Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Egon Schiele: Στα σύνορα ερωτισμού και θανάτου. Egon Schiele: Between eroticism and death

Egon Schiele, Autoportrait, 1911

Ένα επεισόδιο αγανάκτησης


Egon Schiele, The artist's room in Neulengbach, 1911

Έτος 1911: Βρισκόμαστε στην πόλη Krumau της Αυστρίας, κοντά στη Βιέννη. Ορδές μικρών παιδιών που ζουν στα όρια της φτώχειας και της παραβατικότητας προσκαλούνται να παίξουν στο ατελιέ του ζωγράφου Egon Schiele. 

Egon Schiele, Standing nude boy head turned to the left, 1910

Εκείνος έχει μόλις ολοκληρώσει το γυμνό πορτραίτο ενός μικρού αγοριού.

 Egon Schiele, Nude girl in yellow coat, 1911

Στον τοίχο του ατελιέ είναι κρεμασμένο το σχέδιο ενός ημίγυμνου κοριτσιού.

 Egon Schiele, Group of three girls, 1911

Τα παιδιά που ζουν σκληρή ζωή στους δρόμους και στα ορφανοτροφεία έχουν κιόλας αφήσει πίσω τους την εποχή της αθωότητας. Κοιτούν το σχέδιο στον τοίχο, γελούν και σχολιάζουν… οι παιδικοί ψίθυροι όμως διαχέονται στους δρόμους και φτάνουν στ’ αυτιά της κοινωνίας του Krumau.

Egon Schiele, The single orange was the only light, 1912

Ιούλιος 1912: Ο Σίλε περνάει εικοσιτέσσερις μέρες στην φυλακή, με την κατηγορία ότι προκάλεσε το κοινό αίσθημα και την δημόσια αιδώ, επιτρέποντας σε ανήλικους να κυκλοφορούν σε χώρο όπου εκτίθενται αναίσχυντες εικόνες. 

Egon Schiele, Self-Portrait with Raised Naked Shoulder, 1912

Αντιμετωπίζει σοβαρότατες κατηγορίες για απαγωγή και αποπλάνηση ανηλίκου, αλλά αθωώνεται. Κατά τη διάρκεια της δίκης βλέπει τον δικαστή να καίει επιδεικτικά ένα από τα ερωτικά σχέδιά του, ως μια συμβολική κίνηση καταδίκης του έργου που πληγώνει ανερυθρίαστα την κοινωνική ευπρέπεια.

Η διάλυση ως μοίρα

Egon Schiele, La Grossesse et la mort, 1911

Λίγο προτού ξεσπάσει ο A΄ παγκόσμιος πόλεμος, που θα καταφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στον φιλελεύθερο, αστικό δυτικό πολιτισμό του 19ου αιώνα, καθώς και στην πεποίθηση ότι η Ευρώπη είναι το κέντρο του κόσμου, ο Έγκον Σίλε επιφέρει με τα μολύβια του ένα αισθητικό πλήγμα στις ζωγραφικές φόρμες. Μοιάζει να πιάνει τον παλμό της μοίρας. Ζωγραφίζει την ερωτική εκδοχή ενός σκληρού πεπρωμένου. Υπακούει στην σχεδόν έμφυτη δεξιοτεχνία του και διαλύει την δήθεν ακέραιη ανθρώπινη φιγούρα μαζί με τις ένδοξες νόρμες της ιδανικής Ομορφιάς, η οποία μέχρι τότε αρκείται με χίλιες δυο προφάσεις να δείχνει παιχνιδιάρικα και υπαινικτικά μόνο τον αστράγαλό της.

Egon Schiele, Nu féminin sur couverture bariolée, 1911

Η σχέση του Σίλε με το ιδανικά Ωραίο έχει αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες, με δεδομένο το συγκείμενο της εποχής. Θα απογυμνώσει την ομορφιά από κάθε εξωραϊστικό στοιχείο και με τρόπο αριστοτεχνικά βέβηλο, θα μας δώσει 300 ζωγραφικούς πίνακες και 3.000 σχέδια, κατά τη σύντομη ζωή των 28 χρόνων του.

 Η επίδραση της Φωτογραφίας

Egon Schiele as a first-year student at the Vienna Academy of Fine Arts, 1906

Μεταξύ 1870 και 1910 ο δρόμος έχει ήδη στρωθεί για μια επανάσταση στην ιστορία του γυμνού πορτραίτου. Έρχεται η Φωτογραφία ως ρηξικέλευθο νέο μέσο και επαναδιαπραγματεύεται την ιδέα της ομορφιάς, κόντρα στο παραδοσιακά Ωραίο, μιας που δεν επιτρέπει καμία εξιδανίκευση του αντικειμένου της. Το ηθικό και αισθητικό όραμα της τέλειας αναλογίας πνεύματος και σώματος σε μια ιδεώδη μορφή όλο και ξεμακραίνει στα βάθη του παρελθόντος, απ’ όπου αναδύεται και η Βιέννη, ανανεωμένη και άκρως ερωτική.  Σ’ αυτό βοηθά η τεράστια ζήτηση εικόνων από τις νέες επιστήμες της ψυχολογίας, της εθνολογίας, της φαρμακολογίας και της ψυχοπαθολογίας καθώς και το αίτημα της κοινωνίας για εικόνες ερωτικές, που να μην απευθύνονται μόνο σε ένα προνομιούχο τμήμα του πληθυσμού.

Πορνογραφία και Ζωγραφική

Egon Schiele, Woman Undressing, 1914

Η πρωτοφανής πλημμύρα εικόνων υποθάλπει την εξέγερση ενάντια στο Ωραίο ως αυτοσκοπό και μετατοπίζει το υπάρχον όριο. Η διαθεσιμότητα και η συσσώρευση ερωτικών εικόνων μιας πρώιμης πορνογραφίας μεταβάλλουν την αντίληψη του κοινού για την ανθρώπινη μορφή. 

Αυτή η πληθώρα οπτικής πληροφορίας αναγνωρίζεται ως η βασική στυλιστική επίδραση στον Αυστριακό Εξπρεσιονισμό, όπως παρατηρεί ο Klaus Albrecht Shroder στο δοκίμιό του για τον Σίλε «Eros and Passion» (Prestel, 2006).

Egon Schiele, Nu de jeune fille, vue de dos, avec une longue natte, 1913

Επίσης, η ερωτική και η ψυχιατρική φωτογραφία υπογραμμίζουν την προσγείωση της εποχής στον ρεαλισμό και μια μετατόπιση στη σχέση ορατού και αόρατου, απεικονίσιμου και μη απεικονίσιμου. Παράλληλα προσφέρουν στον Σίλε το ερέθισμα για να δώσει νεύρο, με το μοναδικό του ύφος, στους ηρωικούς πεσόντες του ερωτικού του τελάρου.

Επαφή με τον Θάνατο

Egon Schiele, Self-Seer II (Death and Man), 1911, Exposé au Leopold Museum, Vienne (Autriche)

Ο Έγκον Σίλε γεννήθηκε το 1890 στην πόλη Tull, στο Δούναβη, στην νότια Αυστρία. Από τα δύο του κυκλοφορεί με χαρτί και μολύβι στο χέρι. Ο θάνατος επισκιάζει τη ζωή του πρόωρα. Ο πατέρας του, άρρωστος με σύφιλη, πεθαίνει όταν ο γιος του είναι δεκαπέντε ετών. Ο Σίλε, στοιχειωμένος από τον θάνατο του πατέρα, αναπτύσσει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα σωματικά συμπτώματα των ασθενειών και στα είκοσι χρόνια του παρακολουθεί περιπτώσεις αρρώστων, αλλά και εγκύων γυναικών, σε μια γυναικολογική κλινική στη Βιέννη, τις οποίες και ζωγραφίζει.

