Arts Universe and Philology

Arts Universe and Philology
The blog "Art, Universe, and Philology" is an online platform dedicated to the promotion and exploration of art, science, and philology. Its owner, Konstantinos Vakouftsis, shares his thoughts, analyses, and passion for culture, the universe, and literature with his readers.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Μακροβούτια και χλαμύδες - Η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων για το νερό και την κολύμβηση

Ψηφιδωτό με δελφίνια και τολμηρό αναβάτη από την Οικία των Δελφινιών στη Δήλο (μέσα 2ου αιώνα π.Χ.).

Στην ινδική πόλη Μοχέντζο-Ντάρο, που θάφτηκε περί το 1800 π.Χ. κάτω από τις προσχώσεις του Ινδού ποταμού για να αποκαλυφθεί μόλις το 1922, οι αρχαιολόγοι εντόπισαν ανάμεσα στα κατάλοιπά της μια δεξαμενή μήκους 17 μ., πλάτους 7 μ. και βάθους 2,5 μ. Πρόκειται για την αρχαιότερη πισίνα της Ιστορίας. Στην Ελλάδα όμως, και συγκεκριμένα στην Αρχαία Ολυμπία, μια άλλη δεξαμενή, που κατασκευάστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. πλησίον του Κλαδέου ποταμού —αποκαλύφθηκε τον 19ο αιώνα από τις ανασκαφές— πλησιάζει με τις διαστάσεις της (μήκος 24 μ., πλάτος 16 μ. και βάθος 1,60 μ.) αυτές μιας σύγχρονης ολυμπιακής πισίνας προπονήσεων. Άλλωστε όλα τα μεγάλα ελληνικά Γυμνάσια και οι παλαίστρες είχαν τέτοιες δεξαμενές για την άσκηση των νέων, στα Ασκληπιεία υπήρχαν για θεραπευτικούς σκοπούς, ενώ περισσότερες ήταν εκείνες που λειτουργούσαν ως λουτρά. Έκαναν όμως οι αρχαίοι το μικρό βήμα για να περάσουν από την αναγκαιότητα στην ψυχαγωγία ή και στην επίδειξη; Δεδομένου ότι η ανθρώπινη ματαιοδοξία δεν είναι σημερινό φαινόμενο, συνέβη και αυτό. Σε υψηλή απόλαυση είχαν αναγάγει τα λουτρά οι Ρωμαίοι, οι οποίοι κατασκεύασαν βαλανεία, δημόσια και ιδιωτικά, με πισίνες θερμού και ψυχρού νερού, κόσμησαν τις πόλεις με έργα που τις περισσότερες φορές είχαν να κάνουν με το νερό —τεχνητές λίμνες, πισίνες, σιντριβάνια, κρηναία οικοδομήματα—, ενώ οι επαύλεις τους μπορεί να τα περιελάμβαναν όλα μαζί. Γιατί η χλιδή τους με την παράλληλη συγκέντρωση έργων γλυπτικής και τον περίτεχνο ψηφιδωτό διάκοσμο είναι βέβαιον ότι υπερέβαινε κατά πολύ και τις πλέον υπερβολικές χολιγουντιανές κατασκευές. Μπορεί λοιπόν στην Αρχαιότητα να μην υπήρχαν πισίνες ακριβώς με τη σημερινή έννοια, υπήρχαν όμως για άσκηση και για ψυχοσωματική απόλαυση.

