Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Κρυμμένα». Constantine P. Cavafy, “Hidden Things”

Susan Macdowell Eakins (1851–1938), Thomas Eakins (c 1920-25), oil on canvas, 127 x 101.6 cm, Philadelphia Museum of Art, Philadelphia, PA. The Athenaeum.

Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα

να μη ζητήσουνε να βρουν ποιός ήμουν.

Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε

τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.

Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με

πολλές φορές που πήγαινα να πω.

Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις

και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα —

από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.

Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί

τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.

Κατόπι — στην τελειοτέρα κοινωνία —

κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα

βέβαια θα φανεί κι ελεύθερα θα κάμει.

Thomas Eakins (1844–1916), The Artist’s Wife and His Setter Dog (1884-89), oil on canvas, 76.2 x 58.4 cm, The Metropolitan Museum of Art, New York, NY. Wikimedia Commons.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, “Κρυμμένα (από την ποιητική συλλογή: “Κρυμμένα ποιήματα”, 1882-1923), 1908.

“Hidden Things”

Gustave Moreau (1826–1898), Apollo and the Nine Muses (1856), oil on canvas, dimensions not known, Private collection. The Athenaeum.

From all I did and all I said

let no one try to find out who I was.

An obstacle was there that changed the pattern

of my actions and the manner of my life.

An obstacle was often there

to stop me when I’d begin to speak.

From my most unnoticed actions,

my most veiled writing—

from these alone will I be understood.

But maybe it isn’t worth so much concern,

so much effort to discover who I really am.

Later, in a more perfect society,

someone else made just like me

is certain to appear and act freely. 

Antonio Gisbert (1834–1902), The Execution by Firing Squad of Torrijos and his Companions on the Beach at Málaga (1888), oil on canvas, 601 × 390 cm, Museo Nacional del Prado, Madrid, Spain. Wikimedia Commons.

Reprinted from C. P. CAVAFY: Collected Poems Revised Edition, translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard, edited by George Savvidis. Translation copyright © 1975, 1992 by Edmund Keeley and Philip Sherrard. Princeton University Press. For reuse of these translations, please contact Princeton University Press.

 



 

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Σπύρος Κατσίμης, «Η κούκλα»

Augustus Edwin Mulready (1844–1905), Uncared For (1871), oil on canvas, 101 × 76 cm, location not known. Wikimedia Commons.


Ι

Μας ήρθανε πιασμένοι απ’ το χέρι

πρόσφυγες από μακριά, μ’ ένα παιδί που έκλαιγε

βαστώντας πάνω του την κούκλα του σπασμένη.

 

Του αγόρασαν μια άλλη και την πέταξε

πήγαν να του την φτιάξουν και την έσφιξε

ακόμα πιο πολύ στην αγκαλιά του.

 

Αχ, να θυμόταν τις ημέρες που γερή

την χοροπήδαγε στα γόνατά του;

 

Αχ, να θυμόταν του σπιτιού του την αυλή;

 

Ποιος να την έσπασε, μα ποιος

σε τέτοιες ώρες θα λογάριαζε μια κούκλα;

ΙΙ

Kuroda Seiki (黒田 清輝) (1866–1924), Triptych: Wisdom Impression Sentiment (before 1898), oil, other details not known, Kuroda Memorial Hall (黒田記念館), Tokyo. Wikimedia Commons.

Ι

Τώρα, στους δρόμους της πολιτείας

–με τους φτωχούς και τους τυφλούς μαζί–

θα τριγυρνάει πάντα κλαίγοντας

η μικρούλα με την κούκλα.

 

Θα τριγυρνάει σφίγγοντάς την πάνω της

φυλάγοντάς την απ’ τα ξένα χέρια και το κρύο

ίσαμε ν’ ακουστεί το «… επί γης ειρήνη

εν ανθρώποις ευδοκία».

 

Για να φτιάξουν τότε την κούκλα του παιδιού

τα χέρια ενός θεού.

Cecilia Beaux (1855–1942), Dressing Dolls (1928), oil on canvas, 88.9 x 71.1 cm, Private collection. The Athenaeum.

Σπύρος Κατσίμης, «Η κούκλα» (2017). Εκδόσεις: Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.

