August
Macke, Pierrot, 1913
Είμαστε
καθισμένοι στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Ήταν η ώρα που αρχίζει και βραδιάζει
— ώρα τρυφερή των αναμνήσεων.
Είχα καιρό να πάω να τη δω. Κι
ένιωθα ένα είδος τύψεως γι’ αυτή μου την αμέλεια, επειδή ήξερα πως μ’ αγαπούσε
εξαιρετικά, και πως ευχαριστείτο πραγματικά στη συντροφιά μου — αν κι εγώ δεν
ήμουν απέναντί της, παρά ένα παιδί κάπως υπερβολικά ζωηρό, που αποτελούσε μια
φανταχτερή αντίθεση με τη γεροντική της σοβαρότητα, με τη λεπτήν αξιοπρέπεια
των τρόπων της, με το επίσημο και τυπικό της φέρσιμο. Μια ερωτική περιπέτεια,
που βάσταξε δεν ξέρω πόσους μήνες, με είχε απομακρύνει. Για ένα τόσο μεγάλο διάστημα,
δικαιολογίες δε χωρούσαν. Της είπα, ωστόσο, αρκετά ψέματα: ένα μικρό ταξίδι
στην Ευρώπη, κάποιες ασχολίες ιδιαίτερες, έπειτα μιαν αρρώστια ξαφνική…
Με κοίταζε χαμογελώντας, με το
λεπτό ειρωνικό εκείνο βλέμμα, το γεμάτο καλοσύνη κι επιείκεια, των ανθρώπων που
μας αγαπούν, και που προσπαθούν να μας πιστέψουν. Κι έτσι στα τελευταία,
αναγκάστηκα να της φανερώσω την αλήθεια. Της διηγήθηκα όλη μου την ιστορία, απ’
την αρχή ως το τέλος. Δεν παρέλειψα παρά μια μικρή λεπτομέρεια, που ήταν ολόκληρη
εις βάρος μου, και που φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να της μειώσει κάπως την
εκτίμησή της προς εμένα. Με άκουσε χωρίς διακοπή.
Έπειτα άλλαξα κουβέντα. Της είπα
νέα που δεν ήξερε, μερικά κοινωνικά μικροσκανδαλάκια, που τη διασκέδαζαν πολύ.
Εκείνη,
όμως, τώρα, δε μιλούσε. Είχε τα μάτια γυρισμένα στο παράθυρο, και κοίταζε τον
ουρανό, με τα χλωμά, τα λυπημένα χρώματα. Ο ήλιος ήταν τώρα δίχως φως,
ακουμπισμένος σ’ ένα κυπαρίσσι, σα μια μεγάλη σφαίρα πεθαμένη.
Έπειτα γύρισε τα μάτια, και με
κοίταξε. Μου φάνηκε πως ήθελε κάτι να πει, και δίσταζε. Έπειτα πάλι κοίταξε τη
μελαγχολικήν εικόνα του παραθυριού.
Έξαφνα με ρώτησε:
Rebecca Solomon, The Love Letter or The Appointment, La lettre d’amour ou le Rendez-vous,
1861
— Και γιατρευτήκατε τελείως απ’ το
αίσθημα;…
Της είπα: ναι, χωρίς περιστροφές.
Κοίταξε πάλι το θλιμμένον ουρανό.
