Εικονογράφηση
του Γιάννη Τσαρούχη για το ποίημα του Καβάφη, Ωραία λουλούδια και άσπρα που ταίριαζαν πολύ, 1964. Yiannis
Tsaroychis, llustration for Cavafy's poem Lovely
White Flowers, 1964.
Μπήκε στο
καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.—
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε,
«Δεν έχουμε
πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά
είμεθα —
ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.
Σ’ το λέγω
φανερά, με σένα δεν μπορώ
να περπατώ. Ένας άλλος,
μάθε το, με ζητεί.»
Ο άλλος τού είχε
τάξει δυο φορεσιές, και κάτι
μεταξωτά
μαντήλια.— Για να τον ξαναπάρει
εχάλασε τον
κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.
Ήλθε ξανά μαζύ
του για τες είκοσι λίρες·
μα και, κοντά σ’
αυτές, για την παληά φιλία,
για την παληάν
αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.—
Ο «άλλος» ήταν
ψεύτης, παληόπαιδο σωστό·
μια φορεσιά
μονάχα του είχε κάμει, και
με το στανιό και
τούτην, με χίλια παρακάλια.
Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου
τα μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι
λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.
Την Κυριακή τον
θάψαν, στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον
θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν.
Στην πτωχική του
κάσα του έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι
άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του
και στα είκοσι δυο του χρόνια.
Όταν το βράδυ
επήγεν— έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του
ψωμιού του— στο καφενείον όπου
επήγαιναν
μαζύ: μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο
καφενείο όπου επήγαιναν μαζύ.
(Από τα Ποιήματα
1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κωνσταντίνος Π.
Καβάφης
He went inside the café where they used to go
together.
It was here, three months ago, that his friend had
told him:
“We’re completely broke—the two of us so poor
that we’re down to sitting in the cheapest places.
I have to tell you straight out—
I can’t go around with you any more.
I want you to know, somebody else is after me.”
The “somebody else” had promised him two suits,
some silk handkerchiefs. To get his friend back,
he himself went through hell rounding up twenty
pounds.
His friend came back to him for the twenty pounds—
but along with that, for their old intimacy,
their old love, for the deep feeling between them.
The “somebody else” was a liar, a real bum:
he’d ordered only one suit for his friend,
and that under pressure, after much begging.
But now he doesn’t want the suits any longer,
he doesn’t want the silk handkerchiefs at all,
or twenty pounds, or twenty piasters even.
Sunday they buried him, at ten in the morning.
Sunday they buried him, almost a week ago.
He laid flowers on his cheap coffin,
lovely white flowers, very much in keeping
with his beauty, his twenty-two years.
When he went to the café that evening—
he happened to have some vital business there—the same
café
where they used to go together: it was a knife in his
heart,
that dingy café where they used to go together.