Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

Νέοι κόσμοι σε έναν «ποταμό» νεαρών άστρων. New Worlds in a River of Young Stars

Χρησιμοποιώντας παρατηρήσεις από το TESS της NASA, διεθνής ομάδα αστρονόμων ανακάλυψε μια τριάδα θερμών κόσμων, μεγαλύτερων από τη Γη, σε τροχιά γύρω από μια πολύ νεότερη έκδοση του Ήλιου, ονόματι TOI 451. Using observations from NASA’s Transiting Exoplanet Survey Satellite (TESS), an international team of astronomers has discovered a trio of hot worlds larger than Earth orbiting a much younger version of our Sun called TOI 451. The system resides in the recently discovered Pisces-Eridanus stream, a collection of stars less than 3% the age of our solar system that stretches across one-third of the sky. This illustration sketches out the main features of TOI 451, a triple-planet system located 400 light-years away in the constellation Eridanus. Credit: NASA’s Goddard Space Flight Center

To σύστημα αυτό βρίσκεται στο πρόσφατα ανακαλυφθέν ρεύμα Ιχθύος- Ηριδανού, μια συλλογή άστρων ηλικίας κάτω του 3% αυτής του Ηλιακού Συστήματος.

Οι πλανήτες εντοπίστηκαν σε εικόνες του TESS που είχαν καταγραφεί μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου του 2018. Μελέτες που ακολούθησαν περιελάμβαναν παρατηρήσεις του 2019 και του 2020 μέσω του διαστημικού τηλεσκοπίου Spitzer, καθώς και επίγειων εγκαταστάσεων.

The Pisces-Eridanus stream spans 1,300 light-years, sprawling across 14 constellations and one-third of the sky. Yellow dots show the locations of known or suspected members, with TOI 451 circled. TESS observations show that the stream is about 120 million years old, comparable to the famous Pleiades cluster in Taurus (upper left). Credit: NASA’s Goddard Space Flight Center

Υπέρυθρα δεδομένα αρχείου από τον δορυφόρο NEOWISE της NASA υποδεικνύουν ότι το σύστημα διατηρεί έναν ψυχρό δίσκο σκόνης και βραχωδών υπολειμμάτων. Άλλες παρατηρήσεις δείχνουν ότι το ΤΟΙ 451 πιθανότατα έχει δύο μακρινούς αστρικούς συντρόφους, που κινούνται ο ένας γύρω από τον άλλον, πέρα από τους πλανήτες.

«Το σύστημα αυτό καλύπτει πολλές από τις απαιτήσεις των αστρονόμων» είπε η Ελίζαμπεθ Νιούτον, επίκουρη καθηγήτρια Φυσικής και Αστρονομίας στο Dartmouth College, που ηγήθηκε της έρευνας. «Είναι μόλις 120 εκατ. ετών και μόλις 400 έτη φωτός μακριά, επιτρέποντας λεπτομερή παρατήρηση αυτού του νεαρού πλανητικού συστήματος. Και επειδή υπάρχουν τρεις πλανήτες διπλάσιου-τετραπλάσιου μεγέθους αυτού της Γης, αποτελούν ιδιαίτερα πολλά υποσχόμενους στόχους για τη δοκιμή θεωριών σχετικά με την εξέλιξη ατμοσφαιρών πλανητών». Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο The Astronomical Journal.

Πηγές: https://iopscience.iop.org/article/10.3847/1538-3881/ab2899 - https://www.nasa.gov/feature/goddard/2021/nasa-s-tess-discovers-new-worlds-in-a-river-of-young-stars - https://www.naftemporiki.gr/story/1692878/neoi-kosmoi-se-enan-potamo-nearon-astron 

 

 




 

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ο έρωτας στα χιόνια»

Camille Pissarro (1830-1903), Route de Versailles, Louveciennes, Winter Sun and Snow (c 1870), oil on canvas, 46 x 55.3 cm, Museo Thyssen-Bornemisza, Madrid. Wikimedia Commons.