 

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Τζων Μπέρρυμαν, «Παραιτείται». John Berryman, “ He Resigns”

Egon Schiele (1890–1918), Death and the Maiden (1915), oil on canvas, 150 x 180 cm, Österreichische Galerie Belvedere, Vienna, Austria. Wikimedia Commons.


Τα γηρατειά, και οι θάνατοι, και τα φαντάσματα

 Εκείνη τώρα πια καθόλου

 δεν με νοιάζεται. Πλήθος

 οι τύψεις έρχονται και άδειο με βρίσκουν.

 

Δεν νομίζω πως αυτό θ’ αλλάξει.

Δεν θέλω ούτε πράγμα

Ούτε πρόσωπο, ξένο ή γνώριμο.

 

Νομίζω πως ποτέ ξανά

δεν θα τραγουδήσω παρά μονάχα

τώρα μία κι έξω. Πρέπει ν’ αρχίσω

 να ζω μ’ ένα άχρηστο κρανίο

 πάνω από μια καρδιά κενή.

Egon Schiele (1890–1918), Landscape with Ravens (1911), oil on canvas, 95.8 × 89 cm, Die Sammlung Leopold, Vienna, Austria. Wikimedia Commons.

Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

“He Resigns”

Anonymous, Funerary Portrait of a Woman ‘Isidora’ (c 100 – 110 CE), encaustic on panel, Getty Villa, Los Angeles. By Dave & Margie Hill / Kleerup from Centennial, CO, USA (Getty Villa – Collection Uploaded by Marcus Cyron), via Wikimedia Commons.


Age, and the deaths, and the ghosts.

Her having gone away

in spirit from me. Hosts

of regrets come & find me empty.

 

 I don't feel this will change.

 I don't want any thing

 or person, familiar or strange.

 I don't think I will sing

 

any more just now;

ever. I must start

to sit with a blind brow

above an empty heart.


Bartolomé Esteban Murillo (1617–1682), Penitent Mary Magdalene (1640), oil, dimensions not known, Private collection. Wikimedia Commons.

Πηγές: https://pickmeuppoetry.org/he-resigns-by-john-berryman/ - https://popaganda.gr/art/paretite-tou-tzon-berriman/




 

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

Τεντ Κούσερ, «Γονείς». Ted Kooser, “Parents”

David Hockney, My Parents, 1977, Oil paint on canvas, 183×183 cm, Tate Britain, London.

 

Οι πεθαμένοι γονείς μου δεν μπλέκουν ποτέ στα πόδια μου.

Όταν μπω σε κάποιο δωμάτιο το έχουν ήδη εγκαταλείψει,

έχουν βρει ήδη κάποια δουλειά που πρέπει να γίνει

κάπου αλλού στο σπίτι, ο πατέρας μου με την ηλεκτρική σκούπα,

η μάνα μου με το ξεσκονόπανο και το σπρέι. Κατά καιρούς

έχω ακούσει τις παλιές τους παντόφλες να σέρνονται απαλά

πάνω-κάτω στο χολ, ή έχω δει κάτι σαν

το στρίφωμα της φούστας της καθώς χάνεται

πίσω από μια πόρτα. Αφήνω όλα τα είδη καθαρισμού

σε εμφανές σημείο, και κάθε συσκευασία μοιάζει να διαρκεί

για πάντα. «Δεν είναι ανάγκη να φεύγετε!» φωνάζω

κι η ηχώ γεμίζει τα δωμάτια, εκείνοι όμως δεν κοντοστέκονται

ποτέ τους. Αφήνουν τα πατώματα να λάμπουν

πίσω τους, και θυμούνται πάντα να σβήνουν τα φώτα.

Οι γονείς μου, Ευάγγελος και Βιολέττα, σε γαμήλια φωτογραφία τους. ΦΩΤΟ – ΒΑΛΣΑΜΗ, ΛΑΡΙΣΑ, 27-12-1964.

Μετάφραση: Δημήτρης Πολιτάκης

“Parents”

Gustav Klimt (1862–1918), Death and Life (1910-15), oil, 180.5 x 200.5 cm, Leopold Museum (Die Sammlung Leopold), Vienna, Austria. Wikimedia Commons.


My dead parents try to keep out of my way.