Κι έπειτα, σα να νικούσε τον κρυφό της δισταγμό, είπε σιγά, σα να μονολογούσε:
— Κι όμως, εγώ, δεν έχω γιατρευτεί
ακόμα…
Περίμενα να μου εξηγηθεί. Η φράση
εκείνη, στα γεροντικά εκείνα χείλη —γιατί να το κρύψω;— μου φάνηκε λιγάκι
κωμική… Αλλά ο σεβασμός μου προς τη γυναίκα, που αποτελούσε για μένα σαν ένα
σύμβολο, σχεδόν ιερό, του Παρελθόντος, μου εξαφάνισε αμέσως από το μυαλό, το
ιλαρό συναίσθημα, που πήγε μια στιγμή να γεννηθεί…
Και
τότε πάλι, ξαφνικά, σα να της είχα 'γγίξει, δίχως να το θέλω, κάποια βαθειά και
μυστική πληγή —ίσως σ’ αυτό να συντελούσε και η γοητεία, η λεπτή και ακουσία
νοσταλγία της υποβλητικής εκείνης ώρας— άρχισε, με τη σειρά της, να μου διηγείται:
John Lavery, After the Dance, 1883
—
Δεν είχα παντρευτεί ακόμα. Ο πατέρας ζούσε. Το σπίτι μας ήταν πάντα, καθώς
ξέρετε, ανοιχτό· ο πατέρας, ακόμα και στα γερατειά του, αγαπούσε πολύ τις
διασκεδάσεις. Η μητέρα, όχι και τόσο. Εντούτοις, για να μη χαλάσει το χατίρι
του πατέρα, πήγαινε και κείνη μαζί του, στους χορούς. Η κοινωνική μας θέση,
άλλως τε, ήταν τέτοια, που οι διασκεδάσεις αυτές έπαιρναν το χαρακτήρα
καθημερινών υποχρεώσεων. Γι’ αυτό και το δικό μας σπίτι, καθώς σας είπα, ήταν
πάντα ανοιχτό. Δεν υπήρχε ξένος, περαστικός στην πόλη, που να μην το θεωρούσε
απαραίτητο, να ‘ρθει να πάρει το τσάι σπίτι, και να μας επισκεφθεί. Η μητέρα
μου είχε μια φανερή προτίμηση στον αδελφό μου. Και, όπως συμβαίνει πάντα —για
να έρθει ίσως η ισορροπία— ο πατέρας είχε ρίξει όλη τη συμπάθειά του σε μένα.
Μ’ έπαιρνε διαρκώς μαζί, και κάθε φορά που πηγαίναμε σε καμιά διασκέδαση, με
κρατούσε επιδειχτικά στο πλευρό του. Ήμουν η αγαπημένη του. Κι όμως δεν ήμουν
παρά μια κοπελίτσα δεκαεφτά χρονών, άμυαλη και ξένοιαστη για όλα — μια
πεταλουδίτσα, έτοιμη να καεί στο πρώτο φως, που θα την τραβούσε με τη λάμψη
του… Την ημέρα εκείνη, θυμάμαι, είχα ξυπνήσει δίχως κέφι. Και το βράδυ
επρόκειτο να πάμε σ’ ένα χορό. Ήταν η προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Και
παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της ηλικίας, ένιωθα πως θα μου ήταν αδύνατο να πάω
μαζί τους. Είχα έναν πονοκέφαλο ανυπόφορο — κι ένας πονοκέφαλος, στην ηλικία
εκείνη, είναι ήδη μια μεγάλη τραγωδία. Κι έπειτα η μοδίστρα δεν είχ’ έτοιμη τη
φορεσιά μου — αυτή που λογάριαζα να βάλω εκείνο το βράδυ. Κι αυτό ήταν η μεγάλη
συμφορά. Αργότερα, έμαθα καλύτερα τι θα πει «μεγάλη συμφορά»… Ας είναι. Ο
πατέρας ήθελε, σώνει και καλά, να με πάρει. Η μητέρα συμφωνούσε μαζί μου,
επειδή και κείνη, όπως συνήθως, έτυχε να μην έχει και μεγάλη διάθεση. Ο Νίκος
μόνο χαλούσε τον κόσμο· αυτός ήθελε να πάει στο χορό, οπωσδήποτε, και ήξερε ότι
η δική μου αδιαθεσία ήταν ικανή να κάμει τον πατέρα ν’ αλλάξει απόφαση. Στο
τέλος, όμως, ο πατέρας δεν επέμεινε. Όταν ήρθε η ώρα που θα πήγαιναν, για πρώτη
φορά στη ζωή του πήγε χωρίς εμένα, μόνο με τη μητέρα και το Νίκο. Η βραδιά ήταν
αρκετά ζεστή· είχα μισανοιγμένο το παράθυρο (κοιμόμουν μαζί με τη μητέρα), και
πλάγιασα νωρίτερα. Θα με είχε πάρει, υποθέτω, ο ύπνος όταν ξύπνησα λιγάκι
τρομαγμένη. Ένιωσα μέσ’ στο σκοτάδι, σαν κάτι να ’πεσε στην κάμαρά μου, δίπλα
στο κεφάλι μου… Τινάχτηκα, όπως ήμουν. Παρά λίγο να βάλω τις φωνές. Μου φάνηκε
σα να ’πεσε, ξαφνικά, δίπλα μου, ένα μικρό πουλάκι πεθαμένο… Άναψα το φως. Ήταν