Η κολύμβηση

Ως «κολυμβήθρες» αναφέρονται στις γραπτές πηγές οι πισίνες στην αρχαία Ελλάδα. Γιατί ο προφανής ρόλος τους ήταν η κολύμβηση — αν και οι αρχαίοι προτιμούσαν τις θάλασσες, όπως είναι φυσικό, και δευτερευόντως τα ποτάμια (οι Σπαρτιάτες ιδίως, που κολυμπούσαν στον Ευρώτα). Εκεί έπρεπε να ασκούνται για να σκληραγωγηθούν και να αποκτήσουν ταχύτητα και αντοχή. Εξαιρετικά χρήσιμα και τα δύο, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη ζωή εκείνης της εποχής. Ο ναυτικός είχε να αντιμετωπίσει την αρκετά συχνή πιθανότητα ενός ναυαγίου, οπότε έπρεπε να έχει την αντοχή να κολυμπήσει ως την ξηρά. Το ίδιο και περισσότερο σθένος εκαλείτο να επιδείξει ο στρατιώτης σε μια ναυμαχία, αν το πλοίο του εμβολιζόταν από ένα εχθρικό και εκείνος έπρεπε να κολυμπήσει για να σωθεί αλλά και να πολεμήσει μέσα στο νερό. Στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας οι Πέρσες που έπεφταν στο νερό πνίγονταν καθώς δεν γνώριζαν καλά κολύμπι, όπως μας μεταφέρει ο Ηρόδοτος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η μαρτυρία του Θουκυδίδη, ο οποίος αναφερόμενος στα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου κάνει λόγο για «ύφυδρους» κολυμβητές, δύτες δηλαδή των Σπαρτιατών, που μεταφέροντας ασκούς με νερό και σακίδια με τρόφιμα κολύμπησαν υποβρυχίως προκειμένου να τροφοδοτήσουν τους αποκλεισμένους συμπολεμιστές τους. Μέρος λοιπόν της βασικής εκπαίδευσης των νέων, αλλά και της στρατιωτικής, ήταν στην αρχαία Ελλάδα η κολύμβηση. «Ο μη επισταμένος μήτε νειν μήτε γράμματα απαίδευτος εστί και βάρβαρος» (αυτός που δεν γνωρίζει κολύμπι και γράμματα είναι απαίδευτος και βάρβαρος) έλεγαν εξάλλου οι αρχαίοι Έλληνες. Γραπτές πηγές μάλιστα αναφέρουν ότι κολυμβητές δεν ήταν μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες.

Άμιλλα κολύμβου

Από το 1600 π.Χ. χρονολογούνται οι παλαιότερες παραστάσεις κολύμβησης στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν νοούνταν ως άθλημα και δεν περιλαμβανόταν στα επίσημα αγωνίσματα των Ολυμπιακών ή άλλων πανελλήνιων αγώνων. Πληροφορίες υπάρχουν —από τον Παυσανία συγκεκριμένα, τον 2ο αιώνα μ.Χ.— για μία και μόνη περίπτωση κολυμβητικών αγώνων, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, προς τιμήν του Διονύσου του Μελαναίγιδος (από το κατσικίσιο δέρμα που φορούσε ο θεός). Οι αγώνες αυτοί, που ονομάζονταν «άμιλλα κολύμβου», τελούνταν στη θάλασσα. Αγώνες κολύμβησης όμως διοργανώνονταν και στον ποταμό Τίβερη με τη συμμετοχή αξιωματούχων της Ρώμης — άλλωστε και ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν δεινός κολυμβητής. Στο Δίον οι δεξαμενές των λουτρών διαθέτουν εκπληκτικά ψηφιδωτά και στο βαλανείο της Αρχαίας Αγοράς της Θεσσαλονίκης έχουν αποκαλυφθεί μία θερμαινόμενη πισίνα και μία ψυχρού νερού. Κυκλική πισίνα με διάμετρο 10 μ. και βάθος περί τα 2 μ. βρίσκεται στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Και τα λουτρά της Αιδηψού αναφέρονται από την Αρχαιότητα ακόμη, αφού τα προτίμησε και ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας. Αλλά δεν είναι τα μόνα, καθώς ο ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε πραγματική λατρεία για το νερό.

Μπεν μιξτ… με ή χωρίς όργια

Γυμνοί κολυμπούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, αν και μερικές φορές μπορεί να φορούσαν τη «λουτρίδα», ένα λεπτό χιτώνιο που χρησίμευε ως μαγιό. Όσον αφορά τον τρόπο κολύμβησης, άνδρες και γυναίκες θα πρέπει να ασκούσαν τη λεγόμενη ελεύθερη κολύμβηση της εποχής μας. Τα χέρια κινούνταν εναλλάξ ακολουθώντας διαδρομή παρόμοια με των κουπιών, ο κορμός ακολουθούσε με στροφές προς τη μία ή την άλλη πλευρά και τα πόδια κτυπούσαν με μικρές κινήσεις το νερό — ή μπορεί και να ήταν ενωμένα. Το κεφάλι όμως ήταν οπωσδήποτε έξω από το νερό. Τα bains mixtes εξάλλου είναι αρχαιοελληνική συνήθεια, την οποία μάλιστα, αφού κατ’ αρχάς τους σοκάρισε, εν συνεχεία οι Ρωμαίοι ασπάστηκαν μέχρι υπερβολής. Έτσι, τον 1ο αιώνα μ.Χ. καθιέρωσαν τα mixta ή communia balnea συνοδευόμενα σε κάποιες περιπτώσεις από όργια. (Ακόμη και σήμερα η φράση «ρωμαϊκό μπάνιο» παραπέμπει σε όργιo.) Η συνήθεια πάντως κατόρθωσε να διατηρηθεί και στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, για να ατονήσει από τον 7ο αιώνα με διάταγμα του Ιουστινιανού.

