρικής της εκπαίδευσης την οδήγησε στην τέχνη της φωτογραφίας και για αρκετά
χρόνια φωτογράφιζε από χόμπι και εμφάνιζε τις φωτογραφίες σ΄ένα μικρό σκοτεινό
θάλαμο. Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου παντρεύτηκε ένα
γραφίστα και εργάστηκε σε εργοστάσιο επεξεργασίας φωτογραφιών όπου πολύ σύντομα
ανελίχθηκε σε διευθύντρια του εργοστασίου. Μετά το τέλος του πολέμου απόκτησε τον
γιο της και έμεινε στο σπίτι για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Arnold was born on
21 April 1912 in Philadelphia, Pennsylvania, to Russian-Jewish immigrant
parents; her father was a rabbi from Odessa. A friend’s gift of a camera during
her early medical training led her into photography and for several years she
shot pictures for her own pleasure and developed them in a small darkroom.
During the Second World War she married a graphic and industrial designer and
worked in a photo-finishing factory, rising quickly to become plant manager.
After the war she gave birth to her son and for a short period stayed at home.
Επιστρέφοντας
στο χώρο της φωτογραφίας, η Άρνολντ εντάχθηκε το 1948 στη Σχολή Κοινωνικών
Ερευνών της Νέας Υόρκης, εκεί η δουλειά της εντυπωσίασε τον Αλεξέι Μπρότοβιτς,
τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του περιοδικού μόδας Harper’s Bazaar. Επέλεξε ως θέμα της για την πρώτη της φωτογράφιση για τον
κόσμο της μόδας το Χάρλεμ και καθώς κανένα Αμερικάνικο περιοδικό δεν πρόβαλλε
την τότε εποχή τη μαύρη μόδα οι φωτογραφίες της ξεχώρισαν. Το πρωτοπόρο περιοδικό
φωτορεπορτάζ Picture Post
στο Λονδίνο δημοσίευσε την ιστορία της.
Returning to
photography, Arnold enrolled in 1948 at the New York School for Social
Research, where her work impressed Alexey Brodovitch, then art director at the
fashion magazine Harper’s Bazaar. For her first course assignment on fashion,
she chose Harlem, and as no American magazines at that time featured black
fashion, her pictures stood out. Picture Post in London – a magazine that
pioneered photojournalism – published the story.
Το
1951 η Άρνολντ κτυπά την πόρτα του πρακτορείου Μάγκνουμ και παρουσιάζει την
ιστορία της και ένα φωτορεπορτάζ για τους μετανάστες εργάτες του Λόνγκ Άιλαντ,
το πρακτορείο της ζητά να γίνει συνεργάτιδα τους, γίνεται πλήρες μέλος του
πρακτορείου στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Το 1962 η Άρνολντ μετακομίζει στην
Μεγάλη Βρετανία θέλοντας ο γιος της να φοιτήσει στο οικοτροφείο στη Bedales School. Με εξαίρεση τα έξι χρόνια που έζησε
δουλεύοντας στην Κίνα και τις Η.Π.Α, η Άρνολντ έζησε τα υπόλοιπα της χρόνια στη
Μεγάλη Βρετανία.
In 1951 Arnold took
this piece and a picture essay on migrant labourers in Long Island to the
Magnum photographic co-operative,1 and they invited her to join as a stringer;
she became a full member in the mid 1950s. In 1962 Arnold moved to Britain so
her son could be educated at Bedales School, and with the exception of six
years spent working in China and the United States, she has lived here ever
since.
“Οι Κυριακάτικες Times και το Πρακτορείο Μάγκνουμ έχουν
λειτουργήσει ως βάση από τα οποία μπορούσα να αποφασίσω την πορεία μου. Η
ασφάλεια και η ελευθερία άποψης είναι μεγάλο πλεονέκτημα για κάθε καλλιτέχνη.
