To
CERN (Organisation Européenne pour la Recherche Nucléaire "Ευρωπαϊκός
Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών") είναι το μεγαλύτερο πειραματικό κέντρο
ερευνών σωματιδιακής φυσικής στον κόσμο. Βρίσκεται δυτικά της Γενεύης, στα σύνορα
Ελβετίας και Γαλλίας. Το CERN - γεννήθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας το 1954 από
12 ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα - ήταν ένας από τους πρώτους
οργανισμούς προς την κατεύθυνση της διευρωπαϊκής ένωσης και συνεργασίας.
Σήμερα, απαρτίζεται όχι μόνο από τα κράτη-μέλη της ΕΕ (βασικά μέλη), αλλά
ταυτόχρονα συμμετέχουν ενεργά οι ΗΠΑ, Ινδία, Ισραήλ, Ρωσία, Ιαπωνία, Τουρκία
και η UNESCO. Πρόκειται για ένα πανανθρώπινο εγχείρημα, που ως βασικό
αντικείμενο ερευνών του ήταν και είναι τα στοιχειώδη σωματίδια, οι δομικοί
λίθοι που απαρτίζουν την ύλη, όπως και οι δυνάμεις που τα διέπουν. Δηλαδή έργο
του CERN είναι η καθαρή επιστήμη, η διερεύνηση των πλέον θεμελιωδών ερωτημάτων
για τη Φύση: Τι είναι η ύλη; Από πού προέρχεται; Πως συγκρατείται για να σχηματίσει
άστρα, πλανήτες και ανθρώπινα όντα; Η κύρια λειτουργία του αφορά την παροχή
επιταχυντών σωματιδίων και άλλων υλικοτεχνικών υποδομών που χρειάζονται για την
πειραματική έρευνα στο πεδίο της φυσικής υψηλών ενεργειών.
Στο
CERN λειτουργούν επομένως πολλοί επιταχυντές, ένας εκ των οποίων είναι ο
πελώριος Super Proton Synchroton (SPS), ο οποίος διαθέτει υπόγεια σήραγγα 7
χιλιομέτρων που επιτρέπει στα πρωτόνια να επιταχύνονται στα 400 GeV, δηλαδή σε
πολύ υψηλές ενέργειες. Το CERN απασχολεί σήμερα περίπου 3.000 μόνιμους
εργαζόμενους, ενώ περίπου 6.500 επιστήμονες και μηχανικοί (που αντιπροσωπεύουν
500 πανεπιστήμια και 80 διαφορετικές εθνικότητες), περίπου το μισό της
κοινότητας της σωματιδιακής φυσικής στον κόσμο, δουλεύουν σε πειράματα που
οργανώνονται από το CERN. Τα επιστημονικά όργανα που χρησιμοποιούνται στο CERN
είναι οι επιταχυντές σωματιδίων και οι ανιχνευτές. Οι επιταχυντές δίνουν στα
σωματίδια πολύ μεγάλες ταχύτητες που πλησιάζουν την ταχύτητα του φωτός, και τα
ωθούν να συγκρουστούν, είτε με σταθερούς στόχους, είτε μεταξύ τους. Οι
ανιχνευτές παρατηρούν και καταγράφουν τα προϊόντα αυτών των συγκρούσεων.
Ο
παλαιότερος επιταχυντής, ο οποίος λειτουργεί ακόμη στο CERN, είναι το
συγχροτρόνιο πρωτονίων (PS), το οποίο μπήκε σε λειτουργία το 1959. Το υπέρ
σύγχροτρον πρωτονίων (SPS), το οποίο τροφοδοτείται με δέσμες σωματιδίων από το
PS, λειτούργησε για πρώτη φορά το 1976. Στην αρχή της δεκαετίας του 1980, το
SPS έδινε δέσμες σωματιδίων για πειράματα, τα οποία οδήγησαν στην απονομή του
βραβείου Νόμπελ Φυσικής στο CERN, για πρώτη φορά το 1984.
Ο
μεγάλος επιταχυντής συγκρουόμενων δεσμών ηλεκτρονίων ποζιτρονίων (LEP)
κατασκευάστηκε σε ένα κυκλικό υπόγειο τούνελ, περιφέρειας 27 χιλιομέτρων, και
αποτέλεσε το σύμβολο έρευνας του CERN για την περίοδο 1989- 2000. Όταν ολοκληρώθηκε
η αποστολή του, ο επιταχυντής LEP αποσυναρμολογήθηκε για να δώσει χώρο σε μία
πολύ πιο ισχυρή μηχανή, το μεγάλο επιταχυντή συγκρουόμενων δεσμών αδρονίων
(LHC), ο οποίος εγκαταστάθηκε στο ίδιο τούνελ, το καλοκαίρι του 2007. Όπως το
LEP έτσι και το LHC τροφοδοτείται με δέσμες σωματιδίων από το PS και το SPS. Τα
πειράματα στον επιταχυντή LHC γίνονται με γιγαντιαίους ανιχνευτές όπως οι
ATLAS, CMS, ALICE, LHCb, οι οποίοι κατασκευάστηκαν από 500 ινστιτούτα 80 χωρών
με τη βοήθεια της βιομηχανίας. Τα 12 ιδρυτικά κράτη μέλη: Βέλγιο, Δανία, Γαλλία,
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία,
Νορβηγία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γιουγκοσλαβία.