Marc
Eemans,Το Όραμα του Εμπεδοκλή, Vision d'Empédocle, 1976.
Αδύναμες στα μέλη τους απλώνονται οι αισθήσεις, πολλά δεινά πέφτουν πάνω τους και τη σκέψη αμβλύνουν. Ένα μικρό κομμάτι της ζωής αφού είδαν όσο ζούσαν, γοργοθάνατοι, υψώθηκαν σαν καπνός και πέταξαν μακριά, σίγουροι μόνο γι' αυτό που συνάντησε ο καθένας, καθώς σέρνονται εδώ κι εκεί' το όλον όμως καθένας τους καυχιέται ότι βρήκε. Έτσι ούτε να τα δουν μπορούν αυτά οι άνθρωποι ούτε να τα ακούσουν ούτε με τον νου να αδράξουν. Εσύ όμως, αφού ήρθες ως εδώ, θα μάθεις' μα όχι πιο πολλά απ' όσα φτάνει η σκέψη του θνητού.
*
Θεοί, διώξτε μακριά απ' τη γλώσσα μου την τρέλα αυτών των ανθρώπων, κι από στόμα όσιο κάντε καθαρή πηγή ν' αναβλύσει. Εσένα πάλι, πολυπόθητη, λευκοχέρα παρθένα Μούσα, εκλιπαρώ, ό,τι επιτρέπεται ν' ακούν τα πλάσματα τα εφήμερα στείλε μου με το πειθήνιο άρμα από τον τόπο της Ευσέβειας. Κι εσένα ας μη σε κάνουν ποτέ άνθη δόξας και τιμής από χέρια θνητών, περισσότερα απ' όσα η οσιότητα επιτρέπει να πεις με τόλμη και να καθίζεις έτσι στα ύψη της σοφίας. Εμπρός, με όλες τις αισθήσεις διέκρινε πώς φανερώνεται το καθετί, χωρίς την όραση να εμπιστεύεσαι περισσότερο από την ακοή ή την πολύβουη ακοή να βάζεις πάνω από της γλώσσας τη σαφήνεια, ούτε σε κάποιο άλλο μέλος, όπου υπάρχει πέρασμα για γνώση, να δυσπιστείς, αλλά νόησε το καθετί όπως φανερώνεται.
*
Άκουσε πρώτα τις τέσσερις ρίζες όλων των πραγμάτων: ο Δίας ο λαμπρός, η ζωοδότρα Ήρα, ο Αιδωνεύς κι η Νήστις, που με τα δάκρυά της βρέχει τους θνητούς κρουνούς.
*
Άλλο πάλι θα σου πω' γέννηση δεν υπάρχει για κανένα από τα θνητά ούτε και τέλος, με τον επάρατο θάνατο' μόνο μείξη και ανταλλαγή των αναμειγμένων υπάρχει, που γέννηση ονομάζεται απ' τους ανθρώπους.
*
Ανόητοι, που οι σκέψεις τους δεν φτάνουν μακριά. Αυτοί πιστεύουν πως γίνεται κάτι που δεν ήταν πριν ή πως κάτι πεθαίνει και εξαφανίζεται τελείως.
*
Διότι από αυτό που δεν υπάρχει καθόλου είναι αδύνατο κάτι να γεννηθεί και το να χαθεί αυτό που υπάρχει είναι ακατόρθωτο κι ανήκουστο' διότι πάντα θα βρίσκεται εκεί, όπου το βάζει κάποιος κάθε φορά.
*
Αυτή η μάχη διεξάγεται φανερά και στη μάζα των ανθρώπινων μελών: άλλοτε συνενώνονται με τη φιλία όλα τα μέλη σε ένα, όταν αυτή κληρωθεί στο σώμα, τότε που η ζωή θάλλει μέσα στην ακμή της' άλλοτε πάλι κομματιασμένα απ' την κακιά την έριδα, περιπλανιούνται, το καθένα χωριστά, στης ζωής το ακροθαλάσσι' το ίδιο και με τα ψάρια της θάλασσας, με τα θηρία των βουνών και τα φτερωτά πουλιά.
*
Αρμονικά συνδεδεμένα είναι όλα αυτά, ο ήλιος ο λαμπρός, η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα, με τα μέρη τους, όσα υπάρχουν σκορπισμένα στον κόσμο των θνητών. Έτσι, όσα είναι πιο κατάλληλα γι' ανάμειξη, μεταξύ τους ποθούνται και εξομοιώνονται με την Αφροδίτη, ενώ όσα είναι τα πιο εχθρικά απέχουν πολύ ανάμεσά τους στη γέννηση, στο μείγμα και στις χυτές μορφές, τελείως ασυνήθιστα να σμίγουν και άγρια πολύ, υποταγμένα στην έχθρα, γιατί αυτή είναι που τα γέννησε.
*
Όπως όταν στολίζουν τα αναθήματα οι ζωγράφοι, άντρες που ξέρουν καλά την τέχνη τους με το ταλέντο τους, όταν πιάνουν στα χέρια τις μπογιές τις πολύχρωμες, αρμονικά αναμειγνύοντας άλλα πιότερο κι άλλα λιγότερο, φτιάχνουν μορφές που μοιάζουν με όλα, κατασκευάζοντας δέντρα, άντρες και γυναίκες, θεριά, πουλιά, ψάρια νερόθρεφτα και θεούς μακρόβιους και πολυτιμημένους. Γι' αυτό μη σε κάνει η πλάνη του νου να νομίσεις πως από κάπου αλλού πηγάζουν τα θνητά, ατελείωτα, πράγματι, όπως είναι. Αλλά βάλε αυτά καλά στο μυαλό σου, γιατί θεού τον λόγο άκουσες.