Καρδι το χειμνος. Χριστούγεννα, ις−Βασίλης, Φτα.

Κα ατς σηκώνετο τ πρωί, ρριπτεν ες τος μους τν παλιν πατατούκαν του, τ μόνον ροχον πο σζετο κόμη π τος πρ τς ετυχίας του χρόνους, κα κατήρχετο ες τν παραθαλάσσιον γοράν, μορμυρίζων, ν κατέβαινεν π τ παλαιν μισογκρεμισμένον σπίτι, μ τρόπον στε να τν κού γειτόνισσα:

− Σεβτς εν' ατός, δν εναι τσορβς …· ρωντας εναι, δν εναι γέρωντας.

Τ λεγε τόσον συχνά, στε λες ο γειτονοπολες πο τν κουαν το τ κόλλησαν τέλος ς παρατσούκλι: « μπαρμπα−Γιαννις ρωντας».

Διότι δν το πλέον νέος, οτε εμορφος, οτε σπρα εχεν. λα ατ τ εχε φθείρει πρ χρόνων πολλν, μαζ μ τ καράβι, ες τν θάλασσαν, ες τν Μασσαλίαν.

Νικηφόρος Λύτρας (1832 - 1904), Ναυτικός που καπνίζει, π. 1894-1895. Λάδι σε μουσαμά, 40 x 34 εκ.

Εχεν ρχίσει τ στάδιόν του μ ατν τν πατατούκαν, ταν πρωτομπαρκάρησε ναύτης ες τν βομβάρδαν το ξαδέλφου του. Εχεν ποκτήσει, π τ μερδικ του σα λάμβανεν π τ ταξίδια, μετοχν π το πλοίου, ετα εχεν ποκτήσει πλοον δικν του, κα εχε κμει καλ ταξίδια. Εχε φορέσει γγλικς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλ καπλα, εχε κρεμάσει καδένες χρυσς μ ρολόγια, εχεν ποκτήσει χρήματα· λλ τ φαγεν λα γκαίρως μ τς Φρύνας ες τν Μασσαλίαν, κα λλο δν το μεινεν εμ παλι πατατούκα, τν ποίαν φόρει πεταχτν π' μων, ν κατέβαινε τ πρω ες τν παραλίαν, δι ν μπαρκάρ σύντροφος μ καμμίαν βρατσέραν ες μικρν ναλον, δι ν πγ μ ξένην βάρκαν ν βγάλ κανένα χταπόδι ντς το λιμένος.

Κανένα δν εχεν ες τν κόσμον, τον ρημος. Εχε νυμφευθ, κα εχε χηρεύσει, εχεν ποκτήσει τέκνον, κα εχεν τεκνωθ.

Κα ργ τ βράδυ, τν νύκτα, τ μεσάνυκτα, φο πινεν λίγα ποτήρια δι ν ξεχάσ δι ν ζεσταθ, πανήρχετο ες τ παλιόσπιτο τ μισογκρεμισμένον, κχύνων ες τραγούδια τν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρ−στενό, μ τν κατεβασιά σου,

κάμε κ' μένα γείτονα μ τν γειτόνισσά σου.

λλοτε παραπονούμενος εθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογο κα ψεύτρα,

δν επες μι φορ κ' σύ, Γιαννιό μου λα μέσα.

Ivan/Hovhannes Aivazovsky (1817–1900), Winter Landscape (1876), oil on panel, dimensions not known, Private collection. Wikimedia Commons.

Χειμν βαρύς, π μέρας ορανς κλειστός. πάνω ες τ βουν χιόνες, κάτω ες τν κάμπον χιονόνερον. πρωία νθύμιζε τ δημδες:

Βρέχει, βρέχει κα χιονίζει,

κι παπς χειρομυλίζει.

