Εικ.
1. Αττική ερυθρόμορφη υδρία του 420 π.Χ. του «Ζωγράφου του Κάδμου», Plovdiv, Mus. Arch. De Duvanlij (LIMC IV 2, σ. 303, εικ. 70).
Εικ. 2. Τοιχογραφία
χρονολογούμενη μεταξύ 10-20 μ.Χ., Νάπολη, Mus. Naz. 8982, De Stabies, Villa de
Varano (LIMC IV 2, σ. 312, εικ. 106).
Εικ. 3. Τοιχογραφία
από την Πομπηία, «τρίτου στυλ», 35-45 μ.Χ., Πομπηία, Casa del Sacerdos Amandus,
in situ (LIMC IV 2, σ. 317, εικ. 143).
Εικ.
4. Αττικός μελανόμορφος αμφορέας του 550 π.Χ., του «Ζωγράφου του Αμάσιδος»,
Μόναχο, Antikenslg. 1383 (LIMC IV 2, σ. 320, εικ. 157).
Εικ.
5. Ανάγλυφο χρονολογούμενο στο 40 μ.Χ., Ρώμη (LIMC IV 2, σ. 321, εικ. 168).
Εικ.
6. Τοιχογραφία «τέταρτου στυλ» από την Πομπηία, Νάπολη, Mus. Naz. 119690 (LIMC
IV 2, σ. 324, εικ.
177).
Εικ.
7. Μαρμάρινο ανάγλυφο 2ου μ.Χ. αιώνα, Βατικανό, Mus. Greg. Prof. 9982 (LIMC IV 2, σ. 324,
εικ. 178).
Στην
τραγωδία Ἑλένη, η οποία διδάχθηκε το 412 π.Χ., ο
Ευριπίδης δίνει μια διαφορετική εκδοχή του μύθου της Ελένης επηρεασμένος από
την Παλινῳδίαν του Στησιχόρου, η οποία γράφτηκε στο
τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., προκειμένου να αναιρέσει τον επικό μύθο της Ελένης
(σημ. 1), σύμφωνα με τον οποίο ο Τρώας Αλέξανδρος είχε αρπάξει από τον Μενέλαο
τη σύζυγό του Ελένη (εικ. 1-7) (σημ. 2), με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο Τρωικός
Πόλεμος: Διόπερ Μενελάῳ αὐτὴν ἐκδίδωσιν. Καὶ
μετ’ οὐ πολὺ ἁρπασθείσης αὐτῆς (Ἑλένης) ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐκοινώνησαν
τῇ στρατείᾳ
διὰ τοὺς γενομένους ὅρκους.
Ἡ ἱστορία παρὰ
Στησιχόρῳ (σημ. 3). Στην Παλινῳδίαν του ο Στησίχορος αποκαθιστούσε την εικόνα της Ελένης
επισημαίνοντας ότι δεν ανέβηκε σε πλοία με καλά έδρανα για τους κωπηλάτες και
ότι δεν έφτασε στην ακρόπολη της Τροίας, πληροφορία που αντλούμε από τον
πλατωνικό Φαῖδρον: Οὐκ ἔστ’ ἔτυμος λόγος οὗτος,
οὐδ’ ἔβας ἐν νηυσὶν ἐϋσσέλμοις οὐδ’
ἵκεο πέργαμα Τροίας (σημ. 4).
Helen of Troy by
Dante Gabriel Rossetti. 1863, oil
on panel. Kunsthalle, Hamburg.
