Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Ένα σαββατοκύριακο στη Δράμα. A weekend in Drama

Το όνομα της Δράμας εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έρευνας για όσους ασχολήθηκαν με την ιστορία της περιοχής. Στους Πευτιγγεριανούς πίνακες στη θέση της Δράμας τοποθετείται η αρχαία Δράβησκος του Θουκυδίδη, δηλαδή η Δράβησκος η Ηδωνική, η οποία πραγματικά βρισκόταν εκεί που είναι το σημερινό χωριό Σδραβήκι, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Παγγαίου στην επαρχία Ζίχνης και κοντά στον Αγγίτη ποταμό. Η ονομασία Δράμα λοιπόν προέρχεται από το δωρικό δράω - = δέρκομαι, ράω - που σημαίνει την πόλη που έχει θέα.

Ο Μαργαρίτης Δήμιτσας σημειώνει ότι το όνομα της Δράμας προήλθε εκ παραφθοράς του αρχαίου Δράβα, Δραβήσκος και μετά Δράμα. Ο Άγγλος τοπογράφος και νομισματολόγος Γουλιέλμος Μαρτίνος Leake που περιόδευσε στην περιοχή συγχέει την αρχαία Δραβήσκο με τη Δράμα. 

Ο Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής Perrot καθώς και ο Ρώσος ιστορικός και συγγραφέας Ιωάννης Πετρώφ, συμφωνούν ότι η Δράμα πήρε το όνομα της από τη λέξη Δραβήσκος = Δράβα = Δράμα.

Η Δράμα σύμφωνα με τον Ευάγγελο Στράτη ποτέ δεν ονομάστηκε Δράβησκος είτε από τους κατοίκους της, είτε από τους παλιούς συγγραφείς. Άλλη πόλη ήταν η Δράμα και άλλη η Δράβησκος. 

Σ’ αυτή την πλάνη περιέπεσαν και οι νεώτεροι ξένοι συγγραφείς Hoffman και Forbiger. Ο Pauly δημιουργεί δύο Δραβήσκους, όπως και ο Desdevisses du Dezert, τοποθετώντας τη μια στην Δράμα, όπως και οι Πευτιγγεριανοί πίνακες, και την άλλη στο χωριό Σδραβήκι, η οποία ήταν και η μόνη πραγματική Δράβησκος, αυτή που αναφέρεται από τον Θουκιδίδη. 

Από τους ξένους πιο σωστά απ’ όλους, αποφαίνεται για τη τοποθεσία της αρχαίας Δραβήσκου, αντιδιαστέλλοντάς την καθαρά από αυτή της Δράμας, ο σπουδαίος ιστοριογράφος της Θεσσαλονίκης Tafel λέγοντας τα εξής: «Η Δράβησκος βρισκόταν πραγματικά μεταξύ Μυρκίνου και Αμφίπολης και φαίνεται ότι το όνομά της διατηρήθηκε στο όνομα του χωριού Δράβηκ (αντί Σδραβήκι). Η Δράβησκος είναι το σημερινό Δράβηκ, όχι η Δράμα».  

Ο Σταύρος Μερτζίδης γράφει ότι το όνομα πιθανόν να προήλθε από το ρέμα που χωρίζει τη πόλη στα δύο. Δύο + ρέμα δύ-ρεμα και κατά συγχώνευση από κάποιο λόγιο της εποχής Δράμα. Ο ίδιος δέχεται και την περίπτωση να υπήρχε και άλλη Δράβησκος,  αφού ο Θουκυδίδης μιλάει για «Δραβήσκ τ δωνικ» και από αυτή να προήλθε η Δράμα.

Την ίδια εκτίμηση για το όνομα της Δράμας έχει και ο ιστορικός Φώτιος Σκαλίδης. Γράφει λοιπόν πως τον 12ο αιώνα μ. Χ. κάποιος λόγιος Δραμινός με βάση το ρέμα που έκοβε την πόλη στα δύο και από τις λέξεις «δύο και ρέμα» έφτιαξε το όνομα της Δράμας.