Δν χειρομύλιζεν παπάς, χειρομύλιζεν γειτόνισσα, πολυλογο κα ψεύτρα, το σματος το μπαρμπα−Γιαννιο. Διότι τοιοτον πργμα το· μυλωνο ργαζομένη μ τν χερα, γυρίζουσα τν χειρόμυλον. Σημειώσατε τι, τν καιρν κενον, τ ρχοντολόγι το τόπου τ εχεν ες κακν του ν φάγ ψωμ ζυμωμένον μ λευρον π νερόμυλον νεμόμυλον, κ' προτίμα τ δι χειρομύλου λεσμένον.

Κα εχε πελατείαν μεγάλην, Πολυλογο. γυάλιζεν, εχε μτια μεγάλα, εχε βερνίκι ες τ μάγουλ της. Εχεν να νδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' να γαϊδουράκι μικρν δι ν κουβαλ τ λέσματα. λα τ γαποσε, τν νδρα της, τ παιδι της, τ γαϊδουράκι της. Μόνον τν μπαρμπα−Γιαννιν δν γαποσε.

Ποος ν τν γαπήσ ατόν; το ρημος ες τν κόσμον.

Giuseppe De Nittis (1846–1884), At the Lake (1880), media and dimensions not known, Pinacoteca De Nittis, Barletta, Italy. By LPLT, via Wikimedia Commons.

Κα εχε πέσει ες τν ρωτα, μ τν γειτόνισσαν τν Πολυλογο, δι ν ξεχάσ τ καράβι του, τς Λαΐδας τς Μασσαλίας, τν θάλασσαν κα τ κύματ της, τ βάσανά του, τς σωτίας του, τν γυνακά του, τ παιδ του. Κα εχε πέσει ες τ κρασ δι ν ξεχάσ τν γειτόνισσαν.

Συχν ταν πανήρχετο τ βρδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, κα σκι του, μακρά, ψηλή, λιγνή, μ τν πατατούκαν φεύγουσαν κα γλιστροσαν π τος μους του, προέκυπτεν ες τν μακρόν, στενν δρομίσκον, κα α νιφάδες, μυαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, φέροντο στροβιληδν ες τν έρα, κα πιπτον ες τν γν, κα βλεπε τ βουνν ν' σπρίζ ες τ σκότος, βλεπε τ παράθυρον τς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, κα τν φεγγίτην ν λάμπ θαμβά, θολά, κα κουε τν χειρόμυλον ν τρίζ κόμη, κα χειρόμυλος παυε, κα κουε τν γλσσν της ν' λέθ, κ' νθυμετο τν νδρα της, τ παιδι της, τ γαϊδουράκι της, πο ατ λα τ γαποσε, ν ατν δν γύριζε μάτι ν τν δ, καπνίζετο, πως τ μελίσσι, σφλομώνετο, πως τ χταπόδι, κα παρεδίδετο ες σκέψεις φιλοσοφικς κα ες ποητικς εκόνας.

− Ν εχεν ρωτας σαΐτες!… ν εχε βρόχια… ν εχε φωτιές… Ν τρυποσε μ τς σαΐτες του τ παραθύρια… ν ζέσταινε τς καρδιές… ν στηνε τ βρόχια του πάνω στ χιόνια… νας γερο−Φερετζέλης πιάνει μ τς θηλις του χιλιάδες κοτσύφια.

φαντάζετο τν ρωτα ς να εδος γερο−Φερετζέλη, στις ν διημερεύ πέραν ες τν ψηλόν, πευκόσκιον λόφον, κα ν' σχολται ες τ ν στήν βρόχια πάνω ες τ χιόνια, δι ν συλλάβ τς θες καρδιές, ς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τ ποα ψάχνουν ες μάτην, δι ν' νακαλύψουν τελευταίαν τιν χαμάδα μείνασαν ες τν λαινα. ξέλιπον ο μικρο μακρυλο καρπο π τς εώδεις μυρσίνας ες τς Μαμος τ ρέμα, κα τώρα τ κοσσυφάκια τ λάλα μ τ μαυρν πτέρωμα, ο κηρομύται ο γλυκες κα ο κίχλαι α εθυμοι πίπτουσι θύματα τς θηλις το γερο−Φερετζέλη.

