Το ντοκιμαντέρ του Μιχαήλ Ρομ (1965) αποτελεί μία
προσέγγιση του ναζιστικού καθεστώτος ως κοινωνικού φαινομένου και μία αυστηρή
καταδίκη της αποδοχής της φασιστικής νοοτροπίας από τις μάζες.
Η
ματιά του σοβιετικού σκηνοθέτη χρησιμοποιεί το υλικό από τα πολεμικά αρχεία της
ΕΣΣΔ, της Γερμανίας και της Πολωνίας, αλλά και από τα απόρρητα αρχεία του
χιτλερικού υπουργείου προπαγάνδας για να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει το
ζήτημα του εκφασισμού των μικροαστών και της παρείσφρησης της φασιστικής
νοοτροπίας στην καθημερινότητα τους, όχι με κριτήρια απαραιτήτως κοινωνιολογικά
αλλά με την επικουρική βοήθεια της ψυχολογίας.
Ο
Ρομ φωτίζει την ψυχολογία των μαζών η οποία ανακλά τις σκηνοθετημένες
στρατιωτικές παρελάσεις, τις προβαρισμένες δημόσιες ομιλίες του Φύρερ, την
βαγκνερική ατμόσφαιρα μεγαλείου και δύναμης, τη μεγαλοπρέπεια του να είσαι
Κυρίαρχος.
Στιγμιότυπο
από γυρίσματα προπαγανδιστικής ναζιστικής ταινίας.
Εξάλλου,
όπως χαρακτηριστικά ο Βασίλης Ραφαηλίδης σημειώνει στην κριτική του για την
ταινία στη «Δημοκρατική Αλλαγή» το 1966, «ο
φασισμός παρέσυρε τις μάζες γιατί κατόρθωσε να μπει στην καθημερινή ζωή τού
ανθρώπου από την πλάγια πόρτα του συναισθηματισμού, παραλύοντας προηγουμένως τέλεια
τη λογική. Ολόκληρη η ταινία του Ρομ στρέφεται γύρω από αυτόν τον άξονα. Η
συνεχής παρεμβολή πολύ απλών και φαινομενικά ασήμαντων στοιχείων από την
καθημερινή ζωή τόσο στη ναζιστική Γερμανία όσο και στο σημερινό μας κόσμο έχει
ως σκοπό να αποδείξει πως ο φασισμός μπορεί να βρει στήριγμα στην ελλιπή
ψυχολογία των μικροαστών που νιώθουν την ανάγκη να συμψηφίσουν αυτήν τους την
έλλειψη με στοιχεία δανεισμένα από το κατασκευασμένο "μεγαλείο" ενός
άλλου».
Ο
Μιχαήλ Ρομ μπήκε στον χώρο του κινηματογράφου ως σεναριογράφος και βοηθός
σκηνοθέτη. Το 1934 γύρισε την πρώτη του ταινία, «Φραντζολίτσα», μια διασκευή
νουβέλας του Γκι ντε Μοπασάν. Αν και πρόκειται για μια από τις τελευταίες μη
ομιλούσες ταινίες του σοβιετικού κινηματογράφου (που την εποχή που γυρίστηκε η
«Φραντζολίτσα» είχε ήδη μπει στον ομιλούντα), η ταινία τον καθιέρωσε αμέσως.
Αργότερα, με την ταινία «Ο Λένιν τον Οκτώβρη», ο Ρομ έγινε ευρύτερα γνωστός και
δημοφιλέστατος στη Σοβιετική Ένωση.
Ο
Μιχαήλ Ρομ στον «Αληθινό φασισμό» αναζητεί να αναδείξει τους τρόπους με τους
οποίους ο φασισμός εισχωρεί στην καθημερινότητα.
Για
τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ «Αληθινός φασισμός», ο Ρομ ανέτρεξε σε υλικό από
τα πολεμικά αρχεία της ΕΣΣΔ, της Γερμανίας και της Πολωνίας. Είχε επίσης την
τύχη να αποκτήσει πρόσβαση στα απόρρητα αρχεία του χιτλερικού υπουργείου
προπαγάνδας και στις ταινίες της Λένι Ρίφερνσταλ. Όλα αυτά όμως αποσκοπούσαν
κατά κύριο λόγο στην ψυχολογική ερμηνεία: ο Ρομ προσπαθεί να αγγίξει στην ουσία
του το ζήτημα του φασισμού έτσι όπως το βίωσε ο κόσμος, ο οποίος, ως φαίνεται,
δεν ήταν εντελώς άμοιρος ευθυνών στη μαζική παραπλάνηση στην οποία οδηγήθηκε.
Έχει
επίσης ενδιαφέρον ότι ο Μ. Ρομ προτού σκηνοθετήσει τον «Αληθινό φασισμό» είχε
ήδη δημιουργήσει μια μεγάλη σειρά αντιφασιστικών ταινιών καθώς επίσης και την
ιστορική ταινία «Ναύαρχος Ουσάκωφ» που θεωρείται κλασική. Ύστερα από παύση
αρκετών χρόνων, αναθεωρώντας την αισθητική των προηγούμενων ταινιών του,
εμφανίστηκε ανανεωμένος ιδιαίτερα στον «Αληθινό φασισμό». Από το 1949 ως τον
θάνατό του, την 1η Νοεμβρίου 1971, δίδασκε - με διαλείμματα - στο Πανενωσιακό
Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.
Photo of the film
director Mikhail Romm.
Πολλές
ταινίες του Ρομ έχουν βραβευθεί σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, ενώ ο ίδιος
τιμήθηκε με τον τίτλο του «λαϊκού καλλιτέχνη» της ΕΣΣΔ (1941, 1946, 1948, 1949,
1951), με δύο παράσημα Λένιν καθώς και με άλλες διακρίσεις.