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ

today's art: Paul Cézanne, Λουόμενοι, Bathers (Les Grandes Baigneuses), (1894–1905). 127.2 × 196.1 cm. National Gallery, London

Ο Γάλλος Πωλ Σεζάν (Paul Cézanne 1839-1906) είναι από κάθε άποψη ένα ορόσημο στην παγκόσμια τέχνη. Ο πατέρας του ήταν ένας εύπορος επιχειρηματίας που του κληροδότησε μεγάλη περιουσία ικανή να του επιτρέψει έναν σχετικά άνετο βίο, και την σπάνια δυνατότητα να εκφράζεται χωρίς προκαταλήψεις ή αγκυροδεμένος σε παραγγελίες. Σήμερα πια θεωρείται ο κατ΄ εξοχήν πατέρας της μοντέρνας τέχνης, ασκώντας μεγαλειώδη επιρροή σε όλους τους μεταγενέστερους συνεχιστές του. Ο Σεζάν έδωσε τεράστια ώθηση στην ζωγραφική καθώς την απελευθέρωσε από τα στεγανά του παρελθόντος. Η νομική στην οποία γράφτηκε δεν τον συγκίνησε και σύντομα την παράτησε. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει μέσα σε ένα βαθύ ρομαντικό στυλ όμως η εξέλιξή του σηματοδότησε μια πλήρη σύγκρουση για την εποχή του όπου οι νεκρές φύσεις κυρίως δίνουν έναν χαρακτήρα μοναδικό σε σύλληψη και απέραντο σε τόλμη. Το προσωπικό του ύφος έγινε αντικείμενο σκληρής και άδικης κριτικής, αλλά δυστυχώς έτσι συνέβαινε ανέκαθεν με τους περισσότερους επαναστάτες –αναγνωρίζονται μετά θάνατον. Επηρεάστηκε απέραντα από τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, ωστόσο πρόσθεσε και πολλά προσωπικά χαρακτηριστικά στους πίνακές του, το εντελώς ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο στυλ του. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήθελε να αναδείξει τον Ιμπρεσιονισμό “σε κάτι στέρεο που διαρκεί όσο και η τέχνη που εκτίθεται στα μουσεία“. 


Montagnes en Provence, l'Estaque

Η μεγαλύτερη συνεισφορά του στον Ιμπρεσιονισμό θεωρείται η πρόσθεση καθαρών γεωμετρικών στοιχείων που αργότερα επηρέασαν και το κίνημα του κυβισμού. Τα παραδοσιακά μοτίβα, τη δικτατορία της θεωρίας της τέχνης, τη σωστή προοπτική στην απόδοση των χώρων, τον ορθολογικό ρεαλισμό, όλα αυτά τα απέρριψε με το έργο του. Ζωγράφιζε ότι έβλεπε και ότι αισθανόταν. Έτσι τα έργα δεν αποτύπωναν απλά τη πραγματικότητα αλλά είχαν μια ξεχωριστή ποιότητα μέσα τους. 


Το θέμα δεν ήταν το μοτίβο αλλά η ίδια η ζωγραφική. Στα τέλη της ζωής του έλεγε στους φίλους του κάποτε ότι ήθελε να πεθάνει ζωγραφίζοντας. Στις 15 Οκτωβρίου του 1906, καθώς σχεδίαζε ένα τοπίο έπιασε δυνατή βροχή. Έμεινε να ζωγραφίσει και δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Όταν αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του έτρεμε από τον πυρετό. Στο δρόμο λιποθύμησε και σωριάστηκε καταγής όπου τον βρήκε ένας αμαξάς που τον  πήγε στο σπίτι μισοπεθαμένο. Μια εβδομάδα αργότερα πέθανε από πνευμονία στα 67 του χρόνια.

