Σ’
αυτό το σημείο της γης τα πάντα φωτίζονται. «Τόσο απλό είναι;» αναρωτιέμαι
καθώς βλέπω τους θάμνους ν’ ανεβαίνουν την πλαγιά, το λόφο δεξιά με τις καμένες
πέτρες, το καψαλισμένο δένδρο που επιμένει να κρατιέται όρθιο, και η
δενδροστοιχία με τους ευκάλυπτους – ξερά τα φύλλα από την πυρκαγιά και μόνο
στην κορυφή μια τούφα πράσινο, μια κάποια προσπάθεια για επανάληψη. Κι ο κήπος
με τα μαδημένα χρυσάνθεμα έτσι που σκύβουν στο χώμα, η κληματαριά που ανεβάζει
τα κατακίτρινα φύλλα της στον τοίχο της εκκλησίας, η βρύση που χάλασαν οι
βόλτες της και τρέχει κρατώντας το ίσο στη σιγαλιά του τοπίου, κι όλα αυτά να
ενώνονται μέσα μου, να ’μαι γερμένο χρυσάνθεμο και μοναχικό δένδρο, ευκάλυπτος
μ’ ένα ελάχιστο φύλλωμα να ριγεί στον αέρα, κληματαριά που προσπαθεί να
στηρίξει κάπου τα φύλλα της. «Αυτός είσαι», σκέφτομαι, «η μικρή ξεχασμένη
ρεματιά που επιχειρεί να υπάρξει».
Κι
εγώ θ’ ανεβώ λαχανιάζοντας στη ράχη ν’ αγναντέψω για φίλους, ποιοι στέκουν
ακόμα, πόσοι έχουν κουράγιο να στήσουμε ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο…
Όμως
δεν θα ’χουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από
θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας
επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο (έπρεπε το κάτουρο να
χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω, έτσι και σου ξέφευγε γινόσουν ύποπτος).
Ου
να χαθούνε. Εμ κι εμείς τ’ ανθρωπάκια που δεχθήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη
«ράγια»; Και να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες
μιας τέτοιας ζωής.
Τι
τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως εγώ, απ’ όσο ξέρω και οι
φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα. Αν πρόκειται για
λογοτεχνικό σωματείο, γραμματείς, πρόεδρο και ιερατείο, δεν κάνουμε τίποτε. Δεν
έχουμε χρόνο πια για μια δοκιμή, κι άλλωστε γιατί να επιχειρήσουμε από δρόμους
που ξέρουμε πως δεν οδηγούν πουθενά;
Μήπως
φταίγαν τα πρόσωπα και οι αρχές παραμένουν αλώβητες; Να τελειώνει αυτό το
μπέρδεμα, αρχές και πρόσωπα, μορφή και περιεχόμενο, ιδέες και πράξη, όλα είναι
ένα, όταν τα ξεχωρίζετε πάτε να περισώσετε κάτι. Φταίει λοιπόν στο σύνολο αυτή
η ίδια η υπόθεση, οι αρχηγοί και τα μέλη, ιεράρχηση και επιτροπάτα,
οικουμενικές και μη σύνοδοι με αποφάσεις «πιστεύω». Τίποτα πια δεν πιστεύω, όλα
σαβούρα για πέταμα.
Να
το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο
φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα.
Εκεί,
ας μαζέψουν στάχτη, πέτρες χώμα κι ας χτίσουν ένα νέο κόμμα. Εμείς πια
αποκλείεται, τουλάχιστον με τη θέλησή μας, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια. Αν
μας στριμώξουνε θα πάμε, τι να κάνουμε; Δε θα σκεφτόμαστε όμως ούτε Μαραθώνα,
ούτε Γοργοπόταμο. Μόνο τη γέρικη πλαγιά με το δαφνώνα, το χέρι μας βαλμένο
ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας, πώς θα την κοπανήσουμε επιστρέφοντας στο σπίτι
με τα φερ φορζέ που θέλουν ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά, να, κάτι τέτοια θα
σκεφτόμαστε. Για τις «σταυροφορίες» μην ελπίζουν, σε τέτοια κόλπα πια δεν
ξαναμπαίνουμε. Πόσο φυράναν οι ιδέες, πόσο λιγόστεψαν οι αφελείς σ’ αυτό τον
κόσμο και οι ήρωες.
Κι
αν στο κάτω κάτω χρειάζεται και κάποια κυβέρνηση, βάλτε επικεφαλής μια μητέρα
στο υπουργείο Γεννήσεων, ένα εικοσάρη στο υπουργείο του Έρωτα, κι ένα γεροντάκι
στο υπουργείο θανάτου.
Κι
αυτή ας είναι όλη και όλη η κυβέρνηση. Οι άλλοι, κάτι με χαρτοφυλάκια, κι άλλοι
χωρίς, ξεσπούν στην καμπούρα μας όλα τα κόμπλεξ τους, κι από πάνω πρέπει να
τους θεωρούμε σωτήρες.
