Το
όνομα της Δράμας εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έρευνας για όσους ασχολήθηκαν
με την ιστορία της περιοχής. Στους Πευτιγγεριανούς πίνακες στη θέση της Δράμας
τοποθετείται η αρχαία Δράβησκος του Θουκυδίδη, δηλαδή η Δράβησκος η Ηδωνική, η
οποία πραγματικά βρισκόταν εκεί που είναι το σημερινό χωριό Σδραβήκι, στους
νοτιοδυτικούς πρόποδες του Παγγαίου στην επαρχία Ζίχνης και κοντά στον Αγγίτη
ποταμό. Η ονομασία Δράμα λοιπόν προέρχεται από το δωρικό δράω - ῶ = δέρκομαι, ὁράω - ῶ που σημαίνει την πόλη που έχει θέα.
Ο
Μαργαρίτης Δήμιτσας σημειώνει ότι το όνομα της Δράμας προήλθε εκ παραφθοράς του
αρχαίου Δράβα, Δραβήσκος και μετά Δράμα. Ο Άγγλος τοπογράφος και νομισματολόγος
Γουλιέλμος Μαρτίνος Leake που περιόδευσε στην περιοχή συγχέει την αρχαία
Δραβήσκο με τη Δράμα.
Ο
Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής Perrot καθώς και ο Ρώσος ιστορικός και συγγραφέας
Ιωάννης Πετρώφ, συμφωνούν ότι η Δράμα πήρε το όνομα της από τη λέξη Δραβήσκος =
Δράβα = Δράμα.
Η
Δράμα σύμφωνα με τον Ευάγγελο Στράτη ποτέ δεν ονομάστηκε Δράβησκος είτε από
τους κατοίκους της, είτε από τους παλιούς συγγραφείς. Άλλη πόλη ήταν η Δράμα και
άλλη η Δράβησκος.
Σ’
αυτή την πλάνη περιέπεσαν και οι νεώτεροι ξένοι συγγραφείς Hoffman και
Forbiger. Ο Pauly δημιουργεί δύο Δραβήσκους, όπως και ο Desdevisses du Dezert,
τοποθετώντας τη μια στην Δράμα, όπως και οι Πευτιγγεριανοί πίνακες, και την
άλλη στο χωριό Σδραβήκι, η οποία ήταν και η μόνη πραγματική Δράβησκος, αυτή που
αναφέρεται από τον Θουκιδίδη.
Από
τους ξένους πιο σωστά απ’ όλους, αποφαίνεται για τη τοποθεσία της αρχαίας
Δραβήσκου, αντιδιαστέλλοντάς την καθαρά από αυτή της Δράμας, ο σπουδαίος
ιστοριογράφος της Θεσσαλονίκης Tafel λέγοντας τα εξής: «Η Δράβησκος βρισκόταν
πραγματικά μεταξύ Μυρκίνου και Αμφίπολης και φαίνεται ότι το όνομά της
διατηρήθηκε στο όνομα του χωριού Δράβηκ (αντί Σδραβήκι). Η Δράβησκος είναι το
σημερινό Δράβηκ, όχι η Δράμα».
Ο
Σταύρος Μερτζίδης γράφει ότι το όνομα πιθανόν να προήλθε από το ρέμα που χωρίζει
τη πόλη στα δύο. Δύο + ρέμα δύ-ρεμα και κατά συγχώνευση από κάποιο λόγιο της
εποχής Δράμα. Ο ίδιος δέχεται και την περίπτωση να υπήρχε και άλλη Δράβησκος, αφού ο Θουκυδίδης μιλάει για «Δραβήσκῳ τῇ Ἡδωνικῇ» και από αυτή να προήλθε η Δράμα.
Την
ίδια εκτίμηση για το όνομα της Δράμας έχει και ο ιστορικός Φώτιος Σκαλίδης.