Ο Ε. Στράτης παραδέχεται ότι το όνομα «Δράμα» προήλθε από τη λέξη «Υδράμη»  και έπειτα έγινε «Υδράμα» και «Δράμα». Κατά τη άποψη του Β. Πασχαλίδη, η Δράμα δεν έχει σχέση με την αρχαία Δράβησκο του Θουκυδίδη. Η ονομασία Δράμα προήλθε από τη ρίζα Δρα- και την κατάληξη –μα. Τα τοπωνύμια με τη ρίζα Δρα- είναι θρακοπελασγικής προέλευσης. Στη Δράμα όπως ξέρουμε έζησαν διάφορες θρακικές φυλές και ομάδες. 

Πολλοί θεωρούν ότι το όνομά της η Δράμα το πήρε από τα πολλά νερά της, δωρ,  δρία κλπ. Ο Σταμάτης Βάλβης στην «Γεωγραφία» του υποστηρίζει ότι το ρέμα είναι η αιτία για την ονομασία της Δράμας και προήλθε από το δίρεμα, δίραμα και δράμα, Δράμα.

Ο ραβίνος Β. Τουδέλας που επισκέφθηκε τη Δράμα το 1172 μ. Χ. προερχόμενος από την Ισπανία προκειμένου να γνωρίσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους της πόλης, την καταγράφει με το όνομα Darma. 

Η έφορος προϊστορικών και κλασσικών αρχαιοτήτων στο Μουσείο της Καβάλας κ.  Χάιδω Κουκούλη Χρυσανθάκη αναφέρει ότι το όνομα της Δράμας εξακολουθεί να είναι μετέωρο και όλες οι εκδοχές και τα επιχειρήματα είναι ασθενή και ανασφαλή.














Από την έκθεση, στον εκθεσιακό χώρο άνωθεν του καφενείου «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»,  σπάνιων παρτιτούρων από το χώρο του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού, οι οποίες ανήκουν στην προσωπική συλλογή του Δραμινού ποιητή και φιλολόγου, κ. Νίκου Κωνσταντινίδη.




Ο κ. Νίκος Κωνσταντινίδης, με την εγνωσμένη αγάπη του για το ελαφρό ελληνικό τραγούδι σε συνδυασμό με την μανιώδη εμμονή και αφοσίωση του γνήσιου συλλέκτη, έχει συγκεντρώσει στο πέρασμα των δεκαετιών και κατέχει σήμερα, μία ευρεία και σπάνια συλλογή από αυθεντικές και πρωτότυπες παρτιτούρες του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού, οι οποίες χρονολογούνται από τις αρχές του εικοστού αιώνα έως και τη δεκαετία του πενήντα. 

Τις παρτιτούρες αυτές, οι οποίες κοσμούνται από εξώφυλλα φιλοτεχνημένα με απαράμιλλη αισθητική, ο κ. Κωνσταντινίδης τις εκθέτει για πρώτη φορά, δίνοντας στους Δραμινούς την πραγματικά μοναδική ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με ένα, σπάνιο και δυσεύρετο σήμερα, συλλεκτικό υλικό και, ειδικότερα, δίνοντας την ευκαιρία στους μεν μεγαλύτερους σε ηλικία να αναπολήσουν, στους δε νεότερους να γνωρίσουν, μία περίοδο της ελληνικής μουσικής, η οποία ναι μεν έχει περάσει ανεπιστρεπτί, πλην, όμως, έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της τόσο στη συλλογική μνήμη όσο και στην πολιτισμική ιστορία της νεότερης Ελλάδας.






