1
[18]
Έκοίταα,
κι ήτανε μακριά ακόμη τα’ ακρογιάλι·
«Αστροπελέκι
μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»
Τρία
αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπισω στ’ άλλο,
Πολύ
κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·
Τα
πέλαγα στην αστραπή κι ό ουρανός αντήχαν,
Οι
ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.
2 [19]
ΑΝΩΓΕΙΑ, NELLY'S, 1927.
Πιστέψετε
π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,
Μα
τές πολλές λαβωματιές πού μόφαγαν τα στήθια,
Μα
τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
Μα
την ψυχή πού μ' έκαψε τον κόσμο άπαρατώντας.
(Λάλησε,
Σάλπιγγα! κι' εγώ το σάβανο τινάζω,
Και
σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:
«Μην
είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε,
να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.
Καπνός
δε μένει από τη γή' νιος ουρανός εγίνη'
Σαν
πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.
—Ψηλά
την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια
Στη
θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
Έψαλλε
την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
Κι
έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της·
Ο
Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
Το
κάψιμο αργοπορούνε ο κόσμος ο αναμμένος"
Και
τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·
Όμως
κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).
3.
[20]
William Turner, Clair de lune, étude à Millbank, 1797.
Ακόμη
εβάστουνε ή βροντή ... ... ...
Κι
ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει,
Ησύχασε
και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν
περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τα’ αστρα·
Κάτι
κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
Κάθε
ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση.
Δεν
ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε
όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
Όμως
κοντά στην κορασιά, πού μ’ έσφιξε κι εχάρη,
Εσειότουν
τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·
Και
ξετυλίξει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι
ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε
το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
Στα
μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
4.
[21]
Αντόνιο Κανόβα, Psyché ranimée par le baiser de l'Amour,
«η Ψυχή αναβιώνει με το φιλί του Έρωτα»,
1793.
Εκοίταξε
τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,
Και
την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
Κι
από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο
ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει,
Κι
ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κι
έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε
από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
Κι
η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος
σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
Καταπώς
στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα,
Όχι
στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·
Την
κοίταζα ό βαριόμοιρος, μ’ έκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα
πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
Καν
σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε
την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
Καν
τα’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε
μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
Που
ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·
Σαν
το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζη
Ξάφνου
οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.
Βρύση
έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
Κι
έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Γιατί
άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,
Που
ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου·
Όμως
αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
Βλέπουνε
μες στην άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου,
Κι
ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ
αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
«Κοίτα
με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
………………….
………………….
Όμως
εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·
Τ’
αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τα’ αδράξαν,
Την
αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την έσφαξαν,
Τον
γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ,
Και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Κρήτη ............
Μακριά
‘πο κειθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου και εβγήκα.
Βόηθα,
Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω·
Σε
γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».
5.
[22]
Anne-Louis Girodet,
Malvine, Dying in the Arms of Fingal.
Εχαμογέλασε
γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
Κι
εδάκρυσαν τα μάτια της, κι έμοιαζαν της καλής μου.
Εχάθη,
αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δακρύου της ραντίδα
Στο
χέρι, πού ‘χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.
—
Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
Π’
αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
Χαρά
δεν του ‘ναι ο πόλεμος· τα’ απλώνω του διαβάτη
Ψωμοζητώντας,
κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·
Κι
όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
Αργά,
κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
Και
μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,
Κι
η θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάει,
Ξυπνώ
φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
Και
βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει. -
Τα
κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,
Με
δύναμη πού δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
Μήτε
όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
Μάχη
στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
Μήτε
όταν τον μπομπο - Ίσούφ και τς άλλους δύο βαρούσα.
Σύρριζα
στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.
Στο
πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
(Κι
αυτό μου τ’ αυξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.
…………..
…………..
Αλλά
το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε
Ηχός,
γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν
είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
Και
βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και
τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
Του
δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει·
Δεν
είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
Σε
ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
Κι
αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
Η
θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
Ώστε
που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
Κι
ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια
Δεν
είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος
Στον
Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
Κι
έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και
του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Κι
ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα
Κι'
έφώναζα: «ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»
Κι
άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
Καλή
‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο,
πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
Ίσως
δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει
Δεν
είναι λόγια· ήχος λεπτός ... ...