Αμ
δε. Δεν μας σώζει κανένας, κι αυτό το ξέρει ο υπουργός του θανάτου που βλέπει
κάθε μέρα εκθέσεις σωρό, πόσοι και πόσοι ξοφλούν, κανένας δε σώζεται. Γι’ αυτό
και δεν επαίρεται. Κάνει μια τυπική δουλειά, μετράει τους νεκρούς,
συνειδητοποιεί τη μοίρα του και δεν έχει όρεξη για μεγαλύτερη εξουσία.
Ο
νεαρός υπουργός του Έρωτα επιθεωρεί τα ξενοδοχεία αν έχουν παραστάσεις ωραίες, ευχάριστη
μουσική εκείνη την ώρα, όχι όπως εμείς σε κείνα τα άθλια σεπαρέ με το
μεγαφωνάκι να τρίζει όλο γρέζια κι ο ξενοδόχος κατά τα κέφια του ν’ αλλάζει
σταθμό από το δωμάτιο του. Κι έτσι, τις πιο κρίσιμες στιγμές έτυχε ν’ ακούω
οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους, ειδήσεις που μιλούσαν για χιλιάδες νεκρούς,
μάχες, τυφώνες, σαχλά μηνύματα εργατών από τη Γερμανία. Άσε που τα καμαράκια
χωρίζονταν μ’ ένα φτηνό κόντρα πλακέ κι άκουγες τα διπλανά λαχανιάσματα, ποιος
ξέρει πόσες τρύπες θα είχαν και πόσα μάτια θα έβλεπαν.
Και
μετά ρωτάς πώς βγήκαμε έτσι. Πάλι σωστοί είμαστε. Θα μπορούσαμε να ’μαστε πολύ
πιο χειρότεροι!
Το
παιδί των είκοσι χρονών συνεχίζει την επιθεώρησή του, αυτή τη φορά στα πάρκα:
«Εδώ», λέει, «να μπει ένα διπλό κρεβάτι με θέα λιμνούλα. Εκεί ν’ αξιοποιηθεί το
γρασίδι» Γύρω του υπάλληλοι που κρατούν σημειώσεις, όλοι νέοι που ξέρουν καλά
τι θα πει να έχεις ένα κορίτσι στην αγκαλιά σου.
Κι
όλα θα είναι καλά κι όμορφα, τουλάχιστον για τους νέους. Για τους μεγάλους
κανένα σύστημα και καμιά κοινωνία του μέλλοντος δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Αυτοί θα αντιμετωπίζουν το μέγα εξουσιαστή, τον υπουργό του Θανάτου. Εγώ ήδη
τον βλέπω κατάματα, νιώθω πολλές φορές να μου χαμογελάει, κι έτσι σιγά-σιγά
εξοικειώνομαι να μην ελπίζω.
Όσες
φορές ονειρεύτηκα, ήλπισα, δε διαψεύστηκα, μόνο να πω «ε δε βαριέσαι, έπεσα
έξω». Κάτι παραπάνω: αναγκάστηκα να πληρώσω γιατί ονειρεύτηκα, μου ήρθε τέτοιο
απρόβλεπτο χτύπημα που ορκίστηκα να μην ελπίσω ξανά.
Όπως
τότε που είχα ραντεβού με μια γυναίκα που την επιθυμούσα πολύ. Πήγαινα
τεντωμένος και κοιτούσα ψηλά. Το βράδυ ούρησα αίμα. Έκτοτε δεν τόλμησα να
τεντωθώ, ούτε να ξανακοιτάξω ψηλά. Πάω καμπουριάζοντας και μαζεμένος, υπάρχω
σεμνά στα κρυφά αν γίνεται, αν και τελικά δεν ξεχνιέται κανένας. Εκείνος έχει
σημειώσει εξαρχής στις καταστάσεις του τσε α και περιμένει. Είμαι πια
σημαδεμένος.
Αν
υπήρχε μιας εξαρχής εκείνη η μάννα στο υπουργείο Γεννήσεων μπορεί όλα να ήταν
καλύτερα. Θα νοιαζόταν να υπάρξω σωστά, να ’χω ια διαρκή επαφή με τον κόσμο.
Όχι αυτό που έγινε: με κόψανε από τον αφαλό μου. Τον κάνανε κόμπο για να μην
ελπίζω σε καινούρια σύνδεση. Πονούσα κι έβαλα τα κλάματα που δεν είχα άμεσο
δεσμό με τον κόσμο. Από τότε αποκομμένος πέφτω σε ιδρωμένα σεντόνια, κι η ζωή
μου η αγωνία της πτώσης.
Έπεφτα,
πάντα έπεφτα σε σχέση μια κάποιο αστέρι. Έκανα μια ελλειψοειδή τροχιά και στο
τέλος θα ’βρισκα στο χώμα, ίσως ανοίγοντας και κάποιο λάκκο. Απατήθηκα. «Δεν
ξεμπερδεύεις με μια γενική κι αόριστη πτώση» αναβόσβηναν τ’ αστέρια- σήμα
κινδύνου. Πέρασα τα βράχια ξυστά, τόσο που σκίστηκε το παντελόνι μου. «Στην
άλλη βόλτα», σκέφτηκα και πήρα πάλι την κλίση μου μήπως και βρω κάποια σύνδεση
σε γαλαξιακές καταστάσεις, από κάπου να γραπωθώ για να γλιτώσω απ’ το χάος.
Μάριος
Χάκκας