Τόρι
Κιγιονάγκα (1752-1815). Από τη σειρά με τίτλο: Σόντε νο μάκι (Πάπυρος για
χειριδωτό χιτώνα), έντυπη ξυλογραφία, 1785. Torii Kiyonaga
(1752-1815), detail from Sode no maki (Handscroll for the Sleeve) (circa 1785) ©
The Trustees of the British Museum
Ο
Τόρι Κιγιονάγκα ήταν ένας άλλος Ιάπωνας χαράκτης και ζωγράφος της τεχνοτροπίας
Ουκίγιο-ε, από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της παραδοσιακής ξυλογραφίας. Η
ξυλογραφία είναι τεχνική αναπαράστασης μιας εικόνας χαραγμένης πάνω σε μια
επιφάνεια ξύλου. Το ξύλο που χρησιμοποιείται συνήθως προέρχεται από δέντρο
οξιάς, μηλιάς ή κερασιάς επειδή είναι πιο μαλακό. Η επιφάνεια του ξύλου σε αυτή
την τεχνική καλύπτεται με μελάνι με τη βοήθεια κυλίνδρου αφήνοντας τις μη
εκτυπωμένες περιοχές ακάλυπτες. Γενικά το σχέδιο γίνεται απευθείας πάνω στη
σανίδα. Είναι από τις αρχαιότερες μορφές εκτύπωσης και άρχισε να
χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.
Torii Kiyonaga
(1752 - 1815), A couple making love in
front of a fusuma, an ink well and brush lying at their feet, from the
series Shikido juniban (Twelve Ways of Making Love) ca 1784
Αρχικά
ο Τόρι Κιγιονάγκα ονομαζόταν Σεκιγκούσι Σινσουκέ και ήταν γιος ενός βιβλιοπώλη
από το Έντο (σημ. Τόκιο). Φοίτησε στη σχολή Τόρι Κιγιονάγκα της οποίας αργότερα
υιοθέτησε το όνομα. Αν και δεν σχετίζεται βιολογικά με την οικογένεια Τόρι,
έγινε επικεφαλής της σχολής μετά το θάνατο του θετού πατέρα του και δασκάλου
Τόρι Κιγιομίτσου.
Χοσόντα
Έισι (1756-1829): “Διαγωνισμός του Πάθους
στο πανδοχείο Τέσσερις Εποχές”, τέλη 1790 με αρχές του 1800. Μεταξοτυπία σε
πάπυρο με μελάνι, χρώμα και χρυσό. Συλλογή Μίκαελ Φόρνιτζ, Δανία.
Ο Κιγιονάγκα θεωρείται ένας από τους μεγάλους δασκάλους της πλήρους έγχρωμης εκτύπωσης (Nισίκι-ε) και του μπιτζίνγκα (παλλακίδες και άλλες όμορφες γυναίκες). Όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες του στυλ Ουκίγιο-ε, ξεκίνησε παράγοντας μια σειρά από σχέδια και πίνακες ζωγραφικής με ηθοποιούς του Kabuki και άλλα συναφή θέματα, πολλά από τα οποία ήταν διαφημιστικό υλικό για το θέατρο. Έτσι δημιουργήθηκε μια σειρά από Σούνγκα ή ερωτικές εικόνες.
Σύμπραξη
Σουμιγιόσι Γκουκέι (ζωγράφος, 1631-1705) και Τακενούτσι Κορετσούνε
(καλλιγράφος, 1640-1704): Εικόνα από τη σειρά “Ιστορία ενός φράχτη από χαμόκλαδα”, του 17 αιώνα. Μεταξοτυπία σε
πάπυρο με μελάνι, χρώμα και χρυσό. Συλλογή Μίκαελ Φόρνιτζ, Δανία.
Και
ενώ οι ερωτικές εικόνες Σούνγκα ήταν δημοφιλείς στη διάρκεια του 1600, του 1700
και του 1800, οι εικόνες λογοκρίθηκαν από την ιαπωνική κυβέρνηση στη διάρκεια
του 20 αιώνα. Είδαν ξανά το φως το 1973, όπου και παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Victoria & Albert στο Λονδίνο.
