Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Ερνστ Χάας: ο κόσμος όπως είναι. Ernst Haas: the world as it is

O Ernst Haas έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους πιο επιτυχημένους και επιδραστικούς φωτογράφους του 20ού αιώνα και θεωρείται εκ των πρωτοπόρων της έγχρωμης φωτογραφίας. Γεννήθηκε στη Βιέννη το 1921 και άρχισε να ασχολείται με τη φωτογραφία μετά το τέλος του πολέμου. 

Από τα πρώτα του φωτογραφικά project υπήρξε η φωτογράφιση της επιστροφής αυστριακών αιχμαλώτων πολέμου και στάθηκε αρκετό για να τραβήξει την προσοχή του LIFE Magazine αλλά ο Haas αρνήθηκε την πρότασή τους να ενταχθεί στο μόνιμο προσωπικό του περιοδικού για να διατηρήσει την καλλιτεχνική ανεξαρτησία του. Κατόπιν πρότασης του σπουδαίου Robert Capa, προσχώρησε στο πρακτορείο Magnum, το 1949, και δημιούργησε στενούς δεσμούς όχι μόνο με τον Capa αλλά και με τους Henri Cartier-Bresson και Werner Bishof.

Ο Haas πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1951 και λίγο αργότερα άρχισε να πειραματίζεται με το έγχρωμο φιλμ της Kodachrome. Πολύ σύντομα αναδείχθηκε ως ο κυριότερος εκφραστής της έγχρωμης καλλιτεχνικής φωτογραφίας και το 1953, το LIFE συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε φωτογραφίες του σε ένα πρωτοποριακό 24σέλιδο φωτογραφικό δοκίμιο με θέμα τη Νέα Υόρκη. Το 1962, ρετροσπεκτίβα αφιερωμένη στη δουλειά του διοργανώθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και αποτέλεσε την πρώτη έκθεση έγχρωμης φωτογραφίας του μουσείου.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ο Haas ταξίδεψε πολύ, φωτογραφίζοντας για λογαριασμό του LIFE και του Look, αλλά και για άλλες μεγάλες εκδόσεις. Όσο ζούσε κυκλοφόρησε τέσσερα βιβλίαThe Creation (1971), In America (1975), In Germany (1976), και Himalayan Pilgrimage (1978).

Τη χρονιά που πέθανε, το 1986, του απονεμήθηκε το βραβείο Hasselblad, ενώ το έργο του συνέχισε να αποτελεί αντικείμενο εκθέσεων και εκδόσεων για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Το φωτογραφικό studio με το όνομά του λειτουργεί ακόμη στη Νέα Υόρκη, διαχειρίζεται τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του, προσφέρει βοήθεια σε ερευνητές και επιβλέπει όλα τα project που έχουν ως θέμα τον ίδιο και τη δουλειά του.








































































































































Τις καλές φωτογραφίες δεν τις τραβάς· σε τραβάνε — Ernst Haas

Πηγή: dimart

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη»

Giuseppe Mazzolini, A Boy Holding A Turkey

Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!

Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.

Ήρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά – Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.

Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.

Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες – που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.

Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον… Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ’ ακούτε σεις αυτά;

Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε·

–Έχεις πεντάρα;

Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.

James Ensor, Les Bouteilles, Bottles, 1880

–Βάλε συ το ρούμι, είπεν.

Πως να έχη πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ” όλα η ραστώνη, το ντόλτσε φαρνιέν τε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέγει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.

Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ’ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον·

–Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.

Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.

–Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ’ Άη-Νικολάου δουλέψαμε, τ’ Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα…

Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.

–Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.

–Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ’ ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν’ ακούση.

–Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της· ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.

–Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…

–Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.

Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.

Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!»

Mihály Munkácsy, Yawning Apprentice, 1869

Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο–Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!

Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευθή;

Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.

Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ’ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν·

–Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;

–Του κυρ-Θανάση του Μπε…

Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.

–Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ’ αυτόν το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.

–Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα–Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πώ; είναι η γενειά του… τη έχει λύσε-δέσε, σ” όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.

Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε·

–Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος… ο αφέντης σου.

Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.

Βασίλης Σολιδάκης, Καπηλειό, 1971

Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.

Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.

–Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ’έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;

Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.

Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ” ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.

Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.

–Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι… Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη… Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ’ ακουσες;

Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά·

–Τώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;

–Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε…

–Είναι μέσα;

–Ή μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.

Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.

–Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…

Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο–Παύλου.

–Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.

Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε–έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ’ ακούς;

–Τ’ ακούω.

–Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε. Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε.

–Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!

Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.

–Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…

Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.

–Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!

Περικλής Πανταζής, Ο Μικρός Κλέφτης, π. 1882

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» τα Χριστούγεννα του 1896.

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Μιχάλης Γκανάς, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία»

Ingrid Kerma, The Fugitives, 1983

Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα...

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
                         στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                          πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                          να παρηγορηθούνε.

Grant Wood, Arnold Comes of Age, 1930

(από το Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης 1989) 

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Η επίμονη ζωή! For the first time scientists have directly observed living bacteria in polar ice and snow

Εντοπίστηκαν βακτήρια που παραμένουν ενεργά μέσα στους πολικούς πάγους. For the first time scientists have directly observed living bacteria in polar ice and snow -- an environment once considered sterile. The new evidence has the potential to alter perceptions about which planets in the universe could sustain life and may mean that humans are having an even greater impact on levels of CO2 in Earth's atmosphere than accepted evidence from climate history studies of ice cores suggests. The research team positioned themselves away from polar wildlife to limit contamination, but one persistently curious character meant a testing site had to be abandoned. Credit: James Chong

Αν και η κρατούσα θεωρία αναφέρει ότι σε περιβάλλοντα όπως αυτά των πολικών περιοχών η ζωή δεν μπορεί να επιβιώσει ερευνητές του Πανεπιστημίου του Γιορκ στην Βρετανία θέλησαν να διαπιστώσουν οι ίδιοι αυτή την παραδοχή. Οι ερευνητές τελικά εντόπισαν μέσα σε πάγους των πιο ακραίων σε συνθήκες περιοχών της Αρκτικής αλλά και της Ανταρκτικής βακτήρια τα οποία μάλιστα δεν κατάφερναν απλά να επιβιώσουν αλλά είχαν ενεργή δραστηριότητα φαινόμενο που εντοπίζονται για πρώτη φορά. Η ανακάλυψη αυτή εκτός των άλλων αλλάζει τα δεδομένα και στην διαστημική εξερεύνηση αφού όπως φαίνεται οι επιστήμονες θα πρέπει να μην αποκλείουν την ύπαρξη ζωής σε παγωμένους κόσμους του ηλιακού μας συστήματος και του Σύμπαντος γενικότερα αφού όπως φαίνεται είναι πιθανό να υπάρχουν κάποιες μορφές ζωής έστω και σε μικροβιακό επίπεδο στις πιο ακραίες συνθήκες.

Scientists have observed evidence of living bacteria in one of the harshest environments on Earth, where it’s long been thought nothing could survive. The researchers found levels of methyl iodide, a gas known to be produced by marine bacteria, in Arctic and Antarctic.

«Το γεγονός ότι εντοπίσαμε βακτήρια με ενεργή μεταβολική δραστηριότητα μέσα σε τέτοιου είδους πάγους δείχνει ότι η ζωή μπορεί όχι μόνο να υπάρχει αλλά και να ακμάζει δείχνει ότι μπορεί να βρούμε ζωή σε σημεία που κανείς δεν θα περίμενε να υπάρχει. Θα πρέπει να διευρύνουμε τους ορίζοντες μας για το ποιοί πλανήτες μπορεί να διαθέτουν ζωή. Γνωρίζουμε ότι κάποια βακτήρια μπορούν να ζουν και να είναι ενεργά και μάλιστα για χιλιάδες χρόνια σε χαμηλές θερμοκρασίες. Επόμενο βήμα είναι τώρα να αναζητήσουμε ενεργά βακτήρια σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη μέσα στους πάγους» αναφέρει ο Κέλερ Ρεντάκερ, καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Γιορκ που είναι επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που εντοπίζονται μικροοργανισμοί ανθεκτικοί σε ακραίες συνθήκες. Αυτοί οι οργανισμοί έχουν ονομαστεί ακραιόφιλα και εξτρεμόφιλα. Ας δούμε τους πιο ενδιαφέροντες...

Βακτήρια που αντέχουν την ακτινοβολία

Μικροοργανισμοί μπορούν να επιβιώνουν μέσα στα βάθη των πάγων στην Γη. Γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο και σε άλλους πλανήτες; The team says the findings suggest astrobiologists could consider planets known to have water-ice in their search for habitable worlds. Saturn's moon Enceladus is pictured.

