Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

Παράξενος λευκός νάνος προήλθε από τη συγχώνευση δύο μικρότερων άστρων. Huge 'space snowman' is two merging stars

Ένα τελείως ασυνήθιστο γιγάντιο άστρο-λευκό νάνο, που θυμίζει χιονάνθρωπο, ανακάλυψαν οι αστρονόμοι και πιστεύουν ότι προήλθε από τη βίαιη σύγκρουση δύο μικρότερων ανισομεγεθών λευκών νάνων πριν περίπου 1,3 δισεκατομμύρια χρόνια. A giant white dwarf star may be the offspring of a collision between two other white dwarfs, a new study finds. An artist's impression of two white dwarfs in the process of merging. (Image: © University of Warwick/Mark Garlick)

Εκτός από το περίεργο σχήμα του, στην ατμόσφαιρα του εν λόγω άστρου βρέθηκε μεγάλη ποσότητα άνθρακα, καθώς και απρόσμενα χαμηλή ποσότητα υδρογόνου και ήλιου, κάτι που δεν έχει παρατηρηθεί ξανά σε λευκό νάνο. Επίσης η ταχύτητα του είναι υπερβολικά γρήγορη, ταχύτερη από το 99% των γειτονικών αντίστοιχων άστρων.

Οι λευκοί νάνοι είναι μικρά, αχνά και πυκνά άστρα, στο μέγεθος περίπου της Γης, που αποτελούν τους εναπομείναντες πυρήνες κάποτε μεγαλύτερων άστρων, τα οποία εξάντλησαν τα «καύσιμα» τους και απέβαλαν τα εξωτερικά στρώματά τους. Ο Ήλιος μας κάποτε θα γίνει και αυτός ένας λευκός νάνος, όπως είναι επίσης τουλάχιστον το 90% των άστρων στον γαλαξία μας.

Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον αστροφυσικό Μαρκ Χόλαντς του βρετανικού Πανεπιστημίου του Γουόρικ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστρονομίας «Nature Astronomy», εντόπισαν αρχικά με το διαστημικό ευρωπαϊκό τηλεσκόπιο Gaia ένα περίεργο λευκό νάνο σε απόσταση περίπου 150 ετών φωτός από τη Γη και, στη συνέχεια, τον μελέτησαν περισσότερο με το επίγειο τηλεσκόπιο Γουίλιαμ Χέρσελ στα Κανάρια Νησιά.

Ο λευκός νάνος WDJ0551+4135 εκτιμάται ότι έχει μάζα 1,14 φορές μεγαλύτερη του Ήλιου (σχεδόν διπλάσια από τη μάζα ενός τυπικού λευκού νάνου) και η διάμετρός του είναι μόλις τα δύο τρίτα της Γης.

Πηγές:  An ultra-massive white dwarf with a mixed hydrogen-carbon atmosphere as a likely merger remnantNature Astronomy, 2020 DOI: 10.1038/s41550-020-1028-0 - https://www.bbc.com/news/science-environment-51707927 - https://www.amna.gr/home/article/435754/Paraxenos-leukos-nanos-proilthe-apo-ti-sugchoneusi-duo-mikroteron-astron


Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

Ναπολέων Λαπαθιώτης, «Ο πιερότος»

August Macke, Pierrot, 1913

Είμαστε καθισμένοι στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Ήταν η ώρα που αρχίζει και βραδιάζει — ώρα τρυφερή των αναμνήσεων.

Είχα καιρό να πάω να τη δω. Κι ένιωθα ένα είδος τύψεως γι’ αυτή μου την αμέλεια, επειδή ήξερα πως μ’ αγαπούσε εξαιρετικά, και πως ευχαριστείτο πραγματικά στη συντροφιά μου — αν κι εγώ δεν ήμουν απέναντί της, παρά ένα παιδί κάπως υπερβολικά ζωηρό, που αποτελούσε μια φανταχτερή αντίθεση με τη γεροντική της σοβαρότητα, με τη λεπτήν αξιοπρέπεια των τρόπων της, με το επίσημο και τυπικό της φέρσιμο. Μια ερωτική περιπέτεια, που βάσταξε δεν ξέρω πόσους μήνες, με είχε απομακρύνει. Για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, δικαιολογίες δε χωρούσαν. Της είπα, ωστόσο, αρκετά ψέματα: ένα μικρό ταξίδι στην Ευρώπη, κάποιες ασχολίες ιδιαίτερες, έπειτα μιαν αρρώστια ξαφνική…

Με κοίταζε χαμογελώντας, με το λεπτό ειρωνικό εκείνο βλέμμα, το γεμάτο καλοσύνη κι επιείκεια, των ανθρώπων που μας αγαπούν, και που προσπαθούν να μας πιστέψουν. Κι έτσι στα τελευταία, αναγκάστηκα να της φανερώσω την αλήθεια. Της διηγήθηκα όλη μου την ιστορία, απ’ την αρχή ως το τέλος. Δεν παρέλειψα παρά μια μικρή λεπτομέρεια, που ήταν ολόκληρη εις βάρος μου, και που φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να της μειώσει κάπως την εκτίμησή της προς εμένα. Με άκουσε χωρίς διακοπή.

Έπειτα άλλαξα κουβέντα. Της είπα νέα που δεν ήξερε, μερικά κοινωνικά μικροσκανδαλάκια, που τη διασκέδαζαν πολύ.

Εκείνη, όμως, τώρα, δε μιλούσε. Είχε τα μάτια γυρισμένα στο παράθυρο, και κοίταζε τον ουρανό, με τα χλωμά, τα λυπημένα χρώματα. Ο ήλιος ήταν τώρα δίχως φως, ακουμπισμένος σ’ ένα κυπαρίσσι, σα μια μεγάλη σφαίρα πεθαμένη.

Έπειτα γύρισε τα μάτια, και με κοίταξε. Μου φάνηκε πως ήθελε κάτι να πει, και δίσταζε. Έπειτα πάλι κοίταξε τη μελαγχολικήν εικόνα του παραθυριού.

Έξαφνα με ρώτησε:

Rebecca Solomon, The Love Letter or The Appointment, La lettre d’amour ou le Rendez-vous, 1861

— Και γιατρευτήκατε τελείως απ’ το αίσθημα;…

Της είπα: ναι, χωρίς περιστροφές.