Le Buveur, The Drinker

Ο ίδιος φανατίζονταν με τις ιδέες του: “Για τον καλλιτέχνη, βλέπω σημαίνει αντιλαμβάνομαι και αντιλαμβάνομαι σημαίνει συνθέτω. Η τέχνη είναι μια θρησκεία. Σκοπό έχει την ανύψωση της σκέψης. Ζωγραφίζω αυτό που βλέπω στη φύση δεν σημαίνει ότι αντιγράφω αυτό που έχω βάλει στόχο, σημαίνει ότι υλοποιώ αυτό που προσλαμβάνω με τις αισθήσεις. Όλα συνοψίζονται στο εξής: Να δουλεύεις χωρίς να νοιάζεσαι για κανέναν και να γίνεσαι δυνατός, αυτός είναι ο στόχος του καλλιτέχνη…“ 

Les joueurs de cartes, Card players

Ο Σεζάν είναι, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Ανοίγει τα μάτια διάπλατα για να αντιληφθεί τα μυστικά του τοπίου, ερευνά κατάκοπος κι όταν δεν τα καταφέρνει, ουρλιάζει και καταστρέφει τα έργα του. Τον κοροϊδεύουν, τον περνάνε για τρελό. Υποφέρει, διαλύει φιλίες, παραμελεί αυτούς που αγαπά, συνεχίζει στο δρόμο που επέλεξε και τον οποίο μόνο αυτός διακρίνει: ξέρει ότι είναι ο εφευρέτης της μοντέρνας ζωγραφικής.

Ωραίο Φθινοπωρινό πρωί

για την κυρία Ντονογκά

Να που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά μ’ αυτό το φως
με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα
όταν τα μάτια του στενεύουν απ’ τα χρόνια.
Νά που μ’ αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές
σηκώνοντας τους ώμους μέσα στον ήλιο.
Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες
 το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια
κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις
στα ίδια σώματα κόπηκε η μονοτονία.

Τι λέει ο Μουεζίνης στην άκρη του μιναρέ; για πρόσεξε
Έσκυψε ν’ αγκαλιάσει μια ξανθή κούκλα στο πλαινό μπαλκόνι.
Αυτή ανεμίζει δυό ρόδινα χεράκια στον ουρανό δεν παραδέχεται να τη βιάζουν
Ωστόσο γέρνει ο μιναρές και το μπαλκόνι σαν τον πύργο της Πίζας
ακούς μονάχα ψιθυρίσματα, δεν είναι τα φύλλα μήτε το νερό
“αλλάχ! αλλάχ!” δεν είναι μήτε τ’ αγεράκι,
παράξενη προσευχή
ένας κόκορας λάλησε,πρέπει να ‘ναι ξανθός
ώ ψυχή ερωτευμένη που πέταξες στα ύψη!

Να που μ’ αρέσουν επί τέλους αυτά τα
βουνά, έτσι κουλουριασμένα
το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ’ αυτές τις ρυτίδες
σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μια παλάμη
 σκέφτηκε κανείς;…
΄Ω εκείνη η επίμονη σκέψη κλεισμένη σ’ ένα κουτί
αδειανό, θεληματική
χτυπώντας αδιάκοπα το χαρτόνι, όλη τη νύχτα
σαν ποντικός που ροκανίζει το πάτωμα

Κόπηκε η μονοτονία, ω εσύ που πέταξες στα ύψη
να που μ’ αρέσει
κι ατό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου
τόσο υπομονετικό
τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δεν φτάνει κανείς πουθενά
θυμίζει τ’ αγέρωχο κεφάλι του πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu’ en lui-même enfin l’ éternité le change.

Κορυτσά 1937

Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄

Γιώργος Σεφέρης





FRED BOISSONNAS (1858-1946), Ο ΕΛΒΕΤΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

Ακρόπολη, 1903

Γεννήθηκε στη Γενεύη. Γιός φωτογράφου, κληρονόμησε το εργαστήριο του πατέρα του μαζί με τον αδερφό του τον Edmond-Victor. Δεινός ορειβάτης και φυσιολάτρης έρχεται πρώτη φορά στην Ελλάδα και φωτογραφίζει το 1903, έρχεται ξανά το 1907, το 1913 είναι ο πρώτος που ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου. Ξαναέρχεται για ένα τελευταίο ταξίδι στο Άγιο Όρος το 1930 ( 72 χρονών! ).

 Παρθενώνας, 1908

Η φωτογραφική του ματιά αναδεικνύει την Ελληνική φύση και τους ανθρώπους. Μοναδικό εθνολογικό ντοκουμέντο μιας και οι  περισσότεροι φωτογράφοι του καιρού του, απ΄την  Ελλάδα φωτογράφιζαν μόνο τα αρχαία μάρμαρα. Παρόλο που από αγάπη  για την αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε αυτό το φωτογραφικό ταξίδι αγαπάει και τους σύγχρονούς του Έλληνες, ειδικά αυτούς της υπαίθρου . 