Γράφει λοιπόν πως τον 12ο αιώνα μ. Χ. κάποιος λόγιος Δραμινός με
βάση το ρέμα που έκοβε την πόλη στα δύο και από τις λέξεις «δύο και ρέμα»
έφτιαξε το όνομα της Δράμας.
Ο
Ε. Στράτης παραδέχεται ότι το όνομα «Δράμα» προήλθε από τη λέξη «Υδράμη» και έπειτα έγινε «Υδράμα» και «Δράμα». Κατά
τη άποψη του Β. Πασχαλίδη, η Δράμα δεν έχει σχέση με την αρχαία Δράβησκο του
Θουκυδίδη. Η ονομασία Δράμα προήλθε από τη ρίζα Δρα- και την κατάληξη –μα. Τα
τοπωνύμια με τη ρίζα Δρα- είναι θρακοπελασγικής προέλευσης. Στη Δράμα όπως
ξέρουμε έζησαν διάφορες θρακικές φυλές και ομάδες.
Πολλοί
θεωρούν ότι το όνομά της η Δράμα το πήρε από τα πολλά νερά της, ὕδωρ, ὑδρία κλπ. Ο Σταμάτης Βάλβης στην «Γεωγραφία» του υποστηρίζει
ότι το ρέμα είναι η αιτία για την ονομασία της Δράμας και προήλθε από το δίρεμα,
δίραμα και δράμα, Δράμα.
Ο
ραβίνος Β. Τουδέλας που επισκέφθηκε τη Δράμα το 1172 μ. Χ. προερχόμενος από την
Ισπανία προκειμένου να γνωρίσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους της πόλης, την
καταγράφει με το όνομα Darma.
Η
έφορος προϊστορικών και κλασσικών αρχαιοτήτων στο Μουσείο της Καβάλας κ. Χάιδω Κουκούλη Χρυσανθάκη αναφέρει ότι το
όνομα της Δράμας εξακολουθεί να είναι μετέωρο και όλες οι εκδοχές και τα
επιχειρήματα είναι ασθενή και ανασφαλή.
Από
την έκθεση, στον εκθεσιακό χώρο άνωθεν του καφενείου «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», σπάνιων παρτιτούρων από το χώρο του ελαφρού
ελληνικού τραγουδιού, οι οποίες ανήκουν στην προσωπική συλλογή του Δραμινού
ποιητή και φιλολόγου, κ. Νίκου Κωνσταντινίδη.
Ο
κ. Νίκος Κωνσταντινίδης, με την εγνωσμένη αγάπη του για το ελαφρό ελληνικό
τραγούδι σε συνδυασμό με την μανιώδη εμμονή και αφοσίωση του γνήσιου συλλέκτη,
έχει συγκεντρώσει στο πέρασμα των δεκαετιών και κατέχει σήμερα, μία ευρεία και
σπάνια συλλογή από αυθεντικές και πρωτότυπες παρτιτούρες του ελαφρού ελληνικού
τραγουδιού, οι οποίες χρονολογούνται από τις αρχές του εικοστού αιώνα έως και
τη δεκαετία του πενήντα.
Τις
παρτιτούρες αυτές, οι οποίες κοσμούνται από εξώφυλλα φιλοτεχνημένα με
απαράμιλλη αισθητική, ο κ. Κωνσταντινίδης τις εκθέτει για πρώτη φορά, δίνοντας
στους Δραμινούς την πραγματικά μοναδική ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με ένα,
σπάνιο και δυσεύρετο σήμερα, συλλεκτικό υλικό και, ειδικότερα, δίνοντας την
ευκαιρία στους μεν μεγαλύτερους σε ηλικία να αναπολήσουν, στους δε νεότερους να
γνωρίσουν, μία περίοδο της ελληνικής μουσικής, η οποία ναι μεν έχει περάσει
ανεπιστρεπτί, πλην, όμως, έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της τόσο στη
συλλογική μνήμη όσο και στην πολιτισμική ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Φωτογραφίες:
© Κωνσταντίνος Βακουφτσής