ένα μπουκέτο μενεξέδες… Από πού να έπεσε στην κάμαρά μου; Ο νους μου πήγε
αμέσως στο παράθυρο. Πήγα με περιέργεια και κοίταξα. Έξω ήταν ησυχία. Η ώρα
ήταν περασμένη. Από μακριά, πολύ μακριά —ξέρετε το πατρικό μου σπίτι; ήταν πολύ
μακριά απ’ την πόλη— ακουγόταν, μόλις, η φασαρία της τρελής Αποκριάς· ο ουρανός
ήταν γεμάτος φως, από τη λάμψη των ηλεκτρικών. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δε
φαινόταν τίποτε στον κήπο. Μια παρέα με μασκαράδες περνούσε με τ’ αμάξι —τότε
δεν υπήρχαν αυτοκίνητα— αλλ’ αυτή, τώρα μόλις έφτανε μπροστά στη σιδερένια
πόρτα· κι εξ άλλου, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη… Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου
μου. Ποιος να είχε ρίξει το μπουκετάκι αυτό; Κανένα ειδύλλιο νεανικό κάπως
τολμηρότερο, δεν είχε πλεχτεί ακόμη γύρω στη ζωή μου. Ήμουν σε μεγάλη απορία.
Επειδή όμως η ώρα ήταν περασμένη, κι από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να προβάλουν
οι δικοί μου, ανέβαλα τη λύση του αινίγματος — αν και με είχε τρομερά βάλει σε
πειρασμό… Πλάγιασα, πάλι, αλλά χωρίς να κλείσω μάτι, όλη νύχτα. Φαίνεται, όμως,
να κοιμήθηκα στο τέλος. Οι δικοί μου ήρθαν τα χαράματα. Όλη εκείνη τη βδομάδα,
δεν έφυγε απ’ το μυαλό μου αυτό το περιστατικό. Βρήκα μια λύση πρόχειρη — αλλά
που δε με ικανοποιούσε εντελώς: είπα ότι κάποιος θα είδε το ανοιχτό παράθυρο,
και πέταξε, απλούστατα, στην τύχη το μπουκέτο…
Μετά
μια βδομάδα, την άλλη Κυριακή, ήμαστε πάλι καλεσμένοι σ’ ένα σπίτι, που θα
δεχόταν μασκαράδες. Εκείνο το βράδυ, τελείωναν οι Αποκριές. Δεν είχα
πονοκέφαλο, και η τουαλέτα μου ήταν επιτέλους έτοιμη. Πήγα με το Νίκο. Ο
πατέρας είχε λείψει λίγες μέρες, για μια επείγουσα δουλειά. Δε θέλησα να βάλω
μάσκα. Φορούσα, θυμάμαι, την καινούρια φορεσιά μου — ένα φόρεμα σαξ μεταξωτό,
με νταντέλες μαύρες γύρω γύρω: το φόρεμα αυτό υπάρχει ακόμα —καμιά μέρα θα σας
το δείξω· το ’χω κλειδωμένο στην παλιά μου την κασέλα, μαζί με χίλια άλλα
μπιχλιμπίδια του καιρού εκείνου· είναι φαγωμένο απ’ το σκόρο, οι δαντέλες
έγιναν κουρέλι — αλλά δεν θέλησα ποτέ να το πετάξω…
Charles
Hermans, Bal Masqué, 1880
Το
βράδυ εκείνο είχα, ίσα ίσα, ένα κέφι εξαιρετικό. Και ήμουν, φαίνεται,
εξαιρετικά όμορφη. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, μπορεί κανένας να έχει την
ειλικρίνεια ν’ αναφέρει μερικά πράματα, χωρίς να έχει φόβο να παρεξηγηθεί —τι
λέτε; Ήμουν τρομερά ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Η φορεσιά μου μού ταίριαζε
περίφημα. Κάποιος, εκείνο το βράδυ, μου είχε πει πως έμοιαζα με «γαλανό
λουλούδι του αγρού»… Ας είναι! Διασκέδαζα πολύ με τις παρέες που είχαν
πλημμυρίσει τις δύο σάλες. Η μουσική έπαιζε τους πιο τρελούς χορούς της εποχής
εκείνης — τρελούς, όχι σαν τους δικούς σας, βέβαια, τους τωρινούς, αλλ’ αρκετά,
για κείνο τον καιρό… Λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί — σωστός πανζουρλισμός! Ο
Νίκος χόρευε χωρίς διακοπή. Εγώ ήμουν ακουμπισμένη στο πιάνο. Είχα παίξει
μάλιστα κι ένα κομμάτι —έπαιζα στα νιάτα μου καλούτσικα— και τα λουλούδια, και
τα κομπλιμέντα, έπεφταν απάνω μου βροχή. Οι μάσκες με πειράζανε πολύ, κι είχα
αρχίσει, πράγματι, να ντρέπομαι λιγάκι. Ήμουν ξαναμμένη απ’ το παίξιμο —ο χορός
δε με τραβούσε και πολύ— κι έκανα αέρα, θυμάμαι, με μια βεντάλια —χρυσή και
κόκκινη, κι αυτό το θυμάμαι— που βρήκα εκεί δίπλα, αφημένη.