Ο Fred Boissonnas υπήρξε αναμφισβήτητα ο κορυφαίος φωτογράφος του ευρύτερου ελλαδικού χώρου κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, και αυτό για δύο βασικούς λόγους. O πρώτος ήταν, απλούστατα, η εξαιρετική καλλιτεχνική αλλά και τεχνική του ικανότητα. Ο δεύτερος και εξ ίσου σημαντικός ήταν το σπάνιο χάρισμα να βλέπει τα πάντα με φρέσκο και αειθαλές μάτι. 

Περιπετειώδης, αθλητικός και ελεύθερος από στερεότυπες προκαταλήψεις σχετικά με το τι άξιζε ή δεν άξιζε να απαθανατισθεί, ο Boissonnas φωτογράφιζε με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια επιτυχία αρχαία μνημεία και τουρκομαχαλάδες, Ηπειρώτες βοσκούς και Αθηναίους αστούς, έρημα τοπία και πολυπληθή λιμάνια. 

Ανδρίτσαινα, 1903

Επιπλέον, παρά την εμφανή αγάπη που έτρεφε για την Ελλάδα, η προκατάληψη αυτή δεν εξελίχθηκε ποτέ σε τυφλό σωβινισμό: η Ελλάδα του Boissonnas ήταν το πολυεθνοτικό και πολυπολιτισμικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου και όχι η συρρικνωμένη Ελλάδα που μοιραία δημιουργήθηκε από τη Μικρασιατική καταστροφή. Με άλλα λόγια, ενώ ο Boissonnas συνέβαλε συστηματικά στη θετική προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό, οι φωτογραφίες του δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «εθνοπλαστικές», όπως αυτές πολλών Ελλήνων φωτογράφων της δεκαετίας του είκοσι και του τριάντα.

"Ξεκλειδώνουν" 400.000 πάπυρους από την αρχαία Ελλάδα! Imaging Technology Makes Ancient Text Readable!

Βρέθηκαν 400.000 κομμάτια παπύρων γραμμένα από τους προγόνους μας και που με μια καινούργια μέθοδο μπορούν να διαβαστούν. H έγκυρη βρετανική εφημερίδα Independent σε ένα άρθρο της έγραψε: "Eureka! Εκπληκτική ανακάλυψη αποκαλύπτει τα μυστικά των αρχαίων Ελλήνων". Χιλιάδες χειρόγραφα που έως τώρα δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε και που περιέχουν σπουδαία κείμενα της κλασσικής φιλολογίας τώρα μπορούν να διαβαστούν για πρώτη φορά με μια τεχνολογία που πιστεύεται ότι θα ξεκλειδώσει τα μυστικά των αρχαίων Ελλήνων . Μεταξύ των άλλων θησαυρών που έχουν ήδη ανακαλυφθεί από μια ομάδα επιστημόνων του Παν/μίου της Οξφόρδης υπάρχουν και άγνωστα έως τώρα έργα κλασσικών γιγάντων όπως ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Ησίοδος. Αόρατη με το κοινό φως  η ξεβαμμένη μελάνη γίνεται καθαρά ορατή κάτω από υπέρυθρο φως  με τεχνικές ανάλογες με την επισκόπηση από δορυφόρους. Τα κείμενα της Οξφόρδης αποτελούν μέρος ενός μεγάλου αριθμού παπύρων που βρέθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα σε έναν αρχαίο σκουπιδότοπο της ελληνο-αιγυπτιακής πόλης του Οξυρύγχου. Απομένουν χιλιάδες κείμενα να διαβαστούν μέσα στην επόμενη δεκαετία, περιλαμβανομένων έργων του Οβιδίου και του Αισχύλου. Υπάρχουν περίπου 400,000 κομμάτια παπύρων φυλαγμένα σε 800 κιβώτια στην Βιβλιοθήκη Sackler της Οξφόρδης και αποτελούν το μεγαλύτερο όγκο κλασσικών ελληνικών χειρογράφων του κόσμου. Οι ακαδημαϊκοί χαιρέτησαν με ενθουσιασμό την νέα ανακάλυψη η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση κατά 20% των σωζόμενων ελληνικών έργων. Μέσα στα έως τώρα άγνωστα κείμενα που κατόρθωσαν να διαβάσουν με την τεχνική αυτή, περιλαμβάνονται τμήματα της χαμένης από καιρό τραγωδίας «Επίγονοι» του Σοφοκλή, μέρος μιας χαμένης νουβέλας του Έλληνα συγγραφέα Λουκιανού του 2ου αιώνα, άγνωστο κείμενο του Ευριπίδη, μυθολογική ποίηση του ποιητή Παρθένιου του 1ου αι. π.Χ, έργο του Ησίοδου του 7ου αι., και ένα επικό ποίημα του Αρχίλοχου, ενός διαδόχου του 7ου αι. του Ομήρου, που περιγράφει γεγονότα που οδήγησαν στον Τρωικό πόλεμο. «Είναι τα πιο φανταστικά νέα. Υπάρχουν δύο πράγματα εδώ. Το πρώτο είναι πόσο φοβερά επηρέαζαν τις επιστήμες και τις τέχνες οι Έλληνες. Το δεύτερο είναι πόσο λίγα από τα γραπτά τους σώζονται » λένε οι Άγγλοι επιστήμονες.