Τα ρεπορτάζ είναι καταπληκτικά αλλά τα λεφτά δεν είναι πάντοτε αρκετά για να
ζήσει κάποιος, τότε το Μάγκνουμ μου πρόσφερε την ευκαιρία να κάνω κάποιες
φωτογραφίσεις για προώθηση ταινιών ή διαφημίσεις’” λέει η Άρνολντ.1
‘The Sunday Times and Magnum have both acted
as my base’, says Arnold, ‘from which
I’ve been able to decide what exactly I want to do. That sort of security, and
the freedom it gives, are a great privilege for any artist. Editorial reportage
is wonderful, but it doesn’t always pay the bills, so then Magnum might arrange
for me to do some stills on a movie, or some industrial photography.’2
Η
καριέρα της Άρνολντ κυμάνθηκε ευρέως γεωγραφικά, τόσο θεματικά όσο και
πνευματικά. Θεωρούσε τον εαυτό της πρωτίστως φωτορεπόρτερ, έχει γράψει ωστόσο
βιβλία και έκανε την παραγωγή στην ταινία για τα χαρέμια της Αραβίας με τίτλο ‘Πίσω από το Βέλος’. Στην αρχή της
καριέρας της, ήταν πρωτοπόρος της έγχρωμης φωτογραφίας. “Ανάμεσα στους συναδέλφους μου” αναφέρει, “υπάρχει μια διαμάχη για την αξία της έγχρωμης και της μαυρόασπρης
φωτογραφίας. Οι ιδεολόγοι πιστεύουν ακόμα και σήμερα ότι η έγχρωμη φωτογραφία
είναι εμπορική ενώ η μαυρόασπρη είναι τέχνη. Όσο αφορά σε μένα, είμαι τόσο
πλεονέκτης που δεν μπορώ να στερήσω στον εαυτό μου την πληθώρα επιλογών που
έχω. Έτσι, αναλόγως με τη διάθεσή μου και τι στιγμή θα απαθανατίσω έγχρωμες ή
μαυρόασπρες ή και τα δύο.”
Arnold’s career has
ranged widely geographically, in subject matter and by medium. She considers
herself primarily a photojournalist but has also written books and produced a
film on the harems of Arabia, Behind the Veil. At the start of her career, she
was a pioneer of colour photography. ‘Among my colleagues, a
controversy arose about the merits of black and white versus colour’, she
relates. ‘The purists would say that colour is commerce and black and
white is art – an argument that has not abated with the years. As for me, I am
greedy and, not wanting to limit myself, will use whatever tool is at hand. So,
depending upon the dictates of the mood and the moment, I will change from
colour to black and white and back again, or will manage both simultaneously.’
Η
Άρνολντ απαθανάτισε εκατοντάδες πορτραίτα κατά τη διάρκεια της καριέρας της,
φωτογραφίζοντας συχνά ανθρώπους εν’ ώρα εργασίας. Πολλά απ΄αυτά έχουν
δημοσιευτεί το 1989 στο βιβλίο της με τίτλο All in a Day’s Work. “Με σεβασμό στην ιδιωτική ζωή και με παρατηρητικότητα
τα θέματα μου”, αναφέρει, “θα σας
χαρίσουν μέρος τους εαυτού τους που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και αυτό είναι
το μεγάλο μυστικό… έψαχνα σε κάθε στιγμή την έννοια του πραγματικού. Δεν
δούλεψα ποτέ σε στούντιο, δεν χρησιμοποίησα ποτέ προβολείς. Είχα το δικό μου
τρόπο εργασίας που μ΄ ευχαριστούσε, δεν ήθελα να τρομάζω τους ανθρώπους με το
βαρύ εξοπλισμό, μια φωτογραφική μηχανή και φιλμ £5 στη τσέπη ήταν όλα όσα
χρειαζόμουν.”2
Arnold has shot hundreds
of portraits during her career, often photographing people as they worked; many
of these are published in her 1989 book ‘All
in a Day’s Work’. At once respecting privacy and intently observing, she
finds her subjects ‘will offer you part of themselves that you can use,
and that is the big secret… I looked for a sense of reality with everything I
did. I didn’t work in a studio, I didn’t light anything. I found a way of
working which pleased me because I didn’t have to frighten people with heavy
equipment, it was that little black box and me and £5 worth of film in my
pocket.’ 3
Η
Άρνολντ έγινε γνωστή για τις φωτογραφίες που έβγαλε στη διάσημη σταρ Μέριλιν
Μονρόε, οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε μορφή βιβλίου το 1987 και επανεκδόθηκαν το
2005. Χρειάστηκαν έξι συναντήσεις σε μια περίοδο 10 ετών, η συντομότερη δύο
ώρες και η μεγαλύτερη δύο μήνες όπου η Άρνολντ συναντούσε τη σταρ καθημερινά
κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Οι
Αταίριαστοι. Ανάμεσα τους αναπτύχθηκε αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμός και
το αποτέλεσμα είναι μια δουλειά που έγινε με στοργή και φροντίδα, δείχνοντας
την Μονρόε με τα ελαττώματα και τα προβλήματά της αλλά και με χιούμορ, ζεστασιά
και ανθρωπιά. “Δεν γνώρισα κανένα που να
ήρθε κοντά στη Μονρόε με τη φυσική δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το ταλέντο του
φωτογράφου και τη φωτογραφική μηχανή” λέει η Άρνολντ. “Ήξερε τι πρέπει να κάνει. Επέβαλε τις ψυχικές της ανάγκες, τις
διαθέσεις της, τον ερωτισμό της κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης, κινούμενη με
ταχύ ρυθμό ώστε κάθε της έκφραση να αναδεικνύεται στο πρόσωπό της, το σώμα της
να στροβιλίζεται στο ρυθμό και ο φωτογράφος να μπορεί να προλαβαίνει να
απαθανατίζει… Εάν ένιωθα ότι χαλάρωνε και ήταν απαραίτητο, της έλεγα τι έπρεπε
να γίνει και αμέσως αναλάμβανε δράση. Αυτό που κυρίως ζητιόταν ήταν να είναι ο
εαυτός της.”