Φωτογραφίες: © Κωνσταντίνος Βακουφτσής

Θανάσης Μαρκόπουλος, Άτιτλο

Albert Birkle, My Father Carl Birkle, 1928

Στο σόι μας είμαστε ανέκαθεν νομοταγείς
Δεν απασχολήσαμε ποτέ τις Αρχές
με τα φρονήματα και τη δράση μας
Κάναμε τη θητεία μας κανονικά
στην ώρα μας παντρευτήκαμε αγόρια κορίτσια
Κι όταν πάλι η Πατρίδα κινδύνεψε
αγόγγυστα προσφέραμε κι εμείς τους νεκρούς μας
Ολάκερη η ζωή μας σκληρή σαν την πέτρα
Αυξήσεις και τέτοια πάντως δεν απαιτήσαμε
Δε θέλαμε φασαρίες που χαλούσαν την τάξη
και τις δουλειές μας εκθέταν σε κίνδυνο
Ιδιαίτερα τις παρέες πολύ τις προσέχαμε
ποτέ δε βάλαμε κομμουνιστή στο σπίτι μας
Παίρναμε μέρος στις εκλογές αθόρυβα
και ψηφίζαμε πάντα κατά συνείδηση
το κόμμα που ήταν στην Κυβέρνηση
Κανένας δε μας ενόχλησε
κανέναν δεν ενοχλήσαμε
καθαρά τα χαρτιά μας
Άμα δεν πειράξεις δε σε πειράζουν
Έτσι σήμερα φτιάξαμε μια κάποια κατάσταση
Καθωσπρέπει πολίτες και άρχοντες
μας εχτιμούν απόλυτα
κι απ' τους πέντε επίτροπους της εκκλησιάς
οι δυο ανταντάμ παπαντάμ ανήκουν στο σόι μας.

Marcel Ronay, Nuns, 1929

Από τη συλλογή «Του ανταποκριτή μας» (1985)

(Πορτραίτο από το Φωτ.Αρχείο: © Γιάννη Δ. Βανίδη)

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1951 στα Κρανίδια της Κοζάνης. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε τις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές του σπουδές στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του εστιάζονται στην ποίηση και τη λογοτεχνική κριτική. Ποιήματα και κριτικά του κείμενα γύρω από τη μεταπολεμική ελληνική ποίηση και πεζογραφία δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά, λογοτεχνικά και φιλολογικά. Έχει εκδώσει εφτά συλλογές ποιημάτων, τρεις μελέτες και δύο τόμους με κείμενα κριτικής.

Οι New York Times αναζητούν την σαγηνευτικότερη μουσική του κόσμου στην Ήπειρο. Hunting for the Source of the World’s Most Beguiling Folk Music

Ένας κάτοικος του χωριού Γεροπλάτανος χορεύει στη μουσική από το κλαρίνο του Γιάννη Χαλδούπη. A listener in Geroplatanos responds to the music. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times

«Στις 20 Σεπτέμβρη του 1926, ο ελληνικής καταγωγής βιολιτζής Αλέξης Ζούμπας ηχογραφεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά μουσικά κομμάτια που έχω ακούσει ποτέ.», αναφέρει η Amanda Petrusich των New York Times.

Alexis Zoumbas’s expressions of longing are so raw and unmediated that I suspect anyone who has ever yearned for anything – who has ever gazed dolefully out a window, or sighed audibly over a cup of whiskey, or felt subsumed by a certain kind of ache – will feel these songs like a club to the back of the knees. They are immediate, destructive, and stunning. That Christopher King was able to collect and contain them for us is an extraordinary gift. —Amanda Petrusich

Πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τη μουσική του μέσω του Cristopher King. Μέσα από μία τεράστια συλλογή βινυλίων, ο μουσικός παράγωγος της πρότεινε να ακούσει τον Ζούμπα. Είχε μάθει τόσο καλά το γούστο της, που ήταν σίγουρος ότι ο Έλληνας βιολιστής θα την μάγευε με το Ηπειρώτικο Μοιρολόι. Και δεν έπεσε έξω.

There is a palpable hysteria to his playing; each note trembles, as if he has recently suffered an emotional collapse of unknowable magnitude.” Audio credit information: “Epirotiko Mirologi” (“A Lament From Epirus”), by Alexis Zoumbas, from the album “A Lament for Epirus: 1926-1928,” Angry Mom Records.