Eκτός από την Παλινῳδίαν, ο Ευριπίδης πρέπει να είχε κατά νου και μία μαρτυρία του
Ηροδότου (σημ. 5), σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος απήγαγε την Ελένη από τη
Σπάρτη, αλλά λόγω κακών καιρικών συνθηκών βρέθηκαν στην Αίγυπτο, όπου ο
βασιλιάς Πρωτέας του απαγόρευσε να πάρει μαζί του την Ελένη και τα χρήματα, με
αποτέλεσμα η γυναίκα να παραμείνει στην Αίγυπτο: Ἀλέξανδρον
ἁρπάσαντα Ἑλένην
ἐκ Σπάρτης ἀποπλέειν
ἐς τὴν ἑωυτοῦ. Καὶ μιν, ὡς ἐγένετο ἐν τῷ Αἰγαίῳ, ἐξῶσται ἄνεμοι ἐκβάλλουσι ἐς
τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος… Γυναῖκα μὲν ταύτην καὶ τὰ χρήματα οὔ τοι προήσω (ἐγὼ ὁ Πρωτεύς) ἀπάγεσθαι
(σημ. 6). Αναφορά στο είδωλο της Ελένης, το οποίο οι Τρώες θεωρούσαν ότι ήταν η
πραγματική Ελένη, γίνεται από ένα σχολιαστή ενός χωρίου του Αιλίου Αριστείδη: Ὥσπερ οἱ Στησιχόρου Τρῶες οἱ τὸ τῆς Ἑλένης εἴδωλον
ἔχοντες ὡς
αὐτὴν (σημ. 7).
Λεπτομέρεια
αγγειογραφίας όπου η μυθική Ελένη εικονίζεται με τα χέρια υψωμένα ως τρομερό θεϊκό
είδωλο Παράσταση σε πρωτο-κορινθιακή λήκυθο
(πηγή: Jane Harrison, Prolegomena to the Study of Greek Religion, Merlin
Press, Λονδίνο. 1980,
σ.323).
Η
υπόθεση του ευριπίδειου έργου είναι η ακόλουθη (σημ. 8). Διαδραματίζεται στο
νησί Φάρος της Αιγύπτου, όπου η ηρωίδα έχει μεταφερθεί από τον Ερμή. Μένει στα
ανάκτορα του βασιλιά Πρωτέα, ενώ το είδωλό της έχει ακολουθήσει τον Πάρη στην
Τροία. Μετά το θάνατο του Πρωτέα, ο γιος του Θεοκλύμενος επιμένει να τη
νυμφευθεί, αλλά εκείνη εξακολουθεί να μένει πιστή στον Μενέλαο. Ο Τεύκρος της
φέρνει την πληροφορία για την άλωση της Τροίας και για τον πιθανό θάνατο του
Μενελάου, αλλά η μάντισσα Θεονόη τη διαβεβαιώνει ότι ο σύζυγός της ζει.
Πράγματι, ο Μενέλαος φτάνει εξαθλιωμένος στην Αίγυπτο φέρνοντας μαζί του το
είδωλο της Ελένης. Στην πορεία του έργου συναντά την πραγματική Ελένη, την
αναγνωρίζει και το είδωλό της εξαφανίζεται. Με τη βοήθεια της Θεονόης
σχεδιάζουν την απόδρασή τους με πλοίο. Το σχέδιό τους στέφεται με απόλυτη
επιτυχία.
Η πλήρης αγγειογραφική αναπαράσταση της Ελένης ως θεϊκού είδωλου μαζί με τα αδέλφια της, τους "δίδυμους" Διόσκουρους (αριστερά), που την σώζουν από τον απαγωγέα της Θησέα (δεξιά, με το σπαθί) στην παραπάνω πρωτοκορινθιακή λήκυθιο (πηγή: J. Harrison, ό.π.)
Στο τέλος, οι Διόσκουροι παρουσιάζονται ως από μηχανής θεοί και
κατευνάζουν την οργή του Θεοκλυμένου έναντι της Θεονόης, η οποία βοήθησε το
ζεύγος να δραπετεύσει.
Εικ.
8. Μικρογραφία χειρογράφου του 10ου μ.Χ. αιώνα, Παρίσι, Bibl. Nat. cod. suppl. gr. 247 (LIMC
IV 1, σ. 553, εικ.
375).