When I enter a room they have already left it,

gone off to find something that ought to be done

elsewhere in the house, my dad rolling the Hoover,

my mother with dust rag and Pledge. At times

I’ve heard their old slippers, pattering away

down the hall, or seen for only an instant

what might be the hem of her skirt as it swept

through a door. I leave all the cleaning supplies

where they’re easy to find, and they seem to last

forever. “You don’t need to go!” I call out

through the echoing rooms, but they’ve never

turned back. They leave the floors shining

behind them, and remember to turn off the lights.

Félix Vallotton (1865–1925), Interior with the Back of a Woman in Red (1903), oil on canvas, 93 x 71 cm, Kunsthaus Zürich, Zürich, Switzerland. Wikimedia Commons.

Πηγές: https://www.nytimes.com/2018/11/24/magazine/poem-parents.html https://www.lifo.gr/stiles/ena-poiima-gia-toys-goneis-poy-den-yparhoyn-pia

 




 


 

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2022

Κωνσταντίνος Βακουφτσής, «Ορθή επανάληψη»

Anastasiya Markovich (1979-), Effect of Butterfly (date not known), oil on linen, 60 x 80 cm, location not known. Courtesy of Picture Labberté K.J. and the artist, via Wikimedia Commons.

Ένα μήνυμα διατάραξε τη σιγή της αίθουσας:  ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ

Στο θέμα Β2β αντικαθίσταται το ερωτηματικό στο τέλος της περιόδου με τελεία, δηλαδή : «Γιατί, κύριε … μέλλον».

Η παρούσα ορθή επανάληψη να γραφεί στον πίνακα. Την έγραψα και εμπνεόμενος έγραψα το εξής:

ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ, ΠΛΑΓΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,

ΚΑΘΙΣΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ,

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ, ΠΤΩΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ,

ΣΤΑΤΙΚΗ ΑΝΥΨΩΣΗ, ΑΚΑΡΙΑΙΑ ΠΤΩΣΗ,

ΠΤΗΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ, ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΣΤΥΣΗ,

ΣΤΥΤΙΚΗ ΣΥΖΕΥΞΗ, ΖΕΥΞΗ ΟΡΓΑΣΜΙΚΗ,

ΟΣΜΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ, ΟΡΜΗ ΕΡΩΤΙΚΗ,

ΑΝΕΡΑΣΤΗ ΠΛΗΞΗ, ΕΚΠΛΗΞΗ ΚΒΑΝΤΙΚΗ,

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΕΜΠΛΟΚΗ, ΠΛΕΞΗ ΓΟΝΙΔΙΑΚΗ,

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΣΩΤΕΙΑ, ΘΕΪΚΗ ΑΛΗΤΕΙΑ,

ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΟΛΗ, ΑΣΕΜΝΗ ΕΚΡΗΞΗ,

ΑΡΜΥΡΑ ΕΚΡΗΚΤΙΚΗ, ΚΡΟΥΣΗ ΑΦΡΟΔΙΣΙΑ,

ΛΕΙΜΩΝΕΣ ΑΣΦΟΔΕΛΟΙ, ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ,

ΦΙΛΙΚΗ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑ, ΘΛΙΨΗ ΕΧΘΡΙΚΗ,

ΑΧΡΕΙΑΣΤΗ ΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΦΥΣΗ ΔΟΤΙΚΗ,

ΑΦΥΣΙΚΗ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗ, ΑΣΚΟΠΗ ΦΥΣΙΚΟΤΗΤΑ,

ΣΚΟΠΟΥ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ, ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΠΛΗΣΜΟΝΗ,

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΠΡΟΣΜΟΝΗ, ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΗ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ,

ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΤΗΤΑ, ΔΙΑΧΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΗΧΗΡΗ,

ΚΑΥΛΑ ΣΙΩΠΗΛΗ, ΓΑΛΑΞΙΑΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ,

ΑΕΡΙΝΗ ΜΑΛΘΑΚΟΤΗΤΑ, ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΗ,

ΕΡΕΒΟΥΣ ΛΑΜΠΡΟΤΗΤΑ, ΛΑΜΠΗΔΟΝΟΣ ΗΔΟΝΗ,

ΑΕΝΑΗ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ, ΕΛΞΗ ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ,

ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΕΝΗ ΠΛΟΗΓΗΣΗ, ΗΓΕΣΙΑ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ,

