Mark Rothko, Red on Marron, 1959
Εκείνη τη νύχτα έγινε η
μεγάλη σφαγή. Οι δρόμοι γέμισαν αίματα, πτώματα, άλλα διαμελισμένα, άλλα
ολόκληρα, τραυματίες προσπαθούσαν να καταπιούν τις κραυγές πόνου και να
προσποιηθούν τους νεκρούς. Οι επιζώντες σκόνταφταν πάνω σε κομμένα μέλη,
κλωτσούσαν αποκεφαλισμένα κεφάλια που κατρακυλούσαν σε κατηφόρες, χώνονταν κάτω
από παρκαρισμένα αυτοκίνητα –μέρες μετά και ακόμη οι οδοκαθαριστές μάζευαν.
Roberto Matta, Murder
Την είχαν προγραμματίσει
καιρό πριν τη σφαγή αλλά συνεχώς την ανέβαλαν μέχρι να μπορέσει η ψυχή τους να
συνηθίσει στην ιδέα. Τους δυσκόλευε και ο τρόπος, οι τρόποι του φόνου –δεν ήταν
καθ’ έξιν ή εξ επαγγέλματος φονιάδες, απλοί άνθρωποι ήταν, έντιμοι και με
αξίες, οικογενειάρχες με οράματα για τα παιδιά τους –καλή δουλειά, ένα σπίτι,
αυτοκίνητο, οικογένεια– έξω καρδιά τύποι, κάθε άλλο παρά δολοφόνοι. Επομένως,
το πράγμα έπρεπε να μελετηθεί. Πού να χτυπήσουν, πόσο δυνατά, ποια στιγμή,
μήπως να ρίξουν δηλητήρια; Άρχισαν να παρακολουθούν μετά μανίας ταινίες που
έδειχναν φόνους. Ανατρίχιαζαν με τον καθένα από αυτούς, έκλειναν τα μάτια
έντρομοι ειδικά όταν είχε τσεκούρια και μαχαίρια -έτρεχε πολύ αίμα, πιτσιλούσε
κιόλας. Σταδιακά συνήθισαν, έκαναν μάλιστα και στοπ στις επίμαχες σκηνές και
τις μελετούσαν –«το χτύπημα εδώ γίνεται υπό γωνία», σχολίαζε κάποιος, οι
υπόλοιποι κρατούσαν σημειώσεις, βοήθησαν πολύ και οι γιατροί, φυσιοθεραπευτές,
γυμναστές, χειροπράκτες, με τις γνώσεις ανατομίας που διέθεταν.
Michael Andrews, The Deer Park,
1962
Περισσότερο τους παίδεψε
άλλο: ποιος θα σκότωνε ποιον. Στην αρχή είπαν ο καθένας να σκοτώσει τους δικούς
του. Μετά το άλλαξαν –πώς θα τους κοιτούσαν στα μάτια και θα σκότωναν; Άρχισαν
τις συμφωνίες: «Εσύ θα σκοτώσεις τους δικούς μου και εγώ τους δικούς σου.»
Βέβαια, την ώρα της σφαγής δεν τηρήθηκε κανένα σχέδιο, οι γνώσεις που είχαν
αποκτήσει αποδείχθηκαν άχρηστες, οι ηθικές αναστολές που φοβόντουσαν ότι θα
τους σταματήσουν από την αναγκαία πράξη δεν έσκασαν καν μύτη –την κρίσιμη
στιγμή η ψυχή σιώπησε και το σώμα έδρασε, αυθόρμητα, σχεδόν αυτονόητα.
Κάποιοι σκεπτικιστές
μουρμούριζαν: «Πώς φτάσαμε μέχρις εδώ;» Στην αρχή έκλεισαν κάποια καταστήματα,
εντάξει, καιρός ήταν, παραήταν πολλά, τόσα μπαρ, τόσα εστιατόρια, ρουχάδικα,
παπουτσάδικα, τράπεζες –παραταγμένες, στρατός-, φροντιστήρια –το ένα στον πάνω
όροφο, το άλλο στο κάτω-, ινστιτούτα αισθητικής και λιποαναρρόφησης –έπεσαν οι
δουλειές ακόμη και στους πλαστικούς χειρούργους -προσθετική στήθους, διορθωτική
μύτης, τέντωμα δέρματος. «Να συμμαζευτούμε λίγο». Καιρός ήταν οι εργαζόμενοι να
βρουν κάτι χρήσιμο να κάνουν και όχι να προωθούν την κατανάλωση του άχρηστου
–θα εύρισκαν αλλού δουλειά, ας πούμε στα μαγαζάκια που άνοιξαν και αγόραζαν
παλιά κοσμήματα, ας έκαμναν κάτι δικό τους, ας ανέπτυσσαν την
επιχειρηματικότητά τους.