Σε
ό,τι αφορά την επίδραση της συγκεκριμένης παραλλαγής του μύθου της Ελένης στην
εικονογραφία, είναι ανύπαρκτη (σημ. 9), όπως προκύπτει από την έλλειψη
αρχαιολογικών τεκμηρίων. Εντοπίσθηκε μόνο μια παράσταση με την Ελένη και τον
Μενέλαο στην Αίγυπτο, η οποία απαντά σε ένα χειρόγραφο του 10ου αιώνα μ.Χ.
(εικ. 8) και απηχεί την ομηρική εκδοχή, όπως θα δούμε παρακάτω (σημ. 10). Το
συγκεκριμένο χειρόγραφο είχε συμπεριληφθεί στην εικονογράφηση των Θηριακῶν της Νικάνδρης (σημ. 11). Σε αυτό έχει απεικονιστεί ο θάνατος
του Κανώπου στην Αίγυπτο παρουσία του Μενελάου και της Ελένης. Δεξιά υπάρχει
ένα πλοίο. Ο Κάνωπος είναι καθισμένος μετά την επίθεση που δέχτηκε από το
ερπετό «Αιμορροΐδα» και η Ελένη σπεύδει να τον σώσει παρουσία του Μενελάου
(σημ. 12). Ο Κάνωπος ήταν ο κυβερνήτης του πλοίου που μετέφερε μετά την άλωση
του Ιλίου την Ελένη και τον Μενέλαο στη Σπάρτη. Όταν οι βασιλείς σταμάτησαν
στην Αίγυπτο, δέχτηκε δήγμα από ένα ερπετό και πέθανε, με αποτέλεσμα να
ενταφιαστεί στην περιοχή (σημ. 13).
Evelyn de Morgan. Helen of Troy, 1898.
Η
παραπάνω παράσταση απομακρύνεται από την ευριπίδεια παράδοση, επειδή ο μεγάλος
τραγικός παρουσιάζει τον Μενέλαο να φτάνει στην Αίγυπτο μαζί με το είδωλο της
Ελένης και όχι με την πραγματική Ελένη, Ἑλένη: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν…Ἄγγελος: Βέβηκεν ἄλοχος σὴ πρὸς αἰθέρος πτυχὰς ἀρθεῖσ’ ἄφαντος. Οὐρανῷ δὲ κρύπτεται λιποῦσα σεμνὸν ἄντρον οὗ
σφ’ ἐσῴζομεν (σημ. 14) και επιβεβαιώνει την εκδοχή
του Ομήρου, Ἀτὰρ τάς πέντε νέας κυανοπρωείρους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ… Αἰγύπτῳ μ’ ἔτι δεῦρο θεοί μεμαῶτα
νέεσθαι ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας. Οἱ δ’ αἰεὶ βούλοντο θεοί μεμνῆσθαι ἐφετμέων (σημ. 15), σύμφωνα με την οποία η
Ελένη και ο Μενέλαος βρέθηκαν στην Αίγυπτο, όταν επέστρεφαν από την Τροία στη
Σπάρτη (σημ. 16).
Εικ.
9. Ανάγλυφος πίθος της Μυκόνου χρονολογούμενος μεταξύ 675-650 π.Χ., Μύκονος,
Μουσείο Μυκόνου 2240 (LIMC
IV 2, σ. 331, εικ.
225).
Εικ.
10. Χάλκινο αγγείο της εποχής του Τιβερίου, Νάπολη, Mus. Naz. 5673 (7533) (LIMC IV 2, σ. 331, εικ. 227).
Εικ.
11. Ερυθρόμορφος σκύφος χρονολογούμενος περί το 485 π.Χ. Βοστόνη, MFA 13,186 (LIMC IV 2, σ. 334, εικ. 243).
Εικ.
12. Ερυθρόμορφος ελικωτός κρατήρας του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα, Ζυρίχη, Galerie Nefer (LIMC IV 2, σ. 356, εικ. 361).
Εικ.