Ο Αλέξης Ζούμπας ηχογράφησε το μοιρολόι στις 20 Σεπτεμβρίου του 1926, ένα θρήνο που μέχρι σήμερα ψάλλεται πάνω από τάφους στην Ήπειρο. Είναι λίγο μεγαλύτερο από τέσσερα λεπτά και άρτια εκτελεσμένο. Δεν είναι όμως η τεχνική που μάγεψε τη δημοσιογράφο. "Υπάρχει μια παλλόμενη υστερία στο παίξιμό του, η κάθε νότα τρέμει σα να υπέφερε πρόσφατα από μία συναισθηματική κατάρρευση". Λέγεται ότι εκείνη την περίοδο, ο Ζούμπας είχε βυθιστεί στη μελαγχολία της ξενιτιάς και της νοσταλγίας για την Ελλάδα, έχοντας περάσει στην Αμερική ήδη 16 χρόνια.   

Vitsa, a village in northern Greece, holds a three-day religious festival every August, with all-night music and dancing. Vitsa is uncommonly idyllic. Its low hillside buildings are constructed almost entirely of local white limestone and feature very few concessions to modernity. In 1812, Byron, in “Childe Harold’s Pilgrimage,” wrote fondly of the surrounding area, calling one nearby village a “small but favour’d spot of holy ground,” citing its “rainbow tints” and “magic charms.” Little has changed since. Stray dogs trot between buildings, sniffing out newcomers. The air smells healthful and clean, like a garden tomato that has just been sliced in half. Vitsa’s four kalderimia — steep, cobblestoned mule trails — intersect at the village square, where a platanus tree offers benevolent shade. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times

Σε μια προσπάθεια να μάθει τι ακριβώς ήταν αυτό που τον συγκίνησε τόσο πολύ, ώστε να δημιουργήσει ένα τόσο έντονο μοιρολόι, ποιος χαμός τον έφερε σε αυτή τη συναισθηματική κατάσταση, η Petrusich ταξίδεψε μέχρι την Ήπειρο και οι New York Times κατέγραψαν το οδοιπορικό της. Μετά από προτροπή του King, έφτασε στο χωριό Βίτσα. Ήθελε να ζήσει από κοντά την εμπειρία ενός μοιρολογιού, ενός λαϊκού πανηγυριού, αφού ο King της είχε πει ότι "αυτά τα τραγούδια ζουν και πεθαίνουν στα βλέμματα, τις χειραψίες και τις αγκαλιές που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στο άκουσμά τους".

A view of the Vikos Gorge. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times

Ο παραγωγός, που ταξιδεύει όσο πιο συχνά μπορεί στην Ήπειρο, επέλεγε πάντοτε αυτό το μεσαίου μεγέθους χωριουδάκι, που βρίσκεται ψηλά στην οροσειρά την Πίνδου και διοργανώνει το ετήσιο πανηγύρι του στις 14-17 Αυγούστου. Ως δημοσιογράφος, η Petrusich πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος να λύσει το μυστήριο που την απασχολούσε ήταν να κάνει αυτό το ταξίδι και να ζήσει όλη αυτή την εμπειρία. Έτσι εκείνο το καλοκαίρι έκαναν μαζί το μεγάλο ταξίδι από την Αμερική στο ορεινό χωριουδάκι της Ηπείρου. Η Petrusich χρησιμοποίησε για τη Βίτσα τη φράση "ασυνήθιστα ειδυλλιακή". Εντυπωσιάστηκε από τα ολόλευκα σπίτια από ασβεστόλιθο με τις "ελάχιστες παραχωρήσεις στην νεωτερικότητα". Διάβασε για την ιστορία της, από τους Βυζαντινούς μέχρι τον Λόρδο Βύρωνα, θαύμασε την καθαρή και γεμάτη υγεία ατμόσφαιρα του τόπου, τα καλντερίμια και τα πλατάνια στην κεντρική πλατεία.