Δεν
ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Αν
είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
Σαν
του Μαϊού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα,
Γλυκύτατοι,
ανεκδιήγητοι ... ...
Μόλις
είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Μ’
άδραχνεν όλη την ψυχή, και να ‘μπει δεν ημπόρει
Ο
ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη
Με
άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
Τη
σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε
τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου·
Πού
εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·
Και
τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
Την
απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.
Ο
Διονύσιος Σολωμός, φιλοτεχνημένος από τον Γιώργη Βαρλάμο. Dionysios
Solomos was born on April 8, 1798 in Zakynthos, as the illegitimate child of a
wealthy count, Nikolaos Solomos and his housekeeper, Angeliki Nikli. He is a
famous Greek poet, best known for writing the Hymn to Liberty, of which the
first two stanzas became the Greek National Anthem in 1865. Dionysios Solomos
is the main figure of the so-called Hepatanese School of poetry. He is
considered as Greece’s national poet not only because he wrote the Greek
National Anthem, but also because he contributed to the preservation of the
earlier poetic tradition and highlighted its usefulness to the modern
literature. In addition, he was the first to use the demotic Greek. “The Cretan” describes the story of a
Cretan who left from Crete after the revolution was lost in 1826, the shipwreck
and his efforts to save his beloved from the tempest. A central point in the
work is the apparition of an oracle, the Feggarontymeni (meaning the one
dressed by the moon).
Ο
«Κρητικός» του Δ. Σολωμού με το βλέμμα του Δημήτρη Λιαντίνη
Άγαλμα
του Διονύσιου Σολωμού στην πόλη της Ζακύνθου. Statue of Greek
poet Dionysios Solomos at Dionysios Solomos Square (Platia Dionysiou Solomou),
Zakynthos (city), Greece. The sculpture is copy of a work by Georgios Vroutos
(1843 – 1909).
Στα
1833, στην κορυφή της ζωής του, ο Σολωμός έχει τελειώσει με όλες τις μεγάλες
συλλήψεις, που έμειναν ατελείωτα έργα. Εκείνη τη χρονιά της ισορροπίας των άνω
και των κάτω μας έδωκε τον Παρθενώνα του Βράχου του, τον Κρητικό.
Ο
Σολωμός στον Κρητικό χάραξε την εικόνα της ζωής, του πνεύματος, και της τέχνης,
ιστορώντας τη συγκεκριμένη στιγμή, το στίγμα του στερεοποιημένου χρόνου, που το
δημιουργεί η αγωνία του θνητού και η
γαλήνη του αθάνατου. Τον ήχο του
παρελθόντος τον θερίζει το βλέμμα του μέλλοντος:
Γιατί
άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου
Που
ετρέμαν και δεν μ΄άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου
William Blake, Eve Tempted by the Serpent, ca.
1799-1800.
Η
φεγγαροντυμένη είναι το πλάσμα του φωτός
της νύχτας, που γεννιέται και πατάει στην κόψη των κυμάτων. Η ποίηση γίνεται
Θεά της αλήθειας και Σώτειρα του χρόνου:
Ξυπνώ
φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
Και βάνω την παλάμη
μου, κι αμέσως γαληνεύει.
ΣΦΑΚΙΑΝΟΣ,
NELLY'S, 1939.
Εκεί
που ο άνθρωπος πάει να καταποντιστεί στην άβυσσο της υπαρκτικής αγωνίας του,
τον παραπαίρνει ξαφνικά ρεύμα ανέλπιστης γαλήνης κι αντί τρελός γίνεται
αλαφροΐσκιωτος.
Μήτε όταν εκροτούσαμε,
πετώντας τα θηκάρια, Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια. Μήτε όταν τον Μπόμπο- Ισούφ και τα άλλους δυό
βαρούσα σύρριζα στη Λαβύρινθο, π΄αλαίμαργα πατούσα.