Pablo
Picasso, Pierrot, 1918
Έξαφνα,
μου παρουσιάστηκε ένας πιερότος, που δεν τον είχα δει ως τότε μέσ’ στη σάλα.
Φορούσε μισή μαύρη μάσκα. Είχα πάντα φοβερή αδυναμία για τα ρούχα του πιερότου.
Ήρθε κοντά μου, και με κοίταξε στα μάτια. Ένα χνούδι μαύρο, απαλό, έσκαζε μόλις
απάνω από δυο χείλη λεπτά και ντροπαλά. Δε μου μιλούσε. Όταν το κοίταγμά του το
επίμονο άρχισε να με στενοχωρεί, θέλησα να φύγω —αλλά μου έκαμ’ ένα κίνημα τόσο
ικετευτικό— ένα μικρό κίνημα απλό και συμπαθητικό — κι αυτό το κίνημα με
κάρφωσε στη θέση μου… Τον ρώτησα, με νόημα, τι θέλει. Τα δυο του χείλη, τα
ένιωθα να τρέμουν ελαφρά. Δε μου ’δωσε απάντηση. Εξακολουθούσε μονάχα να με
κοιτάζει. Έβλεπα δυο μάτια φλογερά, που έριχναν μεγάλες αστραπές. Μου θύμιζαν
δεν ξέρω ποιες φωτιές —κάποιες πυρκαϊές που δεν υπάρχουν…
Guillaume
Seignac,
Pierrot's
Embrace, 1895
Η
στάση του αυτή, η σιγηλή, με στενοχωρούσε πιο πολύ. Έκανα να τραβηχτώ και πάλι
—και τότε άπλωσε δειλά το χέρι, και με κράτησε. Αυτή η τόλμη του με ξάφνιασε
—στον καιρό μου, όλ’ αυτά, τα θεωρούσαμε απρέπειες ακόμη— αλλά και συγχρόνως,
μ’ άρεσε στο βάθος… Έμεινα καρφωμένη και τον κοίταζα. Και τότε, δίχως να το
περιμένω, μου άπλωσε ένα μικρό χαρτάκι διπλωμένο. Τραβήχτηκα, δίχως να το πάρω.
Έκαμα ένα: όχι, με τα μάτια. Και τότε τα δικά του πήραν μια έκφραση λύπης
—τόσης, τόσης λύπης, που δεν μπορώ να την ξεχάσω στη ζωή μου… Άμα είδε την
επιμονή μου, και την κάπως πειραγμένη —έτσι αυτός θα είπε— κίνησή μου, δεν
επέμεινε: άπλωσε μόνο τρεμουλιαστά το διπλωμένο γράμμα στο κερί του πιάνου. Το
χαρτί πήρε φωτιά. Μια φλόγα έπαιξε για μια στιγμή κι έπειτα έσβησε. Αυτό ποτέ
μου δε θα το ξεχάσω… Και χάθηκε από μπροστά μου, σα σκιά…
Δεν
τον ξαναείδα τη βραδιά εκείνη. Η εικόνα του έμεινε, όμως, καρφωμένη στο μυαλό
μου. Σε λίγη ώρα μπήκαν νέες μάσκες. Ήμουν ταραγμένη, σαστισμένη. Είχα μιαν
ακράτητη επιθυμία να τον ξαναϊδώ από μακριά.