Ancient texts obscured for millennia can now be read through infrared technology. A display in the Hinckley Center depicts the innovative multispectral imaging work of BYU scholars. Photo by Mark Philbrick

Two thousand years ago, Oxyrhynchus, "city of the sharp-nosed fish," was a provincial capital in central Egypt populated by the well-educated descendants of Greek settlers. It had an 11,000-seat theater, a religious cult dedicated to the city's namesake -- and a municipal dump on the outskirts of town. People discarded trash there and probably never gave it a thought, and over the years the mound grew to a height of 30 feet. When archaeologists excavated it at the turn of the 20th century, they found a treasure more precious than gold. Buried in the dump were more than 400,000 fragments of papyrus -- bits of documents, pieces of scrolls and pages from old books written between the 2nd century B.C. and the 8th century A.D. and preserved ever since in the hot, dry climate. For years, scholars have been trying to decipher these texts, which include property records, epistles from the New Testament, writings from early Islam and fragments of unknown works by the giants of classical antiquity. The pace of discovery has been painstaking, but this year scientists brought an innovative imaging technology to the fragments, enabling them to peer though the grime of centuries to see previously invisible script while leaving the crumbling papyrus undamaged. The technology, multispectral imaging, has dramatically increased the recovery rate. In a pass through a collection of Oxyrhynchus papyri at Oxford University's Sackler Library last month, scholars turned up tantalizing new bits of lost plays by Euripides, Sophocles and Menander and lost lines from the poets Sappho, Hesiod and Archilochus. "It's one of the most exciting things we've ever done," said Roger T. Macfarlane, a classicist at Brigham Young University. "There are pieces of papyrus that have gesso [a plaster] over the text, but with the filters it's almost like X-ray vision." A BYU team led by Macfarlane has been using multispectral imaging since 1999, and it turned to the Oxyrhynchus fragments after focusing first on the spectacular Villa of the Papyri, an entire Roman library roasted in place during the fabled eruption of Mount Vesuvius that destroyed the towns of Herculaneum and Pompeii in A.D. 79. Between them, the charred Herculaneum scrolls and the Oxyrhynchus trash are the world's two largest known repositories of previously unread ancient manuscripts -- a collection of staggering potential. "We have seven plays by Sophocles, and there are about 90 missing. Euripides wrote 100 plays and Menander about 70," said Richard Janko, a classicist at the University of Michigan. "Herculaneum is the only place in the ancient world where a library has been buried, and the garbage dump is almost as good." Multispectral imaging was developed by NASA's Jet Propulsion Laboratory to allow telescopes to peer through shrouds of dust and gas, and to reveal the surfaces of distant planets. By using different filters, the instrument can ignore irrelevant light frequencies and focus on the target object. Working with Gene Ware, an emeritus electrical engineer at BYU, Macfarlane's team produced remarkable results with the Herculaneum scrolls as it scanned in infrared and near-infrared frequencies, causing what are opaque surfaces to the naked eye to blossom suddenly with hidden script. Many of the scrolls had been lovingly unrolled, while others were unforgivably torn apart by discoverers and early archivists to get at the text, but Macfarlane's basic task was the same for all -- use the imager to read black on black. The scrolls had been cooked in place during the eruption, like rolled-up newspapers trapped in an oven. Oxyrhynchus presented a different set of problems. "The fragments have been darkened from light brown to dark dirty brown, covered with soil, sand, mud and paint, and eaten by salt, insects and God knows what else," said papyrologist Dirk Obbink, director of the recovery efforts. Also, the material from Oxyrhynchus, unlike Herculaneum's, "is what people throw away," Obbink said in a telephone interview. "There are private papers, public records, and pieces of Menander and Sophocles. Finding a page from a book is typical." Obbink, who holds appointments at both Oxford and the University of Michigan, is a leading authority on ancient classics and conservation. He won a 2001 MacArthur Fellowship for his work at both Oxyrhynchus and Herculaneum. In 1996, he reconstructed Philodemus's "On Piety," a treatise on the gods and religion, from seemingly disparate pieces of the Herculaneum scrolls. At Oxyrhynchus, Obbink is trying to repeat this achievement by recovering Hesiod's "Catalogue of Women," a genealogy describing the love affairs of gods with mortals and the offspring they produced. "We have so many pieces now that the text can be said to exist," Obbink said. "There are a lot of gaps, but you can read it." Unlike in the European Middle Ages, when books were made of animal hide parchment so costly that virtually no one but the very rich could own one, ordinary citizens had access to papyrus -- the leaf of a common plant -- and they might buy a scroll or, after the 4th century, a loose-leaf book known as a codex. "There was access to literacy during the Roman period, and many people at least could write their names in their personal dealings," Obbink said. "Some women were literate and were teaching school." Evidence for all of this can be found in the dump. Obbink said the largest percentage of literary texts at Oxyrhynchus is made up of fragments of Homer, whose archaic Greek was taught in school to hone language skills. Euripides, Sophocles and Menander were popular authors read for amusement, and when the flimsy pieces started to give way, readers tore off the damaged ones, used the margins for writing notes to themselves and then tossed them in the trash. It worked the other way, too. Literary texts frequently appeared on the backs of recycled personal documents. Obbink and his colleagues have found a variety of languages and scripts in the fragments. Besides Greek and Latin, they include Hieratic (cursive hieroglyphs), Demotic (hieroglyphic shorthand), Coptic (Egyptian with the Greek alphabet), Aramaic, Hebrew, Persian, Old Nubian, Syriac and, in the later deposits, Arabic. Obbink is going through 725 boxes of material to pick out the promising fragments, which are assigned to students "who translate them and try to figure them out," he said. "It's part of learning Greek and Latin, and it sharpens your editing skills."

