Είναι
η πρώτη γενετική μελέτη που θεωρείται αξιόπιστη. Σαρκοφάγος από την αρχαία
Αίγυπτο. An international team of scientists, led by researchers from the
University of Tuebingen and the Max Planck Institute for the Science of Human
History in Jena, successfully recovered and analyzed ancient DNA from Egyptian
mummies dating from approximately 1400 BCE to 400 CE, including the first
genome-wide nuclear data from three individuals, establishing ancient Egyptian
mummies as a reliable source for genetic material to study the ancient past. Sarcophagus
of Tadja, Abusir el-Meleq. Credit: bpk/Aegyptisches Museum und Papyrussammlung,
SMB/Sandra Steiss
Τη
γενετική σύνθεση του αρχαίου αιγυπτιακού πληθυσμού αποκαλύπτει η ανάλυση
γενετικού υλικού (DNA) από αρχαίες μούμιες, την οποία έκαναν επιστήμονες από τη
Γερμανία και άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων μια διακεκριμένη Ελληνίδα
παλαιοανθρωπολόγος.
Map of Egypt,
showing the archaeological site of Abusir-el Meleq (orange X), and the location
of the modern Egyptian samples used in the study (orange circles). Credit: Graphic: Annette Guenzel. Credit:
Nature Communications, DOI: 10.1038/NCOMMS15694
Τα
δείγματα αφορούσαν μιτοχονδριακό DNA από 90 μούμιες που βρίσκονταν σε γερμανικά
μουσεία, καθώς και πυρηνικό DNA από άλλες τρεις μούμιες που βρέθηκαν στην ίδια
περιοχή, στο Αμπουσίρ ελ-Μελέκ στη Μέση Αίγυπτο.
Οι
μούμιες χρονολογούνταν περίπου μεταξύ του 1400 π.Χ. και του 400 μ.Χ.,
καλύπτοντας έτσι μια μεγάλη χρονική περίοδο: προ-πτολεμαϊκή,
πτολεμαϊκή-ελληνιστική και ρωμαϊκή.
Οι
ερευνητές συνέκριναν το DNA από τις μούμιες με το γενετικό υλικό των σύγχρονων
Αιγύπτιων και άλλων γειτονικών πληθυσμών. Η βασική διαπίστωση είναι ότι οι
σύγχρονοι Αιγύπτιοι έχουν περισσότερα κοινά γενετικά χαρακτηριστικά με τους
κατοίκους της υπο-Σαχάριας Αφρικής από ό,τι είχαν στο παρελθόν. Αντίθετα, οι
αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν στενότερη γενετική συγγένεια με αρχαίους λαούς από την
Εγγύς Ανατολή (Μέση Ανατολή και Δυτική Ασία) από ό,τι με την Αφρική.
Η
Κατερίνα Χαρβάτη είναι παλαιοανθρωπολόγος, με ειδίκευση στην εξέλιξη του Νεάντερταλ
και της προέλευσης του σύγχρονου ανθρώπου. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια,
στο City University της Νέας Υόρκης και στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής
Ιστορίας. Πριν μεταβεί στο Ινστιτούτο Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ
(2004), εργαζόταν ως βοηθός καθηγήτρια στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του
Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. Επίσης, είναι επίκουρη καθηγήτρια της
Ανθρωπολογίας στο Κέντρο Μεταπτυχιακών Σπουδών του City University της Νέας
Υόρκης. Στις ερευνητικές μελέτες της περιλαμβάνεται η εξελικτική θεωρία, η
σχέση μεταξύ της μορφολογικής ποικιλότητας και των περιβαλλοντικών παραγόντων
και της εξέλιξης των πρωτευόντων οργανισμών με την ανθρώπινη βιολογική ιστορία.
Σήμερα, διεξάγει έρευνα πεδίου στην Αφρική και την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης
και της Ελλάδας. Η ανάλυση της Χαρβάτη και της ερευνητικής ομάδας της σε ένα
ανθρώπινο κρανίο της ύστερης Πλειστοκαίνου που βρέθηκε στην επαρχία του
Ανατολικού Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής ανακηρύχθηκε από το περιοδικό Τime ως μία από τις σοβαρότερες δέκα
επιστημονικές ανακαλύψεις του 2007, εφόσον έφερε στο φως "το πρώτο
απολίθωμα που πιστοποιεί ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έφυγε από την Αφρική κάπου
μεταξύ πέντε και είκοσι πέντε χιλιάδες χρόνια πριν".
Οι
ερευνητές, με επικεφαλής τον Γιοχάνες Κράουζε, διευθυντή του Ινστιτούτου Μαξ
Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα, έκαναν τη σχετική
δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications».
Στην έρευνα συμμετείχε η καθηγήτρια παλαιοανθρωπολογίας Κατερίνα Χαρβάτη, του
πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν (Τυβίγγης) και του Κέντρου Σένκενμπεργκ για την
Ανθρώπινη Εξέλιξη και την Παλαιοοικολογία.