Κωνσταντίνος Μαλέας (1879 - 1928), Ο λόφος της Ακρόπολης με χιόνια, 1924 - 1928. Λάδι σε χαρτόνι, 60 x 45 εκ.

Τν λλην βραδιν πανήρχετο, χι πολ ονοβαρής, ρριπτε βλέμμα ες τ παράθυρα τς Πολυλογος, ψωνε τος μους, κ' μορμύριζεν:

νας Θες θ μς κρίν… κ' νας θάνατος θ μς ξεχωρίσ. Κα ετα μετ στεναγμο προσέθετε:

− Κ' να κοιμητήρι θ μς σμίξ.

λλ δν μποροσε, πρν πέλθη ν κοιμηθ, ν μν ποψάλ τ σύνηθες σμά του:

Σοκάκι μου μακρ−στενό, μ τν κατεβασιά σου,

κάμε κ' μένα γείτονα μ τν γειτόνισσά σου.

Armand Guillaumin (1841-1927), Hollow in the snow (1869), oil on canvas, 66 x 55 cm, Musée d’Orsay, Paris. Wikimedia Commons.

Τν λλην βραδιάν, χιν εχε στρωθ σινδών, ες λον τν μακρν, στενν δρομίσκον.

σπρο σινδόνι… ν μς σπρίσ λους στ μάτι το Θεο… ν' σπρίσουν τ σωθικ μας… ν μν χουμε κακ καρδι μέσα μας.

φαντάζετο μυδρς μίαν εκόνα, μίαν πτασίαν, ν ξυπνητν νειρον. σν χιν ν σοπεδώσ κα ν' σπρίσ λα τ πράγματα, λας τς μαρτίας, λα τ περασμένα: Τ καράβι, τν θάλασσαν, τ ψηλ καπέλα, τ ρολόγια, τς λύσεις τς χρυσς κα τς λύσεις τς σιδηρς, τς πόρνας τς Μασσαλίας, τν σωτίαν, τν δυστυχίαν, τ ναυάγια, ν τ σκεπάσ, ν τ ξαγνσ, ν τ σαβανώσ, δι ν μ παρασταθον λα γυμν κα τετραχηλισμένα, κα ς ξ ργίων κα φραγκικν χορν ξερχόμενα, ες τ μμα το Κριτο, το Παλαιο μερν, το Τρισαγίου. Ν' σπρίσ κα ν σαβανώσ τν δρομίσκον τν μακρν κα τν στενν μ τν κατεβασιν του κα μ τν δυσωδίαν του, κα τν οκίσκον τν παλαιν κα καταρρέοντα, κα τν πατατούκαν τν λερν κα κουρελιασμένην: Ν σαβανώσ κα ν σκεπάσ τν γειτόνισσαν τν πολυλογο κα ψεύτραν, κα τν χειρόμυλν της, κα τν φιλοφροσύνην της, τν ψευτοπολιτικν της, τν φλυαρίαν της, κα τ γυάλισμ της, τ βερνίκι κα τ κοκκινάδι της, κα τ χαμόγελν της, κα τν νδρα της, τ παιδι της κα τ γαϊδουράκι της: λα, λα ν τ καλύψ, ν τ σπρίσ, ν τ γνίσ!

Τν λλην βραδιάν, τν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, πανλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δν στεκε πλέον ες τ πόδια του, δν κινετο οδ' νέπνεε πλέον.

Επαμεινώνδας Θωμόπουλος (1878 - 1976), Χιονισμένα σπίτια. Λάδι σε μουσαμά, 46 x 56 εκ.

Χειμν βαρύς, οκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, νία, κόσμος βαρύς, κακός, νάλγητος. γεία κατεστραμμένη. Σμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικ λυωμένα. Δν μποροσε πλέον ν ζήσ, ν ασθανθ, ν χαρ. Δν μποροσε ν ερ παρηγορίαν, ν ζεσταθ. πιε δι ν σταθ, πιε δι ν πατήσ, πιε δι ν γλιστρήσ. Δν πάτει πλέον σφαλς τ δαφος.