Κοίταξε πάλι το θλιμμένον ουρανό. Κι έπειτα, σα να νικούσε τον κρυφό της δισταγμό, είπε σιγά, σα να μονολογούσε:

— Κι όμως, εγώ, δεν έχω γιατρευτεί ακόμα…

Περίμενα να μου εξηγηθεί. Η φράση εκείνη, στα γεροντικά εκείνα χείλη —γιατί να το κρύψω;— μου φάνηκε λιγάκι κωμική… Αλλά ο σεβασμός μου προς τη γυναίκα, που αποτελούσε για μένα σαν ένα σύμβολο, σχεδόν ιερό, του Παρελθόντος, μου εξαφάνισε αμέσως από το μυαλό, το ιλαρό συναίσθημα, που πήγε μια στιγμή να γεννηθεί…

Και τότε πάλι, ξαφνικά, σα να της είχα 'γγίξει, δίχως να το θέλω, κάποια βαθειά και μυστική πληγή —ίσως σ’ αυτό να συντελούσε και η γοητεία, η λεπτή και ακουσία νοσταλγία της υποβλητικής εκείνης ώρας— άρχισε, με τη σειρά της, να μου διηγείται:

John Lavery, After the Dance, 1883

— Δεν είχα παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας ζούσε. Το σπίτι μας ήταν πάντα, καθώς ξέρετε, ανοιχτό· ο πατέρας, ακόμα και στα γερατειά του, αγαπούσε πολύ τις διασκεδάσεις. Η μητέρα, όχι και τόσο. Εντούτοις, για να μη χαλάσει το χατίρι του πατέρα, πήγαινε και κείνη μαζί του, στους χορούς. Η κοινωνική μας θέση, άλλως τε, ήταν τέτοια, που οι διασκεδάσεις αυτές έπαιρναν το χαρακτήρα καθημερινών υποχρεώσεων. Γι’ αυτό και το δικό μας σπίτι, καθώς σας είπα, ήταν πάντα ανοιχτό. Δεν υπήρχε ξένος, περαστικός στην πόλη, που να μην το θεωρούσε απαραίτητο, να ‘ρθει να πάρει το τσάι σπίτι, και να μας επισκεφθεί. Η μητέρα μου είχε μια φανερή προτίμηση στον αδελφό μου. Και, όπως συμβαίνει πάντα —για να έρθει ίσως η ισορροπία— ο πατέρας είχε ρίξει όλη τη συμπάθειά του σε μένα. Μ’ έπαιρνε διαρκώς μαζί, και κάθε φορά που πηγαίναμε σε καμιά διασκέδαση, με κρατούσε επιδειχτικά στο πλευρό του. Ήμουν η αγαπημένη του. Κι όμως δεν ήμουν παρά μια κοπελίτσα δεκαεφτά χρονών, άμυαλη και ξένοιαστη για όλα — μια πεταλουδίτσα, έτοιμη να καεί στο πρώτο φως, που θα την τραβούσε με τη λάμψη του… Την ημέρα εκείνη, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει δίχως κέφι. Και το βράδυ επρόκειτο να πάμε σ’ ένα χορό. Ήταν η προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Και παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας, ένιωθα πως θα μου ήταν αδύνατο να πάω μαζί τους. Είχα έναν πονοκέφαλο ανυπόφορο — κι ένας πονοκέφαλος, στην ηλικία εκείνη, είναι ήδη μια μεγάλη τραγωδία. Κι έπειτα η μοδίστρα δεν είχ’ έτοιμη τη φορεσιά μου — αυτή που λογάριαζα να βάλω εκείνο το βράδυ. Κι αυτό ήταν η μεγάλη συμφορά. Αργότερα, έμαθα καλύτερα τι θα πει «μεγάλη συμφορά»… Ας είναι. Ο πατέρας ήθελε, σώνει και καλά, να με πάρει. Η μητέρα συμφωνούσε μαζί μου, επειδή και κείνη, όπως συνήθως, έτυχε να μην έχει και μεγάλη διάθεση. Ο Νίκος μόνο χαλούσε τον κόσμο· αυτός ήθελε να πάει στο χορό, οπωσδήποτε, και ήξερε ότι η δική μου αδιαθεσία ήταν ικανή να κάμει τον πατέρα ν’ αλλάξει απόφαση. Στο τέλος, όμως, ο πατέρας δεν επέμεινε. Όταν ήρθε η ώρα που θα πήγαιναν, για πρώτη φορά στη ζωή του πήγε χωρίς εμένα, μόνο με τη μητέρα και το Νίκο. Η βραδιά ήταν αρκετά ζεστή· είχα μισανοιγμένο το παράθυρο (κοιμόμουν μαζί με τη μητέρα), και πλάγιασα νωρίτερα. Θα με είχε πάρει, υποθέτω, ο ύπνος όταν ξύπνησα λιγάκι τρομαγμένη. Ένιωσα μέσ’ στο σκοτάδι, σαν κάτι να ’πεσε στην κάμαρά μου, δίπλα στο κεφάλι μου… Τινάχτηκα, όπως ήμουν. Παρά λίγο να βάλω τις φωνές. Μου φάνηκε σα να ’πεσε, ξαφνικά, δίπλα μου, ένα μικρό πουλάκι πεθαμένο… Άναψα το φως. Ήταν ένα μπουκέτο μενεξέδες… Από πού να έπεσε στην κάμαρά μου; Ο νους μου πήγε αμέσως στο παράθυρο. Πήγα με περιέργεια και κοίταξα. Έξω ήταν ησυχία. Η ώρα ήταν περασμένη. Από μακριά, πολύ μακριά —ξέρετε το πατρικό μου σπίτι; ήταν πολύ μακριά απ’ την πόλη— ακουγόταν, μόλις, η φασαρία της τρελής Αποκριάς· ο ουρανός ήταν γεμάτος φως, από τη λάμψη των ηλεκτρικών. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δε φαινόταν τίποτε στον κήπο. Μια παρέα με μασκαράδες περνούσε με τ’ αμάξι —τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα— αλλ’ αυτή, τώρα μόλις έφτανε μπροστά στη σιδερένια πόρτα· κι εξ άλλου, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη… Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου μου. Ποιος να είχε ρίξει το μπουκετάκι αυτό; Κανένα ειδύλλιο νεανικό κάπως τολμηρότερο, δεν είχε πλεχτεί ακόμη γύρω στη ζωή μου. Ήμουν σε μεγάλη απορία. Επειδή όμως η ώρα ήταν περασμένη, κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να προβάλουν οι δικοί μου, ανέβαλα τη λύση του αινίγματος — αν και με είχε τρομερά βάλει σε πειρασμό… Πλάγιασα, πάλι, αλλά χωρίς να κλείσω μάτι, όλη νύχτα. Φαίνεται, όμως, να κοιμήθηκα στο τέλος. Οι δικοί μου ήρθαν τα χαράματα. Όλη εκείνη τη βδομάδα, δεν έφυγε απ’ το μυαλό μου αυτό το περιστατικό. Βρήκα μια λύση πρόχειρη — αλλά που δε με ικανοποιούσε εντελώς: είπα ότι κάποιος θα είδε το ανοιχτό παράθυρο, και πέταξε, απλούστατα, στην τύχη το μπουκέτο…