Egon Schiele, Death and the Maiden, 1915-16

Η βαναυσότητα του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο, παρ’ ότι οι περιορισμοί της εποχής δεν τον αποτρέπουν από το κυνήγι της καλλιτεχνικής του καριέρας. Δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τον τρόπο που ο Σίλε βίωσε τον πόλεμο, γνωρίζουμε όμως τις μεταθέσεις του από πόλη σε πόλη και το γεγονός ότι το 1916 κρατούσε ημερολόγιο πολέμου. Επίσης, γνωρίζουμε ότι στον στρατό οι αξιωματικοί τού φέρθηκαν σχετικά καλά, διότι τον εκτιμούσαν για το καλλιτεχνικό του ταλέντο (ή για τη θεματολογία του άραγε;) και ότι γενικώς τα καθήκοντά του δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητικά. Επιπλέον, δεν βρέθηκε ποτέ στο μέτωπο και δεν αντιμετώπισε την φρίκη της μάχης.

Το σώμα του θανάτου

Egon Schiele, The Small City (Dead City VI), 1912

Ο θάνατος δεν λείπει από τη σύγχρονη τέχνη. Είναι ένα από τα δεσπόζοντα θέματα των εικαστικών τεχνών μετά τη δεκαετία του ‘60 και φυσικά στον 21ο. Όμως, ακριβώς επειδή ο θάνατος είναι η ίδια η έλλειψη, εκείνο που αποδίδεται ως θάνατος σήμερα είναι το κενό καθαυτό, η απουσία. Στην περίπτωση του Έγκον Σίλε ο θάνατος κάνει αντιθέτως την εμφάνισή του ως διαυγής παρουσία. Μέσα από την αποσύνθεση του απεικονιζόμενου σώματος, στις κατακερματισμένες μορφές με τα διακεκομμένα και ρευστά περιγράμματα, στα ναρκισσιστικά κάτισχνα αυτοπορτραίτα του, που διατρέχονται από αυτο-οικτιρμό, επιδειξιομανείς γκριμάτσες και το αίσθημα του διχασμού, ο θάνατος εμφανίζεται ως το ασπαίρον μέλος του ερωτισμού.

Egon Schiele, Dead mother I, 1910

Τα διπλά πορτραίτα του, με πρωταγωνιστές μια μάνα και ένα παιδί, πάλλονται από ένα τραγικό πεπρωμένο. Πρωθύστερα σχήματα του μέλλοντός του, τα έργα αυτά εικονίζουν συμπλέγματα που ακροβατούν ανάμεσα στην τρυφερότητα και στον θάνατο, ενώ συχνά διαθέτουν και μια δόση μυστικιστικού ερωτισμού. Η ειρωνεία της ζωής θέλει τη γυναίκα του να πεθαίνει από την ισπανική γρίπη ενώ ήταν έξι μηνών έγκυος, κι έτσι επαληθεύεται η συνάντηση εκκολαπτόμενης ζωής και θανάτου, το θέμα που τόσο δραματικά απεικόνισε ο καλλιτέχνης. Ο Έγκον πεθαίνει από την ίδια ασθένεια τρεις ημέρες μετά, το 1918, στα 28 του χρόνια.

Ερωτισμός και Βία

Egon Schiele, Reclining female nude with green cap leaning to the right, 1914

Ο Ζώρζ Μπατάιγ στο βιβλίο του «Ο Ερωτισμός» (Ίνδικτος, 2001) διερευνά τον τρόπο που συνορεύει ο έρωτας με τον θάνατο. Ο Μπατάιγ διακρίνει τον ερωτισμό σε τρεις κατηγορίες: Στον ερωτισμό του σώματος, της καρδιάς και τον ιερό ερωτισμό. Τον ερωτισμό του σώματος θεωρεί βαρύ και ολέθριο και ερμηνεύει την ένταση που τον χαρακτηρίζει ως μια «τρομερή περίσσεια της κίνησης, που μας εμψυχώνει [...] αλλά μας θυμίζει αδιαλείπτως τον θάνατο, ρήξη της ατομικής ασυνέχειας». Κατανοεί την σεξουαλική ένωση σαν ένα πέρασμα από την ασυνέχεια και την αυστηρή ατομικότητα στην συνέχεια και στην αλληλουχία. Αυτή η επίτευξη της αλληλουχίας μέσα από την αφροδίσια ένωση οδηγεί στην καταστροφή της ατομικότητας, της ασυνέχειάς μας. Το συναίσθημα που επιτάσσει τις τρεις μορφές του ερωτισμού είναι η νοσταλγία. Ως νοσταλγία εννοείται μια βαθιά επιθυμία επιστροφής στην αρχέγονη ρίζα του όντος, στη ζωικότητα, στη μήτρα. Η ατμόσφαιρα των ερωτικών πορτραίτων του Σίλε, που φλερτάρουν ανοιχτά με τον θάνατο, βρίσκει το αντίστοιχό της στους στοχασμούς του Μπατάιγ, που εκδίδονται 39 χρόνια μετά το θάνατο του ζωγράφου.

Απρέπειες

Egon Schiele, Reclining female figure with gold blond hair on a blue pillow (Wally Neuzil)

Το 1911 ο Έγκον είναι 21 ετών και φοιτά στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης από το 1906 (ένα χρόνο πριν γνωρίσει τον Klimt). Είναι η χρονιά που εκδίδεται η πρώτη μονογραφία για το έργο του και πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση, στην φημισμένη Gallerie Miethke στη Βιέννη.

 Egon Schiele and Wally Neuzil

Επίσης, γνωρίζει την Wally Neuzil, η οποία παραμένει σύντροφός του μέχρι το 1915, όταν την εγκαταλείπει και παντρεύεται την ανώτερης κοινωνικής προέλευσης Edith Harms. Και οι δύο σημαντικές γυναίκες της ζωής του τού ποζάρουν και έτσι εξασφαλίζουν μια θέση στην ιστορία της τέχνης.

Egon Schiele, Girl with Black Hair, 1911. This watercolor is typical of Schiele's voyeuristic images of women in his studio, shown twisting into a variety of licentious positions. Here, he balances the girl's lush tumble of blue-black hair with the inky darkness of her raised skirt, which reveals another tuft of dark hair and her stockings. Since Schiele could not afford professional models, he used prostitutes and süsse Mädel, or "sweet young things," working-class girls who satisfied the sexual needs of Vienna's gentlemen.

Ο πίνακας «Κορίτσι με μαύρα μαλλιά» φιλοτεχνήθηκε την περίοδο που το ζευγάρι Έγκον και Wally έχει μετακομίσει στο Krumau. Ακόμα δεν έχει ξεσπάσει το σκάνδαλο για τις διαρκείς επισκέψεις των παιδιών της μικρής πόλης στο ατελιέ του, οπότε ο καλλιτέχνης έχει επιδοθεί στη δημιουργία μιας σειράς ημίγυμνων πορτραίτων, την οποία συνεχίζει μέχρι και το 1912. Τα πορτραίτα αυτά θεωρούνται τα πιο προκλητικά και απρεπή που ζωγράφισε ποτέ.