13. Ερυθρόμορφος κιονωτός κρατήρας των μέσων του 5ου π.Χ. αιώνα, Νάπολη, Mus. Naz. H
3115 (LIMC IV 2, σ. 344, εικ. 285).
Εικ.
14. Ερυθρόμορφος κωδωνόσχημος κρατήρας, Νάπολη, Mus. Naz. 81570 (H
2301) (LIMC IV 2, σ. 345, εικ. 289 c).
Η
εικονογραφική σύνθεση της εικόνας 8 επιβεβαιώνει τη σημαντική επίδραση των
φιλολογικών πηγών –στην προκειμένη περίπτωση των Ὀμηρικῶν Ἐπῶν- στην τέχνη. Πάντως, στην πλειονότητα των
παραστάσεων απαντούν ο Μενέλαος με την Ελένη να επιστρέφουν στη Σπάρτη χωρίς
ενδιάμεση στάση στην Αίγυπτο (σημ. 17). Σε αυτές ο Μενέλαος απειλεί την Ελένη
άλλοτε με ξίφος και άλλοτε με δόρυ (εικ. 9-14) (σημ. 18).
Εικ.
15. Αττικός ερυθρόμορφος αμφορέας του «Ζωγράφου της Altamura» χρονολογούμενος μεταξύ 470-450 π.Χ.,
Λονδίνο, BM E 263 (LIMC IV 2, σ. 337, εικ. 264).
Υπάρχει,
βέβαια, και ο εικονογραφικός τύπος του έκθαμβου από την ομορφιά της Ελένης
Μενελάου με το πεσμένο στο έδαφος ξίφος (εικ. 15) (σημ. 19).
Ευαγγελία
Κ. Μιμίδου. Διδάκτωρ Κλασσικής Αρχαιολογίας, εργαζόμενη στο Γραφείο Τεκμηρίωσης
του Παρθενώνα (Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης).
Notes
- A. Podlecki, “Stesichoreia”, Athenaeum 49, 1971, σ.325/ L.Kahil,
“Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 499.
- Υπάρχει
πληθώρα παραστάσεων με τον Αλέξανδρο καθώς οδηγεί την Ελένη στην Τροία με
διάφορους τρόπους, όπως η προσφορά δώρων και η πειθώ: βλ. L.Kahil,
“Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 515, εικ.
70, σ. 520, εικ. 106, σ. 526, εικ. 143, σ. 528-529, εικ. 157, σ. 530, εικ.
168, σ. 532, εικ. 177, εικ. 178. Για περισσότερο εικονογραφικό υλικό βλ.
αναλυτικά: L.Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und
München, 1988, σ. 515-532, LIMC IV 2, σ. 303-324.
- Σχ. Ὃμηρ. Ἰλ.
Β, 339.
- Πλάτ. Φαῖδρ. 243 a.
- L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag
Zürich und München, 1988, σ.
562.
- Ἡρόδ. ΙΙ, 113, 115.
- Βλ. Σχ. Αἴλ. Ἀριστ.
ΧΙΙΙ, 131 και A. Podlecki,“Stesichoreia”, Athenaeum 49, 1971, σ. 326, σημ.
49.
- T.B.L. Webster, The Tragedies of Euripides,
London, 1967, σ.
199-202 / L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und
München, 1988, σ.
562-563.
- Bλ.
L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 500, 562.
- L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag
Zürich und München, 1988, σ.553,
εικ.
375.
- K. Weitzmann, Greek Mythology in Byzantine Art,
Princeton, 1951, σ.
195 - 196/ Του ιδίου, Ancient Book
Illumination, Cambridge, 1959, σ.
99, εικ.
106.
- L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag
Zürich und München, 1988, σ.553,
εικ.
375.