Αν
και δεν είναι η πρώτη ανάλυση DNA από αιγυπτιακές μούμιες, είναι η πρώτη
γενετική μελέτη που θεωρείται αξιόπιστη χάρη στη χρήση των πιο σύγχρονων
τεχνικών ανάλυσης παλαιογενετικού υλικού, φωτίζοντας έτσι το πολύπλοκο παρελθόν
της Αιγύπτου.
Verena Schuenemann
at the Palaeogenetics Laboratory, University of Tuebingen. Credit: Johannes Krause
«Η
πιθανότητα διατήρησης DNA σε μούμιες πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό»
δήλωσε ο Κράουζε, καθώς, όπως είπε, «το ζεστό αιγυπτιακό κλίμα, τα υψηλά
επίπεδα υγρασίας σε πολλούς τάφους και ορισμένες χημικές ουσίες που
χρησιμοποιήθηκαν κατά την μουμιοποίηση, συμβάλλουν στην αποσύνθεση του DNA και
θεωρείται ότι καθιστούν απίθανη την επιβίωση του DNA των αιγυπτιακών μουμιών σε
βάθος χρόνου».
Γι’
αυτό ακριβώς, στο παρελθόν, η όποια ανάλυση DNA από μούμιες είχε θεωρηθεί
προβληματική, όμως αυτή τη φορά τα προβλήματα ξεπεράστηκαν.
Στο
σταυροδρόμι τριών ηπείρων (Αφρικής, Ασίας, Ευρώπης), η Αίγυπτος αποτέλεσε τόπο
συνάντησης πολλών λαών και κατακτητών, μεταξύ των οποίων και των Ελλήνων. Όπως
είπε η ερευνήτρια Βερένα Σοϊένεμαν του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν, «θέλαμε να ελέγξουμε αν η κατάκτηση του
Μεγάλου Αλεξάνδρου και άλλων ξένων δυνάμεων έχει αφήσει το γενετικό αποτύπωμά
της στον αρχαίο αιγυπτιακό πληθυσμό».
Η
γενετική ανάλυση έδειξε ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι σχετίζονταν περισσότερο με
λαούς από το Λεβάντε (Συρία-Λίβανο-Ισραήλ), καθώς και με νεολιθικούς πληθυσμούς
από την Ανατολία και την Ευρώπη. Όμως, κατά τα τελευταία 1.500 χρόνια αυξήθηκε
η ροή γονιδίων από τον αφρικανικό νότο, καθώς αυξήθηκε το εμπόριο προϊόντων
κατά μήκος του Νείλου, αλλά και μαύρων σκλάβων διαμέσου της Σαχάρας,
διευρύνθηκε και η παρουσία του αφρικανικού DNA. Έτσι, σύμφωνα με τα ευρήματα,
οι σύγχρονοι Αιγύπτιοι έχουν περίπου 8% περισσότερη γενετική συγγένεια με τους
υπο-σαχάριους Αφρικανούς από ό,τι είχαν οι αρχαίοι πρόγονοί τους.
Σύμφωνα
με τη μελέτη, η περιοχή Αμπουσίρ ελ-Μελέκ γειτνιάζει με την περιοχή του
Φαγιούμ, όπου υπήρχε μεγάλη εισροή Ελλήνων και Ρωμαίων αποίκων, γι’ αυτό ήταν
συνηθισμένα τα ελληνικά και λατινικά ονόματα των κατοίκων. Πολλοί ελληνικοί
πάπυροι έχουν βρεθεί στην περιοχή και αρκετοί κάτοικοι εκτιμάται ότι μιλούσαν
ελληνικά και αργότερα λατινικά.
Η
ανάλυση του DNA από τις μούμιες δείχνει μια σχεδόν αδιάσπαστη γενετική συνέχεια
μεταξύ των πληθυσμών της προ-πτολεμαϊκής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής στην
περιοχή Αμπουσίρ ελ-Μελέκ.
Αυτό,
κατά τους ερευνητές, πιθανώς υποδηλώνει ότι ο τοπικός πληθυσμός είχε επηρεαστεί
μόνο σε περιορισμένο βαθμό από την «εισβολή» των Ελλήνων και των Ρωμαίων.
Οι
ερευνητές θεωρούν πιθανό ότι το γενετικό αποτύπωμα της ελληνικής και ρωμαϊκής
μετανάστευσης θα είναι πιο αισθητό στη βορειοδυτική περιοχή του Δέλτα του
Νείλου και στην περιοχή του Φαγιούμ, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι
ελληνικοί και ρωμαϊκοί οικισμοί. Αλλά για να αποδειχθεί αυτό, θα χρειαστεί μια
άλλη γενετική έρευνα.