Η
Λι Μίλερ γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1907 στη Νέα Υόρκη. Στη φωτογραφία την
εισήγαγε πρώτος ο πατέρας της – μηχανικός, εφευρέτης, επιχειρηματίας. Αρχικά
την χρησιμοποιούσε σαν μοντέλο. Σιγά σιγά όμως έμαθε να φωτογραφίζει και η
ίδια.
Και
ενώ η Λι ζούσε μια χαρούμενη, κάπως καλλιτεχνική παιδική ηλικία και ομόρφαινε
διαρκώς, ξαφνικά οκτώ ετών, έζησε ένα τρομακτικό γεγονός. Πήγε για επίσκεψη στο
σπίτι ενός οικογενειακού φίλου στο Μπρούκλιν και βιάστηκε, από άγνωστο.
Αποτέλεσμα του βιασμού δεν ήταν μόνο το σοκ αλλά και μια γερή βλεννόρροια.
Η
ζωή όμως συνεχίστηκε. Τα χρόνια περνούσαν και εκείνη μεγάλωνε και γινόταν όλο
και πιο όμορφη. Τόσο όμορφη, ώστε στα 19 της μια μέρα, και ενώ περπατούσε
αμέριμνη στο Μανχάταν, την σταμάτησε ένα αυτοκίνητο, και ο οδηγός που βγήκε από
μέσα, της πρότεινε να φωτογραφηθεί ως μοντέλο για το περιοδικό Vogue. Ο άντρας
αυτός ήταν ο Κοντέ Ναστ, ο ιδρυτής του περιοδικού και του μεγάλου εκδοτικού
οίκου της Αμερικής.
Η
καριέρα της Λι ως μοντέλο άρχισε λοιπόν με ένα... εξώφυλλο στη Vogue που
κυκλοφόρησε στις 15 Μαρτίου 1927. Σ' αυτό το επάγγελμα τη ηρωΐδα μας, γνώρισε
τεράστια επιτυχία και κέρδισε πολλά χρήματα. Για τα επόμενα δύο χρόνια ήταν
περιζήτητη στους καλύτερους φωτογράφους του κόσμου. Ωστόσο μια μέρα έγινε το
κακό: μια φωτογραφία της χρησιμοποιήθηκε για διαφήμιση της σερβιέτας Kotex και
έκτοτε το image του σνομπ μοντέλου μόδας καταστράφηκε!
Όμως
η Λι δεν πτοήθηκε. Αποφάσισε να κάνει το άλλο όνειρό της πραγματικότητα και να
γίνει η ίδια μια σπουδαία φωτογράφος. Πως; Ξεκίνησε για το Παρίσι, για να
συναντήσει το ίνδαλμά της, τον σουρεαλιστή Μαν Ρέι και να του ζητήσει να της
διδάξει τα μυστικά της φωτογραφίας του. Εκείνος όταν την αντίκρισε ξαφνιάστηκε
και είπε «Όχι, δεν παίρνω μαθητευόμενους, δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, δεν το
κάνω ποτέ». Σύντομα όμως η Λι έγινε βοηθός του, μοντέλο του, μούσα του και
ερωμένη του. Δεν ξέρουμε με ποια σειρά έγιναν όλα αυτά. Αυτό που ξέρουμε είναι
ότι η ίδια ποζάρει στις πιο διάσημες φωτογραφίες του Μαν Ρέι, ότι στο διάστημα
που έμεινε στο Παρίσι (1929-1932) έγινε πολύ ενεργητικό μέλος στην ομάδα των
σουρεαλιστών με τις πνευματώδεις και χιουμοριστικές εικόνες της, ότι κολλητοί
της φίλοι έγιναν ο Πικάσο, ο Κοκτώ και ο Ελιάρ και ότι η ίδια ενσαρκώνει ένα
γλυπτό που ζωντανεύει στην ταινία του Κοκτώ με τίτλο «Το αίμα του ποιητή»
(1930).