Probably Arnold’s
best-known work is her photography of film star Marilyn Monroe, published in
book form in 1987 and revised and reissued in 2005. Six sessions took place
over a 10-year period, the shortest two hours and the longest two months, when
Arnold saw her daily during filming of ‘The
Misfits’. Trust and respect were established, and the result is a portfolio
shot through with affection and concern, showing Monroe with her foibles and
problems but also with humour, warmth and humanity. ‘I never knew
anyone who even came close to Marilyn in natural ability to use both
photographer and still camera’, says Arnold. ‘She knew what to do.
She would impose her psychic needs, her moods, her eroticism upon the session,
working rapidly so that expression after fleeting expression wafted across her
face, her body moving sinuously in cadence so the photographer could only try
to keep up… If I felt she was flagging and it was necessary, I would say what
was wanted and she would swing into action. Mainly what was wanted was for her
just to be herself.’
Το
έργο της Άρνολντ με αστέρες του κινηματογράφου διάρκεσε πάνω από τρεις
δεκαετίες και συμπεριλάμβανε τις ηθοποιούς Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Μάρλεν Ντίτριχ,
Τζην Σίμμονς και Σιμόν Σινιορέ καθώς και τους Κλαρκ Γκέιμπλ, Ρίτσαρντ Μπάρτον,
Όρσον Γουέλς και Τσάρλι Τσάπλιν. Στο βιβλίο Film Journal που
εκδόθηκε το 2002, συγκεντρώνονται 25 φωτο-δοκίμια αυτών των προσωπικοτήτων.
Ανάμεσα στους αρχηγούς κρατών που φωτογράφισε η Άρνολντ συμπεριλαμβάνονται η
Βασίλισσα Ελισάβετ ΙΙ – μια γοητευτική φωτογραφία (Λονδίνο 1968) που βρίσκεται
στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων Λονδίνου στην οποία η Βασίλισσα προστατεύεται
κάτω από μια μαύρη ομπρέλα κοιτάζοντας προς τον ουρανό – και η Μάργκαρετ
Θάτσερ, περιβαλλόμενη από τεράστια πέτρινα γλυπτά του Ουίνστον Τσώρτσιλ (1977).
Arnold’s work with
film stars spanned over three decades and included such actors as Elizabeth
Taylor, Marlene Dietrich, Jean Simmons and Simone Signoret; men were
represented too, among them Clark Gable, Richard Burton, Orson Welles and
Charlie Chaplin. Film Journal,
published in 2002, brings together 25 of her photo-essays on these celebrities.
World leaders Arnold has photographed include Queen Elizabeth II – a charming
shot of her sheltering under a black umbrella but looking skywards is in the
National Portrait Gallery, London (1968) – and Margaret Thatcher, surrounded by
huge stone statues of Winston Churchill (1977).