Μετά μια βδομάδα, την άλλη Κυριακή, ήμαστε πάλι καλεσμένοι σ’ ένα σπίτι, που θα δεχόταν μασκαράδες. Εκείνο το βράδυ, τελείωναν οι Αποκριές. Δεν είχα πονοκέφαλο, και η τουαλέτα μου ήταν επιτέλους έτοιμη. Πήγα με το Νίκο. Ο πατέρας είχε λείψει λίγες μέρες, για μια επείγουσα δουλειά. Δε θέλησα να βάλω μάσκα. Φορούσα, θυμάμαι, την καινούρια φορεσιά μου — ένα φόρεμα σαξ μεταξωτό, με νταντέλες μαύρες γύρω γύρω: το φόρεμα αυτό υπάρχει ακόμα —καμιά μέρα θα σας το δείξω· το ’χω κλειδωμένο στην παλιά μου την κασέλα, μαζί με χίλια άλλα μπιχλιμπίδια του καιρού εκείνου· είναι φαγωμένο απ’ το σκόρο, οι δαντέλες έγιναν κουρέλι — αλλά δεν θέλησα ποτέ να το πετάξω…

Charles Hermans, Bal Masqué, 1880

Το βράδυ εκείνο είχα, ίσα ίσα, ένα κέφι εξαιρετικό. Και ήμουν, φαίνεται, εξαιρετικά όμορφη. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, μπορεί κανένας να έχει την ειλικρίνεια ν’ αναφέρει μερικά πράματα, χωρίς να έχει φόβο να παρεξηγηθεί —τι λέτε; Ήμουν τρομερά ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Η φορεσιά μου μού ταίριαζε περίφημα. Κάποιος, εκείνο το βράδυ, μου είχε πει πως έμοιαζα με «γαλανό λουλούδι του αγρού»… Ας είναι! Διασκέδαζα πολύ με τις παρέες που είχαν πλημμυρίσει τις δύο σάλες. Η μουσική έπαιζε τους πιο τρελούς χορούς της εποχής εκείνης — τρελούς, όχι σαν τους δικούς σας, βέβαια, τους τωρινούς, αλλ’ αρκετά, για κείνο τον καιρό… Λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί — σωστός πανζουρλισμός! Ο Νίκος χόρευε χωρίς διακοπή. Εγώ ήμουν ακουμπισμένη στο πιάνο. Είχα παίξει μάλιστα κι ένα κομμάτι —έπαιζα στα νιάτα μου καλούτσικα— και τα λουλούδια, και τα κομπλιμέντα, έπεφταν απάνω μου βροχή. Οι μάσκες με πειράζανε πολύ, κι είχα αρχίσει, πράγματι, να ντρέπομαι λιγάκι. Ήμουν ξαναμμένη απ’ το παίξιμο —ο χορός δε με τραβούσε και πολύ— κι έκανα αέρα, θυμάμαι, με μια βεντάλια —χρυσή και κόκκινη, κι αυτό το θυμάμαι— που βρήκα εκεί δίπλα, αφημένη.

Pablo Picasso, Pierrot, 1918

Έξαφνα, μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον είχα δει ως τότε μέσ’ στη σάλα. Φορούσε μισή μαύρη μάσκα. Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου. Ήρθε κοντά μου, και με κοίταξε στα μάτια. Ένα χνούδι μαύρο, απαλό, έσκαζε μόλις απάνω από δυο χείλη λεπτά και ντροπαλά. Δε μου μιλούσε. Όταν το κοίταγμά του το επίμονο άρχισε να με στενοχωρεί, θέλησα να φύγω —αλλά μου έκαμ’ ένα κίνημα τόσο ικετευτικό— ένα μικρό κίνημα απλό και συμπαθητικό — κι αυτό το κίνημα με κάρφωσε στη θέση μου… Τον ρώτησα, με νόημα, τι θέλει. Τα δυο του χείλη, τα ένιωθα να τρέμουν ελαφρά. Δε μου ’δωσε απάντηση. Εξακολουθούσε μονάχα να με κοιτάζει. Έβλεπα δυο μάτια φλογερά, που έριχναν μεγάλες αστραπές. Μου θύμιζαν δεν ξέρω ποιες φωτιές —κάποιες πυρκαϊές που δεν υπάρχουν…

Guillaume Seignac, Pierrot's Embrace, 1895

Η στάση του αυτή, η σιγηλή, με στενοχωρούσε πιο πολύ. Έκανα να τραβηχτώ και πάλι —και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε —στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη— αλλά και συγχρόνως, μ’ άρεσε στο βάθος… Έμεινα καρφωμένη και τον κοίταζα. Και τότε, δίχως να το περιμένω, μου άπλωσε ένα μικρό χαρτάκι διπλωμένο. Τραβήχτηκα, δίχως να το πάρω. Έκαμα ένα: όχι, με τα μάτια. Και τότε τα δικά του πήραν μια έκφραση λύπης —τόσης, τόσης λύπης, που δεν μπορώ να την ξεχάσω στη ζωή μου… Άμα είδε την επιμονή μου, και την κάπως πειραγμένη —έτσι αυτός θα είπε— κίνησή μου, δεν επέμεινε: άπλωσε μόνο τρεμουλιαστά το διπλωμένο γράμμα στο κερί του πιάνου. Το χαρτί πήρε φωτιά. Μια φλόγα έπαιξε για μια στιγμή κι έπειτα έσβησε. Αυτό ποτέ μου δε θα το ξεχάσω… Και χάθηκε από μπροστά μου, σα σκιά…

Δεν τον ξαναείδα τη βραδιά εκείνη. Η εικόνα του έμεινε, όμως, καρφωμένη στο μυαλό μου. Σε λίγη ώρα μπήκαν νέες μάσκες. Ήμουν ταραγμένη, σαστισμένη. Είχα μιαν ακράτητη επιθυμία να τον ξαναϊδώ από μακριά.