Στο
Παρίσι άνοιξε και το δικό της στούντιο στο οποίο αναλάμβανε πολύ συχνά
αναθέσεις που προορίζονταν για τον Μαν Ρέι, προκειμένου εκείνος να έχει
ελεύθερο χρόνο για τη ζωγραφική του. Κάπως έτσι τελικά η ίδια έχει φωτογραφίσει
μερικές από τις πιο διάσημες φωτογραφίες που υπογράφει ο σουρεαλιστής εκείνη
την περίοδο. Μια μέρα όμως το 1932, βαρέθηκε τον Ρέι και την αφόρητη ζήλια του,
βαρέθηκε και το Παρίσι και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αμερική για να δουλέψει
εκεί ως φωτογράφος.
Πίσω
στη Νέα Υόρκη άνοιξε το δικό της στούντιο και προσέλαβε βοηθό τον μικρότερο
αδερφό της Έρικ. Ανάμεσα στους πελάτες της εκείνη την περίοδο ήταν ο
σουρεαλιστής εικαστικός Τζόζεφ Κορνέλ και οι διάσημες ηθοποιοί του μεσοπολέμου
Λίλαν Χάρβεϊ και Γερτρούδη Λόρενς. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, αλλά δύο χρόνια
μετά, το 1934 εγκατέλειψε το στούντιο για να παντρευτεί τον Αιγύπτιο
επιχειρηματία Αζίζ Ελουί Μπέι τον οποίο γνώρισε στη Νέα Υόρκη όταν εκείνος είχε
πάει για να προμηθευτεί εξοπλισμό για τους Αιγυπτιακούς Σιδηροδρόμους.
Η
Λι ακολούθησε τον σύζυγο στην Αίγυπτο. Εκεί δεν εργάστηκε επαγγελματικά ως
φωτογράφος, αλλά οι εικόνες που τράβηξε στη χώρα, συμπεριλαμβανομένου του
«Πορτρέτου του Διαστήματος» θεωρούνται τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της
σουρεαλιστικής περιόδου της.
Βεβαίως,
όπως ήταν αναμενόμενο, ήδη το 1937 είχε βαρεθεί τη συζυγική ζωή στο Κάιρο. Τα
μάζεψε λοιπόν και πήγε πάλι στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον σουρεαλιστή εικαστικό
και curator Ρόναλντ Πένροουζ. Ο έρωτας προέκυψε γρήγορα. Το ίδιο και η
συγκατοίκηση. Έτσι, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε τη Λι σε ένα σπίτι στο
Χάμστεντ του Λονδίνου. Εκεί μετακόμισε μαζί με τον Πένροουζ, ενώ δεν είχε πάρει
ακόμα διαζύγιο από τον Αιγύπτιο.
Στο
Λονδίνο η Λι αποφάσισε να δοκιμάσει το φωτορεπορτάζ. Και τι καλύτερο από το
πολεμικό φωτορεπορτάζ; Επικοινώνησε λοιπόν με την αμερικανική Vogue και
συμφώνησε να αναλάβει δουλειά ως η επίσημη φωτογράφος του περιοδικού
προκειμένου να καλύψει τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Λονδίνου. Το 1942
διαπιστεύτηκε και ως Αμερικανίδα φωτογράφος του πολέμου και ταξίδεψε στη
Κεντρική Ευρώπη για να απαθανατίσει τις περίφημες πολεμικές σκηνές της που
παρουσιάζονται στην έκθεση του Πολεμικού Μουσείου στη Βρετανία. Μαζί της
ταξίδευε και ο φωτογράφος του αμερικανικού περιοδικού Life Ντέιβιντ Σέρμαν. Με τον Σέρμαν πέρα από φίλοι και συνεργάτες,
υπήρξαν και εραστές για όσο κράτησε ο πόλεμος. Αυτός τράβηξε μάλιστα το διάσημο
πορτρέτο της Λι το 1945 στη μπανιέρα του Χίτλερ.