Το πανηγύρι στο Βρίστοβο.  Residents of Vristovo, a hamlet in northern Greece, watch Yiannis Chaldoupis, a Roma musician, and his group at their all-night festival. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times

Στο χωριό που οι περισσότεροι επιστρέφουν το καλοκαίρι, το αυγουστιάτικο πανηγύρι του σφύζει από κόσμο, τραγούδι και χορό. Η δημοσιογράφος έφαγε σουβλάκια, ήπιε τσίπουρο και έζησε μέσα σε ένα κλίμα "χαρούμενο, σχεδόν ενθουσιώδες". Έμαθε, από έναν 33χρονο ντόπιο, ότι το πανηγύρι γίνεται για να γιορτάσουν οι άνθρωποι ότι "σήμερα είμαστε εδώ μαζί και του χρόνου μπορεί να μην είμαστε και γι' αυτό χορεύουμε, και γι' αυτό κλαίμε".

Το μοιρολόι που άνοιξε το πανηγύρι ήταν αυτοσχεδιασμός, όπως είναι όλα τα μοιρολόγια, με εξαίρεση την ύπαρξη ορισμένων μουσικών δεικτών που συνθέτουν το είδος. Οι περισσότερες παραδοσιακές Ηπειρώτικες ενορχηστρώσεις αποτελούνται από κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι. Η μελωδία του είναι ταραγμένη και ορισμένες φορές, αν η εκτέλεση είναι πολύ καλή, το μοιρολόι μπορεί να "ξεδιαλύνει πράγματα μέσα σου". Είναι "γι' αυτούς που δεν είναι εδώ".

Ξημέρωμα στη Βίτσα: O Διονύσης Παπαστέργιος οδηγεί τους κατοίκους παίζοντας λαούτο. Dionysis Papastergios, a laouto player, leads the people of Vitsa out of town at daybreak in August. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times

Οι μουσικοί στην Ήπειρο θεωρούνται κάποιου είδους ψυχολόγοι. Βλέπουν τι είναι "σπασμένο" και προσπαθούν να το φτιάξουν, όπως λέει ένας ντόπιος μουσικός. Τα πανηγύρια είναι ένα λαϊκό τελετουργικό κάθαρσης. Η εκτέλεση του "Ηπειρώτικου Μοιρολογιού" που άκουσε και έζησε η Petrusich σε εκείνο το πανηγύρι δεν ήταν ίδια με του Ζούμπα, αφού δεν μπορεί να υπάρχει  το ίδιο μέγεθος απελπισίας κάθε φορά. Αυτό που άκουσε η δημοσιογράφος στη Βίτσα ήταν μια πιο απαλή εκδοχή της σύνθεσης, με λιγότερη ταραχή μέσα της αλλά εμποτισμένη με "μία ανείπωτη πείνα".

Το βλέμμα του Γρηγόρη Καψάλη, ο οποίος εκτελούσε το κομμάτι στο κλαρίνο, ήταν μαλακό, συχνά έχανε στην εστίασή του και έμοιαζε χαμένο. Κατά τη διάρκεια του μοιρολογιού, οι ντόπιοι ξεκίνησαν τους παραδοσιακούς τους χορούς. Η Petrusich σηκώθηκε και μπήκε στον κύκλο, κάνοντας "συνεχόμενες και γελοίες προσπάθειες" να ακολουθήσει τα πολύπλοκα βήματα του χορού. Την επόμενη μέρα, ο Καψάλης της είπε ότι την χάρηκε γιατί "είχε μπει στο πνεύμα".



Μέσα από την έρευνά της, η δημοσιογράφος ανακάλυψε ότι η δύναμη της Ηπειρώτικης μουσικής, που αποτελεί την πηγή και τη δομή της εμπειρίας του πανηγυριού, προέρχεται από την έντονη απομόνωση του τόπου. Οι μουσικές αυτές συνθέσεις συχνά μιμούνται τις "σκληρές φιγούρες του τοπίου" και τα όργανα αναπαράγουν φυσικούς ήχους. Μετά την δεύτερη μόλις μέρα παραμονής της στο χωριό, η Petrusich ένιωσε πως είχε παρασυρθεί σε μία "κατάσταση συνεχούς παραζάλης" και πως η μουσική την "γιάτρευε".