Σκέψεις
συναρτημένες με τα «δασικά μονοπάτια» του Heidegger (Holzwege). Στην
κυριολεκτική του σημασία δηλώνει δρόμους που διανοίγονται στο δάσος για την
ξύλευση, ενώ στην κοινή, μεταφορική του χρήση σημαίνει την έλλειψη διόδου και
προοπτικής, την απατηλή οδό, το αδιέξοδο.
Σε
σημείωμά του στην αρχή του τόμου, ο Χάιντεγκερ λαμβάνει αποστάσεις από αυτήν τη
μεταφορική σημασία και επεξηγεί τη δική του χρήση, αναφέροντας μεταξύ άλλων:
«Στο δάσος [Holz] υπάρχουν δρόμοι που συνήθως χάνονται στη βλάστηση,
καταλήγοντας απότομα σε αδιέξοδα. Ονομάζονται Holzwege. Ο καθένας τους οδεύει
χωριστά, αλλά μέσα στο ίδιο δάσος. Συχνά δίνεται η εντύπωση ότι ο ένας μοιάζει
με τον άλλο. Πρόκειται όμως για απλή εντύπωση. Υλοτόμοι και δασοφύλακες γνωρίζουν
τους δρόμους. Γνωρίζουν τι σημαίνει να βρίσκεται κανείς πάνω σε έναν Holzweg».
Ο
Δαίδαλος, η Πασιφάη και ξύλινη αγελάδα. Τοιχογραφία στην Πομπηία, 1ος αιώνας
μ.Χ. Daedalus, Pasiphae and wooden cow. Roman fresco from the northern wall of
the triclinium in the Casa dei Vettii (VI 15,1) in Pompeii.
Στενωποί,
και αδιέξοδα μας παραπέμπουν στον μυθικό Δαίδαλο∙ στο χρέος του ανθρώπου να
πολεμάει τη «στενή μάχη», τη σκοτεινή Λαβύρινθο, για να βγει στο φως, στην έξοδο,
στην ηθική και πνευματική ολοκλήρωση.
Ancient Greek
theatre in Delos, Greece. Ancien théâtre grec de Délos en Grèce.
Ο
Σολωμός, αν και είδε το χάσμα της φύσης, που πάντα θα υπάρχει θαυμαστό, και το
χάος της ιστορίας, που τώρα πλησιάζει τερατώδες, έμεινε ο ποιητής της
αισιοδοξίας όσο κανένας έλληνας και λίγοι ευρωπαίοι. Αμέτε και κυττάξτε ένα
πρωινό του Ιουλίου τη μαρμαρόσπαρτη Δήλο, πώς δηλοί. Αστράφτει στον ήλιο σαν τα
αξόνια και τα μάτια του Απόλλωνα. Και μυρίζει στη θάλασσα σαν τα δάση και τα
μαλλιά της Αρτέμιδας. Δύναμη που κρύβεται στο μουσικό όργανο του Σολωμού:
Τα κύματα έσχιζα
μ’αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα.
Ο
Σολωμός έζησε ισχυρός και ερημίτης σε μια ώρα αρχής και ανυδρίας. Εν τούτοις
αυτή η φυλετική ώρα ήταν μεγάλη. Γιατί μέσα από τον καύσωνα και τη λιγονεριά ο
λαός του εξέρχοταν βλοσυρός «εκ γης δουλείας». Σ’αυτή την έρημο ήταν ταγμένος
να τον οδηγήσει και να τον νομοθετήσει, έστω και χωρίς να το ξέρει
συνειδητά.(...)
Και
πιο κάτω:
Statue of Eros (or
Thanatos) of the Centocelle type. Roman copy of the Antonine era from a Late
Classical original. 2nd century AD.
Μόλις
είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Sigmund Freud
claimed each human had a death instinct, called Thanatos, the Greek word for
"death." This Greek relief sculpture shows Thanatos positioned
between Aphrodite and Persephone, who are thought to be competing for the soul
of Adonis.