George Grosz, Unemployed
Μετά όμως έκλεισαν και
άλλα καταστήματα -κάθε μέρα ένας παλιός φωτογράφος πρόσθετε νέες φωτογραφίες
κλειστών καταστημάτων στο άλμπουμ του, τις ομαδοποιούσε ανά οδούς και αριθμούς,
Αισχύλου 4, 6, 10…, Σοφοκλέους 5, 9, 11…. Πάει και ο πρωτογενής τομέας,
εισαγωγές ντομάτας από Αργεντινή, πατάτας από Αίγυπτο, πιο φτηνή είναι, έδαφος και
υπέδαφος υποθηκευμένα. Στο μεταξύ, όσο έκλειναν τα μικρά μαγαζιά, τα
πολυκαταστήματα πολλαπλασιάζονταν, ευθέως ανάλογη προς τον πολλαπλασιασμό τους
ήταν η επικίνδυνη αύξηση του αριθμού των ανέργων –ο καθένας πια πρόσεχε το έχει
του, αρκετοί μάλιστα ακολούθησαν το σύστημα των αρχαίων, κυκλοφορούσαν στους
δρόμους χωρίς τσάντες με κάτι λίγα ευρώ στο στόμα τους.
Στο μεταξύ, με την
οικονομική κρίση τέθηκαν εκ νέου ηθικά ζητήματα –οι άνθρωποι ξαναθυμήθηκαν
παλιές αξίες, την αλληλεγγύη, τη συνεύρεση στα σπίτια, το τραγούδι. Ωραία.
Έπειτα, ο καθένας σκέφτηκε ότι όφειλε να φροντίσει τον γονιό του –«τίμα τον
πατέρα σου και τη μητέρα σου»-, κυρίως όσους δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
Ξεχωριστό δράμα βίωναν ηλικιωμένοι που
είχαν περάσει τη ζωή τους κάνοντας οικονομίες για να δημιουργήσουν το κάτι τι
τους στερώντας τον εαυτό τους και τα παιδιά τους ακόμη και από αναγκαίες
απολαύσεις –την κατασκήνωση των παιδιών, το σινεμαδάκι, ένα βιβλιαράκι, μια
παστούλα. «Ε, να μην τα επιβαρύνουμε τα παιδιά στα γεράματά μας…», με αυτήν την
καραμέλα στο στόμα άφηναν τα παιδιά τους να περνούν δύσκολα, να δανείζονται από
αλλού, από άλλους, από τράπεζες, για να φτιάξουν το δικό τους κάτι τι, όταν
μεγάλωναν.
Michael Andrews, A Man who Suddenly
Fell Over, 1952
Αυτοί, λοιπόν, οι
ηλικιωμένοι βρέθηκαν χωρίς τίποτε, το χρήμα εξανεμίστηκε –πού πήγε; το έφαγαν
οι τράπεζες; οι τραπεζίτες; οι πολυεθνικές; οι πολιτικοί; ποιοι; Παππούδες και
γιαγιάδες εξαρτήθηκαν από τα παιδιά τους –«τίμα, παιδί μου, τον πατέρα σου και
τη μητέρα σου»-, μετακόμισαν από τα σπίτια τους στα σπίτια των παιδιών τους,
ξανά όλοι μαζί. Γιοι και θυγατέρες μάζεψαν τα γερόντια από τα γηροκομεία –πού
χρήματα για τέτοια… Τα ιδιωτικά γηροκομεία έκλεισαν –δεν μπορούσαν να
λειτουργήσουν με τους ελάχιστους ευκατάστατους. Όσοι γέροντες δεν είχαν κανέναν
και τίποτε κατέληξαν στα δημόσια γηροκομεία. Άθλια η κατάσταση εκεί, μαζεύτηκαν
πολλοί, κάθε μέρα οι ελάχιστοι εργαζόμενοι έβαζαν και καινούρια ράντζα, όπως
παλιά στα νοσοκομεία. Πώς να διώξουν κόσμο; Κάθε μέρα ρωτούσαν με λαχτάρα: «Τι
έγινε; Πέθανε κανείς ψες τη νύχτα;». Κι όταν η απάντηση ήταν καταφατική, «Δόξα
σοι ο Θεός» έλεγαν. Ένας πέθαινε, τέσσερις εμφανίζονταν. Ούτε έναν θάνατο δεν
μπορούσαν να ευχαριστηθούν οι επιζώντες, ούτε με έναν νεκρό δεν μπορούσαν να
ανακουφιστούν.