Στο
αντίθετο άκρο η Άρνολντ εργάστηκε για το περιοδικό Ζωή στα χρόνια της ακμής του,
ταξιδεύοντας στο Αφγανιστάν, τη Νότιο Αφρική και την πρώην Σοβιετική Ένωση σε
μια εποχή που οι εικόνες από τις περιοχές αυτές ήταν λίγες. Το 1973 η απόλυτη
φτώχια στη Νότιο Αφρική του απαρτχάιντ ήταν μια βαθιά οδυνηρή πραγματικότητα: “Μια σειρά φωτογραφιών που έκανα ήταν από
παιδιά που υπέφεραν από υποσιτισμό, παιδιά να πεθαίνουν στην αγκαλιά της
μητέρας τους και ήταν σπαρακτικό να βλέπεις αυτά τα παιδιά να πεθαίνουν χωρίς
φαγητό. Σκόπιμα χρησιμοποίησα αυτό το μέσο για να δείξω πόσο τρομερό ήταν.”3
Στη Ρωσία φωτογράφησε πολιτικούς αντιφρονούντες τους οποίους είχαν περιορίσει
σε άσυλο για παράφρονες.
At the opposite
extreme, Arnold worked for ‘Life’
magazine in its heyday, travelling to Afghanistan, South Africa and the former
Soviet Union in an era when images of these areas were few. In 1973 the
absolute poverty in South Africa under apartheid was deeply painful to
encounter: ‘One series of pictures that I did was of children suffering
from malnutrition, dying children in mothers’ arms, and it was heartbreaking to
see these kids dying of no food. I deliberately went out of my way to show how
terrible it was.’4 In Russia, she photographed political dissidents
who had been confined to an asylum for the insane.
Σε
δύο τεράστια έργα, η Άρνολντ απαθανάτισε τη συλλογική ζωή ολόκληρων εθνών –
Κίνας και Αμερικής – και τις ιδιαίτερες συνθήκες πολλών απλών ανθρώπων. ‘Από
την αρχή της καριέρας μου’, έγραψε ‘ψηλά στις προτεραιότητες μου
ήταν να επισκεφτώ την Κίνα.’ Για 15 χρόνια ζητούσε θεώρηση διαβατηρίου
για την Κίνα, το κατάφερε το 1979. Ετοιμαζόμενη να καταγράψει την
πραγματικότητα στην μετα-Πολιτιστική Επανάσταση της Κίνας, ένα κράτος των 800
εκατομμυρίων τότε, δημιούργησε ένα πλάνο κατηγοριοποιόντας το σε τοπία,
ανθρώπους, εργασία και διαβίωση. Στη διάρκεια δύο μεγάλων ταξιδίων, όπου
ταξίδεψε με επίσημο μεταφραστή από τον τουριστικό οργανισμό, κάλυψε 60,000
χιλιόμετρα από το Πεκίνο στη Μογγολία, μέχρι την οροσειρά του Θιβέτ και σε όλη
την έρημο Γκόμπι. Το ρεκόρ των 12,000 διαφανειών δείχνει την Κίνα στο χείλος
της βιομηχανικής μεταρρύθμισης, μια χώρα με απίστευτη ποικιλομορφία, ένα κόσμο
αγροτών και εργαζομένων στη πόλη, αθλητές και σπουδαστές, αξιωματικούς της
κυβέρνησης και Βουδιστές μοναχούς. Οι φωτογραφίες εκτέθηκαν στο Μουσείο
Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης το 1980 – ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη προσωπική
έκθεση της Άρνολντ. Το βιβλίο της, Στην Κίνα εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο και
κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Βιβλίου στις Η.Π.Α, βραβεύτηκε επίσης με το Βραβείο
Κατορθώματα Ζωής από την Αμερικάνικη Εταιρεία Φωτογράφων Περιοδικών.
In two massive
projects, Arnold captured the collective lives of whole nations – China and
America – and the individual circumstances of many ordinary people. ‘From
the very beginning of my becoming a photographer’, she once wrote, ‘high
on the agenda was a plan to go to China’. After applying annually for a
visa for 15 years, in 1979 she was finally successful. Preparing to document
the reality of post-Cultural Revolution China, then a nation of 800 million,
she methodically set up a scheme categorised into landscape, people, work and
living. In two long trips she travelled with the official interpreter of the
tourist bureau, covering over 60,000 kilometres, from Beijing to Mongolia, up
the Tibetan plateau and across the Gobi desert. Her 12,000-transparency record
of China on the brink of industrial reform shows a country of bewildering
diversity, a world of peasants and city workers, athletes and students,
government officials and Buddhist monks. Photographs were displayed at the
Brooklyn Museum, New York, in 1980 – Arnold’s first major solo exhibition. Her
book In China was published the same year, winning the National Book Award in
the United States, and she received the Lifetime Achievement Award from the
American Society of Magazine Photographers.