Με
τον έρωτα και το θάνατο ιστοριέται η ιδέα της πανεπίσκοπης εξουσίας, που
ενσαρκώνεται στην απέραντη λειτουργία της ύλης. Η ισοδυναμία των αντιπάλων
οδηγεί σε μια σύρραξη, στην οποία νικητής αναδείχνεται ο ηττημένος, κατά τον
τρόπο που στην τακτική του πολέμου η υποχώρηση ημπορεί να κυκλώνει και η
επίθεση να εγκλωβίζεται. Η πορεία του λουλουδιού προς την άνθιση είναι σύγκαιρα
κίνηση προς το μαρασμό. Το τέλος της ακμής συμπίπτει με την αρχή της παρακμής.
Το νόημα της μεταβολής αναπαύεται σ’ ένα ελάχιστο «μόλις», που αποτελεί το
κλειδί του απείρου, το δείκτη δηλαδή της αύξησης και της μείωσης στην ενιαία
κίνηση του όντος.
Ο
Ηράκλειτος σε λεπτομέρεια της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ. «Héraclite
l'Obscur», détail de L'École d'Athènes de Raphaël, 1509.
Αυτό
το «μόλις», που δεν είναι άλλο από το «ωυτό»* της ηρακλείτειας οδού, που γυροφέρνει μόνιμα στη μουσική σκέψη του
ποιητή και εκφράζεται σταθερά στο στίχο του Κρητικού. Στην
Ηθική οι έννοιες του Είναι και του Μηδενός συμβολίζονται στις παραστάσεις του
αγαθού και του κακού, τα οποία καθαυτά και μονωμένα έχουν τη σημασία μιας
πέτρας στο βυθό του Ειρηνικού, που κανείς δεν είδε και ποτέ δεν θα ιδεί. Το
νόημα αυτών των δύο δυνάμεων ευρίσκεται μόνο στην ασίγαστη αμάχη, που ανοίγει
την άπειρη διάσταση της ηθικής απάνου στο ελάχιστο «μόλις» της απόφασης. Το
όσιο και το ανόσιο είναι μπλεγμένα καθώς το νερό και το χώμα στο κορμί του
δέντρου. Αυτή την αποτρόπαιη βούληση του όντος ο Σολωμός την παρασταίνει πολύ
σημαδιακά.
Ο
Λάμπρος θα δώσει λόγο για τις ανομίες του τη Λαμπρή:
Χείλη
με χείλη τότε εκολληθήκαν
Όσα
εδώσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
Στού
δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν.
Η
κράση δηλαδή του Μηδενός και του Είναι στην απερινόητη διάσταση του οντολογικού
στίγματος, ερμηνεύεται με τη Στιγμή, στην οποία δίνει μορφή το φως της
αστραπής.
Ο
Διονύσιος Σολωμός σε νεανική ηλικία, συλλογή Μουσείου Δ.Σολωμού και Επιφανών
Ζακυνθίων. Dionysios Solomos young.
Άστραψε
φως κι εγνώρισεν ο νιός τον εαυτό του.
Ημπορεί
ο άνθρωπος να εντάξει τη ζωή του στα όρια αυτής της στιγμής;
Να
ανοίξει τη στιγμή σε διάσταση ή να πυκνώσει τη διάσταση σε στιγμή;
Να
στίξει τη ζωή του ή να χρονώσει τη στιγμή του;
Ο
τάφος του Διονύσιου Σολωμού στη Ζάκυνθο. Tomb of Greek poet
Dionysios Solomos. Located in the Museum of Dionysios Solomos and other famous
Zakynthians, Zakynthos (city), Greece.
Κι
έζησε ζωή ατέλειωτη σε μια στιγμή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*«Άδης καί Διόνυσος έν’ καί ωυτό» (Ο Άδης, ο
θάνατος, και ο Διόνυσος, ο έρωτας, είναι το ίδιο πράγμα.). Ο Εμπεδοκλής είπε
ακριβώς το ίδιο με τη φιλότητα και το νείκος, η φιλότης, ο έρωτας, το νείκος,
φιλονικία, έρις, διάλυση, καταστροφή, απάνω σ’ αυτές τις δύο δυνάμεις,
συντελείται όλο το δράμα του σύμπαντος.
Από
το εξαιρετικό βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη «Χάσμα σεισμού, ο φιλοσοφικός Σολωμός».