Την ώρα που φύγαμε — κόντευε σχεδόν να ξημερώσει — τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και φύγαμε, χωρίς να πούμε καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά ξαναπέρασαν απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ μεγάλη νοσταλγία…

Αυτή η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε για καιρό μέσ’ στο μυαλό μου. Έπειτα, σιγά σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα νιάτα, άρχισα και γω να την ξεχνώ.

Μετά πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε θέλω να σας κουράσω, με το να σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι εμένα, τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ συμπαθητικός — αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον ξέρετε — με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο πατέρας τον αγαπούσε — και γω αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι έτσι, ένα καλό πρωί βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα ξεχάσω το καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής μου: βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου περισσότερο ελεύθερο από πάντα — ίσως επειδή επρόκειτο να σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί παράξενο, αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…

Είχαμε ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε λίγο πριν απ’ τις Αποκριές. Επρόκειτο να φύγουμε για την Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε το καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.

Το καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν κυρία, και είχα πολύ διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει και καλά, να διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.

Modigliani, Self-Portrait as Pierrot, 1915

Μια βραδιά — πάλι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς — (γιατί τα θυμούμαι τώρα, Θε μου, όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός μακρινού μου συγγενούς. Επρόκειτο, όπως συνήθως, να χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας — οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’ άλλο σπίτι. Χόρεψα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ στην παραζάλη του χορού, είχα καθίσει πάλι στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ στεκόμουν και μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος. Μόλις τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι εκστατική. Στάθηκε κοντά μου, με τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί από αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο λυπημένα· έμοιαζαν, τώρα, σα φωτιές που πρόκειται να σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου — και ξέρετε τα χρόνια μου, πιστεύω — μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…

Με κοίταξε και πάλι πολλή ώρα, μ’ ένα βαθύτατο ερωτηματικό. Έτρεμα όλη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ξέρω, έτσι, πόση ώρα πέρασε…

Οι άλλοι χόρευαν, κανένας δε μας πρόσεχε. Δεν έβλεπα τη φίλη μου. Θαρρώ να είχε φύγει μια στιγμή.

Ήμουν έτοιμη να μιλήσω πρώτη, όταν άπλωσε το χέρι ξαφνικά, και μου’ δωσε και πάλι ένα γράμμα, αλλά με τρόπο τόσο σοβαρό, τόσο σοβαρό και λυπημένο… Κι αυτή τη φορά, το πήρα. Και χάθηκε, προτού να του μιλήσω… Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια.

Το πρωί που φύγαμε είχα το γράμμα του κρυμμένο μέσ’ στο στήθος. Το είχα βάλει, βιαστικά, σε μια μικρή τρυπίτσα, δεξιά. Όταν φθάσαμε στο σπίτι, κι έμεινα μόνη, έτρεξα γρήγορα στο φως να το διαβάσω. Έψαξα παντού, και δεν το βρήκα: μου είχε πέσει, φαίνεται, στο δρόμο…

Αυτό είν’ όλο.

Πρέπει τώρα να σας πω, αγαπητέ μου, ότι αυτή η περιπέτεια — όσο κοινή και τιποτένια κι αν τη βρίσκετε— έχει σημαδεμένη τη ζωή μου… Ένα σωρό ερωτήσεις είναι ακόμα μέσα μου: Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δε φάνηκε ποτέ τις άλλες μέρες; Γιατί δε θέλησε να μου φανερωθεί;… Αυτές οι ερωτήσεις με τυράννησαν πολύ, πολύν καιρό. Αν επιμένετε, με τυραννούν ακόμα…

Πολλές φορές είπα με το νου μου, πως η σκιά εκείνη δεν υπήρξε, πως ήταν η μορφή ενός ονείρου…

Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τίποτ’ άλλο. Δεν τόλμησα να υποθέσω τίποτε. Έπειτ’ από κάμποσον καιρό, έμεινα χήρα. Ο πατέρας πέθανε και κείνος, στην Ευρώπη. Σε λίγο, έχασα και τη μητέρα. Εσείς, ακόμα, τότε, ήσαστε παιδί. Έμεινα μόνη. Απ’ την οικογένειά μου, δεν έμεινε παρά ο αδελφός μου.

Κι από τότε, που λέτε, φίλτατέ μου, μήτε που ξαναγάπησα ποτέ μου…

. . . . . . .  . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σταμάτησε να λέει. Η κάμαρα, τώρα, είχε μισοσκοτεινιάσει.

Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα.

Είπε ακόμα, με φωνή πιο σιγανή:

— Πέρασαν πόσα χρόνια από τότε; Σαρανταπέντε χρόνια, ακριβώς…

Έκαμα μια κίνηση μικρή αδημονίας. Εκείνη δε με κοίταζε διόλου. Είχε τα μάτια στυλωμένα στο παράθυρο.

Έπειτα τα γύρισε με μιας, με κοίταξε κατάματα και πάλι, και με φωνή βαθιά, φανατική, φωνή που δεν την ήξερα ως τώρα, φωνή γριάς τρελής ξεμωραμένης, που μου’ δωσ’ ένα ρίγος στην καρδιά, αν και με κόπο βάσταξα τότε, θαρρώ, τα γέλια, (τώρα που τα θυμάμαι όλ’ αυτά, και που εκείνη είναι πεθαμένη, νιώθω μια βαθύτατη μεταμέλεια), με μάτια που δε μ’ έβλεπαν διόλου, πρόσθεσε ακόμα πιο σιγά :

— Και να το δείτε: μια μέρα θα γυρίσει…

Jeanne Mammen, The Death of Pierrot






         


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, «Φόβος το νέο πάθος»

Ρενέ Μαγκρίτ, Οι σύντροφοι του φόβου, 1942

Οι πληγές δεν ανθίζουν πια
σε ποιήματα και τραγούδια·
κακοφορμίζουν μονάχα.
Η θάλασσα δεν είναι πόθος
που πλέει στ’ ανοιχτά
αλλά φόβος του βυθού.