Το «Κορίτσι με Μαύρα Μαλλιά» συνδυάζει την υδατογραφία με το αδρό σχέδιο του μολυβιού. Πρόκειται για ένα σχέδιο διαστάσεων 56,5 x 36,2 εκ., το οποίο σήμερα φιλοξενείται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Είναι μία από τις δύο ερωτικές υδατογραφίες που μοιράζονται το ίδιο θέμα, το ίδιο μοντέλο και την ίδια σύνθεση, σε παραλλαγή.

Τα μοντέλα του την εποχή εκείνη, που βρίσκεται σε οικονομική ανέχεια και δεν διαθέτει χρήματα για να προσλάβει επαγγελματίες, είναι έφηβες που ανήκουν στην εργατική τάξη καθώς και νεαρές πόρνες. Υποθέτουμε λοιπόν ότι το Κορίτσι με τα Μαύρα Μαλλιά ανήκει σε κάποια από τις δύο κατηγορίες, πιθανότατα στην δεύτερη, όπως μπορούμε να συνάγουμε από την προκλητική άνεση.

Gustav Klimt, Reclining Woman, (1912–13). At the opening of the 20th century, Klimt was Vienna's most prominent artist, known for his monumental wall paintings, elegant society portraits, and glittering landscapes. In addition to these public works, Klimt produced a large number of private drawings of female nudes. His quickly rendered lines capture intimate scenes of women in blatantly erotic poses, revealing the seething sexuality that lurked beneath the city's decorous exteriors. Klimt was an early mentor to both Kokoschka and Schiele.

Η γυναικεία φιγούρα είναι μισοξαπλωμένη και ημίγυμνη, με τρόπο που να αποκαλύπτει κάτω από τη σηκωμένη φούστα τα γεννητικά της όργανα. Ο Σίλε δεν υποκύπτει σε καμιά σεμνοτυφία ή ωραιοποίηση, εν αντιθέσει με τον Κλιμτ ο οποίος μετατρέπει το σώμα και τη σεξουαλικότητα σε ένα διακοσμητικό παιχνίδισμα, ενώ επιστρατεύει φορμαλιστικά τεχνάσματα για να συγκαλύψει (ομολογουμένως, μαγικά) την ωμή επίδραση μιας αντίστοιχης εικόνας. Ο Σίλε όμως επιθυμεί το βλέμμα του θεατή να εστιάσει στην περιοχή-ταμπού. Έτσι, η αξία της φούστας είναι ότι τονίζει την γύμνια, στρώνοντας το έδαφος για την παραβίαση του κανόνα και της κοινωνικής αιδημοσύνης.

Σχεδόν ζωή

Egon Schiele, Seated female nude resting on right knee, 1914

Κάπου εδώ ο Μπατάιγ θα μας θύμιζε ότι «η γύμνια γίνεται σύμβολο της απώλειας του εαυτού [...] Η απογύμνωση είναι μια άσεμνη εξίσωση της θανάτωσης». Στο έργο αυτό η απογύμνωση του σώματος ισοδυναμεί με τον βιασμό της ντροπής, ακούραστης τροφού του δυτικού πολιτισμού.

Ενδιαφέρον έχει επίσης το απλανές βλέμμα του κοριτσιού, που τα γαλάζια μάτια το κάνουν να φαίνεται κενό. Ο θεατής δεν έρχεται αντιμέτωπος με τα μάτια, αλλά πολύ περισσότερο με τα γεννητικά όργανα. Επιπλέον, η στάση της τοποθετεί τον θεατή ψηλά, να παρατηρεί από πάνω το ξαπλωμένο της σώμα. Τέτοια ήταν και η θέση του Σίλε όταν ζωγράφιζε το έργο˙ ανεβασμένος σε σκάλα με το μοντέλο ξαπλωμένο σε έναν καναπέ.

Όπως στα περισσότερα σχέδιά του, έτσι κι εδώ η μόνη αναφορά στο χώρο γίνεται μέσω της ανθρώπινης μορφής, που τον μονοπωλεί, κυριαρχώντας με την έντονη παρουσία της. Η μαύρη φούστα της και οι κάλτσες, κηλίδες υδαρούς χρώματος, απλώνονται χωρίς αυστηρό περιορισμό στο χαρτί. Τα μαλλιά στεφανώνουν το ατημέλητα λάγνο πρόσωπο και σχεδόν το βυθίζουν στην επιπεδότητα της νερομπογιάς, παρά το αυστηρά δισδιάστατο σχέδιο. Λίγο μπλε τοποθετημένο άναρχα στα μαλλιά και στη φούστα, ελάχιστο κόκκινο στα χείλη, κάτω από τα μάτια και στο εφήβαιο, μας θυμίζουν ότι το σώμα που κείται αισθησιακό και μαζί ανήμπορο, είναι ακόμα εν ζωή.

Σπαραγμός και οργασμός

Egon Schiele, Black Haired Girl with Lifted Skirt, 1911

Τα μέλη του «Κοριτσιού με τα Μαύρα Μαλλιά» μοιάζουν ημιτελή. Στο δεύτερο έργο της ίδιας σειράς, το κορίτσι έχει τα σημάδια του εικαστικού ακρωτηριασμού ακόμα πιο έντονα. Η αντίθεση ανάμεσα στον ευθύβολο ερωτισμό και στην αναπηρία της φιγούρας είναι εφιαλτική. Πόσο εφικτό είναι άραγε, ακόμα και για τον σημερινό θεατή, να θαυμάσει τα κόκκινα και τα λευκά, το αφρώδες χρώμα, την θεσπέσια νευρικότητα του σχεδίου, τις γρήγορες όσο και τέλειες μολυβιές που χαράζουν το χαρτί, όταν μπροστά του βλέπει μια εικόνα σπαραχτική και εντούτοις διεγερτική;

 Egon Schiele, Black haired nude girl standing, 1910

Πάντως, σχέδια σαν τα παραπάνω, με αφύσικες πόζες και συστρεφόμενα σώματα, με γυναικεία γυμνά καθισμένα, όρθια, γονατιστά, ξαπλωμένα και σε όλες τις ενδιάμεσες στάσεις ήταν σε πολύ μεγάλη ζήτηση από τους πάτρονες και συλλέκτες του Σίλε. Άραγε πρόκειται για εικόνες που εξυπηρετούν την ερωτική βιομηχανία της εποχής, κάθε άλλο παρά συνηγορώντας στην καντιανή λογική μιας «σκοπιμότητας χωρίς σκοπό»; Ή μήπως πρόκειται για έργα τέχνης, αυτόνομα από την ηδονοβλεπτική σκοπιμότητα, που οδηγούν στην αισθητική συγκίνηση, μέσα από τη μαγεία της σύνθεσης; Πιστεύουμε ότι η έντονη συναισθηματική εμπλοκή και η υψηλή αισθητική συνδιαλέγονται με μαεστρία στα έργα του Μεγάλου Ερωτικού.

Η θεϊκή σπατάλη

Egon Schiele, Female nude, 1910

Στο έργο του Σίλε οι μορφές διασπώνται και κατακερματίζονται. Μαζί διασαλεύονται και οι κοινωνικές μορφές μιας ορθόδοξης ηθικής, οι οποίες θεμελιώνουν τη συνεχή τάξη των ατομικοτήτων μας και το κανονιστικό πλαίσιο της κοινωνικής μας ζωής.