Η
Άρνολντ έχει λάβει πολλές άλλες τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Το 1995 έγινε
μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας Φωτογράφων και εκλέχθηκε Διδάκτωρ
Φωτογραφίας από το Διεθνές Κέντρο Φωτογραφίας της Νέας Υόρκης. Τον επόμενο
χρόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Βιβλίου Kraszna-Krausz
για το Εκ των Υστέρων. Το 1997 της χορηγήθηκαν τιμητικοί βαθμοί από τρία πανεπιστήμια.
Το 2003 έλαβε τη διάκριση του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και το 2010
τα Παγκόσμια Βραβεία Φωτογραφίας Sony απέτισαν φόρο τιμής στον ηγετικό ρόλο της στην φωτογραφική
κοινότητα με ένα Βραβείο Κατορθώματα Ζωής.
Arnold has received
many other honours and awards. In 1995 she was made fellow of Britain’s Royal
Photographic Society and elected Master Photographer by the International
Center of Photography, New York. The following year she received the
Kraszna-Krausz Book Award for ‘In
Retrospect’; in 1997 she was granted honorary degrees by three
universities; in 2003 she received the distinction of an honorary OBE; and in
2010 the Sony World Photography Awards paid tribute to her leading role in the
photographic community with a Lifetime Achievement Award.
Οι
διαφάνειες, τα αρνητικά και τα φύλλα κοντάκτ της Άρνολντ φυλάσσονται στη
Βιβλιοθήκη Σπάνιων Χειρογράφων και Βιβλίων Beinecke του Πανεπιστημίου Γέιλ, ενός από τα
μεγαλύτερα κτίρια στον κόσμο αφιερωμένο αποκλειστικά σε σπάνια βιβλία και
χειρόγραφα. Πέθανε στο Λονδίνο
στις 04.01.2012.
Arnold’s
transparencies, negatives and contact sheets are now retained by the Beinecke
Rare Book and Manuscript Library at Yale University, one of the largest
buildings in the world devoted entirely to rare books and manuscripts. She died
in London on 04.01.2012.
Eve Arnold in 1997.
A self-professed workaholic, she held characteristically trenchant views on the
minority – and at times marginalised – status of female photojournalists. Photograph: Jane Bown for the Observer
"Το μεγαλύτερο στοίχημα ήταν να κατορθώσω να
χρησιμοποιήσω τη γυναικεία μου υπόσταση με τον καλύτερο τρόπο, μου έδινε μια
μοναδική διάσταση, σε ένα κόσμο εξ ολοκλήρου αντρικό. Τα φύλα σκέφτονται με
διαφορετικό τρόπο, δουλεύουν με διαφορετικό τρόπο, τότε λοιπόν γιατί να μην
είμαι ο εαυτός μου; Αυτό κατέληξε να είναι η πιο σοφή απόφαση που πήρα ποτέ."
Eve Arnold
Σημειώσεις
1 Συνέντευξη στη συγγραφέα και φωτογράφο Πατ Μπουθ, 1982, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Photoicon, 2007
2 Συνέντευξη στον Σερ Τζον
Τόουσα (γ. 1936), Βρετανό διευθυντή τέχνης και ραδιοτηλεοπτικό παραγωγό, ο
πρώτος παρουσιαστής των ειδήσεων του BBC. Μεταξύ των ετών 1986 και 1993 ήταν ο γενικός διευθυντής του BBC World Service και από το 1995 έως το 2007 ο διευθυντής
του Κέντρου Τεχνών Μπάρμπικαν Λονδίνου.
3
Συνέντευξη στον Σερ Τζον Τόουσα.
Notes
1 Magnum Photos was
founded in 1947 by four photographers: Robert Capa, Henri Cartier-Bresson,
George Rodger and David Seymour. The agency was set up as a co-operative, with
the aim of giving freelance photographers control of the subjects they chose,
the way they worked and the marketing of their images. Copyright would remain
with the photographers rather than be assigned to the magazines that published
their work. Most importantly, they would maintain the ideal of bringing about positive
change in the world.
2 From an interview
with writer and photographer Pat Booth, 1982, published in Photoicon magazine,
2007.
3 From an interview
with Sir John Tusa (b. 1936), a British arts administrator and radio and
television journalist who was the first presenter of the BBC’s Newsnight.
Between 1986 and 1993 he was managing director of the BBC World Service and
from 1995 to 2007 managing director of London’s Barbican Arts Centre.
4 From an interview
with Sir John Tusa.
Πηγή:
ArtArea:
Ιβ Άρνολντ