Salvador Dali, Les Trois âges (la
vieillesse, l'adolescence, l'enfance), 1941
Οι νεότεροι άρχισαν να
κοιτάζουν τους μεγαλύτερους με μισό μάτι: «Δεν πεθαίνουν κι αυτοί να γλυτώσουμε
κανένα πιάτο φαΐ…». Από την άλλη, οι ηλικιωμένοι περιόρισαν τις μετακινήσεις
τους, ένιωθαν εχθρικά τα βλέμματα των νεοτέρων τους επάνω τους. Στο λεωφορείο
δεν τολμούσαν να καθίσουν, γιατί όλο και θ’ άκουγαν κάποιον να φωνάζει: «Δεν
ντρέπεσαι, ρε γέρο, να κάθεσαι; Δεν βλέπεις τόσους νέους που έχουν μείνει στα
πόδια τους από την κούραση στη δουλειά;» Στο σπίτι έκαναν ό,τι περνά από το
χέρι τους για να τους νιώθουν τα παιδιά τους χρήσιμους. Να λίγο μαγείρεμα –ως
και σκουφάκι φόρεσε η γιαγιά, για να μην της πέφτει καμιά τρίχα από τα μαλλιά
στο φαΐ-, λίγο σκούπισμα, η λίστα με τα ψώνια, κανένα παραμυθάκι στα παιδιά,
μια βόλτα στο πάρκο, λίγο ταχτάρισμα για να μένουν ήσυχα την ώρα που οι γονείς
τους αναπαύονταν. Ναι, κυρίως με τα παιδιά ασχολούνταν οι γέροντες, εκείνα να
τους αισθανθούν χρήσιμους και αναγκαίους, να δεθούν μαζί τους συναισθηματικά,
να φωνάζουν συνέχεια «γιαγιάκα, παππούκα», και να μην τρώνε το φαγάκι τους
χωρίς αυτούς, να μην κοιμούνται χωρίς αυτούς, να ξυπνούν και να ζητούν αυτούς.
Και τα φάρμακα περιόρισαν οι γέροντες, κάποιοι τα έκοψαν τελείως, και τις
επισκέψεις στον γιατρό τις αραίωσαν, και κανένα πόνο αν αισθάνονταν τον
έκρυβαν. Μόνο να μην ενοχλούν και τους διώξουν από τα σπίτια τους τα παιδιά
τους.
Pablo Picasso, Portrait du père de
l'artiste, Portrait of the father of the artist, 1896
Κι ωστόσο, η απόφαση είχε
κιόλας παρθεί. Οι όποιες αρχικές ηθικές αναστολές αντικαταστάθηκαν από μια
βιασύνη –«άντε, πότε θα το κάνουμε;». Στους όποιους διστακτικούς οι
αποφασισμένοι έβαζαν το δίλημμα: «Τι προτιμάς: Να ζήσουν εκείνοι ή τα παιδιά;
Εξάλλου, εμείς από αγάπη γι’ αυτούς το
κάνουμε, για να μην έχουν εξαθλιωμένα γεράματα, για να μην βλέπουν εμάς,
τα παιδιά τους, δυστυχισμένους, την αγωνία μας για το πώς θα τους φροντίσουμε,
ποιους να φροντίσουμε, αυτούς ή τα παιδιά μας;» Και σε κάποιον, ακόμη πιο
απρόθυμο για την πράξη του φόνου, έθεταν το αμείλικτο ερώτημα: «Μα καλά, δεν
τους αγαπάς;». Αγαπώντας τους, λοιπόν, αποφάσισαν ο καθένας να σκοτώσει τον
δικό του, ο γέρων να πεθάνει με αγάπη από χέρι αγαπημένου.
George Grosz, Suicide, 1916
Όσοι δεν συμφώνησαν με το
σχέδιο, ορκίστηκαν να τηρήσουν τον κανόνα της σιωπής και να μην αποκαλύψουν το
σχέδιο σε κανέναν –τη νύχτα της σφαγής απλώς θα κλείνονταν στα σπίτια τους
(φυσικά ήταν οι πρώτοι που σφαγιάστηκαν). Κάποιοι, ελάχιστοι, αυτοκτόνησαν μην
μπορώντας να δεχθούν αυτό που γινόταν και αυτό που καλούνταν να κάνουν. Η
αυτοκτονία τους αποδόθηκε στην οικονομική τους κατάρρευση και στην αδυναμία
τους να αντέξουν τη μεταβολή της κατάστασής τους.