ΣΤΑΣΙΜΗ ΠΛΑΝΗ, ΕΝΤΡΟΠΙΑ ΤΡΟΠΙΚΗ,

ΤΕΡΨΙΣ ΑΤΕΡΜΟΝΗ, ΤΕΡΜΑΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ,

ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ, ΘΕΛΞΙΣ ΘΗΛΥΚΗ,

ΛΥΚΗ ΑΡΣΕΝΙΚΗ, ΑΡΣΗ ΑΝΙΚΗΤΗ,

ΣΚΗΤΗ ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΗ, ΑΥΤΟΔΙΑΜΟΡΦΟΥΜΕΝΗ ΝΤΡΟΠΗ,

ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ, ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΗ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ,

ΔΙΑΣΕΙΣΗ ΑΛΓΟΡΙΘΜΙΚΗ, ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΥΜΙΚΗ,

ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΒΥΘΙΣΗ, ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ,

ΔΥΣΗ ΧΡΩΜΟΔΥΝΑΜΙΚΗ, ΔΥΝΑΜΗ ΕΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ,

ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ, ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΙΔΙΟΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ,

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΜΠΥΛΟΤΗΤΑ, ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΛΟΞΗ…

William Girometti (1924–1998), Life in the Reflection of Freedom (1972), oil on canvas, 50 x 60 cm, Private collection. Image by Silvia Girometti, via Wikimedia Commons.

Παρασκευή, 03/06/2022

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Κωνσταντίνος Βακουφτσής, «Εξέτασις υποθάλπουσα πλεκτάνην»

Cyril Edward Power, The Exam Room, c.1934

Η ζέστη αφόρητη σήμερα στο εξεταστικό. Ο ιδρώτας άφθονος, η αγωνία ξεχείλιζε. Ο λόγος μου παρηγορητικός μέχρι να έρθουν τα θέματα. Η απελπισία έκαιγε στα μάτια του υποψηφίου του πρώτου θρανίου, που καθόταν άπραγος βαριανασαίνοντας. Πότε είναι η ώρα δυνατής αποχώρησης; Καιόμενος και ’γω έγραψα το εξής:

Καυτές αίθουσες,

στο υπέρυθρο του φάσματος

ίδρωσε η αγωνία,

υποχείριος προσέρχεσαι στο εξεταστικό

αυτοενεχυριάζεσαι εθισμένος στο βαθμό

υπάρχει επαρκής λόγος να ξεπουληθείς

τοξικομανής της συνήθειας·

δε θα βαθμολογηθεί το όνειρο

δε σβήνει με γόμα το μέλλον·

έχεις τρεις ώρες,

μπορείς να ξοδεύεις

ποιήματα και μουσικές,

με ανεξίτηλο μελάνι

να μουντζουρώσεις τον μηχανισμό

εξετάσεων και πιστοποιήσεων και,

όταν οι επιτηρητές σε απομακρύνουν

από την αίθουσα,

επίγνωση ελευθερίας

και ήθος αυτογνωσίας

θ’ αποκαθηλώσουν

την υποθάλπουσα πλεκτάνη…

Leonid Pasternak, The Night before the Exam, 1895

Δευτέρα, 06/ 06/ 2022


 

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Νικόλαος Κάλας, «Ορέστης»

Philippe-Auguste Hennequin (1762–1833), The Remorse of Orestes (1800), oil on canvas, 356 x 515 cm, Musée du Louvre, Paris. Wikimedia Commons.