*
Όταν δεν ξεχωρίζουν ούτε τα γοργά του ήλιου μέλη, ούτε το μένος της δασωμένης γης ούτε η θάλασσα. Έτσι στηρίζεται στην Αρμονίας το πυκνό σκοτάδι η Σφαίρα η ολοστρόγγυλη, τη μακάρια μοναξιά της απολαμβάνοντας.
*
Δεν υπάρχει διχόνοια, δεν υπάρχει δυσοίωνη σύγκρουση στα μέλη του.
*
Αυτή, η ίση παντού και απολύτως απέραντη, η Σφαίρα η ολοστρόγγυλη, που με τη μακάρια μοναξιά της απολαμβάνει.
*
Δεν ξεφυτρώνουν δυο κλαδιά από τη ράχη της, δεν έχει πόδια ούτε σβέλτα γόνατα ούτε όργανα γεννητικά, αλλά ήταν μία σφαίρα, κι από παντού ίση με τον εαυτό της.
*
Όταν όμως μέσα στα σπλάχνα η μεγάλη έριδα θέριεψε και ανέκτησε τα δικαιώματά της στο πλήρωμα του χρόνου που είναι αμοιβαία καθορισμένος για το καθένα με πλατύ όρκο.
*
Γιατί όταν η φιλονικία έφτασε στα τρίσβαθα της δίνης και ήρθε στη μέση του στροβίλου η αγάπη, όλα τούτα άρχισαν να συνάζονται και να γίνονται ένα μόνο, όχι μεμιάς, αλλά ηθελημένα σμίγοντας, το ένα από εδώ, άλλο από εκεί. Από το σμίξιμό τους μύρια προήλθαν είδη θνητών. Πολλά όμως έμειναν άσμιχτα, σε αυτά που έσμιγαν ανάμεσα. Ήταν όσα κρατούσε, ακόμα ψηλά, η φιλονικία' γιατί ακόμα δεν είχε τελείως αποσυρθεί κι ολότελα στα εξώτατα όρια του κύκλου, αλλά κάποια μέρη της παρέμεναν μέσα, αλλά είχαν προχωρήσει. Όσο έτρεχε μακριά για να ξεφύγει, τόσο ερχόταν προς το μέρος της συνέχεια της άμεμπτης αγάπης η ήπια αθάνατη ορμή. Αμέσως τότε έγιναν θνητά όσα πριν ήξεραν να' ναι αθάνατα, και αναμείχτηκαν όσα ήταν προηγουμένως άσμιχτα, αλλάζοντας δρόμους. Κι απ' το σφίξιμό τους μύρια προήλθαν είδη θνητών, με μορφές κάθε λογής, θαύμα σωστό να τα βλέπεις.
*
Κι ενώ αυτά έσμιγαν, άρχισε να κινείται προς τα έξω, στην περιφέρεια, η έριδα.
*
Ένα στρογγυλό ξένο φως γυρίζει γύρω από τη γη.
*
Της γης ιδρώτας η θάλασσα.
*
Μα καθώς όλο και έσμιγαν τα θεία στοιχεία μεταξύ τους, τούτα κολλούσαν, όπως τύχαινε ν' ανταμωθούν, κι άλλα πολλά πλάι σ' αυτά ολοένα γεννιούνταν.
*
Πολλά όντα με δυο πρόσωπα και δυο κορμούς γεννήθηκαν, βοϊδόμορφα, με ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά και τ' αντίθετο, ξεπρόβαλαν πλάσματα ανθρωπόμορφα με κεφάλι βοδιού, όντα αρσενικοθήλυκα με σκοτεινά γεννητικά όργανα.
*
Τα στέριωσε με αγάπης καρφιά η Αφροδίτη.
*
Έτσι λοιπόν απέκτησαν όλα με τη θέληση της Τύχης νόηση.
*
(η καρδιά) θρεμμένη μες στα πελάγη του αίματος τα αγαλήνευτα, εκεί που κυρίως βρίσκεται αυτό που ονομάζουν οι άνθρωποι νόηση' γιατί το αίμα γύρω απ' την καρδιά είναι των ανθρώπων η νόηση.
*
Ανάλογα με ό,τι έχουν μπροστά τους αυξάνει η νοημοσύνη των ανθρώπων.
*
(..) Θεός αθάνατος και όχι πια θνητός, περιφέρομαι εγώ ανάμεσά σας, τιμημένος απ' όλους, όπως φαίνεται, με κορδέλες στολισμένος και ολάνθιστα στεφάνια.
*
(..) Ένας απ' αυτούς είμαι κι εγώ, απ' τους θεούς εξόριστος και πλάνης, γιατί πίστεψα στη μανιασμένη έριδα.
*
Κάποτε ήμουν εγώ αγόρι και κορίτσι, θάμνος και πουλί και ψάρι άλαλο που έξω πηδούσε απ' το νερό.
*
Δεν θα πάψετε τον απαίσιο ήχο των σκοτωμών; Δεν βλέπετε πως ο ένας τον άλλο κατασπαράζει από αφροσύνη;
*
Νηστεύετε από την κακία.