Francis Bacon, Study for a
Portrait of Van Gogh IV, 1957
Οι συνωμότες όρισαν την
ημέρα, ή μάλλον τη νύχτα της εφαρμογής του σχεδίου. Θα ήταν η νύχτα των
Χριστουγέννων. Βόλευε εκείνη η νύχτα. Οι περισσότεροι γέροντες έβγαιναν από τα
σπίτια τους για να πάνε στην εκκλησία –μαζί με όλες τις άλλες αλλαγές
παρουσιάστηκε και αυτή, οι άνθρωποι έγιναν περισσότερο θρησκευόμενοι, ευσεβείς
και ευλαβείς, ίσως πάλι γιατί εκεί έκαιγε μια υποτυπώδης σόμπα, μαζεύονταν και
πολλοί, τα χνώτα ζέσταιναν, μοίραζαν και αντίδωρο. Μετά τη λειτουργία θα τον
έκαμναν τον φόνο, αφού πρώτα πλημμύριζε η ψυχή από τον λόγο της αγάπης του Θεού,
κι έτσι, με αγάπη, να χώσουν τα μαχαίρια στα πλευρά. Μετά λοιπόν. Τελείωσε η
λειτουργία, οι καμπάνες χτύπησαν, οι άνθρωποι πήραν τον δρόμο για τα σπίτια
τους, σκόρπισαν. Κι έτσι σκορπισμένοι, κρατώντας στο ένα χέρι δαυλούς –η πόλη
φυσικά δεν ηλεκτροδοτούνταν τη νύχτα-, στο άλλο το όργανο της θυσίας, οι
νεότεροι αποκόβονταν από τους ηλικιωμένους, χάνονταν πίσω από τοίχους
παραμονεύοντας τον αργό βηματισμό των γονιών τους. Οι φλόγες από τους δαυλούς
που κρατούσαν στα χέρια τα πρόσωπα σκλήραιναν, οι ρυτίδες βάθαιναν, τα στόματα
έχασκαν κενά, τα μάτια βυθίζονταν στις κόγχες τους.
Otto Dix, Portrait de mes parents,
1924
Μόνο που τα πράγματα δεν
εξελίχθηκαν ακριβώς όπως τα είχαν σχεδιάσει. Γιατί –ποιος θα το περίμενε;- και
οι ηλικιωμένοι είχαν καταστρώσει παρόμοιο σχέδιο. Κι εκείνοι είχαν κάνει τις
δικές τους συγκεντρώσεις, κι εκείνοι είχαν αποφασίσει να σκοτώσουν τα παιδιά
τους –«δεν αντέχουμε να τους βλέπουμε να αγωνίζονται τόσο πολύ, δεν είχαμε
σχεδιάσει τέτοια ζωή για τα παιδιά μας»-, από αγάπη θα τα σκότωναν, παιδιά κι
εγγόνια, «και τα μικράκια μας», για να τους απαλλάξουν από την έγνοια ενός
ανυπόφορου βίου. Πήραν την απόφαση, όχι χωρίς ηθικά διλήμματα και αναστολές,
όμως την πήραν. Από αγάπη.
Tintoretto, Le Massacre des
innocents, The Massacre of the innocents, 1587
Εκείνη τη νύχτα υπήρξαν
αντίπαλα στρατόπεδα. Σαραντάρηδες, πενηντάρηδες βρέθηκαν απέναντι στους
ηλικιωμένους γονείς τους, μανάδες μικρών παιδιών χτυπούσαν τις δικές τους
ηλικιωμένες μανάδες, παππούδες κυνήγησαν εγγόνια, γιαγιάδες κράδαιναν
απειλητικά τους δαυλούς, τσιτσίριζαν τα δέρματα που καίγονταν, βάφτηκαν όλοι
από το αίμα που πιτσιλούσε, στο τέλος ξεχώριζαν μόνο τα μάτια που είχαν
διαπλατυνθεί και γυάλιζαν. Η σφαγή ήταν μεγάλη και από τις δύο πλευρές, το αίμα
έρρεε άφθονο στους δρόμους, όπως παλιά το κρασί, τα πόδια λερώθηκαν. Κάποιοι
έτρεξαν στις εκκλησιές για να σωθούν, παπάδες και καντηλανάφτες πρόλαβαν και
έκλεισαν τις χρυσοποίκιλτες πόρτες –κλείστηκαν μέσα και δήλωσαν αμέτοχοι στο
όλο εγχείρημα. Την άλλη μέρα θα τελούσαν με τον πρέποντα σεβασμό τις κηδείες,
ομαδικές και με συνοπτικές διαδικασίες. Τα κόλλυβα θα ήταν νόστιμα. Στο μεταξύ,
λέγεται ότι κάποιοι πρόλαβαν να χωθούν μέσα σε κάποια εκκλησιά, μικρή και στην
άκρη της πόλης. Ούτε κι εκεί σταμάτησε η σφαγή. Πραγματοποιήθηκε μπροστά στα
ορθάνοιχτα μάτια του Θεού της οροφής και των αγίων στις εικόνες -το αίμα που
πετάχτηκε κατρακύλησε από τα μάτια τους και έβαψε το τέμπλο.