Τι έγινε η χαρά της ζωής
που καταχτούσε την κάθε στιγμή
ακόμη κι όταν η μέρα ξημέρωνε δυσοίωνη;
Τώρα πόνος κανένας
δε μαστίζει το κορμί
αλλά το μέσα το αλυσοδένει
ένας νέος παντοδύναμος τύραννος:
ο φόβος.
Ήρθε ο φόβος και σάρωσε
όλα τα πάθη.
Ο έρωτας τώρα μοιάζει
πότε με ζητιάνο στη γωνιά
και πότε με γελωτοποιό χωρίς δουλειά
αφού κανέναν πια δεν κάνει να γελάσει.
Ένα είναι το πάθος· ο φόβος
π’ απλώνεται σαν σάβανο
και όλα τα σκεπάζει.
Φόβος για την κατάρρευση
της φύσης, του κορμιού, του κόσμου.
Τώρα αντί να ουρλιάζει το μέσα
«Τι ωραίος που είναι αυτός!»
μια είναι η φωνή που κυριαρχεί:
«Πρόσεχε!»

Πάουλ Κλέε, Η Μάσκα του φόβου, 1932

Ανακαλύφθηκε η μεγαλύτερη έκρηξη στο σύμπαν. Astronomers detect biggest explosion in the history of the Universe

Η έκρηξη στο γαλαξιακό σμήνος του Οφιούχου σε απόσταση περίπου 390 εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη προερχόταν πιθανότατα από μια υπερμεγέθη μαύρη τρύπα σε έναν από τους κεντρικούς γαλαξίες του σμήνους. Evidence for the biggest explosion seen in the universe comes from a combination of X-ray data from NASA’s Chandra X-ray Observatory and Europe’s XMM-Newton space telescope, and the Murchison Widefield Array and Giant Metrewave Telescope, as shown here. The eruption is generated by a black hole located in the cluster's central galaxy, which has blasted out jets and carved a large cavity in the surrounding hot gas. Researchers estimate this explosion released five times more energy than the previous record holder and hundreds of thousands of times more than a typical galaxy cluster. Credit: X-ray: NASA/CXC/Naval Research Lab/Giacintucci, S.; XMM:ESA/XMM; Radio: NCRA/TIFR/GMRTN; Infrared: 2MASS/UMass/IPAC-Caltech/NASA/NSF

Οι αστρονόμοι ανακάλυψαν μια έκρηξη που έγινε στο σύμπαν και είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε άλλη που έχει ποτέ παρατηρηθεί. Η έκρηξη στην «καρδιά» ενός μακρινού σμήνους γαλαξιών, η οποία προερχόταν πιθανότατα από μια τεράστια μαύρη τρύπα, απελευθέρωσε πενταπλάσια ενέργεια από τον προηγούμενο κάτοχο του ρεκόρ και άφησε πίσω της μια τεράστια κοιλότητα – 15 φορές μεγαλύτερη από το γαλαξία μας – στα καυτά αέρια γύρω από τη μαύρη τρύπα.

Tile 107, or "the Outlier" as it is known, is one of 256 tiles of the MWA, located 1.5km from the core of the telescope. Lighting the tile and the ancient landscape is the Moon. Credit: Pete Wheeler, ICRAR.

Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τη δρα Σιμόνα Τζιακιντούτσι του Ερευνητικού Εργαστηρίου του Ναυτικού των ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστροφυσικής «The Astrophysical Journal», συνδύασαν παρατηρήσεις από τα διαστημικά τηλεσκόπια Chandra και ΧΜΜ-Newton, καθώς και δύο άλλα επίγεια παρατηρητήρια στην Αυστραλία και στην Ινδία.

This extremely powerful eruption occurred in the Ophiuchus galaxy cluster, which is located about 390 million light-years from Earth. Galaxy clusters are the largest structures in the Universe held together by gravity, containing thousands of individual galaxies, dark matter, and hot gas. Credit: X-ray: NASA/CXC/Naval Research Lab/Giacintucci, S.; XMM:ESA/XMM; Radio: NCRA/TIFR/GMRTN; Infrared: 2MASS/UMass/IPAC-Caltech/NASA/NSF

Η έκρηξη στο γαλαξιακό σμήνος του Οφιούχου σε απόσταση περίπου 390 εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη προερχόταν πιθανότατα από μια υπερμεγέθη μαύρη τρύπα σε έναν από τους κεντρικούς γαλαξίες του σμήνους. Η ενέργεια που απελευθερώθηκε από την έκρηξη, είναι εκατοντάδες χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από τις τυπικές εκρήξεις που παρατηρούνται στους γαλαξίες.

Τα σμήνη γαλαξιών είναι οι μεγαλύτερες δομές στο σύμπαν που συγκρατούνται από τη βαρύτητα, αποτελούμενα από χιλιάδες γαλαξίες, σκοτεινή ύλη και καυτά νέφη αερίων. Από την άλλη, οι μαύρες τρύπες που συνεχώς έλκουν ύλη προς αυτές, συχνά «εξακοντίζουν» τεράστιες ποσότητες υλικών και ενέργειας. Αυτό συμβαίνει όταν η ύλη που «καταβροχθίζεται» από τη μαύρη τρύπα, εκτινάσσεται με εκρηκτικό τρόπο προς τα έξω.

Η εκρηκτική δραστηριότητα της μαύρης τρύπας στον Οφιούχο πρέπει πια να έχει σταματήσει, καθώς οι αστρονόμοι δεν βλέπουν άλλα ίχνη στα ραδιοτηλεσκόπια τους. Όπως είπαν, δεν μπορούν να γνωρίζουν γιατί η συγκεκριμένη έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή.