Erotic figurines
from the 18th and 19th centuries, part of the Shunga: Sex and Pleasure in
Japanese Art exhibition at the British Museum. Photograph: Suzanne
Plunkett/Reuters
Τώρα,
σαράντα χρόνια μετά, πρόκειται να παρουσιαστούν ξανά σε έκθεση με τίτλο
“Σούνγκα: έρωτας και ηδονή στην ιαπωνική τέχνη” που οργανώνει στο Λονδίνο το
Βρετανικό Μουσείο από τις 3 Οκτωβρίου 2013 έως τις 5 Ιανουαρίου 2014, σαν ένα
φόρο τιμής στην ιαπωνική ιστορία, και στον τρόπο που η χώρα αυτή μετουσίωσε την
σεξουαλική περιέργεια σε τέχνη.
Katsushika Hokusai
(1760–1849), Diving woman and octopi,
page from Kinoe no komatsu (Pine Seedlings on the First Rat Day, or Old True
Sophisticates of the Club of Delightful Skills) (1814). Illustrated book,
colour woodblock. Popularly known in the West as ‘Dream of the Fisherman’s
Wife’ © Michael Fornitz collection, Denmark
Η
έκθεση με έργα από την γιαπωνέζικη τέχνη shunga, που απεικονίζει τη σεξουαλική
πράξη, είναι η πιο τολμηρή που έχει κάνει ποτέ το μουσείο. Μια γυναίκα δέχεται
τις ερωτικές περιποιήσεις ενός χταποδιού που με τα πλοκάμια του ερεθίζει κάθε
διαθέσιμη οπή του κορμιού της.
Kawanabe Kyosai
(1831 - 1889), One of Three comic shunga paintings (detail), c. 1871 - 1889.
Hanging scroll, ink and colour on paper. © Courtesy of Israel Goldman
collection
Ένα γατάκι κάνει με πάθος μαλάξεις στους όρχεις ενός άνδρα που αγκαλιάζει σφιχτά τον εραστή του.
Eisho, Deux Lesbiennes, 1795-1805, Estampe sur bois coloré, 36x25
cm, Londres, British Museum
Δύο
γυναίκες σε ερωτικό παιχνίδι, ένα ομοίωμα ανδρικού πέους δεμένο γύρω από τη
μέση της μίας ενώ η άλλη την παροτρύνει με ανυπομονησία: «Γρήγορα, βαλ’ το
μέσα».
Shunga is an art
form that flourished between 1600 and the late 1900s – the Edo period – when
Japan cut itself off from the outside world. Photo: ALAMY
Αυτή,
η πλέον τολμηρή έκθεση που έχει κάνει ποτέ το Βρετανικό Μουσείο από το 1753,
όταν ιδρύθηκε, δεν είναι κατάλληλη για ντροπαλούς ή πουριτανούς —αλλά ούτε και
για θεατές ηλικίας κάτω των 16 ετών χωρίς τη συνοδεία ενήλικα, όπως γράφει και
η επίσημη οδηγία του μουσείου. Είναι μια έκθεση αφιερωμένη στο γιαπωνέζικο
shunga, μια τέχνη που άνθισε ανάμεσα στον 17ο και τα μέσα του 19ου αιώνα.
Kiato Shigemasa, Un homme et sept femmes, 1870, Estampe
sur bois coloré, 35.5x25.4 cm, New York, Ronin Gallery
Hosoda Eishi (1756
- 1829), Young woman dreaming of The
Ise Stories, early 19th century. Hanging scroll, ink, colour and gold on silk. ©
The Trustees of the British Museum
Σύμφωνα
με τον Τιμ Κλαρκ, τον επικεφαλής επιμελητή: «Ελπίζουμε πως όταν το κοινό
ξεπεράσει το αρχικό σοκ που προκαλεί το τολμηρό περιεχόμενο και η καθ’
υπερβολήν αναπαράσταση γεννητικών οργάνων, θα απολαύσει την αμοιβαία
ικανοποίηση που απεικονίζεται, το χιούμορ και, στο τέλος-τέλος, την ανθρώπινη
διάσταση των εικόνων αυτών».