Ο ίδιος ο έρωτας είναι μια ποθητή απώλεια, μια θεϊκή σπατάλη δύναμης, ένα ξέσπασμα ζωής, που συχνά συνοδεύεται από σωματικό και ψυχικό άδειασμα. Δεν είναι τυχαίο ότι μητέρα του Έρωτα στην ελληνική μυθολογία θεωρείται η Πενία.

Ο τρόπος που «ποζάρουν» τα δάχτυλα του Σίλε είναι χαρακτηριστικός. Αυτό το «V for Vagina» εκλαμβάνουμε και επαναλαμβάνουμε ως ένα σήμα νίκης του ερωτικού σώματος.

Το έργο του «πένητος» Έγκον Σίλε περικλείει τη βία του ερωτισμού, ως λαχτάρα για παράταση της φθαρτότητας και ως φθαρτότητα καθαυτή, πριν και πέρα από μια χρησιμοθηρική πορνογραφία. Η σκληρή της εσωτερικότητα ανατινάζει εκ των έσω το ερωτικό υποκείμενο. Κάθε έργο του είναι μια ζωγραφική πράξη θεϊκής σπατάλης, υπέρ των ιερών και υπέρ των βέβηλων.

Πηγή: Δημοσιεύτηκε στην ΑΞΙΑ Νοέμβριο του 2012






Ο ερωτισμός του Ζωρζ Μπατάιγ. Eroticism by Georges Bataille

Théodore Géricault, Three Lovers, 1817 – 1820. «Ερωτισμός είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής». Georges Bataille, 1957.

Τα όντα που τελούν την αναπαραγωγή και εκείνα που προέρχονται από αυτήν, είναι όντα ξεχωριστά το ένα από το άλλο, που διαχωρίζονται από μιαν άβυσσο, μια συναρπαστική ασυνέχεια. Ως άτομα, πεθαίνουμε μοναχικά μέσα σε μια ακατανόητη περιπέτεια, νοσταλγούμε ωστόσο τη χαμένη αλληλουχία. Η αφροδίσια δραστηριότητα της αναπαραγωγής, μία από τις ανθρώπινες μορφές της οποίας αποτελεί ο ερωτισμός, μας βοηθά να την ξαναβρούμε· από τη στιγμή της ένωσης των αναπαραγωγικών κυττάρων, γεννάται μια συνέχεια μεταξύ τους, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου όντος από τη στιγμή του θανάτου της.

«Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν», έγραφε το 1904 ο Κάφκα. Και συνέχιζε: «Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνάει βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν' αρχίσουμε να το διαβάζουμε; ...Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας».

«Το πεδίο του ερωτισμού είναι το πεδίο της βίας». Georges Bataille

Όσα χρόνια και να περάσουν, τα βιβλία του Ζορζ Μπατάιγ δεν θα πάψουν να «ταρακουνούν βίαια» τον αναγνώστη «σαν γροθιά στο κεφάλι». Η σκέψη του Μπατάιγ κινείται πάντοτε πάνω σε ένα ακραίο όριο, σε μιαν απελπισμένη προσπάθεια να συλλάβει και να αναδείξει αυτό που βρίσκεται πέρα από το Λόγο ή κρύβεται μέσα στην επιβλητική σκιά του.

Έργο του 1957 «Ο ερωτισμός» διατηρεί και σήμερα την ανατρεπτική του δύναμη, καθώς κλονίζει ή και ανατρέπει πολλές από τις παραστάσεις που έχουμε για τον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο.

Sigmund Freud claimed each human had a death instinct, called Thanatos, the Greek word for "death." This Greek relief sculpture shows Thanatos positioned between Aphrodite and Persephone, who are thought to be competing for the soul of Adonis.

Ο ερωτισμός ορίζεται από τον Μπατάιγ ως «η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής». Πώς εξηγείται αυτή η παράδοξη σύζευξη του έρωτα με το θάνατο; «Είμαστε ασυνεχή άτομα, άτομα που πεθαίνουν μοναχικά μέσα σε μιαν ακατανόητη περιπέτεια, αλλά νοσταλγούμε τη χαμένη αλληλουχία», γράφει ο Μπατάιγ. «Υποφέρουμε με οδύνη την κατάσταση που μας ταυτίζει με μια συμπτωματική ατομικότητα, με τη φθαρτή μας ατομικότητα. Έχουμε την αγωνιώδη λαχτάρα να παραταθεί αυτή η φθαρτότητα, ενώ συνάμα έχουμε την έμμονη ιδέα μιας αρχικής αλληλουχίας που μας συνδέει γενικά με το είναι». Αυτή η νοσταλγία για τη χαμένη αλληλουχία χαρακτηρίζει και τις τρεις μορφές του ερωτισμού, δηλαδή τον ερωτισμό του σώματος, τον ερωτισμό της καρδιάς και τον ιερό ερωτισμό. Η ερωτική εμπειρία συγγενεύει πολύ με τη θρησκευτική εμπειρία. Εκφράζει τη λαχτάρα των ανθρώπων να υπερβούν τα όρια της ατομικής τους φθαρτότητας.
André Masson, Cover sketch for George Bataille's Story of the Eye - first edition 1928.

Ο άγιος αποστρέφεται με φρίκη τον φιλήδονο, χωρίς να συνειδητοποιεί τη βαθύτερη συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στα ανομολόγητα πάθη του φιλήδονου και στα δικά του. Το πεδίο του ερωτισμού είναι επίσης το πεδίο της βίας και της βιαιοπραγίας. Οι ερωτικές παρορμήσεις τρομοκρατούν το ανθρώπινο πνεύμα. Αλλά ο άνθρωπος -γράφει ο Μπατάιγ - «δύναται να υπερβεί αυτό που τον τρομάζει, μπορεί να το κοιτάξει κατά πρόσωπο».

Ο ερωτισμός διαιρείται σε δύο μέρη: το πρώτο και μεγαλύτερο (13 κεφάλαια) εξετάζει ακριβώς το ζήτημα της απαγόρευσης και της παράβασης, στήνει το θεωρητικό, εννοιολογικό πλαίσιο, κατά κάποιον τρόπο, όπου εντάσσεται το δεύτερο μέρος (7 κεφάλαια), το οποίο επιμερίζεται σε συγκεκριμένες μελέτες για τον ερωτισμό (του Σαντ, λ.χ., ή τον αιμομεικτικό κτλ.). Ο Μπατάιγ σπεύδει εξαρχής να διευκρινίσει ότι διαφοροποιεί ριζικά τον ερωτισμό από τη σεξουαλικότητα: ο πρώτος ανήκει τελεσίδικα στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου και σηματοδοτεί ουσιαστικά το πέρασμα από το ζώο στον άνθρωπο. Η σεξουαλική δραστηριότητα των ανθρώπων δεν είναι απαραιτήτως ερωτική, διατείνεται ο Μπατάιγ, αλλά διεκδικεί αυτόν τον χαρακτηρισμό μόνο όταν δεν είναι υποτυπώδης, δηλαδή απλώς ζωική. Ο ερωτισμός αποστρέφεται τη μεθοδική και μετρημένη δράση, ενώ έλκεται φυσικά από την ελεύθερη ορμή των ενστίκτων, τη βίαιη αταξία, εξ ου και μαζί με την εξέγερση είναι από τα ασφαλέστερα μέσα για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην απεριόριστη ευδαιμονία. Ο Μπατάιγ υπογραμμίζει επίσης ιδιαίτερα την παιδικότητα, την αθωότητα που διακρίνει τόσο τη λογοτεχνία όσο και τον ερωτισμό ­ όχι βεβαίως με τον τρόπο που το εννοεί η τρέχουσα ηθική, γιατί πρόκειται για μια σκληρή, μαύρη αθωότητα. Και ακριβώς επειδή συνδέεται με την παιδικότητα γίνεται η λογοτεχνία επικίνδυνη: είναι το κομμάτι του εαυτού μας που ανοίγεται στην ανεξέλεγκτη παιδικότητα και στην αγριότητά της, «άνευ ορίων, άνευ όρων».

Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς στο πρώτο (ιστορικο-θεωρητικό) μέρος της μελέτης του Μπατάιγ πώς κατά καιρούς οι κοινωνίες ρύθμισαν το σύστημα της αφροδίσιας ζωής με δέσμες απαγορεύσεων συγκροτώντας τη θεμιτή και την αθέμιτη σεξουαλικότητα (με κυρίαρχη, σχεδόν οικουμενική, την απαγόρευση της αιμομειξίας), πώς επινόησαν συγκεκριμένους κώδικες οργανωμένης βίας που κλωνίζουν τα απαγορευτικά όρια (ο πόλεμος, π.χ.), πώς όρισαν την πορνεία και τις καταραμένες όψεις του ερωτισμού, ποια σχέση μπορεί να συνδέει τη σεξουαλική διέγερση με τον θάνατο, με τι όρους το θείο ενδέχεται να συμπίπτει με την ακολασία, ο μυστικισμός με τον αισθησιασμό ή τη διαστροφή. Ο αναγνώστης του Ερωτισμού θα είναι σε θέση να κατανοήσει καλύτερα την αιρετικότητα του Μπατάιγ έτσι όπως την όριζε ο ίδιος: «Θα υποστήριζα ευχαρίστως ότι εκείνο για το οποίο αισθάνομαι υπερήφανος είναι πως ανακάτεψα την τράπουλα, συσχέτισα δηλαδή το πιο θορυβοποιό, προκλητικό και σκανδαλώδες γέλιο με το πιο βαθύ θρησκευτικό πνεύμα».

Ελλείψει εισαγωγής ή οιουδήποτε ενημερωτικού σημειώματος που θα όφειλε να δώσει το στίγμα και το εκτόπισμα του συγκεκριμένου βιβλίου στη σύγχρονη γραφή παραπέμπουμε τον φιλοπερίεργο αναγνώστη στη γενική, χρηστική εισαγωγή του Δ. Δημητριάδη στην Ιστορία του ματιού (Άγρα, 1980). Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η έκτη μελέτη του δεύτερου μέρους («Η αγιοσύνη, ο ερωτισμός και η μοναξιά») είχε κυκλοφορήσει προ ετών (1993) ως αυτόνομο τευχίδιο από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.

Πηγή: Το Βήμα Online

Συγγενείς του Έτσι «ζουν σήμερα στο Τιρόλο». Scientists trace 19 living relatives of Ötzi the Iceman whose 5,300-year-old body was found frozen in the Alps

H μούμια των 5.300 ετών φαίνεται ότι έχει συγγενείς εν ζωή. Descendants: Scientists have found 19 living relatives of Ötzi the Iceman who was found frozen in the Alps.

Γενετική ανάλυση σε κατοίκους του Τιρόλο στην Αυστρία φέρεται να αποκάλυψε 19 άνδρες που είναι μακρινοί συγγενείς του «Έτσι», ενός μεσήλικα της Εποχής του Χαλκού που βρέθηκε κατεψυγμένος και μουμιοποιημένος στις Άλπεις πέντε χιλιετίες μετά τον θάνατό του.

Ερευνητές του Ιατρικού Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ ανέλυσαν δείγματα αίματος από 3.700 εθελοντές άνδρες στο Τιρόλο και εξέτασαν το ανδρικό χρωμόσωμα Υ. Οι 19 από αυτούς είναι φορείς μιας γενετικής ποικιλομορφίας που είχε βρεθεί στον Έτζι μετά την ανακάλυψη της μούμιας το 1991.

It's all relative: The prehistoric iceman had a genetic mutation which matches those whose DNA was sampled in Austria.

Η ανακάλυψη δεν έχει υποβληθεί για έλεγχο και δημοσίευση στον επιστημονικό Τύπο, ωστόσο ο Βάλτερ Πάρσον της ερευνητικής ομάδας ότι η ίδια ποικιλομορφία ανιχνεύεται σήμερα στο Ενγκαντίν των ελβετικών Άλπεων καθώς και στο Νότιο Τιρόλο της Ιταλίας.

«Έχουμε ήδη βρει συνεργάτες στην Ελβετία και την Ιταλία για να συνεχίσουμε την έρευνα» είπε ο Πάρσον στο αυστριακό πρακτορείο ειδήσεων APA.

Ο Έτσι ήταν περίπου 46 ετών όταν πέθανε και καταψύχθηκε σε υψόμετρο 3.300 μέτρων κοντά στα σύνορα Ελβετίας-Ιταλίας.

Ποιός ήταν ο Έτσι

DNA analysis has revealed details of the iceman's life. The 5,300-year-old 'ice mummy' known as Ötzi suffered from the world's first-known case of Lyme disease, a bacterial parasite spread by ticks, according to new DNA analysis. Ötzi, who was 46 at the time of his death and measured 5ft2, also had brown eyes, had relatives in Sardinia, and was lactose intolerant. Ötzi was also predisposed to heart disease. The new research focused on the DNA in the nuclei of Ötzi's cells, and could yield further insights into the famous 'ice mummy's life. He was unearthed in September 1991 by a couple of German tourists trekking through the Oetz Valley, after which he was named. He was about 46 years old when he met his death.

Ήταν ένας μυώδης άνδρας μέτριου αναστήματος, ντυμένος με δερμάτινα ρούχα και καλοφτιαγμένα δερμάτινα παπούτσια. Δίπλα του βρέθηκαν μια φαρέτρα με αρκετά βέλη καθώς και τσεκούρι από καθαρό χαλκό -η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στις αρχές της Εποχή του Χαλκού, πριν ακόμα χρησιμοποιηθεί ο μπρούτζος.

Αρχικά ο θάνατός του είχε αποδοθεί σε ένα βέλος που βρέθηκε καρφωμένο στην ωμοπλάτη του, πρόσφατα όμως ανακαλύφθηκε ότι είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι.

Ακόμα και σήμερα οι επιστήμονες διαφωνούν για το εάν πέθανε στο σημείο όπου βρέθηκε, ή αν είχε μεταφερθεί σε μεγάλο υψόμετρο για να ταφεί από τους δικούς του.

Preserved: Ötzi is kept in a specially built museum in Bolzano, Italy. Visitors view the mummy through portholes into a specially refrigerated room.

H μούμια του φυλάσσεται σήμερα σε ειδικό μουσείο που κατασκευάστηκε στο Μπολζάνο της Ιταλίας.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Φωτογραφική «Γένεσις» από τον Σεμπαστιάο Σαλγκάδο. Sebastião Salgado, "Genesis"

ANTARCTICA, 2005. © Sebastião Salgado / Amazonas Images

Μια μεγάλη φωτογραφική έκθεση του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, φιλοξενήθηκε αυτή την περίοδο το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου. Η έκθεση στη βρετανική πρωτεύουσα περιλαμβάνει 200 φωτογραφίες από την ενότητα «Γένεσις», που ο δημιουργός εγκαινίασε το 2004 και ολοκλήρωσε το 2012.