Την
ώρα που φύγαμε — κόντευε σχεδόν να ξημερώσει — τράβηξα το Νίκο απ’ το χέρι, και
φύγαμε, χωρίς να πούμε καληνύχτα σε κανένα. Όταν πήγα σπίτι, όλ’ αυτά
ξαναπέρασαν απ’ το νου μου, σαν όνειρο γλυκό της φαντασίας, με μια πολύ μεγάλη
νοσταλγία…
Αυτή
η περιπέτεια της χρονιάς εκείνης —όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν φαίνεται— έμεινε
για καιρό μέσ’ στο μυαλό μου. Έπειτα, σιγά σιγά, με την ευκολία που ξεχνούν τα
νιάτα, άρχισα και γω να την ξεχνώ.
Μετά
πέντε μήνες, ακριβώς, ήμουν αρραβωνιασμένη. Δε θέλω να σας κουράσω, με το να
σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία: τα περιστατικά εκείνα δε σας ενδιαφέρουν. Κι
εμένα, τώρα, δε μ’ ενδιαφέρουν. Ένας νέος, πολύ καλός, πολύ συμπαθητικός —
αυτός που ύστερα έγινε άντρας μου, τον ξέρετε — με ζήτησε απ’ τον πατέρα. Ο
πατέρας τον αγαπούσε — και γω αγαπούσα τον πατέρα. Είπα: ναι, χωρίς να το
πολυσκεφθώ. Δεν έχω λόγο, άλλως τε, να παραπονεθώ. Κι έτσι, ένα καλό πρωί
βρέθηκα αρραβωνιασμένη… Το καλοκαίρι πήγαμε ταξίδι σ’ ένα νησί. Δε θα ξεχάσω το
καλοκαίρι εκείνο. Ήταν το πιο χαριτωμένο, ίσως, καλοκαίρι της ζωής μου:
βαρκάδες, ιππασίες, εκδρομές. Ένιωθα τον εαυτό μου περισσότερο ελεύθερο από
πάντα — ίσως επειδή επρόκειτο να σκλαβωθώ για πάντα… Αυτό, μπορεί να σας φανεί
παράξενο, αλλά έτσι είναι. Τέτοια ήταν η ψυχολογία της στιγμής…
Είχαμε
ορίσει το γάμο πολύ σύντομα. Και ο γάμος έγινε λίγο πριν απ’ τις Αποκριές.
Επρόκειτο να φύγουμε για την Ευρώπη, αλλ’ αναβάλαμε το ταξίδι, για να περάσουμε
το καρναβάλι μαζί με τους δικούς μας.
Το
καρναβάλι αυτό ήταν πολύ πιο σοβαρό για μένα. Ήμουν κυρία, και είχα πολύ
διαφορετικότερες υποχρεώσεις. Ο άντρας μου μ’ αγαπούσε φοβερά. Εννοούσε, σώνει
και καλά, να διασκεδάσω. Πηγαίναμε παντού.
Modigliani, Self-Portrait as Pierrot, 1915
Μια
βραδιά — πάλι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς — (γιατί τα θυμούμαι τώρα, Θε μου,
όλ’ αυτά;) πήγαμε στο σπίτι ενός μακρινού μου συγγενούς. Επρόκειτο, όπως
συνήθως, να χορέψουμε. Πήγαμε οι δυο μας — οι άλλοι ήταν καλεσμένοι σ’ άλλο
σπίτι. Χόρεψα με πολύ λίγους καβαλιέρους. Κατά τα μεσάνυχτα, μέσ’ στην παραζάλη
του χορού, είχα καθίσει πάλι στο πιάνο, κι έπαιξα ένα εύθυμο κομμάτι. Κι ενώ
στεκόμουν και μιλούσα με μια φίλη μου, παρουσιάστηκε ο ίδιος ο πιερότος. Μόλις
τον είδα, τον θυμήθηκα αμέσως. Έμεινα άφωνη κι εκστατική. Στάθηκε κοντά μου, με
τον ίδιο τρόπο. Το πρόσωπό του, όμως, ήταν αλλαγμένο —σα να είχε σηκωθεί από
αρρώστια. Και τα μάτια του ήταν, τώρα, ακόμα πιο λυπημένα· έμοιαζαν, τώρα, σα
φωτιές που πρόκειται να σβήσουν. Δεν έχω δει ποτέ μου, στη ζωή μου — και ξέρετε
τα χρόνια μου, πιστεύω — μάτια πιο πικρά κι απελπισμένα…
Με
κοίταξε και πάλι πολλή ώρα, μ’ ένα βαθύτατο ερωτηματικό. Έτρεμα όλη. Η καρδιά
μου χτυπούσε δυνατά. Δεν ξέρω, έτσι, πόση ώρα πέρασε…
Οι
άλλοι χόρευαν, κανένας δε μας πρόσεχε. Δεν έβλεπα τη φίλη μου. Θαρρώ να είχε
φύγει μια στιγμή.