Εφόνευσε τo γιo της για να μη γίνει άντρας και πήρε την κόρη της για εραστή
γλάροι κι αετοί φρουρούν το μέλαθρό της, στον κήπο μόνο ασφόδελοι θάλλουν, στα δώματα πνέει μουσική
ζουν όλη μέρα με το σώμα τους γυμνό, κατάσκιοι πέπλοι συγκρατούνε κάπως τα μαλλιά των
κάθε μήνα τα βάφουν άλλο χρώμα
τώρα η μια τα ’χει βαθυπόρφυρα και της άλλης είναι σαν βαθύ σμαράγδι
την νύχτα ξεκινούν για ορθρινές ικεσίες, όταν φτάνουν στον τάφο του παιδιού ορχούνται με τους ήχους περασμένης ολβίας
η μάνα θρηνεί τον γιο κι η κόρη τον αδερφό
«τον σκότωσα για σένα για να ’σαι πιο δικιά μου» κράζει εκείνη
«τον έκρυψα για σένα για να ’σαι πάντα κοντά μου» φωνεί η άλλη
λυγμοί διαλύουν την οδύνη, το σέλας τα παραθυρόφυλλα της βασιλικής οικοδομής
έβη ο ήλιος, κηρύχνει την ημέρα, φυσά μύρα στα λούλουδα, ανέμους στους πλοκάμους, σκορπά τα όρνια στον ουρανό
στις δώδεκα μ’ όλο το φως του καλεί τον νιο να βγει από αόρατο τάφο
ίστατ’ εκεί, γυμνός μελαγχαίτης και ωραίος και καλός — ένα θαύμα
πέφτει η μάνα ξερή από την άνομη επιθυμιά, κι η κόρη κείτεται κι αυτή
κατόπιν όλα συνεχίζονται όπως ήταν καμωμένα να συνεχισθούν
τα πάντα έρπουν προς την δύση
οι αγαπώμενες καταφεύγουν στις κλίνες των, στα καλλυντικά, στο δηλητηριώδη χυμό των ασφοδέλων
δεν είναι όμως η αιδώ το αίσθημα που γεύονται
η ντροπή είναι του κόσμου, των γλάρων των αϊτών
δεν είναι η τύψη που τις πυρώνει
μετανοούν οι πεθερές, οι νύφες, οι πένθιμοι βράχοι και τα άνθη
δεν είναι αγωνία, η αγωνία είναι για τη μουσική
δεν είναι ή αγωνία ή τύψη ή αισχύνη που αισθάνονται αυτές
αλλά ηδονή Ηδονή ΗΔΟΝΗ
τα άλλα όλα είναι του Ορέστη φαντασιοπληξίες.

Gustave Moreau (1826–1898), Orestes and the Erinyes (c 1891), oil on canvas, 180 × 120 cm, Private collection. Wikimedia Commons.

Νικόλαος Κάλας 1977. Οδός Νικήτα Ράντου. Αθήνα: Ίκαρος. [1η έκδ.: Νικήτας Ράντος. 1934. Τετράδιο Γ΄. Αθήνα].



 

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Δήμητρα Μήττα, «Εγκατάλειψη 1»

Jiri Kovarik (1932-1994), Utonulá (Drowned Woman) (1973), oil on canvas, 100 x 105 cm, location not known. Wikimedia Commons.

Το πήραν απόφαση. Θα την άφηναν.

Έφυγαν την ώρα που κοιμόταν. Έκλεισαν την τηλεόραση, της άφησαν δίπλα στο κομοδίνο φρέσκο νερό με καινούριο καλαμάκι, μερικά κομμάτια ροδάκινο, σε ένα ταπεράκι ρόδι που της άρεζε. Πριν κοιμηθεί, της έδωσαν όλα τα φάρμακα που έπαιρνε για το βράδυ, για το ζάχαρο, την άνοια, το πάρκινσον, τα αντικαταθλιπτικά, το χαλαρωτικό που έφερνε ύπνο. Δίπλα της όλα εκείνα που την έκαναν να νιώθει ασφάλεια, το τηλεχειριστήριο, το τηλέφωνο, το χαρτάκι όπου ήταν σημειωμένα όλα τα τηλέφωνα που έπαιρνε κάθε τρεις και δύο,  στα παιδιά και στα εγγόνια της, το κουδουνάκι που χτυπούσε όταν ήθελε να φωνάξει τη γυναίκα που τη φρόντιζε, το ρολόι της. Άφησαν και το φως του διαδρόμου αναμμένο, όπως τα συνήθιζαν, για να μην τρομάζει όταν ξυπνούσε μέσα στη νύχτα. Έφυγαν.

