«Παρουσιάζω τον κόσμο μ' ένα διαφορετικό βλέμμα από ό,τι μας έμαθαν στο σχολείο ή στο στρατό. Πιστεύω πως ο καθένας έχει δικαίωμα να βλέπει την κοινωνία με το δικό του βλέμμα. Προσωπικά, με ενδιαφέρει περισσότερο ο Διάβολος παρά ο Θεός».
Ηλίας Πετρόπουλος. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Ηλίας Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Ο φακός τον συναντάει στο γραφείο του, στο Παρίσι, όπου έζησε αυτοεξόριστος τα τελευταία τριάντα χρόνια όταν, απογοητευμένος από την πολιτική της πατρίδας του και κουρασμένος από τις αλλεπάλληλες καταδιώξεις και φυλακίσεις, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Σε
αυτήν την τελευταία του συνέντευξη -μερικούς μήνες μετά πέθανε από καρκίνο- ο
Πετρόπουλος μας ταξιδεύει σε άγνωστα τοπία της παράδοσης και της ελληνικότητάς
μας και μας γνωρίζει με όλους αυτούς τους ανθρώπους του κοινωνικού υπογείου που
κυριάρχησαν στα βιβλία του.
Σκηνοθεσία:
Καλλιόπη Λεγάκη
Σενάριο:
Καλλιόπη Λεγάκη
«Ο
πανεπιστημιακός είναι ένας στοχαστής που δεν ονειρεύεται ποτέ. Μας κυβερνούν οι
πλαστές ιδέες, που εμπορεύονται τα πανεπιστήμιά μας. Ο καθηγητής είναι σοβαρόν
ζώον. Η σοβαροφάνεια κρύβει το καρδιοχτύπι της μηδαμινότητας. Δουλεύοντας σαν
λαογράφος, αισθάνομαι πως παραμένω ποιητής.»
Πότε
αστείος και έντονα περιγραφικός, συχνά προκλητικός και ιδιαίτερα σαρκαστικός…
Ποιος είναι τελικά ο Ηλίας Πετρόπουλος; Ο άνθρωπος που με την τόλμη του έγδυσε
τον κόσμο του υπογείου. Ο καλλιτέχνης που αψήφησε την λογοκρισία σπάζοντας τα
εθνικιστικά ταμπού, που επιτίθεται απροκάλυπτα στους τετριμμένους κανόνες
ηθικής και τον πουριτανισμό των μικροαστών κατακρίνοντας κάθε είδους κοινωνικό
ντετερμινισμό, αφήνει πίσω του έναν θησαυρό πληροφοριών για έναν κόσμο που
πολλοί από εμάς είτε αγνοούμε είτε περιφρονούμε, τον υπόκοσμο, το Λούμπεν
προλεταριάτο! «Με τραβάνε οι κοινωνικές μειονότητες: τα μαγκάκια, οι
χασικλήδες, οι πούστηδες, τα κλεφτρόνια, οι τεμπέληδες, γενικώς όλοι οι τύποι
που στραπατσάρουν τη βιτρίνα της μπουρζουαζίας». Εχθρός του ακαδημαϊκού
συντηρητισμού και της γλωσσικής πολιτικής ορθότητας, ο Ηλίας Πετρόπουλος αφήνει
το δικό του στίγμα ανάμεσα στους καλλιτέχνες της νεότερης Ελληνικής ιστορίας.
Τα
ρεμπέτικα, μια από τις σημαντικότερες στιγμές του έργου του: Όπως και ο ίδιος
περιγράφει στο βιβλίο του «τα μικρά ρεμπέτικα» (σ.9-15), όλα τα φτωχά λαϊκά
στρώματα στην Ελλάδα, κυρίως κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου,
τραγουδούσαν τα ρεμπέτικα μιας και ήταν το μόνο είδος μουσικής άμεσα
συνδεδεμένο με τους πόθους τους και τα καθημερινά τους προβλήματα. Από πλευράς
θεματολογίας τα ρεμπέτικα χωρίζονται σε αρκετές κατηγορίες «ερωτικά,
μελαγχολικά, της μάνας, χασικλίδικα, της ταβέρνας, της ξενιτιάς, του θανάτου
κτλ» Γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία από την δεκαετία του 50 και έπειτα. Αυτό όμως
που τα κάνει να ξεχωρίζουν δεν είναι η σύνδεσή τους με τον υπόκοσμο.