Kitagawa Utamaro
(d. 1806), Lovers in the upstairs room of
a teahouse, from Utamakura (Poem of the Pillow), c. 1788. Sheet from a
colour-woodblock printed album. Picture: The Trustees of the British Museum
Σύμφωνα
με τον Κλαρκ αυτή η έκθεση —για την οποία το μουσείο προειδοποιεί τόσο στην
είσοδό της όσο και στο διαδίκτυο πως περιλαμβάνει τολμηρό περιεχόμενο— έπρεπε
να είχε γίνει εδώ και καιρό: Παρ’ όλο που το shunga —το οποίο μεταφράζεται
κυριολεκτικά ως «απεικόνιση στο μαξιλάρι»— αποτελούσε πολύ μέινστριμ
καλλιτεχνικό είδος για πολλούς αιώνες και έχαιρε εκτίμησης από όλες τις τάξεις,
ως καλλιτεχνικό είδος έχασε έδαφος τον 20ό αιώνα, όταν η Ιαπωνία άρχισε να
εκδυτικοποιείται και να εκσυγχρονίζεται βίαια.
Kitagawa Utamaro
(d. 1806), Uwaki no so (Fancy-free
type) from the series Fujin sogaku juttai (Ten Types in the Physiognomic Study
of Women), c. 1792 - 1793. Colour woodblock print with white mica ground.
Picture: The Trustees of the British Museum
Σε
αυτό το χρονικό σημείο, έπαψε να θεωρείται πλέον ως μέρος του ιστού της
καθημερινής ζωής και να δίνεται στις νεόκοπες συζύγους ως δώρο που είχε σα
σκοπό την εκμάθηση, τον ερεθισμό ή τη διασκέδασή τους και άρχισε «να θεωρείται
πορνογραφικό υλικό», λέει ο Κλαρκ. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, τα έργα shunga
που είχε στην κατοχή του το Βρετανικό Μουσείο, όπως και όλα τα αντικείμενα
τέχνης από διάφορες χώρες του κόσμου τα οποία είχαν τολμηρό χαρακτήρα, ήταν για
χρόνια κλεισμένα στο secretum, έναν κλειστό για το κοινό αποθηκευτικό χώρο που
καταργήθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα και τα περιεχόμενά του διανεμήθηκαν στα
αντίστοιχα τμήματα του μουσείου.
Sukenobu, Une courtisane qui décore le membre de son
amant, 1720, Estampe sur bois, 15,2x20,3 cm, New York, Ronin Gallery
Παρά
ταύτα, μόλις το 1990 ξεκίνησε η σοβαρή ακαδημαϊκή μελέτη του shunga στην
Ιαπωνία, και η παρούσα έκθεση του Βρετανικού Μουσείου είναι η πιο εκτεταμένη
που έχει γίνει ποτέ για το είδος. ‘Οπου και να κοιτάξεις, το βλέμμα σου
αιχμαλωτίζουν δίχως περιστροφές τα υπερμεγέθη, κατά κανόνα, γενητικά όργανα των
δύο φύλων, σε όλο τους το μεγαλείο. «Επρόκειτο για μία απεικονιστική παράδοση
που δεν ήταν προσκολλημένη στον νατουραλισμό και συνεπώς αυτό της επέτρεπε μια
επιλεκτική έμφαση», λέει ο Κλαρκ. «Η προσοχή εστιάζεται στην έκφραση ερωτικής
ευδαιμονίας στα πρόσωπα — και στις πηγές αυτής της απόλαυσης, στα γεννητικά όργανα. Τα άλλα μέλη του σώματος δεν τονίζονται, κι έπειτα είναι τα υπέροχα
υφάσματα, οι λάκες, τα εδέσματα και τα ποτά, ώστε να προβάλλεται με τρόπο
αρραγή η πολυτέλεια και η ηδονή». Και προσθέτει: «Επρόκειτο για την φαντασιακή
εκπλήρωση ερωτικών επιθυμιών ή για την απεικόνιση ενός ιδεώδους; Πιθανόν και
για τα δύο αυτά ταυτόχρονα».