Sebastião Salgado devant une image de sa dernière exposition, "Genesis", au Natural History Museum de Londres (9 avril 2013) © David Azia / AP Photo / SIPA

«Ο Σαλγκάδο είναι διάσημος παγκοσμίως ως φωτογράφος κυρίως ανθρώπων. Στη Γένεσις, για πρώτη φορά, στρέφει το φακό του αποκλειστικά στο φυσικό περιβάλλον. Αυτή λοιπόν η έκθεση παρουσιάζει τοπία, ζώα, και ανθρώπους που ζουν σε παρθένα μέρη και πώς αυτοί αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον που ζουν, χωρίς να το καταστρέφουν» τονίζει η Τέιτ Γκρίνχαλγκ, υπεύθυνη της έκθεσης στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.

Sebastião Salgado, Botswana, 2008, from the series Genesis. © Sebastião Salgado / Amazona Images

Όλη αυτή η ενότητα φωτογραφιών αποτελούν έναν φόρο τιμής στη Μητέρα Φύση και στο πώς ο άνθρωπος έχει χάσει την επαφή με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες αποτυπώνουν εξαιρετικά τις παρθένες περιοχές του πλανήτη, τις οποίες δεν έχει αγγίξει ακόμη η ανάπτυξη, η μόλυνση και η καταστροφή.

Sebastião Salgado, Amazonas, Brazil, 2009, from the series Genesis. © Sebastião Salgado / Amazonas Images

Επί οχτώ χρόνια ο 69 ετών σήμερα Βραζιλιάνος φωτογράφος Sebastião Salgado με την υποστήριξη του Amazonas Images ταξίδεψε, διασχίζοντας 32 χώρες επί οχτώ μήνες κάθε χρόνο.

 THE DINKAS, South Sudan. 2006

Με τα πόδια, με πλοίο, με κανό, με αερόστατο ή με μικρό αεροπλάνο, αντιμετώπισε τις πιο ακραίες καιρικές συνθήκες, μεγάλο κρύο ή ανυπόφορη ζέστη. 

THE WHALES, Patagonia, Argentina. 2004

Φωτογράφισε ζώα, τοπία και ανθρώπους που έχουν μείνει μακριά από τον σύγχρονο κόσμο. 

‘They stand, and they withstand’: the nomadic Nenets photographed by Sebastião Salgado: north of the Ob river, inside the Arctic Circle, Yamal Peninsula, Siberia, 2011. Photograph: © Sebastião Salgado/Amazonas

Από τους Zoé στο δάσος του Αμαζονίου, στους Korowaï της Δυτικής Παπουαζίας, ή τους Dinka του Σουδάν, στους Nenets της Σιβηρίας, από την έρημο της Σαχάρας μέχρι το Rio Negro του Αμαζονίου, το Gran Canyon του Κολοράντο στους Παγετώνες της Aλάσκας, ο Salgado θέλησε να υμνήσει φωτογραφικά το μεγαλείο της φύσης αλλά και την λεπτή ισορροπία που χαρακτηρίζει τη σχέση ανθρώπου και φύσης.

NAMIBIA, 2005

Μια περιπέτεια ιδιαίτερα επιβαρυντική για το σώμα του… Για παράδειγμα, περπάτησε 47 ημέρες με 7000 ταράνδους για να φτάσει στους Nenet, αντιμετωπίζοντας για μεγάλο διάστημα θερμοκρασίες μεταξύ -35° και -45°, ενώ στην Αιθιοπία διέσχισε 850 χιλιόμετρα σε μέρη χωρίς δρόμους. Μια μοναδική εμπειρία.

Sebastião Salgado, Genesis, 2013

Από αυτές τις περιπλανήσεις, ο Salgado αποτύπωσε ασπρόμαυρες φωτογραφίες μέσα στο κιαροσκούρο που χαρακτηρίζει την τέχνη του. Διαμόρφωσε μια συλλογή που εκτίθεται στο Λονδίνο και συγκεκριμένα στο National History Museum, πριν ταξιδέψει στον υπόλοιπο κόσμο. Οι φωτογραφίες του συγκινούν και προβληματίζουν. Είναι αναμφίβολα ένα απελπισμένο κάλεσμα αγνής επανασύνδεσης με την άθικτη φύση. Όπως λέει ίδιος:

«Το Genesis μιλάει για την απαρχή του κόσμου, για τον παρθένο πλανήτη, για τις άθικτες περιοχές και για έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής σε αρμονία με τη φύση. Ήθελα να αναδείξω μέρη και μια φύση που δεν την έχει αγγίξει ο σύγχρονος πολιτισμός. Επιθυμώ οι θεατές να αντικρίσουν τον πλανήτη με ένα διαφορετικό μάτι, να συγκινηθούν και να έρθουν πιο κοντά σ’ αυτόν. Να γίνουν έτσι πιο ευαίσθητοι στα θέματα του περιβάλλοντος, να νοιώθουν σεβασμό γιατί πρόκειται για ζητήματα που μας αφορούν όλους

PAPUA NEW GUINEA, 2008

«Έζησα οκτώ χρόνια σε μέρη που δεν ήταν και τα πιο προσβάσιμα σε ανθρώπους. Ήταν τεράστιο προνόμιο αυτό για μένα. Άρα ήταν σαν να επιστρέφω στον Παράδεισο. Αυτή η έκθεση αποτυπώνει ό,τι παραμένει παρθένο σ’ αυτό τον πλανήτη. Νομίζω ότι είναι ένα πολύ θετικό μήνυμα ότι το 46% του πλανήτη παραμένει ακόμη όπως ήταν τη μέρα της Γένεσις» υπογραμμίζει ο Σαλγκάδο και συμπληρώνει: «Η ελπίδα μου είναι ότι όλοι μαζί, έχοντας αυτόν τον απίστευτο όγκο πληροφοριών που διαθέτουμε σήμερα, καθώς και οικολογική συνείδηση, θα προστατέψουμε αυτά τα μέρη του πλανήτη. Αυτές οι φωτογραφίες δεν πρέπει να είναι μια αρχαιολογία. Δεν θα ανήκουν στο παρελθόν. Είμαστε σε ένα σταυροδρόμι για τις τοποθεσίες που πρέπει να προστατέψουμε. Χρειαζόμαστε όλα αυτά τα μέρη και πρέπει να τα διατηρήσουμε για πάντα».

Επόμενοι σταθμοί παρουσίασης της φωτογραφικής «Γένεσις» του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο είναι το Τορόντο, το Ρίο ντε Τζανέιρο, η Ρώμη και το Παρίσι.

Τα τυχερά παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα. How was gambling handled in ancient Greece?

Women Playing Astragali, Alexandros from Athens, 1st century B.C. Joueuses d'osselets, Ercolano, Peinture sur marbre, Musée archéologique national de Naples.

Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών γίνεται φανερό ότι οι πρόγονοί μας αρέσκονταν στον τζόγο ενώ τα περισσότερα παίγνια διατηρήθηκαν αναλλοίωτα μέσα στους αιώνες.