Μετά
τον πόλεμο η Λι Μίλερ ήταν πλέον απολύτως καταξιωμένη φωτογράφος, οπότε
συνέχισε να συνεργάζεται για άλλα δύο χρόνια με τη Vogue και να φωτογραφίζει
θέματα μόδας και διασημοτήτων για το πανίσχυρο αμερικανικό περιοδικό. Όμως η
ζωή ήταν βαρετή πια για τη δραστήρια προσωπικότητά της εν καιρώ ειρήνης. Έτσι
άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια κατάθλιψης (αργότερα μετονομάστηκαν σε
«μετατραυματικό πολεμικό σύνδρομο») συνοδεία μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ και ακόμη
μεγαλύτερης αβεβαιότητας για το μέλλον.
Το
1946 ταξίδεψε με τον Πένροουζ στην Αμερική για να επισκεφτούν τον παλιό της
φίλο Μαν Ρέι στην Καλιφόρνια, μήπως και αισθανθεί καλύτερα. Εκεί η Λι ανακάλυψε
ότι είναι έγκυος, οπότε ζήτησε επιτέλους διαζύγιο από τον Αιγύπτιο σύζυγο και
παντρεύτηκε τον Βρετανό εικαστικό.
Το
παιδί γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1947 και ονομάστηκε Άντονι. Δύο χρόνια
αργότερα η νεόκοπη οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι με κήπο, το γνωστό
Farley Farm House στο Ανατολικό Σάσεξ. Αυτό το σπίτι, τις δεκαετίες του '50 και
του '60 εξελίχθηκε σε μέκκα για τους καλλιτέχνες της Ευρώπης. Εκεί συνέρρεαν οι
Πικάσο, Μαν Ρέι, Χένρι Μουρ, Αϊλίν Αγκάρ, Ζαν Ντιμπουφέ, Δωροθέα Τάνινγκ, Μαξ
Έρνστ...
Και
ενώ η Λι εξακολουθούσε να δουλεύει για τη Vogue σταδιακά εγκατέλειπε τον
σκοτεινό θάλαμο και έμπαινε στην... κουζίνα. Αφιερώθηκε δε τόσο πολύ στην
μαγειρική που απέκτησε μεγάλη φήμη για τις γκουρμέ λιχουδιές της!
Περιστασιακά
εκείνα τα χρόνια δούλεψε ως φωτογράφος για τις μονογραφίες των Πικάσο και
Τάπιες που επιμελούνταν ο σύζυγός της, αλλά δεν ένιωθε καλά όταν φωτογράφιζε.
Όπως έλεγε η ίδια, κάθε φορά που έπαιρνε στα χέρια της τη μηχανή, έβλεπε
μπροστά τις εικόνες του πολέμου.
Ο
γιος της αργότερα περιέγραψε αυτή την περίοδο σαν «μεγάλη κατρακύλα». Μάλλον
σ΄αυτό το ψυχολογικό πατατράκ συντέλεσε και ο δεσμός του Πένροουζ με τη νεαρή
ακροβάτιδα Νταϊάν Ντεριάζ.
Και
σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες για δύο δεκαετίες
('40-'50) την υποψιάζονταν για κατάσκοπο των Σοβιετικών, την παρακολουθούσαν
και την καλούσαν κάθε τόσο για ανακρίσεις. Τελικά τα περί κατασκοπείας δεν
αποδείχθηκαν ποτέ.
Έτσι
η ζωή συνεχίστηκε για λίγο ακόμα και μετά ο θάνατος ήρθε σαν σωτηρία. Μόνο που
κι αυτός ήταν επίπονος για την καταπονημένη ψυχολογία της τόσο ενδιαφέρουσας
αυτής γυναίκας. Η Λι Μίλερ πέθανε 70 ετών, από καρκίνο, στο σπίτι της στο Σάσεξ.
Οι στάχτες της σκορπίστηκαν αργότερα στον κήπο του σπιτιού που έζησε τα
περισσότερα ήρεμα και ταραγμένα χρόνια της.
Fashion model,
photographer, war correspondent, Lee Miller is now being rediscovered for her
remarkable talent. Here is a rich selection of her finest photographs, one that
will ensure Lee Miller's place among the great photographers of the 20th
century.
Πηγή:
iefimerida.gr