Ηρε τν δρόμον, τν νεγνώρισεν. πιάσθη π τ γκωνάρι. κλονήθη. κούμβησε τς πλάτες, στύλωσε τ πόδια. μορμύρισε:

− Ν εχαν ο φωτις ρωτα!… Ν εχαν ο θηλις χιόνια…

Δν μποροσε πλέον ν σχηματίσ λογικν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις κα ννοίας.

Πάλιν κλονήθη. πιάσθη π τν παραστάτην μις θύρας. Κατ λάθος γγισε τ ρόπτρον. Τ ρόπτρον χησε δυνατά.

− Ποις εναι;

το θύρα τς Πολυλογος, τς γειτόνισσας. Ελογοφανς θ δύνατό τις ν το ποδώσ πρόθεσιν τι πεχείρει ν' ναβ, καλς κακς, ες τν οκίαν της. Πς χι;

πάνω κινοντο φτα κα νθρωποι. σως γίνοντο τοιμασίαι. Χριστούγεννα, ις−Βασίλης, Φτα, παραμοναί. Καρδι το χειμνος.

− Ποις εναι; επε πάλιν φωνή.

Τ παράθυρον τριξεν. μπαρμπα−Γιαννις το κριβς π τν ξώστην, όρατος νωθεν. Δν εναι τίποτε. Τ παράθυρον κλείσθη σπασμωδικς. Μίαν στιγμν ς ργοποροσε!

μπαρμπα−Γιαννις στηρίζετο ρθιος ες τν παραστάτην. δοκίμασε ν επ τ τραγούδι του, λλ' ες τ πνεμά του τ ποβρύχιον, το ρχοντο ς ναυάγια α λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογο, μακρ−στεν σοκάκι!…»

Μόλις ρθρωσε τς λέξεις, κα σχεδν δν κούσθησαν. χάθησαν ες τν βόμβον το νέμου κα ες τν στρόβιλον τς χιόνος.

− Κα γ σοκάκι εμαι, μορμύρισε… ζωνταν σοκάκι.

ξεπιάσθη π τν λαβν του. κλονήθη, σαρρίσθη, κλινε κα πεσεν. ξηπλώθη π τς χιόνος, κα κατέλαβε μ τ μακρν του νάστημα λον τ πλάτος το μακρο στενο δρομίσκου.

παξ δοκίμασε ν σηκωθ, κα ετα ναρκώθη. Ερισκε φρικώδη ζέστην ες τν χιόνα.

«Εχαν ο φωτις ρωτα!… Εχαν ο θηλις χιόνια!»

Κα τ παράθυρον πρ μις στιγμς εχε κλεισθ. Κα ν μίαν μόνον στιγμν ργοπόρει, σύζυγος τς Πολυλογος θ βλεπε τν νθρωπον ν πέσ π τς χιόνος.

Πλν δν τν εδεν οτε ατς οτε κανες λλος. Κ' πάνω ες τν χιόνα πεσε χιών. Κα χιν στοιβάχθη, σωρεύθη δύο πιθαμάς, κορυφώθη. Κα χιν γινε σινδών, σάβανον.

Κα μπαρμπα−Γιαννις σπρισεν λος, κ' κοιμήθη π τν χιόνα, δι ν μ παρασταθ γυμνς κα τετραχηλισμένος, ατς κα ζω του κα α πράξεις του, νώπιον το Κριτο, το Παλαιο μερν, το Τρισαγίου.

Επαμεινώνδας Θωμόπουλος (1878 - 1976), Χιονισμένο δένδρο, 1932. Λάδι σε μουσαμά, 94 x 64,5 εκ.

(1896)

Α. Παπαδιαμάντης, «Ο έρωτας στα χιόνια», Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 105−110.