The closing mirologi is often a tune called “Mariola.” The lyrics are the lament of a young man returning home to Epirus only to find his wife freshly buried. King would later help me with a translation:

Oh, rise, Mariola, from the earth,

From the dark soil (oh, Mariola mine);
What legs, poor me, can I use to lift myself, ah,

Oh, what arms to lean upon;

Ah, my soul, my little heart.

Oh, make your fingernails into spades,

Your palms into shovels (oh, Mariola mine);

Oh, throw the soil onto one side,

And the slab to the other (oh, Mariola mine).

Turn your hands into shovels. Dig yourself out. Return to me.

Η αντίληψη για τις θεραπευτικές ικανότητες των μοιρολογιών και των πανηγυριώτικων τραγουδιών είναι ιδιαίτερα έντονη στην Ήπειρο και οι μουσικοί θεωρούνται κάποιου είδους ψυχολόγοι. Βλέπουν τι είναι "σπασμένο" και προσπαθούν να το φτιάξουν, όπως της είπε ένας ντόπιος μουσικός. Τα πανηγύρια είναι ένα λαϊκό τελετουργικό κάθαρσης.

Ο Γιάννης Χαλδούπης κάνει πρόβα στο δάσος. Yiannis Chaldoupis improvising in the woods near Vitsa. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times

Την τελευταία μέρα του πανηγυριού, ο King την ξύπνησε στις 8 το πρωί, αφού είχανε πέσει για ύπνο μόλις 3 ώρες πριν. "Ετοιμάζονται". Η Petrusich σηκώθηκε και τον ακολούθησε στην κεντρική πλατεία του χωριού. Είχε έρθει η ώρα για τον τελευταίο χορό. Οι ντόπιοι ήταν ακόμα εκεί, εξαντλημένοι αλλά χαρούμενοι, ακόμα στην "πίστα". Ένας άντρας, μεγάλος σε ηλικία, την πλησίασε και της είπε: "Κατάλαβες; Βλέπεις; Δεν χρειαζόμαστε γιατρούς! Είμαστε χαρούμενοι! ". Εκείνο το πρωί η Amanda Petrusich άφησε το δημοσιογραφικό της μπλοκάκι στην άκρη και μπήκε στο χορό. Οι ντόπιοι συνόδευσαν την μπάντα στην έξοδο του χωριού, όπου και έκαναν έναν κύκλο γύρω τους, αποχαιρετώντας τους με χειροκροτήματα και χορό.

Kokori’s bridge in Vikos-Aoos National Park, Greece. Credit: Andrea Frazzetta for The New York Times

Με ένα μαγικό τρόπο όλοι ησύχασαν ταυτόχρονα. Μετά από ένα σιγανό κλάμα μικρής διάρκειας, "από εκείνο που δεν αντιλαμβάνεσαι μέχρι να φτάσει η αλμύρα στα χείλη σου", ξεκίνησαν όλοι μαζί την επιστροφή στο χωριό. "Ήταν σαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Όλοι αγκαλιάζονταν και έδιναν ευχές". Στο τέλος βγήκε και η απαραίτητη αναμνηστική φωτογραφία. Η ατμόσφαιρα της ξενιτιάς, η ίδια που συγκίνησε τον Αλέξη Ζούμπα έναν αιώνα πριν, είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. 



Η εμπειρία της Petrusich από το 3ήμερο πανηγύρι της είχε τελικά δώσει ένα κομμάτι της απάντησης που αναζητούσε. "Αυτό που μάλλον διέλυσε τόσο πολύ συναισθηματικά τον Ζούμπα σε εκείνο το studio της Νέας Υόρκης ήταν η σκέψη ότι ίσως δεν θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει πίσω. Για εμάς, τουλάχιστον, υπήρχε η ελπίδα ότι όσα νιώσαμε θα μας ακολουθούσαν όλο το χρόνο, μέχρι την επιστροφή μας το επόμενο καλοκαίρι".

Πηγή: www.lifo.gr (Απόδοση από τους New York Times για το LIFO.gr. Σταυριάννα Χαραλαμποπούλου )