Ξύπνησε. Ησυχία. Μέσα στη θολούρα του μυαλού της, από τον ύπνο και την αρχή της άνοιας, σκέφτηκε να μην φωνάξει τη γυναίκα που τη φρόντιζε, για να μην την ξυπνήσει, να μην ενοχλήσει. Δεν άντεξε: «Κυρία Ρούσα…». Καμιά απάντηση. Χτύπησε το καμπανάκι που είχε δίπλα στο μαξιλάρι. Σιωπή. Έψαξε να δει μήπως κάποιο από τα παιδιά της κοιμόταν πλάι της. Άπλωσε το χέρι. Κενό.  Ξαναφώναξε. Όλα τα ονόματα. Τίποτε. Μόνη; Έψαξε τα γνωστά της αντικείμενα. Εκεί ήταν. Και στο κομοδίνο βρήκε όσα έβρισκε συνήθως. Ανασηκώθηκε, ήπιε μια γουλιά νερό, πάλι καλά που δεν το έχυσε επάνω της. Ξαναφώναξε.

«Τι φωνάζεις;»

«Θέλω να πάω τουαλέτα.»

Την πήγαιναν, δεν έκαμνε τίποτε.

«Τι φωνάζεις;»

«Θέλω νερό»

«Δίπλα σου είναι», «τι φωνάζεις;»

«Κακό είναι; Αφού δίψασα.»

«Τι φωνάζεις;»

«Τρέχει η μύτη μου.»

«Τι φωνάζεις;»

«Δεν βρίσκω το ρολόι μου, οι τσάντες μου πού είναι;, το δαχτυλίδι που μου κάνατε δώρο στη γιορτή μου θέλω να το δω. Πού βάλατε τις μπλούζες μου; Αδειάσατε τις ντουλάπες, πήρατε τα ρούχα μου, θα πεθάνω, ε;»

Εδώ είναι, βρε μάνα,  τα ρούχα σου, να οι μπλούζες σου, να και τα δαχτυλίδια σου, να και η γούνα σου, να και τα παπούτσια σου, θα σκάσει η ντουλάπα σου από τα ρούχα που μάζεψες τόσα χρόνια, κράτα τα εκεί να τα βλέπεις, να σου ανοίγουμε τις ντουλάπες και να τα χαίρεσαι και να μην δίνεις σε κανέναν τίποτε.

Έβρισκε διάφορους τρόπους να τους έχει δίπλα της. «Έλα να σ’ αγκαλιάσω», «σε αγαπώ πολύ», «να μην στενοχωριέσαι», «είσαι καλό παιδί, νοιάζεσαι για πολλούς, δεν πρέπει, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι καλοί, να κοιτάς τον εαυτό σου, το παιδί σου, τον άνδρα σου, τ’ αδέλφια σου, εμένα, κανέναν άλλον». Εμένα, εκεί ήθελε να καταλήξει, εμένα. «Εδώ, έλα εδώ, ξάπλωσε δίπλα μου, με ζεσταίνεις, κρυώνω, βάλε μου κι άλλη κουβέρτα, ζεσταίνομαι, φέρε τη βεντάλια». Φοβόταν.

Την άφησαν. Να ψάξει για τα ρούχα της, τη βεντάλια της, τα παπούτσια της, ό,τι θέλει, αρκεί να τους αφήσει σε ησυχία. Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Αυτό που φοβόταν από παλιά έγινε. Έμεινε μόνη.

*****

Victor Borisov-Musatov (1870–1905), Loneliness (date not known), further details not known. Wikimedia Commons.

Μόνη. Φώναξε με μιαν απόγνωση σπαρακτική. Περίμενε κάποιος να της απαντήσει, αφουγκραζόταν τους ήχους. Η κυρία Νίτσα απέναντι είχε βγει στο μπαλκόνι και συνομιλούσε με την αποκάτω της: «Δεν την είδαμε απόψε, το παράθυρο είναι κλειστό, αλλά και κανείς άλλος δεν βγήκε στο μπαλκόνι. Λες να έπαθε κάτι και να την πήγαν στο νοσοκομείο; Κάτσε να τηλεφωνήσω». Το τηλέφωνο χτύπησε, αχ τι καλά, θα ζητούσε βοήθεια. Από τη λαχτάρα της το έριξε κάτω. Γύρισε στο πλάι να φτάσει στην άκρη του κρεβατιού, είδε το τηλέφωνο, άπλωσε το χέρι να το πάρει. Παραλίγο θα έπεφτε. Έντρομη γύρισε προς το κέντρο του κρεβατιού. Το κεφάλι της έπεσε ανάμεσα στα μαξιλάρια. Από συνήθεια φώναξε για να τη βοηθήσουν να επανέλθει στο μαξιλάρι της. Ξανά οι φωνές στο μπαλκόνι: «Δεν απαντάει κανείς. Κάτι θα έπαθε η καημένη. Θα περιμένουμε να μάθουμε».