R.B. Kitaj, Cecil Court, London
W.C.2. (The Refugees), 1983-4
Το πρωί βρήκε τους
ζωντανούς να κάθονται στα κατώφλια των σπιτιών. Το αίμα είχε ξεραθεί επάνω τους
–έτριψαν τα χέρια μεταξύ τους για να ξεκολλήσει, κομμάτια, πλάκες ολόκληρες αίματος
έπεφταν μπροστά τους. Ξαφνικά συνειδητοποίησαν την παρουσία των άλλων ζωντανών.
Με καχυποψία κοιτούσε ο ένας τον άλλον, κοιτούσαν τα χέρια μήπως κρύβουν
μαχαίρια στις δίπλες των ρούχων. Όμως όλοι είχαν κουραστεί. Τα βλέμματα
άλλαξαν, έγιναν διερευνητικά –ποιοι επέζησαν; ποιοι πέθαναν; Τα βλέμματα
έψαχναν για ταυτότητες, ένα σημάδι αναγνώρισης πάνω στους νεκρούς, στους
εαυτούς τους, το ρούχο ίσως, τα παπούτσια. Δεν αναγνώριζαν τίποτε, ούτε τον
εαυτό τους. Όλα ήταν κόκκινα, ως και τα βλέμματα.
Otto Dix, Et une vie nouvelle naît
des ruines, 1946
Να πλυθούν, έπρεπε να
πλυθούν, το ξεραμένο αίμα να ξανααποκτήσει την υγρασία του και να αρχίσει να πέφτει
κάτω μαζί με το ζεστό νερό, να το ρουφήξει το σιφόνι του μπάνιου. Ύστερα να
ντυθούν και να βγουν στους δρόμους, να μαζέψουν νεκρούς, να αποτελειώσουν
τραυματίες, να ετοιμάσουν τις πυρές για να κάψουν τα πτώματα –πού να ανοίξουν
τόσους λάκκους;-, να πλύνουν, ή, μάλλον, να απολυμάνουν τους δρόμους -οι
υδροφόρες του Δήμου ήδη γέμιζαν με θαλασσινό νερό. Ύστερα έπρεπε να τελέσουν τα
τρισάγια. Ύστερα, κάποια στιγμή, θα κοιτιόντουσαν στα μάτια, έπρεπε να
αναγνωριστούν μεταξύ τους οι ζωντανοί, ώστε μετά να σβήσουν από τα κατάστιχα
της πόλης τους νεκρούς, να μετρηθούν και να δουν αν όσοι είχαν απομείνει
μπορούσαν να επιβιώσουν. Στο μέτρημα βρέθηκαν περισσότεροι από αυτούς που
μπορούσε να αντέξει η πόλη, που μπορούσε να αντέξει ο καθένας. Η νύχτα της
μεγάλης σφαγής δεν είχε τελειώσει. Στο μεταξύ το νέο διαδόθηκε από πόλη σε
πόλη. Κάποιοι το βρήκαν καλό και εφάρμοσαν τη μέθοδο. Κάποιοι, με τις
οικογένειές τους, πήραν τα βουνά, κατοίκησαν σε σπήλαια, έζησαν κυνηγώντας και
μαζεύοντας καρπούς, κρύβονταν από άλλους ανθρώπους, όταν τους έβλεπαν, φωτιά
δεν άναβαν για να μην τους προδώσει ο καπνός.
Δήμητρα Μήττα
Δεκέμβριος 2011
Πρωτοδημοσιεύθηκε
στο περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 145 (2012) 324-328.