Πηγές: S. Giacintucci, M. Markevitch, M. Johnston-Hollitt, D. R. Wik, Q. H. S. Wang, T. E. Clarke. Discovery of a giant radio fossil in the Ophiuchus galaxy clusterThe Astrophysical Journal, 2020 [link] - https://phys.org/news/2020-02-astronomers-biggest-explosion-history-universe.html - https://www.tovima.gr/2020/02/28/science/anakalyfthike-i-megalyteri-ekriksi-sto-sympan-proilthe-apo-mayri-trypa/



Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Ανακάλυψη χαμένου βασιλείου που κατέκτησε το βασίλειο του θρυλικού Μίδα. Archaeologists discover lost city that may have conquered the kingdom of Midas

Αρχαιολόγοι από το Oriental Institute ανακάλυψαν ένα χαμένο αρχαίο βασίλειο, το οποίο ανάγεται στο 1400 πΧ- 600 πΧ και ενδεχομένως να είχε νικήσει σε πόλεμο τη Φρυγία- το βασίλειο του θρυλικού βασιλιά Μίδα. Αγρότης εντόπισε χαραγμένη πέτρα στα Λουβικά, όπου οι κατακτητές καυχιόντουσαν για τα εδάφη της Φρυγίας. Archaeologists from the Oriental Institute have helped discover a lost ancient kingdom dating to the ninth to seventh centuries B.C., which may have defeated Phrygia, the kingdom once ruled by King Midas, in battle. A tip from a local Turkish farmer led archaeologists to this stone half-submerged in an irrigation canal. Inscriptions from the 8th century B.C. are still visible. Credit: James Osborne

Επιστήμονες και φοιτητές του Πανεπιστημίου του Σικάγο διερευνούσαν, μαζί με Τούρκους και Βρετανούς συναδέλφους τους, το προηγούμενο καλοκαίρι έναν αρχαιολογικό χώρο στη νότια Τουρκία, ονόματι Τουρκμέν- Καραχογιούκ, όταν ένας ντόπιος αγρότης τους είπε ότι είχε δει μια μεγάλη πέτρα με περίεργες επιγραφές όταν έσκαβε αρδευτικό κανάλι τον προηγούμενο χειμώνα.

Full view of the archaeological mound at Türkmen-Karahöyük. It appears the unknown city at its height covered about 300 acres. Credit: James Osborne

«Σπεύσαμε απευθείας εκεί και μπορούσαμε να τη δούμε να ξεπροβάλλει από το νερό, οπότε πηδήξαμε μέσα στο κανάλι» είπε ο επίκουρος καθηγητής Τζέιμς Όσμπορν του ΟΙ- κέντρου ερευνών πάνω στον αρχαίο κόσμο. «Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή πως ήταν αρχαίο, και αναγνωρίσαμε τη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένη η επιγραφή: Ήταν Λουβικά, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στην περιοχή κατά τις Εποχές του Χαλκού και του Σιδήρου».

Nicolas Poussin, Midas à la source du fleuve Pactole, περίπου μεταξύ 1626 και 1628. Ο Ηρόδοτος γράφει για τον Μίδα ότι είχε έναν κήπο στην κοιλάδα κάτω από το όρος Βέρμιο με εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα εξαιρετικής ευωδίας και με μια πηγή με δροσερό νερό, το οποίο ο Μίδας ανακάτεψε με κρασί και το πρόσφερε στον Σιληνό, θεότητα του κρασιού και συγγενή του Διονύσου, τον οποίο φιλοξενούσε επί δέκα μέρες. Ήθελε να τον μεθύσει για να μάθει τα μυστικά της σοφίας του. Οι Φρύγες έχουν έναν παρόμοιο μύθο όπου η πηγή τοποθετείται στο Θύμβριο της Φρυγίας, αναφέρουν δε ότι όταν ο Σιληνός αποκάλυψε τα μυστικά του στον Μίδα, εκείνος την ενδέκατη μέρα τον οδήγησε κοντά στο Διόνυσο. Ευχαριστημένος ο θεός του είπε ότι μπορούσε να ζητήσει οποιαδήποτε ανταμοιβή. Ο Μίδας ζήτησε να μετατρέπεται σε χρυσάφι ο,τιδήποτε άγγιζε. Αρχικά ο Μίδας απέκτησε μεγάλη δύναμη από την ικανότητά του αυτή, αργότερα όμως κατανόησε τη λανθασμένη επιλογή του, όταν, ακόμα και το φαγητό που έτρωγε, γινότανε χρυσάφι, και παρακάλεσε το Διόνυσο να τον απαλλάξει από αυτό. Ακολουθώντας τη συμβουλή του θεού, ο Μίδας πήγε στον ποταμό Πακτωλό και με το που άγγιξε τα νερά, η δύναμή του πέρασε στον ποταμό και από τότε ο ποταμός Πακτωλός ανέβλυζε χρυσάφι.

Η επιγραφή μεταφράστηκε- και διαπιστώθηκε πως καυχάται για μια νίκη επί της Φρυγίας, του βασιλείου του θρυλικού βασιλιά Μίδα, ο οποίος υποτίθεται πως μετέτρεπε σε χρυσό ό,τι άγγιζε.

Σύμφωνα με τον Όσμπορν, η πόλη στο ζενίθ της φαίνεται να κάλυπτε περίπου 1.200 στρέμματα, κάτι που θα την καθιστούσε μια από τις μεγαλύτερες αρχαίες πόλεις των Εποχών του Χαλκού και του Σιδήρου στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας. Δεν είναι ακόμα γνωστό πώς λεγόταν, αλλά, κατά τον Όσμπορν, πρόκειται για πολύ σημαντική εξέλιξη στον κλάδο. «Δεν είχαμε ιδέα για αυτό το βασίλειο. Σε μια στιγμή βρήκαμε εντυπωσιακές νέες πληροφορίες για τη Μέση Ανατολή της Εποχής του Χαλκού» είπε ο Όσμπορν, αρχαιολόγος που ειδικεύεται σε θέματα πολιτικής εξουσίας στις πόλεις της Εποχής του Σιδήρου.