Ήμουν
έτοιμη να μιλήσω πρώτη, όταν άπλωσε το χέρι ξαφνικά, και μου’ δωσε και πάλι ένα
γράμμα, αλλά με τρόπο τόσο σοβαρό, τόσο σοβαρό και λυπημένο… Κι αυτή τη φορά,
το πήρα. Και χάθηκε, προτού να του μιλήσω… Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια.
Το
πρωί που φύγαμε είχα το γράμμα του κρυμμένο μέσ’ στο στήθος. Το είχα βάλει, βιαστικά,
σε μια μικρή τρυπίτσα, δεξιά. Όταν φθάσαμε στο σπίτι, κι έμεινα μόνη, έτρεξα
γρήγορα στο φως να το διαβάσω. Έψαξα παντού, και δεν το βρήκα: μου είχε πέσει,
φαίνεται, στο δρόμο…
Αυτό
είν’ όλο.
Πρέπει
τώρα να σας πω, αγαπητέ μου, ότι αυτή η περιπέτεια — όσο κοινή και τιποτένια κι
αν τη βρίσκετε— έχει σημαδεμένη τη ζωή μου… Ένα σωρό ερωτήσεις είναι ακόμα μέσα
μου: Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Γιατί δε φάνηκε ποτέ τις άλλες μέρες; Γιατί
δε θέλησε να μου φανερωθεί;… Αυτές οι ερωτήσεις με τυράννησαν πολύ, πολύν
καιρό. Αν επιμένετε, με τυραννούν ακόμα…
Πολλές
φορές είπα με το νου μου, πως η σκιά εκείνη δεν υπήρξε, πως ήταν η μορφή ενός
ονείρου…
Δεν
τον ξαναείδα ποτέ πια. Δεν έμαθα ποτέ μου τίποτ’ άλλο. Δεν τόλμησα να υποθέσω
τίποτε. Έπειτ’ από κάμποσον καιρό, έμεινα χήρα. Ο πατέρας πέθανε και κείνος,
στην Ευρώπη. Σε λίγο, έχασα και τη μητέρα. Εσείς, ακόμα, τότε, ήσαστε παιδί.
Έμεινα μόνη. Απ’ την οικογένειά μου, δεν έμεινε παρά ο αδελφός μου.
Κι
από τότε, που λέτε, φίλτατέ μου, μήτε που ξαναγάπησα ποτέ μου…
.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . .
Σταμάτησε
να λέει. Η κάμαρα, τώρα, είχε μισοσκοτεινιάσει.
Σήκωσα
τα μάτια και την κοίταξα.
Είπε
ακόμα, με φωνή πιο σιγανή:
—
Πέρασαν πόσα χρόνια από τότε; Σαρανταπέντε χρόνια, ακριβώς…
Έκαμα
μια κίνηση μικρή αδημονίας. Εκείνη δε με κοίταζε διόλου. Είχε τα μάτια
στυλωμένα στο παράθυρο.
Έπειτα
τα γύρισε με μιας, με κοίταξε κατάματα και πάλι, και με φωνή βαθιά, φανατική,
φωνή που δεν την ήξερα ως τώρα, φωνή γριάς τρελής ξεμωραμένης, που μου’ δωσ’
ένα ρίγος στην καρδιά, αν και με κόπο βάσταξα τότε, θαρρώ, τα γέλια, (τώρα που
τα θυμάμαι όλ’ αυτά, και που εκείνη είναι πεθαμένη, νιώθω μια βαθύτατη
μεταμέλεια), με μάτια που δε μ’ έβλεπαν διόλου, πρόσθεσε ακόμα πιο σιγά :
—
Και να το δείτε: μια μέρα θα γυρίσει…
Jeanne Mammen, The Death of Pierrot