Οι
ρεμπέτες, ή μάγκες, δεν ήταν απλώς μέλη κάποιας μουσικής κομπανίας που απλά
τραγουδούσαν στις ταβέρνες όπου σύχναζε ο απλός κόσμος (όπως άλλωστε βλέπουμε
σήμερα). Πρόκειται για ιδιόρρυθμες προσωπικότητες, ιδιαίτερα εκκεντρικές, με
έντονη αμφισβήτηση για τον συμβατικό και καθιερωμένο τρόπο ζωής. Έτρεφαν
αισθήματα μίσους για τους αστυνομικούς και τις αρχές (όπως βλέπουμε και στο
απόσπασμα παρακάτω) που τους αντιμετώπιζαν σαν κακοποιά στοιχεία κυρίως λόγω
της εκτεταμένης χρήσης χασίς, περιφρονούσαν την εργασία και σχεδόν πάντοτε
απέφευγαν συναναστροφές με άτομα εκτός του δικού τους τρόπου ζωής. Ωστόσο όμως
συμπαθούσαν τους αδύναμους και θεωρούσαν την φυλακή ως πράξη ανδρείας.
(Διαβάστε επίσης: Ηλίας Πετρόπουλος, Επικήδειος
λόγος)
[1]
«Αυτοί, λοιπόν, οι ρεμπέτες μιλούσαν και μιλούν μια δικιά τους σλαγκ,
εξαιρετικά πλούσια σε λέξεις, σε εκφράσεις και σε χειρονομίες’ γιατί οι
νεοέλληνες, σαν μεσογειακός λαός μιλούν και με το στόμα και με τα χέρια. Η
σλαγκ του νεοελληνικού υποκόσμου, σαν γλωσσολογικό φαινόμενο, είναι τελείως
αμελέτητη. Τα ρεμπέτικα τραγούδια έχουν στίχους με λέξεις παρμένες από την
κοινή λαϊκή γλώσσα και τη σλαγκ του υποκόσμου. Αυτή η μικτή γλώσσα είναι το
εκφραστικό μέσο της ποιήσεως των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ωστόσο, κάθε ρεμπέτικο
τραγούδι αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα μουσικής/ποιήσεως/χορού. Και
συγχρόνως, κάθε ρεμπέτικο τραγούδι είναι φορεύς κοινωνιολογικών, λαογραφικών,
ιστορικών και άλλων πληροφοριών…»
Ο
Ηλίας Πετρόπουλος στο Παρίσι έξω από μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου. Το 1981 ο
Πετρόπουλος πήγε έξι φορές στα δικαστήρια μαζί με τον εκδότη του Γιάννη
Δουβίτσα για το «Εγχειρίδιον του καλού
κλέφτη».
Μια
σύντομη αναφορά στο έργο του Πετρόπουλου σίγουρα δεν αρκεί. Θα άξιζε να μιλά
κανείς ώρες ίσως και μέρες για τον πολυδιάστατο χαρακτήρα μιας τόσο ιδιόμορφης
προσωπικότητας. Αυτό που ξεχωρίζει όμως που μέσα σε όλα ξεχωρίζει δεν είναι
απλά η συμπάθειά του για τον υπόκοσμο, δεν καταγράφει απλά τον τρόπο ζωής και
τους κώδικες επικοινωνίας των κοινωνικών ομάδων που ανήκουν σε αυτήν την
κατηγορία αλλά ο ίδιος δίνει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στην δομή της
σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας. Έχοντας απορρίψει όλες τις έτοιμες λύσεις και
αναλύσεις που παλαιότεροι φιλόσοφοι προσέφεραν, («δεν πιστεύω σε τίποτα το
δοτό, ό,τι κι αν είναι αυτό – κόμμα, εκκλησία, στρατός»), ζώντας στην Γαλλία
για πολλά χρόνια θα έρθει σε ρήξη με Γάλλους κοινωνιολόγους που μελέτησαν το
φαινόμενο του υποκόσμου και ανέπτυξαν την περίφημη θεωρία περί ανθρώπων του
περιθωρίου. Πρόκειται απλά για μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη όπως αναφέρει στο «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη», «ζει κάτω
από το πέλμα του κόσμου».