Example of the Luwian language, uncovered from a nearby dig. Credit: Oriental Institute

Στην εν λόγω πέτρινη στήλη υπάρχει ένα συγκεκριμένο ιερογλυφικό που υποδεικνύει ότι το μήνυμα ερχόταν από έναν βασιλιά. Ο αγρότης βοήθησε στην ανάσυρση της μεγάλης στήλης από το κανάλι με τρακτέρ, και από εκεί κατέληξε στο τοπικό μουσείο, όπου καθαρίστηκε, φωτογραφήθηκε και ετοιμάστηκε για μετάφραση. Όπως προαναφέρθηκε, οι επιγραφές ήταν στα λουβικά, ένα από τα αρχαιότερα παρακλάδια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Όπως έδειξε η μετάφραση, ο βασιλιάς στον οποίο αναφερόταν η στήλη ονομαζόταν Χαρταπού, και η Τουρκμέν- Καραχογιούκ ήταν πιθανώς η πρωτεύουσά του. Στη στήλη είναι γραμμένη η ιστορία της κατάκτησης του κοντινού βασιλείου της Μούσκα, που είναι σήμερα ευρύτερα γνωστό ως Φρυγία – το βασίλειο του Μίδα. «Οι θεοί της καταιγίδας παρέδωσαν τους αντίπαλους βασιλιάδες στη μεγαλειότητά του» αναφέρεται στη στήλη. Η ανάλυση δείχνει πως κατασκευάστηκε στα τέλη του 8ου πΧ αιώνα- περίπου την ίδια περίοδο που υποτίθεται πως κυβέρνησε ο Μίδας. Η επιγραφή αυτή απαντά επίσης και σε ένα άλλο μυστήριο: Σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων νότια υπάρχει ένα ηφαίστειο με μια γνωστή επιγραφή, η οποία αναφέρεται σε έναν βασιλιά Χαρταπού, για τον οποίο (και το βασίλειό του) δεν γνώριζε κανείς.

Ο Όσμπορν σχεδιάζει ήδη την επόμενη αποστολή. «Θα υπάρχουν ανάκτορα, μνημεία, σπίτια. Αυτή η στήλη ήταν ένα υπέροχο, απίστευτα τυχερό εύρημα- αλλά είναι απλά η αρχή» είπε σχετικά.






Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

Ανακαλύφθηκε το αρχαιότερο απολίθωμα πράσινου φυτού. Tiny Chinese seaweed is oldest green plant fossil ever found

Τα αποτυπώματα των φυκιών του είδους Proterocladus antiquus, που έχουν μέγεθος μόνο ενός κόκκου ρυζιού, αλλά τότε ήταν από τους μεγαλύτερους οργανισμούς στη Γη, ανακαλύφθηκαν πάνω σε βράχους κοντά στην πόλη Νταλιάν της βόρειας Κίνας. Proterocladus antiquus fossil dating back 1bn years. The image was captured using a microscope as the fossil itself is 2mm long. Photograph: Virginia Tech/PA

Mικροσκοπικά απολιθώματα φυκιών ηλικίας περίπου ενός δισεκατομμυρίου ετών, που βρέθηκαν στην Κίνα, είναι οι αρχαιότερες στον κόσμο ενδείξεις πράσινων φυτών. Φαίνεται πως τα πράσινα φύκια υπήρχαν σε μεγάλους αριθμούς στις θάλασσες του πλανήτη πολύ προτού εμφανιστούν τα πρώτα σύγχρονα φυτά στην ξηρά πριν περίπου 450 εκατομμύρια χρόνια.

Τα αποτυπώματα των φυκιών του είδους Proterocladus antiquus, που έχουν μέγεθος μόνο ενός κόκκου ρυζιού, αλλά τότε ήταν από τους μεγαλύτερους οργανισμούς στη Γη, ανακαλύφθηκαν πάνω σε βράχους κοντά στην πόλη Νταλιάν της βόρειας Κίνας.

Τα πρώτα φυτά στη Γη ήταν απλοί μονοκύτταροι οργανισμοί, αλλά σταδιακά αναπτύχθηκαν πολυκύτταρα φυτά όπως το Proterocladus, το οποίο ανήκει στα λεγόμενα χλωρόφυτα μακροφύκη και είναι 200 εκατομμύρια χρόνια παλαιότερο από τα αρχαιότερα έως τώρα γνωστά πράσινα φυτά. Οι οργανισμοί αυτοί ζούσαν σε ρηχά νερά μαζί με άλλους φωτοσυνθετικούς μικροοργανισμούς (μετατρέποντας το φως του ήλιου σε οξυγόνο) και τα σχήματα τους διατηρήθηκαν στα πετρώματα μέχρι σήμερα.

A fossil showing Proterocladus antiquus's many branches.  (Image credit: Tang et al., Nature Ecology and Evolution)

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον κινεζικής καταγωγής γεωεπιστήμονα και παλαιοβιολόγο Σουχάι Σιάο του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Βιρτζίνια των ΗΠΑ (Virginia Tech), έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα οικολογίας και εξέλιξης «Nature Ecology & Evolution».

Digital recreation of ancient microscopic green seaweed living in the ocean, while the foreground shows the seaweed being fossilised. Photograph: Dinghua Yang/Virginia Tech/PA

«Τα νέα αυτά απολιθώματα δείχνουν ότι τα πράσινα φύκια ήταν σημαντικοί παίκτες στον ωκεανό πολύ πριν οι απόγονοί τους μετακινηθούν στην ξηρά και πάρουν τον έλεγχό της. Η μελέτη μας δείχνει ότι τα πράσινα φύκια είχαν εξελιχτεί πριν ένα δισεκατομμύριο χρόνια, κάτι που μεταθέτει κατά περίπου 200 εκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν την πρώτη εμφάνισή τους. Αυτά τα απολιθώματα συνδέονται με τους προγόνους όλων των σύγχρονων φυτών της ξηράς που βλέπουμε σήμερα», δήλωσε ο Σιάο.

Η ζωή στη Γη εξαρτάται από τα φυτά και τα φύκη για τροφή και οξυγόνο. Τα δέντρα και τα φυτά κάθε είδους στην ξηρά, όλα εξελίχθηκαν από τα πρώιμα είδη θαλάσσιων μικροσκοπικών φυκιών, που προηγήθηκαν κατά περίπου 450 εκατομμύρια χρόνια.