Καθισμένοι μπροστά στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα, με τα φύλλα της τράπουλας να μοιράζονται για μια παρτίδα πόκερ, πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι εκείνη τη στιγμή παίζουν ένα μινωικό παιχνίδι; Και βέβαια κανείς δεν έχει στο μυαλό του όταν ρίχνει τα ζάρια ότι οι εξάρες που θα του χαρίσουν τη νίκη είναι η «ριξιά της Αφροδίτης» ή ότι ο απευκταίος άσος ονομάζεται «ριξιά του σκύλου».

Μοναδικό στην ελληνική προϊστορική τέχνη είναι το μεγάλο, εντυπωσιακό ζατρίκιο, που βρέθηκε στο ανάκτορο της Κνωσού. Είναι ορθογώνιο και η επιφάνειά του σχηματίζεται με τη σύνθεση διαφόρων στοιχείων από πολύτιμα υλικά σε ποικιλία σχημάτων. Το πλαίσιό του είναι κατασκευασμένο από ελεφάντινους οφθαλμορόδακες και ορεία κρύσταλλο. Μέσα σε αυτό, στη μία άκρη βρίσκονται τέσσερα μεγάλα μετάλλια από επιχρυσωμένο ελεφαντόδοντο, ορεία κρύσταλλο και υαλόμαζα, ενώ ζεύγος από ελεφάντινους αργοναύτες υπάρχει σε κάθε μία από τις εξωτερικές γωνίες. Στην άλλη άκρη υπάρχουν δέκα μικρά μετάλλια τοποθετημένα σε ελεφάντινο πλαίσιο από επίπεδες πλάκες και πάνω σε ράβδους από ορεία κρύσταλλο, επενδυμένες με φύλλο αργύρου. Τέσσερις ελεφάντινοι κωνικοί πεσσοί, που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο, ίσως ανήκουν σε αυτό το παιχνίδι. Ζατρίκια και πεσσοί έχουν βρεθεί και στην Εγγύς Ανατολή και στην Αίγυπτο, ωστόσο, αυτό της Κνωσού είναι πολύ μεγαλύτερο από όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά παραδείγματα.

Τα δώδεκα πλακίδια από φαγεντιανή με τους επαναλαμβανόμενους, γραπτούς χαρακτήρες στη μία τους όψη, που ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή στο μινωικό ανάκτορο της Ζάκρου, μπορεί να μιλούν για ένα παιχνίδι βασισμένο στην ίδια αρχή με αυτήν μερικών σύγχρονων παιχνιδιών με χαρτιά, όπως η πόκα και το πόκερ, λένε σήμερα οι μελετητές του ευρήματος. Άλλωστε η ύπαρξη επιτραπέζιων παιχνιδιών στη μινωική Κρήτη δεν αμφισβητείται. Όπως και άλλα σημερινά τυχερά παιχνίδια έτσι και το πόκερ μπορεί λοιπόν να έλκει την καταγωγή του από την αρχαιότητα. Τόσο μακρινή όσο και 3.500 χρόνια πριν.

Η κυβεία του Παλαμήδη

Ο Αχιλλεύς και ο Αίας παίζουν πεσσούς. Achilles and Ajax playing dice. Attic Black Figured Amphora ca. 530 B.C. Museo Gregoriano Etrusco, Vatican. One of the most famous vase paintings of the mid-6th century B.C. is that of Mycenaeans Achilles and Ajax playing a game which might be dice. The vase is in the black figure style, by the Exekias.

Από τις μαρτυρίες των ομηρικών επών ήδη γίνεται φανερό ότι οι Έλληνες αρέσκονταν στα παιχνίδια ενώ η αμέσως επόμενη διαπίστωση είναι ότι τα περισσότερα από αυτά διατηρήθηκαν ως εμάς, συχνά αναλλοίωτα, ακόμη κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια. Ενδεχομένως γιατί οι άνθρωποι αναφορικά με το παιχνίδι αλλά και τον τζόγο παραμένουν ίδιοι. Οι αργόσχολοι σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης στον Όμηρο μαζεύονταν συχνά στο ύπαιθρο για να παίξουν. Και στην Κόρινθο, κάτω από την Ακρόπολη, υπήρχε ένας ιδιαίτερος τόπος συνάντησης των παικτών. Όσο για το πλέον τυχερό παιχνίδι, την κυβεία, η ελληνική παράδοση αναφέρει τον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη ως εφευρέτη του, ο οποίος το επινόησε, καθώς λέει ο Σοφοκλής, κατά τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας της Τροίας. Στον Παλαμήδη άλλωστε απέδιδαν ένα ακόμη αγαπητό παιχνίδι, αυτό του διαγραμμισμού, της ντάμας δηλαδή.

Bone astragalus, III - II c. B.C. One side grinded flat. Perpendicular curvature side bears a two line inscription: ΗΡΑΚ / ΛΗC ΔΙΟС. Dedication to Heracles (ΗΡΑΚΛΗΣ) and Zeus (ΔΙΟΣ).  H. 16 mm; L. 32 mm.

Τα παιχνίδια κυβείας λοιπόν, δηλαδή τα ζάρια, οι αστράγαλοι που στο Βυζάντιο ονομάζονταν κόττια, για να φθάσουν ως εμάς με τις ονομασίες κότσι, κότσια, βεζίρης κτλ., τα «μονά – ζυγά» που τα έπαιζαν με χάλκινα νομίσματα αλλά και με κοκαλάκια και κουκιά, το «κορόνα – γράμματα», τα πεντόβολα, οι κοκορομαχίες ή οι αγώνες ορτυκιών (ορτυγοκοπία), που πάθιαζαν τους επαγγελματίες του στοιχήματος, και πολλά άλλα ακόμη, όπως ο ιμαντελιγμός, η πεντάλιθα, ο αρτιασμός, η πλειστοβολίδα και άλλα, παιχνίδια του τζόγου τα περισσότερα ή έστω παιχνίδια με έντονο τον παράγοντα της τύχης, διατήρησαν αμείωτο το ενδιαφέρον των παικτών διά μέσου των αιώνων. Άλλωστε ακόμη και τα πιο αθώα παιδικά παιχνίδια θεωρήθηκαν κάποια στιγμή τυχερά, υπακούοντας στο πάθος των ανθρώπων για τον τζόγο.

Αυτοκράτορες-παίκτες

  Greek Bone die. IV-II century B.C.

Όλες οι κοινωνικές τάξεις μπερδεύονταν έτσι μέσα στο πάθος του παιχνιδιού και των στοιχημάτων, τα οποία, παρ’ ότι ήταν παράνομα τις περισσότερες φορές, δεν έπαυαν να προσελκύουν τους ανθρώπους. Παθιασμένοι παίκτες ζαριών οι Αθηναίοι μπορεί να έχαναν ακόμη και περιουσίες στα κυβεία ή κυβευτήρια, τα οποία σήμερα ονομάζουμε μπαρμπουτιέρες. Χώροι που και στην αρχαιότητα θεωρούνταν κακόφημοι, και μάλιστα η είσοδος σε αυτούς ήταν ντροπή. Στην Αθήνα όμως υπήρχαν πολλά, ένα μάλιστα εξ αυτών, το Ιερό της Αθηνάς Σκιράδος στην Ιερά οδό, φαίνεται ότι συγκέντρωνε την προτίμηση των κυβευτών.

Kήθιον: ποτήρι για το ρίξιμο των ζαριών, αντίγραφο αρχαίου ελληνικού, από αλουμίνιο. Περιέχει τρία ορειχάλκινα ζάρια διαστάσεων 0,9 εκ Χ 0,9 εκ, αντίγραφα  Αρχαίων Ελληνικών Ζαριών.