[2]
«Μια μαύρη άβυσσος χωρίζει τον Κόσμο από τον Υπόκοσμο. Το προλεταριάτο και ο
Υπόκοσμος μ ό ν ο ν συμβατικά είναι (δηλαδή δεν είναι σύμμαχοι). Όμως ο
περιθωριακός άνθρωπος είναι μια έννοια διαταξική. Όμως ο περιθωριακός άνθρωπος
είναι μια φιλανθρωπική εφεύρεση. Όμως ο περιθωριακός άνθρωπος λειτουργεί
καθέτως. [...]
Ο batsos
(le flic) représentant l'exousia (le pouvoir)
Το
διάγραμμα, με αρκετήν παραστατικότητα, φανερώνει τον κοινωνικόν όγκο που
καταπλακώνει τον Υπόκοσμο. Η δράση-πίεση όλων των κοινωνικών τάξεων (Κόσμος) ε
ξ ι σ ο ρ ρ ο π ε ί τ α ι από την αντίδραση των Ανθρώπων της Φάρας
(Υπόκοσμος-Αντίκοσμος).
Mangas
Επιμένω’ ο υπόκοσμος είναι κοινωνική τάξη με όλα τα γνωρίσματα και τους στόχους μιας κοινωνικής τάξεως’ ο Υπόκοσμος αποδεικνύεται η π λ έ ο ν α ν θ ε κ τ ι κ ή κοινωνική τάξη.
Δικαιούσθε
να γελάτε’ αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί δεν κλαίτε.»
Αu Pirée,
marché de poisson, 1937
Σήμερα
η έννοια του Προλεταριάτου έχει εκφυλιστεί. Αν πάρουμε για παράδειγμα τις
Η.Π.Α, την Αγγλία και την Ιρλανδία όπου ο ακραίος νεο-φιλελευθερισμός
κυριαρχεί, (ένα μοντέλο που εισάγεται πλέον και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές
χώρες), η τάξη του λεγόμενου «προλεταριάτου» τείνει να συμπτυχθεί με τους
Λουμπενικούς. Τι εννοώ με αυτό; Αν κάποιος ζήσει στην μετα-Θατσερική Αγγλία, θα
δει πως η εργατική τάξη βρίσκεται στα όρια της κοινωνικής εξαθλίωσης. Τα
ποσοστά αλκοολισμού είναι υπερβολικά, η εγκληματικότητα ανθεί στις γειτονιές
όπου οι λευκοί αιώνιοι άνεργοι ή χαμηλόμισθοι Εγγλέζοι κατοικούν, κορίτσια
έφηβες μένουν έγκυες από την ηλικία των 15 ετών… Αν συγκρίνουμε αυτήν την
εικόνα με την εργατική τάξη της Ελλάδας πριν από 30 χρόνια ή ακόμα και της
Αγγλίας του 40 και του 50, θα δούμε πως στην ουσία μιλάμε για δυο διαφορετικές
κοινωνικές τάξεις. Ο Υπόκοσμος, από την άλλη, παρουσιάζει εξίσου διαφορές από
την εποχή του 50 και του 60. Πλέον οι τραβεστί, οι ομοφυλόφιλοι δεν έχουν να
κάνουν με τον υπόκοσμο καθώς η ομοφυλοφιλία δεν είναι πλέον παράνομη. (Αυτό
φυσικά δεν σημαίνει πως οι διακρίσεις έχουν εξαφανιστεί ή ότι δεν υπάρχουν
συντηρητικά κατάλοιπα ή πως η προσέγγιση του Πετρόπουλου είναι εκτός εποχής).