Δεν συμφωνούν όλοι πάντως οι επιστήμονες με τη θαλάσσια προέλευση των φυτών. Ορισμένοι πιστεύουν ότι τα πρώτα πράσινα φυτά εμφανίστηκαν σε ποτάμια και λίμνες και αργότερα εισέδυσαν στις θάλασσες.

Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες είδη φυκιών, καφέ, κόκκινων και πράσινων. Το αρχαιότερο είδος φυκιού που έχει βρεθεί, είναι τα κόκκινα Rhodophyta ηλικίας 1,047 δισεκατομμυρίου ετών, ενώ το ελαφρώς νεότερο Proterocladus antiquus είναι το αρχαιότερο πράσινο φύκι. Όπως είπε ο Σιάο, μερικά σύγχρονα πράσινα φύκια (siphoncladaleans) μοιάζουν πολύ με εκείνους τους πανάρχαιους πράσινους προγόνους τους.





Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

«Εξερευνώντας την κόλαση»: Η NASA ζητά τη βοήθεια του κοινού για το όχημα εξερεύνησης της Αφροδίτης. Exploring Hell: NASA wants your help designing a Venus rover concept

«Εξερευνώντας την κόλαση: Αποφυγή εμποδίων σε ένα κουρδιστό ρόβερ» (Exploring Hell: Avoiding Obstacles on a Clockwork Rover) είναι ο τίτλος αιτήματος- πρόκλησης προς το κοινό από τη NASA, η οποία ζητά βοήθεια στην ανάπτυξη ενός αισθητήρα αποφυγής εμποδίων για ένα πιθανό όχημα εξερεύνησης της Αφροδίτης. To explore Venus, a lander must be able to withstand the extremely harsh conditions on the planet, with its surface temperatures that can reach 840 degrees Fahrenheit (448.9 degrees Celsius) and its surface pressure is 92 times that of Earth’s. Proposed Venus rovers should be able to withstand the planet's harsh conditions. Credit: NASA/JPL-Caltech

Η Αφροδίτη, ως γνωστόν, είναι ένας ιδιαίτερα αφιλόξενος κόσμος, με υψηλότατες θερμοκρασίες και τεράστια πίεση στην επιφάνειά της. Αν και αρκετές αποστολές την έχουν επισκεφθεί, είναι λίγες αυτές που κατάφεραν να έχουν επαφή με την επιφάνειά της πριν υποκύψουν στις θερμοκρασίες και τις πιέσεις. Το τελευταίο σκάφος που άγγιξε την επιφάνειά της το σοβιετικό Vega 2, προσεδαφίστηκε το 1985. Τώρα επιστήμονες και μηχανικοί στο JPL της NASA διερευνούν σχέδια που θα επέτρεπαν σε ένα σκάφος να επιβιώσει στην «κόλαση» του συγκεκριμένου πλανήτη.

«Η Γη και η Αφροδίτη είναι βασικά αδελφοί πλανήτες, αλλά σε κάποια φάση η Αφροδίτη έκανε μια στροφή και έγινε αφιλόξενη για τη ζωή όπως την ξέρουμε» είπε ο Τζόναθαν Σάουντερ, μηχανικός μηχατρονικής (mechatronics) του JPL και βασικός ερευνητής του concept AREE (Automaton Rover for Extreme Environment). «Φτάνοντας στο έδαφος και εξερευνώντας την Αφροδίτη, μπορούμε να κατανοήσουμε τι προκάλεσε την απόκλιση Γης και Αφροδίτης, σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια, και να εξερευνήσουμε έναν ξένο κόσμο που είναι ακριβώς στην “αυλή” μας».

Το όχημα AREE προορίζεται να κινείται με ενέργεια από ανεμοτουρμπίνες και να εξερευνά την επιφάνεια της Αφροδίτης για μήνες, συλλέγοντας πολύτιμα επιστημονικά δεδομένα. Καθώς το κάνει αυτό, θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφεύγει εμπόδια – και για αυτό η NASA ζητά τη βοήθεια του κοινού. Ο αισθητήρας που θα επιλεγεί θα ενσωματωθεί στο concept του οχήματος και κάποια στιγμή ενδεχομένως να αποτελέσει τον μηχανισμό με τον οποίο το όχημα θα αποφεύγει εμπόδια.

A new approach to rover design could help us explore some of the most extreme places in our Solar System. NASA 360 takes a look at the NASA Innovative Advanced Concept (NIAC) known as AREE which combines steampunk with space exploration to enable science measurements unachievable with today’s technology.

Η πρόκληση έγκειται στο ότι ο αισθητήρας αυτός δεν θα πρέπει να βασίζεται σε ηλεκτρονικά συστήματα: Τα σημερινά προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα παύουν να λειτουργούν όταν η θερμοκρασία ξεπερνά τους 120 βαθμούς Κελσίου, και ως εκ τούτου θα υπέκυπταν στο περιβάλλον της Αφροδίτης- και για αυτό η NASA στρέφεται στο διεθνές κοινό, αναζητώντας μια λύση.

Οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν το πρώτο βραβείο, ύψους 15.000 δολαρίων. Το έπαθλο για τη δεύτερη θέση ανέρχεται στα 10.000 δολάρια και αυτό για την τρίτη στα 5.000 δολάρια. Οι προτάσεις υποβάλλονται ως τις 29 Μαΐου.

Τα κουρδιστά (clockwork) μηχανήματα έχουν μείνει πίσω ως τεχνολογία, ωστόσο συνεπάγονται αξιοπιστία και αντοχή: Ένα καλό ρολόι μπορεί να αντέξει σε πολύ σκληρές συνθήκες και χτυπήματα - και αυτό έχει προσελκύσει την προσοχή της NASA. Το AREE εμπνέεται από τους πρώτους υπολογιστές και τα άρματα μάχης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και είχε προταθεί σε πρώτη φάση το 2015 από τον Σάουντερ, ο οποίος είχε εμπνευστεί από τους παλιούς μηχανικούς υπολογιστές, που χρησιμοποιούσαν μοχλούς και γρανάζια (αντί ηλεκτρονικών) για να κάνουν υπολογισμούς. Αποφεύγοντας τα ηλεκτρονικά, ένα τέτοιο όχημα εδάφους θεωρείται πως ίσως να τα κατάφερνε καλύτερα στην εξερεύνηση της αφιλόξενης Αφροδίτης.