Ένας
κάτοικος του χωριού Γεροπλάτανος χορεύει στη μουσική από το κλαρίνο του Γιάννη
Χαλδούπη. A listener in Geroplatanos responds to the music. Credit: Andrea Frazzetta for The New York
Times
«Στις 20 Σεπτέμβρη του 1926, ο ελληνικής
καταγωγής βιολιτζής Αλέξης Ζούμπας ηχογραφεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά
μουσικά κομμάτια που έχω ακούσει ποτέ.», αναφέρει η Amanda Petrusich των New York Times.
Alexis Zoumbas’s expressions of longing are so raw and unmediated that I
suspect anyone who has ever yearned for anything – who has ever gazed dolefully
out a window, or sighed audibly over a cup of whiskey, or felt subsumed by a
certain kind of ache – will feel these songs like a club to the back of the
knees. They are immediate, destructive, and stunning. That Christopher King was
able to collect and contain them for us is an extraordinary gift.
—Amanda Petrusich
Πρώτη
φορά ήρθε σε επαφή με τη μουσική του μέσω του Cristopher King. Μέσα από μία τεράστια συλλογή βινυλίων, ο
μουσικός παράγωγος της πρότεινε να ακούσει τον Ζούμπα. Είχε μάθει τόσο καλά το
γούστο της, που ήταν σίγουρος ότι ο Έλληνας βιολιστής θα την μάγευε με το
Ηπειρώτικο Μοιρολόι. Και δεν έπεσε έξω.
“There is a palpable hysteria to his playing;
each note trembles, as if he has recently suffered an emotional collapse of
unknowable magnitude.” Audio credit information: “Epirotiko Mirologi” (“A
Lament From Epirus”), by Alexis Zoumbas, from the album “A Lament for Epirus: 1926-1928,” Angry
Mom Records.
Ο
Αλέξης Ζούμπας ηχογράφησε το μοιρολόι στις 20 Σεπτεμβρίου του 1926, ένα θρήνο
που μέχρι σήμερα ψάλλεται πάνω από τάφους στην Ήπειρο. Είναι λίγο μεγαλύτερο
από τέσσερα λεπτά και άρτια εκτελεσμένο. Δεν είναι όμως η τεχνική που μάγεψε τη
δημοσιογράφο. "Υπάρχει μια παλλόμενη υστερία στο παίξιμό του, η κάθε νότα
τρέμει σα να υπέφερε πρόσφατα από μία συναισθηματική κατάρρευση". Λέγεται
ότι εκείνη την περίοδο, ο Ζούμπας είχε βυθιστεί στη μελαγχολία της ξενιτιάς και
της νοσταλγίας για την Ελλάδα, έχοντας περάσει στην Αμερική ήδη 16 χρόνια.
Vitsa, a village in
northern Greece, holds a three-day religious festival every August, with
all-night music and dancing. Vitsa is uncommonly idyllic. Its low
hillside buildings are constructed almost entirely of local white limestone and
feature very few concessions to modernity. In 1812, Byron, in “Childe Harold’s
Pilgrimage,” wrote fondly of the surrounding area, calling one nearby village a
“small but favour’d spot of holy ground,” citing its “rainbow tints” and “magic
charms.” Little has changed since. Stray dogs trot between buildings, sniffing
out newcomers. The air smells healthful and clean, like a garden tomato that
has just been sliced in half. Vitsa’s four kalderimia — steep,
cobblestoned mule trails — intersect at the village square, where a platanus
tree offers benevolent shade. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times
Σε
μια προσπάθεια να μάθει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον συγκίνησε τόσο πολύ, ώστε
να δημιουργήσει ένα τόσο έντονο μοιρολόι, ποιος χαμός τον έφερε σε αυτή τη
συναισθηματική κατάσταση, η Petrusich
ταξίδεψε μέχρι την Ήπειρο και οι New York Times κατέγραψαν το οδοιπορικό της. Μετά από προτροπή του King, έφτασε στο χωριό Βίτσα. Ήθελε να ζήσει
από κοντά την εμπειρία ενός μοιρολογιού, ενός λαϊκού πανηγυριού, αφού ο King της είχε πει ότι "αυτά τα τραγούδια
ζουν και πεθαίνουν στα βλέμματα, τις χειραψίες και τις αγκαλιές που
ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στο άκουσμά τους".