- Ο θάνατος
του Κανώπου περιγραφόταν στο μυθολογικό βιβλίο του Κόνωνα, σύμφωνα με την
αναφορά που κάνει στο περιεχόμενο του συγκεκριμένου βιβλίου ο Φώτιος στη
Μυριόβιβλόν του, βλ. K. Weitzmann, Greek Mythology in Byzantine Art,
Princeton, 1951, σ. 196, σημ. 18: Ἦν δ’ οὗτος
(ὁ Κάνωβος) κυβερνήτης Μενελάου τοῦ Τρώου…Καὶ ὡς ὁ
Κάνωβος καλὸς καὶ
νέος ἀπαίροντος Μενελάου ἀπ’ Αἰγύπτου
καὶ Ἑλένης, καὶ προσορμισαμένων τῇ γῇ,
ὑπὸ ἐχίδνης δηχθεὶς καὶ
σαπεὶς τὸ
σκέλος μετ’ οὐ πολὺ
θνήσκει. Καὶ Μενέλαος καὶ Ἑλένη θάπτουσιν αὐτὸν ἐπ’
Αἰγύπτου: Για το κείμενο βλ. J.-P.
Migne, (Patrologia Graeca) Ελληνική Πατρολογία, τ. 103, col. 552, Φώτιος
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γ, Αθήναι, 1991.
- -Ελένη:
Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου… -Αγγελιαφόρος: Χάθηκε η γυναίκα σου
πετώντας μέσα στον αιθέρα. Ανέβηκε στα ουράνια και άφησε τη σπηλιά, στην
οποία την είχαμε, άδεια: Εὐρ. Ἑλ.
582, 605-607. Για τη μετάφραση βλ. εκδόσεις «Κάκτος».
- Τα πέντε
μαυρόπλωρα καράβια που σώθηκαν, τα οδήγησε ο άνεμος και το νερό στον
Νείλο, στην Αίγυπτο… Παρόλο που ανυπομονούσα να γυρίσω στην πατρίδα μου,
οι θεοί με κράτησαν κι άλλο στην Αίγυπτο, επειδή είχα αμελήσει να τους
προσφέρω θεάρεστες θυσίες: Ὃμηρ. Ὀδύσσ.
γ, 299, 300 και Ὃμηρ. Ὀδύσσ.
δ, 351 – 353. Για τη μετάφραση βλ. εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος».
- Βλ.
L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 563.
- Για εικονογραφικό υλικό βλ. αναλυτικά L.
Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ.536-552 και LIMC IV 2, σ. 328 - 357.
- L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag
Zürich und München, 1988, σ.538,
εικ.
225, εικ.
227, σ.540-541,
εικ.
243, σ.
551, εικ.
361, σ.
545, εικ.
285, εικ.
289 c.
- L. Kahil, “Helene”, LIMC IV 1, Artemis Verlag
Zürich und München, 1988, σ.542,
εικ.
264, σ.
543.
Βιβλιογραφία
Kahil L., “Helene”,
LIMC IV 1, Artemis Verlag Zürich und München, 1988, σ. 499, 500, 553, 562, 563, εικ. 375, σ.515, εικ. 70, σ. 520, εικ. 106, σ. 526, εικ. 143, σ.
528-529, εικ. 157, σ. 530, εικ. 168, σ. 532, εικ. 177, εικ. 178, σ. 515-532, σ. 536-552, σ. 538, εικ. 225, εικ. 227, σ. 540-541, εικ. 243, σ. 551, εικ. 361, σ. 545, εικ. 284, εικ. 289, σ. 542, εικ. 264, σ. 543, εικ. 266/ LIMC IV 2, σ. 303-324, LIMC IV 2, σ. 328-357.
Migne J.-P.,
(Patrologia Graeca) Ελληνική Πατρολογία, τ. 103, col. 552, Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γ, Αθήναι, 1991.
Podlecki A,
“Stesichoreia”, Athenaeum 49, 1971, σ. 325,
326, σημ. 49.
Webster T.B.L., The
Tragedies of Euripides, London, 1967.
Weitzmann K., Greek
Mythology in Byzantine Art, Princeton, 1951.
Weitzmann K.,
Ancient Book Illumination, Cambridge, 1959.
Πηγή:
Αρχαιολογία
Online