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Άλμπρεχτ Ντύρερ. Albrecht Dürer

Άλμπρεχτ Ντύρερ, Μεγάλο κομμάτι χορταριασμένη γη, 1503, υδατογραφία, πενάκι και μελάνι, μολύβι και αραιωμένο χρώμα σε χαρτί, 40.3 cm × 31.1 cm. Βιέννη, Αλμπερτίνα. Albrecht Dürer, Great Piece of Turf, 1503, Watercolour, pen and ink, 40.3 cm × 31.1 cm. Albertina, Vienna.

Ο καλλιτέχνης, ο οποίος μελέτησε ενδελεχώς τις νέες αρχές της τέχνης και τις εφαρμογές της μαθηματικής προοπτικής, και ενδιαφέρθηκε για την αφομοίωση των βαθύτερων διδαγμάτων (και όχι απλώς των εξωτερικών τύπων) της αρχαίας τέχνης, καθώς και για την προσεκτική παρατήρηση της φύσης και της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος, είναι ο Albrecht Durer (1471-1528). Το σχέδιο και η χαρακτική είναι τα πρώτα πεδία στα οποία δραστηριοποιείται στη Νυρεμβέργη. Αναζητώντας την καλλιτεχνική του ταυτότητα, μαθήτευσε και στο εργαστήριο του Schongauer, χωρίς όμως να προλάβει να γνωρίσει τον ίδιο. Εργάστηκε κάποιο διάστημα ως εικονογράφος βιβλίων στη Βασιλεία και ταξίδεψε στη Βόρεια Ιταλία, πριν τελικά επιστρέψει, για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Νυρεμβέργη. Στο πλαίσιο αυτής της περιπλάνησης, θα γοητευθεί από το έργο καλλιτεχνών, όπως ο Mantegna και ο Giovanni Bellini, θα εντρυφήσει στην απόδοση της φύσης και των μεταμορφώσεών της, θα πειραματιστεί ιδιαίτερα με τους κανόνες της αναλογίας, προσεγγίζοντας το ανθρώπινο σώμα. Καθοριστικός παράγοντας για τους προσανατολισμούς του έργου του θα σταθεί επιπλέον και το γενικότερο κλίμα της δυσαρέσκειας που επικρατεί στη Γερμανία για τους εκκλησιαστικούς θεσμούς, και το οποίο προοιωνίζεται τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου. Η σειρά των ξυλογραφιών του, με θέμα την Αποκάλυψη του Ιωάννη, θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Σε αυτή αποδεικνύει πως, παρά το ειλικρινές και ενεργό ενδιαφέρον του για τις νέες επιδιώξεις της τέχνης, κατέχει το ίδιο καλά τα μυστικά και τις αρχές της μεσαιωνικής τέχνης.