A view of the Vikos
Gorge. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times
Ο
παραγωγός, που ταξιδεύει όσο πιο συχνά μπορεί στην Ήπειρο, επέλεγε πάντοτε αυτό
το μεσαίου μεγέθους χωριουδάκι, που βρίσκεται ψηλά στην οροσειρά την Πίνδου και
διοργανώνει το ετήσιο πανηγύρι του στις 14-17 Αυγούστου. Ως δημοσιογράφος, η Petrusich πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος να λύσει το
μυστήριο που την απασχολούσε ήταν να κάνει αυτό το ταξίδι και να ζήσει όλη αυτή
την εμπειρία. Έτσι εκείνο το καλοκαίρι έκαναν μαζί το μεγάλο ταξίδι από την
Αμερική στο ορεινό χωριουδάκι της Ηπείρου. Η Petrusich χρησιμοποίησε
για τη Βίτσα τη φράση "ασυνήθιστα ειδυλλιακή". Εντυπωσιάστηκε από τα
ολόλευκα σπίτια από ασβεστόλιθο με τις "ελάχιστες παραχωρήσεις στην
νεωτερικότητα". Διάβασε για την ιστορία της, από τους Βυζαντινούς μέχρι
τον Λόρδο Βύρωνα, θαύμασε την καθαρή και γεμάτη υγεία ατμόσφαιρα του τόπου, τα
καλντερίμια και τα πλατάνια στην κεντρική πλατεία.
Το πανηγύρι στο Βρίστοβο. Residents of Vristovo, a hamlet in northern
Greece, watch Yiannis Chaldoupis, a Roma musician, and his group at their
all-night festival. Credit:
Andrea Frazzetta for The New York Times
Στο
χωριό που οι περισσότεροι επιστρέφουν το καλοκαίρι, το αυγουστιάτικο πανηγύρι
του σφύζει από κόσμο, τραγούδι και χορό. Η δημοσιογράφος έφαγε σουβλάκια, ήπιε
τσίπουρο και έζησε μέσα σε ένα κλίμα "χαρούμενο, σχεδόν ενθουσιώδες".
Έμαθε, από έναν 33χρονο ντόπιο, ότι το πανηγύρι γίνεται για να γιορτάσουν οι
άνθρωποι ότι "σήμερα είμαστε εδώ
μαζί και του χρόνου μπορεί να μην είμαστε και γι' αυτό χορεύουμε, και γι' αυτό
κλαίμε".
Το
μοιρολόι που άνοιξε το πανηγύρι ήταν αυτοσχεδιασμός, όπως είναι όλα τα
μοιρολόγια, με εξαίρεση την ύπαρξη ορισμένων μουσικών δεικτών που συνθέτουν το
είδος. Οι περισσότερες παραδοσιακές Ηπειρώτικες ενορχηστρώσεις αποτελούνται από
κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι. Η μελωδία του είναι ταραγμένη και ορισμένες
φορές, αν η εκτέλεση είναι πολύ καλή, το μοιρολόι μπορεί να "ξεδιαλύνει
πράγματα μέσα σου". Είναι "γι' αυτούς που δεν είναι εδώ".
Ξημέρωμα
στη Βίτσα: O
Διονύσης Παπαστέργιος οδηγεί τους κατοίκους παίζοντας λαούτο. Dionysis
Papastergios, a laouto player, leads the people of Vitsa out of town at
daybreak in August. Credit:
Andrea Frazzetta for The New York Times
Οι
μουσικοί στην Ήπειρο θεωρούνται κάποιου είδους ψυχολόγοι. Βλέπουν τι είναι
"σπασμένο" και προσπαθούν να το φτιάξουν, όπως λέει ένας ντόπιος
μουσικός. Τα πανηγύρια είναι ένα λαϊκό τελετουργικό κάθαρσης. Η εκτέλεση του
"Ηπειρώτικου Μοιρολογιού" που άκουσε και έζησε η Petrusich σε εκείνο το πανηγύρι δεν ήταν ίδια με του
Ζούμπα, αφού δεν μπορεί να υπάρχει το
ίδιο μέγεθος απελπισίας κάθε φορά. Αυτό που άκουσε η δημοσιογράφος στη Βίτσα
ήταν μια πιο απαλή εκδοχή της σύνθεσης, με λιγότερη ταραχή μέσα της αλλά
εμποτισμένη με "μία ανείπωτη πείνα".
Το
βλέμμα του Γρηγόρη Καψάλη, ο οποίος εκτελούσε το κομμάτι στο κλαρίνο, ήταν
μαλακό, συχνά έχανε στην εστίασή του και έμοιαζε χαμένο. Κατά τη διάρκεια του
μοιρολογιού, οι ντόπιοι ξεκίνησαν τους παραδοσιακούς τους χορούς. Η Petrusich σηκώθηκε και μπήκε στον κύκλο, κάνοντας
"συνεχόμενες και γελοίες προσπάθειες" να ακολουθήσει τα πολύπλοκα
βήματα του χορού. Την επόμενη μέρα, ο Καψάλης της είπε ότι την χάρηκε γιατί
"είχε μπει στο πνεύμα".