Sugimura Jihei (fl.
1681-1703), Lovers under a quilt with
Phoenix Design (mid-1680s). Untitled erotic picture © Courtesy of
Private collection, USA
Η
ερωτική απόλαυση των θηλυκών παρουσιάζεται μέσα από τις εικόνες να είναι το ίδιο
σημαντική όσο αυτή των αρσενικών. «Δεν μπαίνει ποτέ σε αμφισβήτηση», λέει ο
Κλαρκ. «Θεωρείται δεδομένο ότι οι γυναίκες θα αναζητήσουν την ικανοποίηση».
Ούτε είναι η απόλαυση πάντοτε προσδιορισμένη ετεροφυλοφιλικά: συχνά
απεικονίζονται ζευγαρώματα ανάμεσα σε άντρες και, πολύ σπανιότερα
ομολογουμένως, ανάμεσα σε γυναίκες.
Nishikawa Sukenobu
(1671 - 1750), Sexual dalliance between a
man and geisha, c. 1711 - 1716. Hand-coloured woodblock print. Picture: The
Trustees of the British Museum
Το
shunga υπήρξε όμως και όχημα για λογοτεχνίζουσες παρωδίες· πολλά έργα, όπως και
τα κείμενα που τα συνοδεύουν, είναι πνευματώδη και περιπαικτικά, μιλάνε, για
παράδειγμα, για τον φόβο που νιώθει ένα ζευγάρι να κατακτήσει την ηδονή, ή
κάνουν μακάβρια αστεία, παρουσιάζοντας φέρ’ ειπείν το φάντασμα του πρώην εραστή
μιας γυναίκας να κόβει το πέος του ζώντος αντικαταστάτη του στο κρεβάτι της.
The exhibition is
the first time many of the art has been displayed in public. Source: The
Trustees of the British Museum
Η
ανερυθρίαστη αυτή έμφαση στον φαλλό και το αιδοίο σχετίζεται, σύμφωνα με τον
Κλαρκ, ορισμένως τουλάχιστον, με τις παραδοσιακές θρησκευτικές δοξασίες των
Ιαπώνων. «Οι μύθοι του Σίντο για τη δημιουργία πηγάζουν από πράξεις ερωτικής
συνεύρεσης. Η ερωτική πράξη βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης για την ίδια την
ίδρυση της χώρας… οι τοπικές θρησκείες λάτρευαν ανοιχτά τα σεξουαλικά όργανα
και την αναπαραγωγική διαδικασία».
Much of the art
included in the exhibition was banned in Japan in the 20th century. Source: The
Trustees of the British Museum
Και
καταλήγει ο Κλαρκ: «Πάνω απ’ όλα, το shunga είναι σημαντικό ως τέχνη αυτή
καθαυτή. Οι μεγαλύτεροι γιαπωνέζοι καλλιτέχνες, όπως ο Hokusai και ο Utamaro, ζωγράφιζαν ερωτικές
εικόνες. Το shunga μάς προκαλεί να αμφισβητήσουμε την δυτική παράδοση που
διαχώρισε την τέχνη σε “σπουδαία” και “χυδαία”. Η διαφοροποίηση αυτή δεν
υπάρχει στη γιαπωνέζικη τέχνη εκείνης της περιόδου».
Shunga:
Sex and Pleasure in Japanese Art, Βρετανικό Μουσείο Λονδίνου, από τις 3
Οκτωβρίου 2013 ως τις 5 Ιανουαρίου 2014.