Πολύ γρήγορα συνήθισαν την απουσία της και τη σκέψη ότι απλώς κάτι είχε πάθει και την είχαν πάρει από το σπίτι της.

Άκουσε έναν κρότο. Τι ήταν; Κεραυνός, φοβόταν και τους κεραυνούς και τις βροχές, ο ήλιος έλαμπε. Και τους σεισμούς φοβόταν, τόσα και τόσα έβλεπε στην τηλεόραση να γίνονται, ο κόσμος της ήταν η τηλεόραση, οι βροχές, οι πυρκαγιές, οι εκρήξεις των ηφαιστείων, οι πόλεμοι, οι λιμοί... Πείνασε. Τέτοια ώρα της έδιναν το πρωινό, τσάι με φρυγανιές και τυρί. Και τα φάρμακά της. Κανείς. Ήθελε να πάει στην τουαλέτα, πώς να σηκωθεί μόνη της…, τη σήκωναν. Προσπάθησε, δεν πρόλαβε. Μέχρι το μεσημέρι το πάμπερ είχε ξεκολλήσει από την υγρασία που είχε μαζευτεί, βράχηκε και το κρεβάτι. Την ενόχλησε η μυρωδιά. Να σηκωθεί, πώς να σηκωθεί μόνη; Δεν είχε άλλη επιλογή.

Τις επόμενες μέρες το υβριδικό πλάσμα κινήθηκε μέσα στο σπίτι. Σερνόταν, πιανόταν για να σηκωθεί, έπεφτε. Έψαχνε να βρει τα κλειδιά, για ν’ ανοίξει την πόρτα. Τα βρήκε, άνοιξε, δεν έκανε βήμα για να βγει, φωνή δεν της βγήκε, το βασίλειό της ήταν εκεί. Έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε. Πάντα κλείδωνε. Ή μάλλον ζητούσε από τους άλλους να κλειδώσουν. «Κλείδωσες;». «Μα τώρα, χριστιανή μου, μπήκα, περίμενε, μέρα είναι, τι μπορεί να συμβεί;». «Όχι, κλείδωσε.»

Κινήθηκε προς την μπαλκονόπορτα, την άνοιξε, ούτε στο μπαλκόνι κατάφερε να βγει, σαν η κάσα της πόρτας να ήταν ένα σύνορο που δεν μπορούσε να διαβεί. Έκλεισε κι αυτή την πόρτα, έσυρε και την ηλεκτρική κουζίνα, για να την ασφαλίσει, να μην μπορεί να μπει κανείς από εκεί. Πού βρήκε τη δύναμη; Από έπιπλο σε έπιπλο έφτασε στο μπάνιο. Ήθελε να πλυθεί, να καθαριστεί. Πώς δεν γλίστρησε εκεί; Τοίχο τοίχο επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, βαριά έπεσε στο κρεβάτι, είχε κουραστεί. Ξάπλωσε και, όπως μπορούσε, τράβηξε τις κουβέρτες. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε.

Francisco Goya (1746–1828), The Sleeping Woman (El Sueño) (c 1800), oil on canvas, 46.5 x 76 cm, National Gallery of Ireland Gailearaí Náisiúnta na hÉireann, Dublin, Ireland. Wikimedia Commons.

Δήμητρα Μήττα

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίοδος (19) 2021, σ. 158.




 






Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Μανόλης Αναγνωστάκης, «Μιλώ…»

Erik Henningsen (1855–1930), An Agitator (1899), oil on canvas, 120 x 180 cm, Metalskolen Jørlunde, Frederikssund, Denmark. Wikimedia Commons.

Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών

Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα

Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες

Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή

Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα

Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους

Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα

Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους

Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια

Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα

Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες

Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

 

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες

Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του

Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν

Κι όταν Αυτός τούς πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν

Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια

Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν

Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει

Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

 

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

Ποίημα από τη συλλογή «Η Συνέχεια 2» (α΄ εκδ. 1956)