Μέσα
από την έρευνά της, η δημοσιογράφος ανακάλυψε ότι η δύναμη της Ηπειρώτικης
μουσικής, που αποτελεί την πηγή και τη δομή της εμπειρίας του πανηγυριού,
προέρχεται από την έντονη απομόνωση του τόπου. Οι μουσικές αυτές συνθέσεις
συχνά μιμούνται τις "σκληρές φιγούρες του τοπίου" και τα όργανα
αναπαράγουν φυσικούς ήχους. Μετά την δεύτερη μόλις μέρα παραμονής της στο
χωριό, η Petrusich ένιωσε πως
είχε παρασυρθεί σε μία "κατάσταση συνεχούς παραζάλης" και πως η
μουσική την "γιάτρευε".
The closing
mirologi is often a tune called “Mariola.” The lyrics are the lament of a young
man returning home to Epirus only to find his wife freshly buried. King would
later help me with a translation:
Oh, rise, Mariola,
from the earth,
From the dark soil
(oh, Mariola mine);
What legs, poor me,
can I use to lift myself, ah,
Oh, what arms to
lean upon;
Ah, my soul, my
little heart.
Oh, make your
fingernails into spades,
Your palms into
shovels (oh, Mariola mine);
Oh, throw the soil
onto one side,
And the slab to the
other (oh, Mariola mine).
Turn your hands
into shovels. Dig yourself out. Return to me.
Η
αντίληψη για τις θεραπευτικές ικανότητες των μοιρολογιών και των πανηγυριώτικων
τραγουδιών είναι ιδιαίτερα έντονη στην Ήπειρο και οι μουσικοί θεωρούνται
κάποιου είδους ψυχολόγοι. Βλέπουν τι είναι "σπασμένο" και προσπαθούν
να το φτιάξουν, όπως της είπε ένας ντόπιος μουσικός. Τα πανηγύρια είναι
ένα λαϊκό τελετουργικό κάθαρσης.
Ο
Γιάννης Χαλδούπης κάνει πρόβα στο δάσος. Yiannis Chaldoupis improvising
in the woods near Vitsa. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times
Την
τελευταία μέρα του πανηγυριού, ο King την ξύπνησε στις 8 το πρωί, αφού είχανε πέσει για ύπνο μόλις
3 ώρες πριν. "Ετοιμάζονται". Η Petrusich σηκώθηκε και τον ακολούθησε στην κεντρική
πλατεία του χωριού. Είχε έρθει η ώρα για τον τελευταίο χορό. Οι ντόπιοι ήταν
ακόμα εκεί, εξαντλημένοι αλλά χαρούμενοι, ακόμα στην "πίστα". Ένας
άντρας, μεγάλος σε ηλικία, την πλησίασε και της είπε: "Κατάλαβες; Βλέπεις;
Δεν χρειαζόμαστε γιατρούς! Είμαστε χαρούμενοι! ". Εκείνο το πρωί η Amanda Petrusich άφησε το δημοσιογραφικό της μπλοκάκι στην
άκρη και μπήκε στο χορό. Οι ντόπιοι συνόδευσαν την μπάντα στην έξοδο του
χωριού, όπου και έκαναν έναν κύκλο γύρω τους, αποχαιρετώντας τους με
χειροκροτήματα και χορό.
Kokori’s bridge in
Vikos-Aoos National Park, Greece. Credit: Andrea Frazzetta for The New York
Times
Με
ένα μαγικό τρόπο όλοι ησύχασαν ταυτόχρονα. Μετά από ένα σιγανό κλάμα μικρής
διάρκειας, "από εκείνο που δεν αντιλαμβάνεσαι μέχρι να φτάσει η αλμύρα στα
χείλη σου", ξεκίνησαν όλοι μαζί την επιστροφή στο χωριό. "Ήταν σαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Όλοι
αγκαλιάζονταν και έδιναν ευχές". Στο τέλος βγήκε και η απαραίτητη
αναμνηστική φωτογραφία. Η ατμόσφαιρα της ξενιτιάς, η ίδια που συγκίνησε τον
Αλέξη Ζούμπα έναν αιώνα πριν, είχε αρχίσει να ξεθωριάζει.
Η
εμπειρία της Petrusich
από το 3ήμερο πανηγύρι της είχε τελικά δώσει ένα κομμάτι της απάντησης που
αναζητούσε. "Αυτό που μάλλον διέλυσε
τόσο πολύ συναισθηματικά τον Ζούμπα σε εκείνο το studio της Νέας Υόρκης ήταν η σκέψη ότι ίσως δεν
θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει πίσω. Για εμάς, τουλάχιστον, υπήρχε η ελπίδα ότι
όσα νιώσαμε θα μας ακολουθούσαν όλο το χρόνο, μέχρι την επιστροφή μας το
επόμενο καλοκαίρι".
Πηγή: www.lifo.gr (Απόδοση από
τους New York Times για το LIFO.gr. Σταυριάννα Χαραλαμποπούλου )