Πριν από λίγα χρόνια ανακαλύφθηκε μια ομάδα άγνωστων μέχρι εκείνη την στιγμή βακτηρίων  που ονομάστηκαν Deinococcus. Τα βακτήρια αυτά ζουν σε βάθος 15 μέτρων κάτω από το μόνιμο στρώμα πάγου και όπως αποδείχτηκε από τις αναλύσεις μπορούν να εκτεθούν και να επιβιώσουν σε επίπεδα ακτινοβολίας γάμμα πέντε χιλιάδες φορές υψηλότερα από αυτά που έχει καταφέρει να αντέξει οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός στον πλανήτη!  Επειδή όμως τέτοια επίπεδα ακτινοβολίας δεν έχει βιώσει ποτέ η Γη το πως ανέπτυξαν τέτοια αντίσταση και ανθεκτικότητα αυτά τα βακτήρια αποτελεί προς το παρόν μυστήριο για τους επιστήμονες. Μια ιδέα που έχει πέσει στο τραπέζι είναι ότι πρόκειται για βακτήρια που προέρχονται από το διάστημα.

Οι αρκούδες του νερού

Είναι αυτό ένας εξωγήινος; Μάλλον όχι, αλλά από όλα τα ζώα της Γης, το βραδύπορο θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος υποψήφιος. Και αυτό γιατί τα βραδύπορα (Tardigrades) είναι γνωστό ότι είναι σε θέση να πάνε για δεκαετίες χωρίς τροφή ή νερό, να επιβιώσουν σε θερμοκρασίες από κοντά στο απόλυτο μηδέν έως αρκετά πάνω από το σημείο βρασμού του νερού, να επιβιώσουν πιέσεις από κοντά στο μηδέν μέχρι τις πιέσεις στον πάτο των ωκεανών, και να επιβιώσουν από άμεση έκθεση σε επικίνδυνες ακτινοβολίες. Η εκτεταμένη επιβιωσιμότητα αυτών των ακρόφιλων ελέγχθηκε το 2011 έξω σε τροχιά από ένα διαστημικό λεωφορείο. Τα βραδύπορα είναι τόσο ανθεκτικά εν μέρει επειδή μπορούν να επισκευάσουν το δικό τους DNA και να μειώσουν το σωματικό τους περιεχόμενο τους σε νερό σε ένα μικρό ποσοστό. Μερικές από αυτές τις μικροσκοπικές νερο-αρκούδες έγιναν σχεδόν εξωγήινοι, όταν εκτοξεύτηκαν προς το φεγγάρι του Άρη, Φόβο με τη ρωσική αποστολή Fobos-Grunt, αλλά έμειναν σε τροχιά γύρω από τη Γη όταν ο πύραυλος απέτυχε. Τα βραδύπορα είναι πιο κοινά από ό,τι οι άνθρωποι στο μεγαλύτερο μέρος της Γης. Στη παραπάνω ψευδό-χρωματισμένη φωτογραφία από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο είναι ένα βραδύπορο μήκους ενός χιλιοστού που σέρνεται σε βρύα.

Τα ακραιόφιλα οκτάποδα βραδύπορα, γνωστά και ως «αρκούδες του νερού», ζουν οπουδήποτε υπάρχει νερό, από τη λιμνούλα του κήπου μιας κατοικίας μέχρι τα βάθη της Ανταρκτικής, ενώ δεν έχουν πρόβλημα με το κενό του διαστήματος, ούτε με τις θανατηφόρες ακτινοβολίες που υπάρχουν εκεί. Το 2007 είχαν σταλεί στο διάστημα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος και, όπως απέδειξαν, όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά αναπαράχθηκαν κανονικότατα, όταν γύρισαν στη Γη. Υπάρχουν πάνω από 800 καταγεγραμμένα είδη βραδύπορων στον πλανήτη μας και εικάζεται ότι υπάρχει άγνωστος αριθμός άγνωστων ακόμη ειδών.

Πηγές: Microbial metabolism directly affects trace gases in (Sub) Polar snowpacks. Journal of the Royal Society Interface http://rsif.royalsocietypublishing.org/content/14/137/20170729 - http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=927615