Αντιθέτως, οι ίδιοι ρόλοι παίζονται από διαφορετικούς ηθοποιούς, όπως ανθρώπους
που λόγω των Δυτικών επεμβάσεων στην Μέση Ανατολή έχουν ξεριζωθεί από τις χώρες
τους αναζητώντας καλύτερη τύχη στην Δύση. Μιλάμε πλέον για μια κοινωνική ομάδα
που έχει υποστεί όλη την πίεση των καπιταλιστών και των αστών (όχι όμως των
«Λουμπενικών») και όντας καταδικασμένοι στην φτώχεια θα αναγκαστεί να
χρησιμοποιήσει κάθε μέσο προκειμένου να επιβιώσει. Αν πούμε πως οι ομοφυλόφιλοι
στην δεκαετία του 50 αποτελούσαν τις «ομάδες του περιθωρίου», σήμερα οι
πρόσφυγες από τις χώρες της Ασίας και της Αφρικής έχουν τον πρώτο ρόλο των
«κοινωνικών αποβλήτων» στο παγκόσμιο θέατρο του πολιτικού παραλογισμού.
Ο
Πετρόπουλος όμως δεν είναι απλά ένας φιλόσοφος όπως ο Μαρξ ή ο Μπακούνιν ώστε
να επεκταθεί κάποιος σε κριτικές και αναλύσεις πάνω στο έργο του. Δεν
αναλώνεται σε επιχειρήματα βάση έρευνας και λογικής. Γίνεται ο ίδιος
αντικείμενο έρευνας και ως αποδείξεις δεν καταφεύγει απλά και μόνο στο
διασταύρωμα ιστορικών πηγών που πολλές φορές οδηγούν σε μια στείρα καλλιέργεια
κριτικής προσέγγισης. Χρησιμοποιεί τις ίδιες τις προσωπικές του εμπειρίες του
ως τεκμήρια και όχι μόνο ρίχνει φως σε σκοτεινές πτυχές της νεότερης Ελληνικής
ιστορίας αλλά μας βοηθάει να αναθεωρήσουμε αρκετά από αυτά που για πολύ καιρό
δεχόμασταν ως δεδομένα. Λίγοι γνωρίζουμε, για παράδειγμα, την φτώχεια και την
εξαθλίωση της Θεσσαλονίκης μόλις μετά την απελευθέρωση. Λίγοι έχουμε έρθει σε
επαφή με τον Υπόκοσμο της δεκαετίας του 50, που σήμερα πλέον πολλά από τα τότε
γνωρίσματά του αποτελούν καθημερινές μας συνήθειες, όπως τα Καλιαρτνά, μια
«διάλεκτος» που πλέον έχει υιοθετηθεί από ένα μεγάλο κομμάτι της μεσαίας τάξης.
Μήπως δεν έγινε το ίδιο και στις Η.Π.Α; Δεν ήταν η jazz η μουσική των κοινωνικά
αποκλεισμένων Αφρο-αμερικανών ενώ σήμερα παίζεται ακόμα και σε συναθροίσεις
μεγαλοαστών;
[3]
«Σύμφωνα με την γνώμη κάποιων βιαστικών λαογράφων και γλωσσολόγων, ο λαός μας
έπαψε να πλάθει παροιμίες και φραστικά κλισέ. Είμαι αναγκασμένος να τους
διαψεύσω. Το γήπεδο, ορισμένοι επαγγελματίες (π.χ, οι σοφεράτζες), το μπαρ, οι
σημερινοί νέοι, ο κόσμος των ομοφυλόφιλων, ο στρατός και άλλα κοινωνικά γκρουπ
γεννοβολούν λογής-λογής τυποποιημένες εκφράσεις. Δεν είναι της στιγμής να
μιλήσω γενικότερα. Θα ήθελα, τώρα, να αραδιάσω λίγες άγνωστες παροιμίες και
φραστικά κλισέ που χρησιμοποιούσαν (ή χρησιμοποιούν ακόμη) τα Παιδιά της Φάρας.