Τα ζάρια παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα με τρεις πήλινους κύβους (δύο ζάρια άρχισαν να χρησιμοποιούνται από τη ρωμαϊκή εποχή), τα οποία δεν έριχαν ποτέ με το χέρι, αλλά αφού τα κουνούσαν μέσα σε ένα αγγείο, το κήθιον. Για κάθε περίπτωση πάντως οι κυβευτές είχαν και τους προστάτες τους θεούς, τον Ερμή και τον Πάνα.

Στο Βυζάντιο, παρ’ ότι εξέλιπαν πολλά αρχαιοελληνικά παιχνίδια, τα κυβευτικά πρωταγωνιστούσαν στη ζωή των ανθρώπων από τους αυτοκράτορες ως τους λαϊκούς. Ζάρια έπαιζαν με μανία ο Λέων Φωκάς, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, και ο Κωνσταντίνος Η’, που ήταν μάλιστα και διαρκώς χαμένος, όπως παραδίδει ο Μιχαήλ Ψελλός.

Οι απαγορευμένοι χώροι 

Οι αρχαίοι συγγραφείς πάντως καταδίκαζαν την είσοδο στα κυβεία και τους ίδιους τους κυβευτές, όπως φαίνεται και στα έργα του Αριστοφάνη. Στη ρωμαϊκή εποχή μάλιστα, όταν τα παιχνίδια αυτά εξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό τους. Και αργότερα, από τον 2ο αιώνα, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς συμβουλεύει τα παιδιά να μην παίζουν ζάρια. Ο Μέγας Βασίλειος επιτίθεται με οργή εναντίον των κυβευτών και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κατηγορεί κάποιον λέγοντάς του «πίνεις, κυβεύεις, παίζεις, γελάς»… Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάλι λέει για τους ανθρώπους ότι στα σπίτια τους δεν βρίσκει κανείς ιερά βιβλία παρά πεσσούς και κύβους. Και τον 11ο αιώνα η Άννα η Κομνηνή θυμώνει με τους υπηκόους της, που δεν μελετούν τους συγγραφείς και τους ποιητές, αλλά «νυν πεττεία το σπούδασμα και άλλα τα έργα τα αθέμιτα». Με τέτοιες συστάσεις λοιπόν δεν είναι περίεργα τα μέτρα που ελήφθησαν ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα με βαριές ποινές για τους κυβευτές.

The large astragali is made from agate, and comes from the Hamilton collection. The smaller astragali is made from glass and is said to be from Leucas, Acarnania. These are both from the British Museum.

«Δημήτριος τυφλός ουδέ βλέπει ουδέν παίζων αστραγάλους έκλεψεν αυτώ Ερμίας αστραγάλους» λέει μια επιγραφή από τη Δήλο, δείχνοντας το πάθος για τον τζόγο, που δεν σέβεται ούτε τις ανθρώπινες ανάγκες. Οι αστράγαλοι, προσφιλές παιχνίδι τύχης και κερδοσκοπίας σε όλες τις εποχές, αναφέρονται για πρώτη φορά στον Όμηρο, όταν λέει ότι ο Πάτροκλος είχε σκοτώσει πάνω στο παιχνίδι τον φίλο του Κλεισώνυμο «χολωθείς αμφ’ αστραγάλοισιν». Ένα παιχνίδι το οποίο σε πολλά σημεία του μοιάζει με το σημερινό, παιζόταν από παίκτες καθισμένους κυκλικά, ενώ κάποιος από αυτούς αναγορευόταν σε βασιλιά κατόπιν κλήρωσης. Από τη θέση των αστραγάλων, μετά από κάθε ριξιά, εξαρτιόταν η επιτυχία του παίκτη. Οι αρχαίοι μάλιστα έδιναν ονόματα στις διάφορες ριξιές, τα οποία επέτρεπαν στους έμπειρους παίκτες να κάνουν γρήγορους υπολογισμούς.

Βackside of a bronze mirror inscribed with an image of Venus playing Tali with Pan. This mirror dates from 350 BC and comes from Greece, where Venus was know as Aphrodite. In 350 BC players in both Greece and Rome likely still played with astragali, but more and more they changed to using dice.

Το μέγα πάθος για τους αστραγάλους φαίνεται και μέσα από ένα στιμιότυπο το οποίο μας μεταφέρει ο Πλούταρχος. Ο Αλκιβιάδης παίζοντας κάποτε αστραγάλους με τους φίλους του στη μέση του δρόμου αρνήθηκε να σταματήσει για να περάσει μια άμαξα, αντίθετα προκάλεσε τον αμαξά να περάσει από πάνω του, προκειμένου να τους χαλάσει το παιχνίδι. Ένα άλλο αρχαιοελληνικό παιχνίδι, η τηλία, έφθασε ως τις μέρες μας ως τάβλι, αφού στη ρωμαϊκή εποχή έγινε το παιχνίδι των «12 γραμμών», η τάμπουλα, και στο βυζαντινό το τάβλιον.

Ανάγλυφο του 6ου αι. π.Χ. αι. Δύο νέοι καθισμένοι σε δίφρους προτρέπουν μια γάτα και έναν σκύλο σε μονομαχία, ενώ δύο άλλοι παρακολουθούν. Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα.

Σκηνές που εικονίζονται πάνω στα αρχαία αγγεία μιλούν σαφέστατα για μια άλλη ενασχόληση των αρχαίων Αθηναίων: στοιχήματα για κόκορες, για ορτύκια, καμιά φορά και για σκυλιά. Ο τζόγος σε όλη του την ένταση. Οι παίκτες στοιχηματίζουν ολόκληρες περιουσίες στα ζώα που κτυπιούνται, τα οποία άλλωστε έχουν αναθρέψει γι’ αυτόν τον σκοπό. Τους καλλιεργούν την επιθετικότητα, δίνοντάς τους σκόρδο και κρεμμύδι, και δένουν στα πίσω νύχια των πετεινών μεταλλικά πλήκτρα για να προκαλούν στον αντίπαλο θανάσιμα τραύματα.

Ιδιαίτερα αγαπητό παιχνίδι ήταν και ο αρτιασμός, τα μονά – ζυγά δηλαδή, που μπορεί να παιζόταν με αμύγδαλα ή κουκιά, οπότε μικρό το κακό, μπορεί όμως και με αργυρά ή χρυσά νομίσματα, μετατρεπόμενο αυτομάτως σε τυχερό. Το ίδιο και η οστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, που παιζόταν με ένα όστρακο στην αρχαία Ελλάδα και ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή με νόμισμα.

Το βέβαιο είναι ότι τα τυχερά παιχνίδια δεν είναι εφεύρεση της εποχής μας αλλά η αφετηρία τους βρίσκεται στις απαρχές των ανθρώπινων κοινωνιών. Ίσως γιατί πηγάζουν από την ανθρώπινη φύση, που θέλει να προκαλέσει την τύχη, να αντιμετωπίσει τη μοίρα και να παλέψει μαζί της. Με όποια αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιβίωσή τους επιβεβαιώνει τη διατήρηση αρχαίων συνηθειών ως συνέχεια του ίδιου πολιτισμού από τους μινωικούς χρόνους ως σήμερα.

Πηγή: Τα τυχερά παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα - πολιτισμός - Το Βήμα Online