Αυτοπροσωπογραφία, 1500, 67 x 49 εκ., Alte Pinakothek, Γερμανία.

«Σ’ ένα τέτοιο γράμμα από τη Βενετία, ο Ντύρερ έγραψε τη συγκινητική φράση που δείχνει πόσο έντονα ένιωσε την αντίθεση ανάμεσα στη θέση του, του καλλιτέχνη που ανήκε στην αυστηρή τάξη των συντεχνιών της Νυρεμβέργης, σε σύγκριση με την ελευθερία των Ιταλών συναδέλφων του: «Πώς θα τρέμω αποζητώντας τον ήλιο», έλεγε· «εδώ είμαι αφέντης, στον τόπο μου παράσιτο». Η κατοπινή ζωή του Ντύρερ, ωστόσο, δεν δικαιολογεί τους φόβους του. Πράγματι, στην αρχή έπρεπε να παζαρεύει και να διαπληκτίζεται με τους πλούσιους αστούς της Νυρεμβέργης και της Φραγκφούρτης, σαν ένας απλός τεχνίτης. Τους υποσχόταν πως θα χρησιμοποιούσε την καλύτερη μόνο ποιότητα χρωμάτων στα έργα του και πως θα έβαζε πολλά στρώματα. Σιγά σιγά όμως η φήμη του απλώθηκε κι ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός, που πίστευε πως η τέχνη είναι μέσο για να δοξαστεί κανείς, εξασφάλισε τις υπηρεσίες του για ορισμένα φιλόδοξα σχέδιά του. 

Έρως, ο κλέφτης του μελιού,  Cupid the Honey Thief, 1514.

Όταν, σε ηλικία πενήντα χρόνων, πήγε στις Κάτω Χώρες, τον δέχτηκαν πραγματικά σαν άρχοντα. Βαθιά συγκινημένος από αυτήν την υποδοχή, περιγράφει ο ίδιος πως τον τίμησαν με επίσημο συμπόσιο οι ζωγράφοι της Αμβέρσας στο μέγαρο της συντεχνίας τους: «Όταν με οδήγησαν στο τραπέζι», γράφει, «οι άνθρωποι στάθηκαν όρθιοι και στις δυο πλευρές, σαν να υποδέχονταν κάποιον μεγάλο άρχοντα, κι ανάμεσά τους υπήρχαν πολλά σημαντικά πρόσωπα - κι όλοι τους υποκλίθηκαν με τη μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη». Ακόμα και στις χώρες του Βορρά, οι μεγάλοι καλλιτέχνες είχαν πια σπάσει το φραγμό του σνομπισμού που έκανε τον κόσμο να περιφρονεί εκείνους που δούλευαν με τα χέρια τους.»

E. H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, σ. 350

Κ.Π. Καβάφης, Ευρίωνος Tάφος. C. P. Cavafy, Tomb of Evrion

Δημήτρης Μυταράς, “Ευρίωνος Τάφος” για το Ποίημα του Καβάφη

Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον,
ολόκληρον εκ λίθου συηνίτου,
που το σκεπάζουν τόσοι μενεξέδες, τόσοι κρίνοι,
είναι θαμένος ο ωραίος Ευρίων.
Παιδί αλεξανδρινό, είκοσι πέντε χρόνων.
Aπ’ τον πατέρα του, γενιά παληά των Μακεδόνων·
από αλαβάρχας της μητέρας του η σειρά.
Έκαμε μαθητής του Aριστοκλείτου στην φιλοσοφία,
του Πάρου στα ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά
γράμματα σπούδασε. Του Aρσινοΐτου
νομού συνέγραψε ιστορίαν. Aυτό τουλάχιστον θα μείνει.
Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο — την μορφή του,
που ήτανε σαν μια απολλώνια οπτασία.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Κ.Π. Καβάφης

Tomb of Evrion

In this tomb—ornately designed,
the whole of syenite stone,
covered by so many violets, so many lilies—
lies handsome Evrion,
an Alexandrian, twenty-five years old.
On his father’s side, he was of old Macedonian stock,
on his mother’s side, descended from a line of magistrates.
He studied philosophy with Aristokleitos,
rhetoric with Paros, and at Thebes
the sacred scriptures. He wrote a history
of the province of Arsinoites. That at least will survive.
But we’ve lost what was really precious: his form—
like a vision of Apollo.

Translated by Edmund Keeley/Philip Sherrard

C. P. Cavafy