Μερικά απ΄αυτά τα έχω δημοσιεύσει, εδώ κι εκεί, στα βιβλία μου ή τα έχω
δανείσει στην Μαίρη Κουκουλέ, που τα πέρασε στην Νεοελληνική Αθυροστομία της.»
Τίποτα
δεν μπορεί να συγκριθεί με την προκλητικότητα και την άμεση απλότητα της «Εθνικής Φασουλάδας», της «Φουστανέλας» ή του «Μπουρδέλου». «Χρησιμοποίησα την φουστανέλα σαν όπλο κατά του
φρικαλέου νεο-ελληνικού ρατσισμού» λέει ο ίδιος έχοντας αποδείξει πως το
«εθνικό μας σύμβολο» στην ουσία φέρει Αλβανικές ρίζες. Το αρχαιότερο επάγγελμα
που κατ΄αυτόν δεν είναι η πορνεία αλλά η κλεψιά. «Το πεδίον της πορνείας είναι
τόσο μεγάλο που μπορεί να καταπιεί όλη την ανθρωπότητα» ισχυρίζεται.
[4]
«Σήμερα προκειμένου να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα ως πόρνη, μεταχειριζόμαστε,
συνήθως, την λέξη πουτάνα. Η λέξη αυτή (γνωστή, ήδη, από τα μεσαιωνικά χρόνια)
προήλθεν από την βενετσιάνικη και τριεστινική λέξη putana – και, γενικότερα από
το Ιταλικό puttana. [...] Με τις ρίζες των λέξεων puttana / πουτάνα ε ν δ ε χ ο
μ έ ν ο ς σχετίζεται και η τόσον
μυστηριώδης λέξη πουτί. Ό Ανδριώτης αναλύει τό όνομα Σταχτοπούτα δια των λέξεων
στάχτη +putta (= κοριτσάκι), ενώ ο Φιλήντας, εξ ενστίκτου, στρέφεται προς την
σύνθεση στάχτη + πουτι. Στην Χίο την Σταχτοπούτα τήν αποκαλούν Αχυλοπουτού, από
το αχυλιά (= στάχτη) +π ο υ τ ί. Στην Χίο, επίσης, συναντούμε το επώνυμο
Πουτούς (στα προβηγκιανά ή λέξη p o u to u σημαίνει: φιλάκι)…»
Παρίσι
1977: Ο Ηλίας Πετρόπουλος φωτογραφίζεται με τον φίλο του ζωγράφο Αλέκο Φασιανό.
Σίγουρα,
ο Ηλίας Πετρόπουλος δεν είναι αυτό που πολλοί υπερασπιστές του νεοελληνικού
πουριτανισμού θα ήθελαν να ακούσουν. Αναμφισβήτητα πρόκειται για κάποιον που
έχει ενοχλήσει και θα συνεχίζει να ενοχλεί για πολλά χρόνια ακόμα αρκετούς. Το
συντηρητικό status quo προσπάθησε πολλές φορές να τον εμποδίσει, να τον φιμώσει
να και να τον σταματήσει. Όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να φιμώσει την αλήθεια.
Πηγές:
Ηλίας
Πετρόπουλος:
[1]
Τα Μικρά Ρεμπέτικα, 1990, Νεφέλη, Αθήνα.
[2]
Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη, 1979, Νεφέλη, Αθήνα.
[3]
Τα Καλιαρντά, Παροιμίες του Υποκόσμου,
2002, Νεφέλη, Αθήνα.
[4]
Το Μπουρδέλο, 1990, Γράμματα, Αθήνα (σ.8).